ΗΠΑ: "Ημέρα απελευθέρωσης"

Το παρόν κείμενο του Michael Roberts γράφτηκε πριν από την κωλοτούμπα του Τραμπ και την αναβολή, κατά 90 ημέρες, των προβλεπόμενων δασμών, με την εξαίρεση όσων επιβλήθηκαν στην Κίνα εκτός των κινητών τηλεφώνων και υλικών πληροφορικής. Ωστόσο, εξηγεί γιατί οι προσπάθειες του Τραμπ δεν μπορούν παρά να επιταχύνουν την οικονομική κρίση, ακόμα και μέσα στις ΗΠΑ.

 

Δεν είναι Πρωταπριλιά (1 Απριλίου). Αλλά θα μπορούσε κάλλιστα να είναι, καθώς αργότερα σήμερα ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ ανακοινώνει ένα ακόμη μπαράζ δασμών στις εισαγωγές στις ΗΠΑ σε αυτό που ο Τραμπ αποκαλεί «Ημέρα Απελευθέρωσης» και αυτό που η φωνή των μεγάλων επιχειρήσεων και της οικονομίας της Αμερικής, η εφημερίδα Wall Street, αποκάλεσε «τον πιο ηλίθιο εμπορικό πόλεμο στην ιστορία» [1].

Σε αυτόν τον γύρο, ο Τραμπ αυξάνει τους δασμούς στις εισαγωγές από χώρες που έχουν υψηλότερους δασμούς στις αμερικανικές εξαγωγές, δηλαδή τους λεγόμενους «αμοιβαίους δασμούς». Αυτά υποτίθεται ότι θα αντιμετωπίσουν αυτό που θεωρεί άδικους φόρους, επιδοτήσεις και ρυθμίσεις άλλων χωρών στις αμερικανικές εξαγωγές. Παράλληλα, ο Λευκός Οίκος εξετάζει ένα σωρό τέλη  σε ορισμένους τομείς και οι δασμοί 25% σε όλες τις εισαγωγές από τον Καναδά και το Μεξικό που είχαν αναβληθεί νωρίτερα, εφαρμόζονται τώρα εκ νέου.

Αμερικανοί αξιωματούχοι έχουν επανειλημμένα επισημάνει τον φόρο προστιθέμενης αξίας της ΕΕ ως παράδειγμα αθέμιτης εμπορικής πρακτικής. Οι φόροι επί των ψηφιακών υπηρεσιών δέχονται επίσης επίθεση από αξιωματούχους του Τραμπ, οι οποίοι λένε ότι εισάγουν διακρίσεις εις βάρος των αμερικανικών εταιρειών. Παρεμπιπτόντως, ο ΦΠΑ δεν είναι αθέμιτος δασμός [2], καθώς δεν εφαρμόζεται στο διεθνές εμπόριο και είναι αποκλειστικά εγχώριος φόρος - οι ΗΠΑ είναι μία από τις λίγες χώρες που δεν εφαρμόζουν ομοσπονδιακό ΦΠΑ- αντ' αυτού βασίζονται σε ποικίλους ομοσπονδιακούς και πολιτειακούς φόρους επί των πωλήσεων.

Ο Τραμπ ισχυρίζεται ότι τα τελευταία του μέτρα πρόκειται να «απελευθερώσουν» την αμερικανική βιομηχανία αυξάνοντας το κόστος εισαγωγής ξένων αγαθών για τις αμερικανικές εταιρείες και τα νοικοκυριά και μειώνοντας έτσι τη ζήτηση και το τεράστιο εμπορικό έλλειμμα που έχουν σήμερα οι ΗΠΑ με τον υπόλοιπο κόσμο. Θέλει να μειώσει αυτό το έλλειμμα και να αναγκάσει τις ξένες εταιρείες να επενδύουν και να δραστηριοποιούνται εντός των ΗΠΑ αντί να εξάγουν σε αυτές.

Θα δουλέψει αυτό; Όχι, για διάφορους λόγους. Πρώτον, θα υπάρξουν αντίποινα από άλλα εμπορικά έθνη. Η ΕΕ έχει δηλώσει ότι θα αντιμετωπίσει τους αμερικανικούς δασμούς χάλυβα και αλουμινίου με δικούς της δασμούς που θα επηρεάσουν διάφορα αμερικανικά προϊόντα αξίας έως και 28 δισ. δολαρίων. Η Κίνα έχει επίσης επιβάλει δασμούς σε εξαγωγές αγροτικών προϊόντων των ΗΠΑ αξίας 22 δισ. δολαρίων, στοχεύοντας στην αγροτική βάση του Τραμπ με νέους δασμούς 10% στη σόγια, το χοιρινό κρέας, το βόειο κρέας και τα θαλασσινά. Ο Καναδάς έχει ήδη επιβάλει δασμούς σε αμερικανικά προϊόντα αξίας περίπου 21 δισ. δολαρίων, από αλκοόλ έως φυστικοβούτυρο, και περίπου 21 δισ. δολάρια σε αμερικανικά προϊόντα χάλυβα και αλουμινίου, μεταξύ άλλων.

Δεύτερον, οι εισαγωγές και οι εξαγωγές των ΗΠΑ δεν αποτελούν πλέον την καθοριστική δύναμη στο παγκόσμιο εμπόριο. Το αμερικανικό εμπόριο ως ποσοστό του παγκόσμιου εμπορίου δεν είναι μικρό, σήμερα ανέρχεται στο 10,35%. Αλλά αυτό έχει μειωθεί σε σχέση με πάνω από 14% το 1990. Αντίθετα, το μερίδιο της ΕΕ στο παγκόσμιο εμπόριο είναι 29% (από 34% το 1990), ενώ οι λεγόμενες BRICS έχουν τώρα μερίδιο 17,5%, με επικεφαλής την Κίνα με ποσοστό σχεδόν 12%, από μόλις 1,8% το 1990.

Αυτό σημαίνει ότι το εμπόριο από άλλα έθνη εκτός των ΗΠΑ θα μπορούσε να αντισταθμίσει οποιαδήποτε μείωση των εξαγωγών προς τις ΗΠΑ. Στον 21ο αιώνα, το εμπόριο των ΗΠΑ δεν έχει πλέον τη μεγαλύτερη συμβολή στην αύξηση του εμπορίου - η Κίνα έχει αποκτήσει αποφασιστικό προβάδισμα.

Ο Σάιμον Έβενετ, καθηγητής στο IMD Business School [3], υπολογίζει ότι, ακόμη και αν οι ΗΠΑ διακόψουν όλες τις εισαγωγές αγαθών, 70 από τους εμπορικούς εταίρους τους θα καλύψουν πλήρως τις χαμένες πωλήσεις τους προς τις ΗΠΑ εντός ενός έτους και 115 θα το κάνουν εντός πέντε ετών, εφόσον διατηρήσουν τους τρέχοντες ρυθμούς αύξησης των εξαγωγών τους προς άλλες αγορές. Σύμφωνα με το NYU Stern School of Business, η πλήρης εφαρμογή αυτών των δασμών και τα αντίποινα άλλων χωρών κατά των ΗΠΑ θα μπορούσαν να μειώσουν τον όγκο του παγκόσμιου εμπορίου αγαθών έως και 10% σε σχέση με τη βασική ανάπτυξη μακροπρόθεσμα. Αλλά ακόμη και αυτό το αρνητικό σενάριο εξακολουθεί να συνεπάγεται περίπου 5 τοις εκατό περισσότερο παγκόσμιο εμπόριο αγαθών το 2029 από ό,τι το 2024.

Ένας παράγοντας που ενισχύει σε κάποιο βαθμό τη συνεχή αύξηση του παγκόσμιου εμπορίου είναι η άνοδος του εμπορίου υπηρεσιών. Το παγκόσμιο εμπόριο θα φτάσει το ρεκόρ των 33 τρισεκατομμυρίων δολαρίων το 2024, επεκτεινόμενο κατά 3,7% (1,2 τρισεκατομμύρια δολάρια), σύμφωνα με την τελευταία ενημέρωση για το παγκόσμιο εμπόριο από την Επιτροπή Εμπορίου και Ανάπτυξης του ΟΗΕ (UNCTAD) [4]. Οι υπηρεσίες οδήγησαν την ανάπτυξη, αυξάνοντας το ποσοστό τους κατά 9% για το συγκεκριμένο έτος και προσθέτοντας 700 δισεκατομμύρια δολάρια - σχεδόν το 60% της συνολικής ανάπτυξης. Το εμπόριο αγαθών αυξήθηκε κατά 2%, συνεισφέροντας 500 δισ. δολάρια. Κανένα από τα μέτρα του Τραμπ δεν εφαρμόζεται στις υπηρεσίες. Πράγματι, οι ΗΠΑ κατέγραψαν το μεγαλύτερο εμπορικό πλεόνασμα όσον αφορά το εμπόριο υπηρεσιών μεταξύ των συναλλασσόμενων - περίπου 257,5 δισ. ευρώ το 2023 - ενώ το Ηνωμένο Βασίλειο είχε το 2ο μεγαλύτερο πλεόνασμα (176,0 δισ. ευρώ), ακολουθούμενο από την ΕΕ (163,9 δισ. ευρώ) και την Ινδία (147,2 δισ. ευρώ).

Ωστόσο, η επιφύλαξη είναι ότι το εμπόριο υπηρεσιών εξακολουθεί να αποτελεί μόνο το 20% του συνολικού παγκόσμιου εμπορίου. Επιπλέον, η αύξηση του παγκόσμιου εμπορίου έχει υποχωρήσει από το τέλος της Μεγάλης Ύφεσης, πολύ πριν από τα δασμολογικά μέτρα του Τραμπ που εισήχθησαν στην πρώτη θητεία του το 2016, προωθήθηκαν περαιτέρω υπό τον Μπάιντεν από το 2020 και τώρα πάλι υπό τον Τραμπ με την Ημέρα της Απελευθέρωσης. Η παγκοσμιοποίηση έχει τελειώσει και μαζί της η δυνατότητα υπέρβασης των εγχώριων οικονομικών κρίσεων μέσω των εξαγωγών και των ροών κεφαλαίων στο εξωτερικό.

Και εδώ είναι η ουσία του λόγου για την πιθανή αποτυχία των δασμολογικών μέτρων του Τραμπ στην αποκατάσταση της αμερικανικής οικονομίας και στο «να ξανακάνει την Αμερική μεγάλη»: δεν επιλύει καθόλου την υποκείμενη στασιμότητα της εγχώριας οικονομίας των ΗΠΑ - αντίθετα, την επιδεινώνει.

Η επιχειρηματολογία του Τραμπ για τους δασμούς είναι ότι οι φτηνές ξένες εισαγωγές έχουν προκαλέσει την αποβιομηχάνιση των ΗΠΑ. Για το λόγο αυτό, ορισμένοι κεϋνσιανοί οικονομολόγοι, όπως ο Μίκαελ Πέττις [5], έχουν υποστηρίξει τα μέτρα του Τραμπ. Ο Πέττις γράφει ότι «τα μακροχρόνια τεράστια ελλείμματα της Αμερικής λένε την ιστορία μιας χώρας που απέτυχε να προστατεύσει τα συμφέροντά της». Ο ξένος δανεισμός των ΗΠΑ «επιβάλλει προσαρμογές στην αμερικανική οικονομία που έχουν ως αποτέλεσμα τη μείωση των αμερικανικών αποταμιεύσεων, κυρίως μέσω κάποιου συνδυασμού υψηλότερης ανεργίας, υψηλότερου χρέους των νοικοκυριών, επενδυτικών φουσκών και υψηλότερου δημοσιονομικού ελλείμματος», ενώ παράλληλα ξεφουσκώνει ο τομέας της μεταποίησης.

Αλλά ο Πέττις το αντιλαμβάνεται αυτό ανάποδα. Ο λόγος που οι ΗΠΑ έχουν τεράστια εμπορικά ελλείμματα είναι επειδή η αμερικανική βιομηχανία δεν μπορεί να ανταγωνιστεί άλλους μεγάλους εμπόρους, ιδίως την Κίνα. Η μεταποίηση των ΗΠΑ δεν έχει σημειώσει σημαντική αύξηση της παραγωγικότητας εδώ και 17 χρόνια. Αυτό έχει καταστήσει όλο και πιο αδύνατο για τις ΗΠΑ να ανταγωνιστούν σε βασικούς τομείς. Ο μεταποιητικός τομέας της Κίνας είναι πλέον η κυρίαρχη δύναμη στην παγκόσμια παραγωγή και το εμπόριο. Η παραγωγή της υπερβαίνει την παραγωγή των εννέα επόμενων μεγαλύτερων κατασκευαστών μαζί. Οι ΗΠΑ εισάγουν κινεζικά προϊόντα επειδή είναι φθηνότερα και ολοένα και πιο καλής ποιότητας.

Ο Μορίς Όμπστφελντ (Peterson Institute for International Economics) [6] έχει αντικρούσει την άποψη του Πέττις ότι οι ΗΠΑ «αναγκάστηκαν» να εισάγουν περισσότερα λόγω των ξένων μερκαντιλιστικών πρακτικών. Αυτός είναι ο πρώτος μύθος που προπαγανδίζουν ο Τραμπ και ο Πέττις. «Ο δεύτερος είναι ότι η ιδιότητα του δολαρίου ως το κορυφαίο διεθνές αποθεματικό νόμισμα υποχρεώνει τις Ηνωμένες Πολιτείες να έχουν εμπορικά ελλείμματα για να προμηθεύουν με δολάρια τους ξένους επίσημους κατόχους. Ο τρίτος είναι ότι τα ελλείμματα των ΗΠΑ προκαλούνται αποκλειστικά από τις ξένες χρηματοοικονομικές εισροές, οι οποίες αντανακλούν μια γενικότερη ζήτηση για αμερικανικά περιουσιακά στοιχεία, την οποία η Αμερική δεν έχει άλλη επιλογή από το να ικανοποιήσει καταναλώνοντας περισσότερα από όσα παράγει».

Ο Όμπστφελντ αντιθέτως υποστηρίζει ότι είναι η εγχώρια κατάσταση της αμερικανικής οικονομίας που οδήγησε στα εμπορικά ελλείμματα. Οι Αμερικανοί καταναλωτές, οι επιχειρήσεις και η κυβέρνηση έχουν αγοράσει περισσότερα από όσα έχουν πουλήσει στο εξωτερικό και τα έχουν πληρώσει με την είσοδο ξένων κεφαλαίων (δάνεια, πωλήσεις ομολόγων και εισερχόμενες ΑΞΕ). Αυτό δεν συνέβη λόγω της «υπερβολικής αποταμίευσης» από χώρες όπως η Κίνα και η Γερμανία, αλλά λόγω της «έλλειψης επενδύσεων» σε παραγωγικά περιουσιακά στοιχεία στις ΗΠΑ (και σε άλλες ελλειμματικές χώρες όπως το Ηνωμένο Βασίλειο). Όμπστφελντ: «βλέπουμε κυρίως μια κατάρρευση των επενδύσεων. Η απάντηση πρέπει να εξαρτηθεί από την αύξηση της κατανάλωσης και των επενδύσεων σε ακίνητα στις ΗΠΑ, σε μεγάλο βαθμό λόγω της φούσκας των ακινήτων». Δεδομένων αυτών των υποκείμενων λόγων του εμπορικού ελλείμματος των ΗΠΑ, «οι εισαγωγικοί δασμοί δεν θα βελτιώσουν το εμπορικό ισοζύγιο ούτε, κατά συνέπεια, θα δημιουργήσουν απαραίτητα θέσεις εργασίας στη μεταποίηση». Αντίθετα, «θα αυξήσουν τις τιμές για τους καταναλωτές και θα τιμωρήσουν τις εξαγωγικές επιχειρήσεις, οι οποίες είναι ιδιαίτερα δυναμικές και παραγωγικές».

Όπως έχω εξηγήσει στο παρελθόν [7], οι ΗΠΑ έχουν τεράστιο εμπορικό έλλειμμα σε αγαθά με την Κίνα, επειδή εισάγουν τόσα πολλά κινεζικά αγαθά σε ανταγωνιστικές τιμές. Αυτό δεν αποτελούσε πρόβλημα για τον αμερικανικό καπιταλισμό μέχρι τη δεκαετία του 2000, επειδή το αμερικανικό κεφάλαιο λάμβανε καθαρή μεταφορά υπεραξίας (UE) από την Κίνα, παρόλο που οι ΗΠΑ είχαν εμπορικό έλλειμμα. Ωστόσο, καθώς το «τεχνολογικό έλλειμμα» της Κίνας με τις ΗΠΑ άρχισε να μειώνεται τον 21ο αιώνα, αυτά τα κέρδη άρχισαν να εξαφανίζονται. Εδώ βρίσκεται ο γεωοικονομικός λόγος για την έναρξη του εμπορικού και τεχνολογικού πολέμου κατά της Κίνας [8].

Οι δασμοί του Τραμπ δεν θα αποτελέσουν απελευθέρωση, αλλά αντίθετα θα προσθέσουν μόνο την πιθανότητα μιας νέας αύξησης του εγχώριου πληθωρισμού και μιας καθόδου στην ύφεση. Ακόμη και πριν από την ανακοίνωση των νέων δασμών, υπήρχαν σημαντικές ενδείξεις ότι η αμερικανική οικονομία επιβραδύνεται σε κάποιο βαθμό. Ήδη, οι χρηματοοικονομικοί επενδυτές αποτιμούν τον «πιο ηλίθιο εμπορικό πόλεμο στην ιστορία» του Τραμπ, πουλώντας μετοχές. Οι μετοχές των πρώην «Μεγαλοπρεπών Επτά» της Αμερικής βρίσκονται ήδη σε bear market (πτωτική αγορά), δηλαδή πέφτει η αξία τους πάνω από 20% από τα Χριστούγεννα.

Οι οικονομικοί αναλυτές μειώνουν τις εκτιμήσεις τους για την οικονομική ανάπτυξη των ΗΠΑ φέτος. Η Goldman Sachs αύξησε την πιθανότητα ύφεσης φέτος στο 35% από 20% και τώρα αναμένει ότι η αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ των ΗΠΑ θα φθάσει μόνο το 1% φέτος. Η οικονομική πρόβλεψη της Atlanta Fed για το ΑΕΠ πλέον για το πρώτο τρίμηνο του τρέχοντος έτους (που μόλις έληξε) προβλέπει συρρίκνωση κατά 1,4% σε ετήσια βάση (δηλαδή -0,35% σε επίπεδο τριμήνου). Και οι δασμοί του Τραμπ δεν έχουν έρθει ακόμα.

Οι δασμοί δεν αποτέλεσαν ποτέ ένα αποτελεσματικό εργαλείο οικονομικής πολιτικής που μπορεί να δώσει ώθηση στην εγχώρια οικονομία. Στη δεκαετία του 1930, η προσπάθεια των ΗΠΑ να «προστατεύσουν» τη βιομηχανική τους βάση με τους δασμούς Smoot-Hawley οδήγησε μόνο σε περαιτέρω συρρίκνωση της παραγωγής στο πλαίσιο της Μεγάλης Ύφεσης που κάλυψε τη Βόρεια Αμερική, την Ευρώπη και την Ιαπωνία. Η Μεγάλη Ύφεση της δεκαετίας του 1930 δεν προκλήθηκε από τον προστατευτικό εμπορικό πόλεμο που προκάλεσαν οι ΗΠΑ το 1930, αλλά οι δασμοί τότε προσέθεσαν δύναμη σε αυτή την παγκόσμια συρρίκνωση, καθώς επικράτησε το «κάθε χώρα για τον εαυτό της». Μεταξύ των ετών 1929 και 1934, το παγκόσμιο εμπόριο μειώθηκε κατά περίπου 66%, καθώς οι χώρες παγκοσμίως εφάρμοσαν μέτρα εμπορικών αντιποίνων.

Ολοένα και περισσότερες μελέτες υποστηρίζουν ότι ένας πόλεμος δασμών «μία σου και μία μου» θα οδηγήσει μόνο σε μείωση της παγκόσμιας ανάπτυξης, ενώ θα ωθήσει τον πληθωρισμό προς τα πάνω. Η πιο πρόσφατη εκτιμά[9] ότι με μια «επιλεκτική αποσύνδεση» μεταξύ ενός (αμερικανοκεντρικού) δυτικού μπλοκ και ενός («κινεζοκεντρικού») ανατολικού μπλοκ που περιορίζεται σε πιο στρατηγικά προϊόντα, οι απώλειες του παγκόσμιου ΑΕΠ σε σχέση με την τάση ανάπτυξης θα μπορούσαν να κυμανθούν γύρω στο 6%. Σε ένα πιο σοβαρό σενάριο που επηρεάζει όλα τα προϊόντα που διακινούνται σε όλα τα μπλοκ, οι απώλειες θα μπορούσαν να ανέλθουν στο 9%. Ανάλογα με το σενάριο, οι απώλειες του ΑΕΠ θα μπορούσαν να κυμανθούν από 2% έως 6% για τις ΗΠΑ και από 2,4% έως 9,5% για την ΕΕ, ενώ η Κίνα θα αντιμετώπιζε πολύ υψηλότερες απώλειες.

Οπότε δεν υπάρχει απελευθέρωση εδώ.

 

 

Δημοσιεύθηκε στις 2 Απριλίου 2025 στο: https://thenextrecession.wordpress.com/2025/04/02/liberation-day/#

 

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: elaliberta.gr

 

Michael Roberts