
Από το 2022, ένα κύμα κινημάτων που ξεκίνησε στη Σρι Λάνκα έχει εξαπλωθεί σε όλη τη Νότια Ασία. Στο Μπαγκλαντές, το κίνημα κατά των ποσοστώσεων πυροδότησε εκτεταμένες διαδηλώσεις το 2024, κάνοντας την κυβέρνηση της Σεΐχ Χασίνα να αντιδράσει με σκληρή καταστολή. Ως απάντηση, άτομα από διάφορα κοινωνικά στρώματα βγήκαν στους δρόμους. Καθώς εντείνονταν οι εκκλήσεις για εξέγερση κατά της κυβέρνησης, η Χασίνα αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα, παρά τις προσπάθειές της να καταστείλει το λαϊκό κίνημα.
Αυτό το κύμα διαμαρτυριών έχει πλέον φτάσει και στο γειτονικό Νεπάλ. Από πολιτική άποψη, οι αριστερές και δεξιές παρατάξεις έχουν προσφέρει διαφορετικές ερμηνείες της κατάστασης. Ωστόσο, και οι δύο πλευρές αποδίδουν το μαζικό κίνημα στο Νεπάλ στην επιρροή του αμερικανικού ιμπεριαλισμού. Αν και προς το παρόν δεν υπάρχουν συγκεκριμένα στοιχεία για άμεση εμπλοκή των ΗΠΑ, θα ήταν πρόωρο να αποκλείσουμε οποιοδήποτε τέτοιο τέχνασμα.
Ωστόσο, μπορούμε εύλογα να ισχυριστούμε ότι οι ιμπεριαλιστικές συνωμοσίες δεν είναι η μόνη αιτία της εξέγερσης στο Νεπάλ. Αντίθετα, η εξέγερση προκλήθηκε από την αυξανόμενη δυσαρέσκεια των απλών Νεπαλέζων, η οποία κλιμακωνόταν εδώ και σχεδόν δύο δεκαετίες λόγω των πολιτικών χειρισμών εις βάρος τους. Η πρόσφατη απαγόρευση των κοινωνικών μέσων ενημέρωσης λειτούργησε ως καταλύτης. Παρόμοια με τις διαμαρτυρίες για τις ποσοστώσεις στο Μπαγκλαντές, που αντανακλούσαν τη βαθιά δυσαρέσκεια του κοινού, η αντιδημοκρατική πράξη του κλεισίματος των κοινωνικών μέσων ενημέρωσης στο Νεπάλ μπορεί να ήταν το σημείο καμπής που οδήγησε στην πτώση μιας αντιλαϊκής κυβέρνησης.
Μετά από δεκαετίες αιματηρών αγώνων, η εγκαθίδρυση της δημοκρατίας στο Νεπάλ το 2008 σηματοδότησε ένα ιστορικό ορόσημο. Σε μια εποχή που τα κομμουνιστικά κόμματα σε όλο τον κόσμο βίωναν αποτυχίες, η κατάληψη της εξουσίας στο Νεπάλ υπό την ηγεσία των κομμουνιστών αναζωπύρωσε τις ελπίδες της αριστεράς. Μια μαζική εξέγερση στο Νεπάλ ανέτρεψε ουσιαστικά το καθεστώς που υπήρχε, δημιουργώντας υψηλές προσδοκίες για τη νεοσυσταθείσα κυβέρνηση. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια, τα τρία μεγάλα πολιτικά κόμματα του Νεπάλ –το Νεπαλέζικο Κογκρέσο, το Κομμουνιστικό Κόμμα του Νεπάλ (Ενωμένοι Μαρξιστές-Λενινιστές) και το Μαοϊκό Κέντρο– έχουν εμπλακεί σε ένα παιχνίδι ανταγωνισμών για την εξουσία. Αυτή η προσπάθεια δεν οδήγησε σε καμία σημαντική βελτίωση στην καθημερινή ζωή των απλών πολιτών.
Πριν προχωρήσουμε περαιτέρω σε αυτό το θέμα, είναι απαραίτητο να ανατρέξουμε εν συντομία στην ιστορία του αντιμοναρχικού κινήματος του Νεπάλ, καθώς η κατανόηση αυτού του κινήματος είναι ζωτικής σημασίας για την κατανόηση του πλαισίου του σημερινού κύματος διαδηλώσεων.
Αντιμοναρχικό κίνημα στο Νεπάλ (2001–08)
Τον Ιούνιο του 2001, στο βασιλικό παλάτι του Νεπάλ συνέβη μια τραγική σφαγή, με αποτέλεσμα τον θάνατο του βασιλιά Μπιρέντρα, της βασίλισσας Αϊσβάρια, του διαδόχου Ντιπέντρα και σχεδόν ολόκληρης της βασιλικής οικογένειας. Μετά από αυτό το γεγονός, ανέβηκε στο θρόνο ο βασιλιάς Γκιανέντρα Σινγκ. Ωστόσο, η βασιλεία του σύντομα οδήγησε σε ευρεία δυσαρέσκεια του λαού. Τον Φεβρουάριο του 2005, ο Γκιανέντρα διέλυσε το κοινοβούλιο και ανέλαβε την εκτελεστική εξουσία. Κηρύχθηκε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, απαγορεύτηκαν οι εφημερίδες και ουσιαστικά τα πολιτικά κόμματα. Τα διεθνή μέσα ενημέρωσης χαρακτήρισαν αυτή την κίνηση ως ένα αυταρχικό βήμα.
Σε αυτό το πλαίσιο, τα πολιτικά κόμματα και οι μαοϊκοί υπέγραψαν τη σημαντική «συμφωνία 12 σημείων» στο Δελχί το 2005, με πρωταρχικό στόχο την ανατροπή της μοναρχίας και την καθιέρωση ενός δημοκρατικού πλαισίου. Τον Απρίλιο του 2006 ξεκίνησε το Λαϊκό Κίνημα-2. Για 19 συνεχόμενες ημέρες, εκατομμύρια άνθρωποι αψήφησαν την απαγόρευση κυκλοφορίας και βγήκαν στους δρόμους. Εργάτες, φοιτητές, γυναίκες και αγρότες συμμετείχαν όλοι σε αυτό το κίνημα. Υπό την αυξανόμενη πίεση, ο Γκιανέντρα αναγκάστηκε να επαναφέρει το κοινοβούλιο, σηματοδοτώντας την αρχή της παρακμής της μοναρχίας.
Τον Δεκέμβριο του 2007, το προσωρινό κοινοβούλιο ενέκρινε επίσημα ένα ψήφισμα για την κατάργηση της μοναρχίας, θέτοντας τις βάσεις για την ανακήρυξη του Νεπάλ σε αβασίλευτη δημοκρατία. Τα διεθνή μέσα ενημέρωσης ανέφεραν ότι «οι νομοθέτες ενέκριναν επίσημα ... την κατάργηση της μακραίωνης μοναρχίας και την ανακήρυξη της χώρας σε αβασίλευτη δημοκρατία» (Dawn)1. Στις 10 Απριλίου 2008, διεξήχθησαν εκλογές για τη Συντακτική Συνέλευση, με τους Μαοϊκούς να εξασφαλίζουν τις περισσότερες έδρες. Μετά τις εκλογές, ανακοίνωσαν ότι η μοναρχία θα έπαυε να υφίσταται.
Τελικά, στις 28 Μαΐου 2008, κατά τη διάρκεια της πρώτης συνεδρίασης της Συντακτικής Συνέλευσης, πραγματοποιήθηκε ψηφοφορία που έθεσε επίσημα τέλος στη μοναρχία του Νεπάλ. Από τους εκπροσώπους, 560 ψήφισαν υπέρ, ενώ μόνο τέσσερις ψήφισαν κατά. Κατά συνέπεια, το Νεπάλ ανακηρύχθηκε Ομοσπονδιακή Αβασίλευτη Δημοκρατία. Την ίδια ημέρα, η βασιλική σημαία κατέβηκε από το Παλάτι Ναραγιανχίτι και υψώθηκε η εθνική σημαία. Στη συνέχεια, το παλάτι μετατράπηκε σε μουσείο.
Η κομμουνιστική διακυβέρνηση μετά το 2008 και οι αντιπαραθέσεις
Με τη μετατροπή του Νεπάλ σε ομοσπονδιακή ρεπουμπλικανική δημοκρατία, πολλοί ήλπιζαν ότι μια σταθερή και προοδευτική κυβέρνηση θα μπορούσε να οδηγήσει τη χώρα προς τα εμπρός. Ωστόσο, οι κομμουνιστικές κυβερνήσεις του Νεπάλ αντιμετώπισαν κατηγορίες, αστάθεια και κατακερματισμό, με αποτέλεσμα να μην εκπληρωθούν οι προσδοκίες του λαού. Οι εσωτερικές συγκρούσεις εντός των κομμουνιστικών κομμάτων έγιναν εμφανείς από την αρχή.
Το κόμμα που προέκυψε από την ένοπλη εξέγερση των μαοϊστών είχε υποσχεθεί να συντάξει ένα νέο σύνταγμα μόλις αναλάμβανε την εξουσία. Ωστόσο, στην πράξη, χρησιμοποίησε το κοινοβούλιο και την κυβέρνηση για να εδραιώσει την εξουσία του. Υπήρξαν καταγγελίες για διαφθορά, νεποτισμό και υπερβολικό έλεγχο του κρατικού μηχανισμού από την ηγεσία των μαοϊκών. Οι μαοϊκοί καθυστερούσαν συνεχώς τη διαδικασία σύνταξης του συντάγματος, δημιουργώντας συνεχείς συγκρούσεις στο κοινοβούλιο σχετικά με την ισορροπία των εξουσιών, γεγονός που τελικά ενίσχυσε το αίσθημα αβεβαιότητας μεταξύ του λαού.
Ένα άλλο ισχυρό πολιτικό ρεύμα στο Νεπάλ ήταν το Κομμουνιστικό Κόμμα Νεπάλ Ενωμένοι Μαρξιστές-Λενινιστές, ή CPN (UML) [Communist Party of Nepal (Unified Marxist–Leninist)]2. Μερικές φορές συμμαχούσαν με τους Μαοϊκούς, άλλες φορές τους αντιτίθεντο. Το 2018, συνέβη ένα σημαντικό γεγονός όταν το CPN (UML) και το Μαοϊκό Κέντρο [Maoist Centre] ενώθηκαν για να σχηματίσουν το Κομμουνιστικό Κόμμα του Νεπάλ. Ο τότε πρωθυπουργός Κ. Π. Σάρμα Όλι και ο πρώην ηγέτης των Μαοϊκών Πρατσάντα3 ανέλαβαν την εξουσία έχοντας από κοινού την ηγεσία. Πολλοί πίστευαν ότι αυτή η ενότητα θα οδηγούσε σε μακροπρόθεσμη σταθερότητα. Ωστόσο, σύντομα έγιναν εμφανείς οι εσωτερικές εντάσεις. Ο Όλι κατηγορήθηκε ότι προσπαθούσε να μονοπωλήσει την εξουσία, να αποδυναμώσει τους συνταγματικούς θεσμούς και να χρησιμοποιήσει τη δικαιοσύνη και το προεδρικό γραφείο για τα δικά του συμφέροντα. Κατηγορήθηκε επίσης ότι παρακάμπτει το κοινοβούλιο μέσω εκτελεστικών αποφάσεων και καταστέλλει τους επικριτές του.
Το 2020, η πολιτική κρίση έφτασε στο αποκορύφωμά της όταν ο Όλι ανακοίνωσε ξαφνικά τη διάλυση του κοινοβουλίου. Οι αντίπαλοι χαρακτήρισαν αυτή την πράξη όχι μόνο αντισυνταγματική, αλλά και ανοιχτά αντιδημοκρατική. Τελικά, το Ανώτατο Δικαστήριο επανέφερε το κοινοβούλιο. Κατά τη διάρκεια αυτής της ταραχώδους περιόδου, ξέσπασαν μεγάλες διαδηλώσεις στους δρόμους, υπονομεύοντας ακόμη περισσότερο την εμπιστοσύνη στην κυβέρνηση. Η ενότητα του Κομμουνιστικού Κόμματος του Νεπάλ ήταν επίσης βραχύβια. Το 2021, το δικαστήριο ακύρωσε τη νομική του ύπαρξη λόγω σφαλμάτων στην εγγραφή και ανεπίλυτων εσωτερικών συγκρούσεων. Κατά συνέπεια, το Μαοϊκό Κέντρο και το CPN (UML) διασπάστηκαν ξανά. Αυτή η διάσπαση αποδυνάμωσε την αριστερή πολιτική στο Νεπάλ και μείωσε την αξιοπιστία της στα μάτια του κοινού.
Οι δραστηριότητες της κυβέρνησης δέχθηκαν σημαντική κριτική, ιδίως λόγω διαφόρων σκανδάλων διαφθοράς. Απαγγέλθηκαν κατηγορίες εναντίον της κυβέρνησης για παρατυπίες σε μεγάλα αναπτυξιακά έργα, για την παροχή οικονομικών οφελών σε ηγέτες κομμάτων και για σπατάλη δημόσιων πόρων. Εφημερίδες και οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών ανέφεραν συνεχώς ότι οι κομμουνιστές ηγέτες εκμεταλλεύονταν τους πόρους του κράτους για να εδραιώσουν την εξουσία τους, αντί να ασχοληθούν με τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι απλοί πολίτες. Ένας βασικός παράγοντας που συνέβαλε στην υπονόμευση της εμπιστοσύνης του κοινού ήταν η προφανής ανικανότητα και η αδύναμη διαχείριση της κυβέρνησης κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Οι ανεπαρκείς υπηρεσίες υγείας, η κακή πολιτική προμήθειας εμβολίων και η διαφθορά στη διανομή της βοήθειας εξόργισαν τον πληθυσμό καθ' όλη τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19.
Υπήρξαν καταγγελίες σχετικά με την καταστολή των διαφωνούντων. Οι αγωγές εναντίον επικριτικών δημοσιογράφων, οι απειλές εναντίον ηγετών της κοινωνίας των πολιτών και η καταστολή των διαδηλώσεων από την αστυνομία υπονόμευσαν σημαντικά τις δημοκρατικές πρακτικές του Νεπάλ. Το 2019, ο Χεμ Ταπαλίγια, εκδότης του διαδικτυακού portal Jhaljhaliya, και ο Σατζάν Σαούντ του Ijhjalco συνελήφθησαν για υποτιθέμενες συνδέσεις με μια επαναστατική κομμουνιστική ομάδα. Επιπλέον, ο Ντίπακ Πατάκ, μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Radio Nepal, αντιμετώπισε σύλληψη για την κριτική που άσκησε σε έναν πρώην πρωθυπουργό στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Τον Μάρτιο του 2025, κατά τη διάρκεια μιας συγκέντρωσης υπέρ της μοναρχίας στο Κατμαντού, η αστυνομία χρησιμοποίησε βία –συμπεριλαμβανομένων δακρυγόνων, πλαστικών σφαιρών και κανονιών νερού– με αποτέλεσμα δύο θανάτους, καθώς και πολλά άλλα αντιδημοκρατικά περιστατικά. Οι οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων έχουν κατηγορήσει επανειλημμένα την κυβέρνηση για τη χρήση βίας εναντίον ειρηνικών διαδηλωτών. Επιπλέον, η αποτυχία της κυβέρνησης να προστατεύσει τα δικαιώματα των εθνοτικών μειονοτήτων και των κοινοτήτων των Ντάλιτ4 έγινε όλο και πιο εμφανής.
Μια άλλη σημαντική αδυναμία του κομμουνιστικού κινήματος του Νεπάλ ήταν οι εσωτερικές διαμάχες. Ο Όλι, ο Πρατσάντα και ο Μαντάβ Νεπάλ5, οι οποίοι ηγήθηκαν του Κομμουνιστικού Κόμματος του Νεπάλ (Ενωμένο Σοσιαλιστικό) [Communist Party of Nepal (Unified Socialist)], που αργότερα αποσχίστηκε από το CPN (UML), χρησιμοποίησαν το κόμμα για να ενισχύσουν την επιρροή τους. Κατά συνέπεια, υπήρξαν συχνές αλλαγές στην κυβέρνηση. Από το 2008 έως το 2025, το Νεπάλ γνώρισε πάνω από δώδεκα αλλαγές, που αφορούσαν κυρίως αριστερές ή υπό αριστερή ηγεσία κυβερνήσεις. Ωστόσο, αυτή η αστάθεια δεν οδήγησε σε σταθερή ανάπτυξη ή δημοκρατική πρόοδο για τον πληθυσμό. Αντίθετα, οι απλοί πολίτες θεωρούσαν ότι οι κομμουνιστές ηγέτες ήταν προσηλωμένοι στις διαμάχες για την εξουσία.
Εκτός από τις εσωτερικές συγκρούσεις, η εξωτερική πολιτική του Νεπάλ προκάλεσε επίσης αντιπαραθέσεις. Η κυβέρνηση έχει επανειλημμένα δυσκολευτεί να διαχειριστεί τις σχέσεις της με την Ινδία, να αντιμετωπίσει την αυξανόμενη επιρροή της Κίνας και να ανταποκριθεί στις πιέσεις των διεθνών χρηματοδοτών. Οι επικριτές υποστηρίζουν ότι οι κομμουνιστικές κυβερνήσεις έχουν κατά καιρούς υποκύψει στην επιρροή της Κίνας και, σε άλλες περιπτώσεις, στις πιέσεις της Ινδίας, περιορίζοντας έτσι την ικανότητα του Νεπάλ να λαμβάνει ανεξάρτητες αποφάσεις. Κατά συνέπεια, η κατάσταση οδήγησε σε αύξηση της υποστήριξης προς τα εθνικιστικά κινήματα και τις φιλομοναρχικές ομάδες.
Η κύρια αποτυχία της κομμουνιστικής κυβέρνησης ήταν η αδυναμία της να εξασφαλίσει πολιτική σταθερότητα. Η διαδικασία σύνταξης ενός νέου συντάγματος παρατάθηκε υπερβολικά, η εφαρμογή της νέας επαρχιακής δομής αποδείχθηκε αναποτελεσματική και η οικονομική ανισότητα παρέμεινε άλυτη. Η απουσία συναίνεσης μεταξύ των πολιτικών κομμάτων, σε συνδυασμό με τις συνεχιζόμενες διαμάχες για την εξουσία, ενέτεινε την απογοήτευση του κόσμου. Πολλοί αναλυτές πιστεύουν ότι το πολιτικό τοπίο του Νεπάλ βρίσκεται σε ένα κυκλικό μοτίβο: τα αριστερά κόμματα αναλαμβάνουν την εξουσία, παραπαίουν λόγω διαφθοράς και καταστολής και, στη συνέχεια, εμφανίζεται μια νέα συμμαχία, μόνο για να ανακύψουν ξανά τα ίδια προβλήματα.
Οι δημοτικές εκλογές του 2022 στο Κατμαντού
Στις δημοτικές εκλογές του 2022 στο Κατμαντού, η νίκη του ανεξάρτητου υποψηφίου Μπαλέν Σαχ6 προκάλεσε μια σημαντική αλλαγή στο πολιτικό τοπίο του Νεπάλ. Για μεγάλο χρονικό διάστημα, τα κομμουνιστικά κόμματα διατηρούσαν ισχυρή επιρροή στην πολιτική τόσο της πρωτεύουσας όσο και της χώρας. Πολλοί πίστευαν ότι ο επιρροή του Κομμουνιστικού Κόμματος του Νεπάλ στις τοπικές εκλογές θα συνεχιζόταν, ακόμη και μετά τη διάσπασή του. Ωστόσο, η νίκη του Σαχ αμφισβήτησε αυτή την υπόθεση, λειτουργώντας ως προειδοποιητικό σήμα για την κομμουνιστική ηγεσία του Νεπάλ.
Ο Σαχ απέκτησε δημοτικότητα κυρίως ως ράπερ και ανεξάρτητη πολιτιστική προσωπικότητα, χωρίς να συνδέεται με κανένα πολιτικό κόμμα. Αναδείχθηκε ως σύμβολο διαμαρτυρίας ενάντια στο κατεστημένο πολιτικό σύστημα. Όταν κατέθεσε υποψηφιότητα στις δημαρχιακές εκλογές του Κατμαντού, πολλοί θεώρησαν την υποψηφιότητά του ως συμβολική πρόκληση. Ωστόσο, τα αποτελέσματα των εκλογών έδειξαν ότι οι ψηφοφόροι δεν επιδίωκαν απλώς να στείλουν ένα συμβολικό μήνυμα, αλλά τον εξέλεξαν ως μέσο απόρριψης του υπάρχοντος πολιτικού συστήματος στο σύνολό του.
Σ’ αυτές τις εκλογές τα κομμουνιστικά κόμματα δεν κατάφεραν να κρατήσουν ένα κέντρο όπως το Κατμαντού. Οι υποψήφιοί τους δεν κατάφεραν να κερδίσουν την εμπιστοσύνη των ψηφοφόρων, επειδή η μακροχρόνια διακυβέρνηση, οι κατηγορίες για διαφθορά, οι εσωτερικές διαιρέσεις και οι διαμάχες για την εξουσία είχαν κουράσει τον λαό. Ο Σαχ εκμεταλλεύτηκε αυτή την απογοήτευση κατά τη διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας. Υποσχέθηκε μια καθαρή πόλη, καλύτερες υπηρεσίες και υπεύθυνη διοίκηση, κάτι που προσέλκυσε τους ψηφοφόρους.
Η νίκη του Σαχ όχι μόνο άνοιξε νέους ορίζοντες στο πολιτικό τοπίο του Νεπάλ, αλλά και ανέδειξε τις αδυναμίες των κομμουνιστικών κομμάτων. Είναι προφανές ότι η επιτυχία του Σαχ δεν ήταν απλώς ένας θρίαμβος για έναν ανεξάρτητο υποψήφιο, αλλά αντανακλούσε τη φθίνουσα εμπιστοσύνη του κοινού στις καθιερωμένες πολιτικές δυνάμεις. Η εμπιστοσύνη στην αριστερή πολιτική, που ήταν εμφανής κατά την πτώση της μοναρχίας το 2008, άρχισε να φθίνει σε αυτές τις εκλογές. Η ήττα του κομμουνιστή υποψηφίου σε μια στρατηγικά σημαντική πόλη όπως το Κατμαντού αποτέλεσε σαφή ένδειξη των οργανωτικών αδυναμιών τους.
Μετά το 2022, το πολιτικό και κοινωνικό τοπίο του Νεπάλ έγινε σταδιακά πιο περίπλοκο. Η νίκη του Σαχ στο Κατμαντού ανέδειξε την απογοήτευση του κοινού. Ωστόσο, τα επόμενα χρόνια, η κεντρική κυβέρνηση συνέχισε να βυθίζεται στο τέλμα της ξεπερασμένης πολιτικής, αντί να λάβει υπόψη αυτό το μήνυμα. Ως αποτέλεσμα των διοικητικών αποτυχιών, της διαφθοράς και της πολιτικής αστάθειας, το σύστημα διακυβέρνησης του Νεπάλ βυθίστηκε σε μια βαθιά κρίση.
Κατά το οικονομικό έτος 2022-23, η ανεργία των νέων ηλικίας 15-24 ετών έφτασε το 22,7%, σημειώνοντας σημαντική αύξηση από το 7,3% το 1995-96 (CESLAM7). Ταυτόχρονα, η συνολική ανεργία ανήλθε στο 12,6%, από 11,4% το 2017-18 (CESLAM). Κατά συνέπεια, η απογοήτευση των ανέργων νέων αυξήθηκε, συνοδευόμενη από μια αυξανόμενη απογοήτευση από την κυβέρνηση.
Η οικονομική ανισότητα συνεχίζει να αυξάνεται, με το χάσμα μεταξύ αστικών και αγροτικών περιοχών να διευρύνεται. Κατά το οικονομικό έτος 2022-23, το ποσοστό φτώχειας για όσους ζουν κάτω από το όριο του κόστους διαβίωσης ήταν 18,34% στις αστικές περιοχές, σε σύγκριση με 24,66% στις αγροτικές περιοχές (Asia News Network). Η αστική ελίτ έχει μονοπωλήσει το μεγαλύτερο μέρος του πλούτου και των παροχών, αφήνοντας τον αγροτικό πληθυσμό παραμελημένο. Ο γεωργικός τομέας έχει περιπέσει σε κρίση, με αποτέλεσμα τη μείωση της παραγωγικότητας.
Πολλοί νέοι έχουν επιδιώξει να μεταναστεύσουν λόγω της έλλειψης ευκαιριών απασχόλησης στην πατρίδα τους. Αν και τα εμβάσματα των μεταναστών εργαζομένων έχουν διατηρήσει την οικονομία σε κάποιο επίπεδο, δεν έχουν καταφέρει να μειώσουν την εσωτερική οικονομική ανισότητα. Σύμφωνα με στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας, το 20% του πληθυσμού του Νεπάλ ζει κάτω από το όριο της φτώχειας. Η ίδια έκθεση σημειώνει ότι το εισόδημα του πλουσιότερου 10% του πληθυσμού της χώρας είναι περισσότερο από τριπλάσιο του εισοδήματος του φτωχότερου 40%. Αυτό υπογραμμίζει το σημαντικό εισοδηματικό χάσμα μεταξύ των ανώτερων και των κατώτερων τάξεων.
Το εν εξελίξει κίνημα διαμαρτυρίας και το σημερινό σενάριο
Το σημερινό μαζικό αντικυβερνητικό κίνημα στο Νεπάλ δεν προέκυψε αυθόρμητα. Αντίθετα, αναπτύχθηκε ως αποτέλεσμα δύο δεκαετιών αναποτελεσματικής και μη παραγωγικής πολιτικής από τα κομμουνιστικά κόμματα. Ανεξάρτητα από τις αφηγήσεις που κυκλοφορούν σχετικά με τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό, η πραγματικότητα είναι ότι ο δημοκρατικός χώρος στο Νεπάλ έχει συρρικνωθεί. Για μεγάλο χρονικό διάστημα, η ακραία καταστολή, η αποτυχία της αποκέντρωσης της εξουσίας και η καθιέρωση ενός γραφειοκρατικού συστήματος έχουν δημιουργήσει ένα κλίμα στο οποίο η εξουσία θεωρείται κατοχή ισχύος, καθιστώντας την κατάρρευση του συστήματος αναπόφευκτη.
Ενώ η δεξιά μπορεί να επινοεί διάφορες ιστορίες για να υπονοήσει μια συνωμοσία των ΗΠΑ εναντίον της Ινδίας, είναι απογοητευτικό να βλέπουμε ότι η αριστερά παραβλέπει την πολιτική συνείδηση της εργατικής τάξης. Είναι αναμφισβήτητο ότι, στο όνομα της εδραίωσης της δημοκρατίας και της ειρήνης, οι ΗΠΑ έχουν πραγματοποιήσει ιμπεριαλιστικές εισβολές σε πολλές χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Κεντρικής Ασίας, του Αφγανιστάν και του Ιράκ. Είναι καθήκον της αριστεράς να σταθεί αλληλέγγυα με τους λαούς αυτών των χωρών, δίνοντας προτεραιότητα στον διεθνισμό. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι κάθε αγώνας για τη δημοκρατία πρέπει να απορρίπτεται ως ιμπεριαλιστική συνωμοσία – μια τέτοια απόρριψη απλώς αποκαλύπτει μια μορφή μη ρεαλιστικής αλαζονείας.
Τα αιτήματα για φαγητό και δημοκρατία δεν είναι αμοιβαία αποκλειόμενα. Αντίθετα, όταν η αριστερά κατακτά την εξουσία, μία από τις πρωταρχικές της ευθύνες, μαζί με την αντιμετώπιση της ανισότητας και της ανεργίας, είναι η εκδημοκρατικοποίηση του συστήματος διακυβέρνησης, ώστε να διασφαλιστεί ότι οι φωνές των πιο περιθωριοποιημένων θα ακουστούν στο πλαίσιο της κρατικής διοίκησης. Εάν γίνουν προσπάθειες συγκέντρωσης της κοινωνικής εξουσίας μέσω της δικτατορίας και της δημιουργίας μιας γραφειοκρατικής τάξης, η εξέγερση του λαού είναι αναπόφευκτη. Τα αποτελέσματα μιας τέτοιας εξέγερσης πιθανότατα θα εκμεταλλευτούν οι δυνάμεις που είναι πιο οργανωμένες στο κίνημα εκείνη τη στιγμή, είτε είναι της δεξιάς είτε της αριστεράς.
Στην περίπτωση του Νεπάλ, ένα θετικό σημάδι είναι η παρουσία διαφόρων αριστερών δυνάμεων που συμμετέχουν ενεργά στους δρόμους και ηγούνται τμημάτων αυτού του κινήματος. Εάν καταφέρουν να διατηρήσουν την ηγεσία, θα είναι σε θέση να αμφισβητήσουν τη δεξιά και να επιτύχουν τη νίκη. Επιπλέον, κόμματα όπως το Νεπαλέζικο Κογκρέσο έχουν απορρίψει την πρόταση για την ίδρυση αμερικανικών στρατιωτικών βάσεων. Παραμένει αβέβαιο πόσο αποτελεσματικά μπορούν οι ΗΠΑ να αξιοποιήσουν αυτό το κίνημα για να διατηρήσουν την επιρροή τους στην Ασία. Ωστόσο, αν τα αιτήματα των εργατών και των αγροτών αγνοηθούν στον αγώνα για τη δημοκρατία και τα άτομα θεωρηθούν απλώς μαριονέτες των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, τότε ουσιαστικά θα υποβαθμιστούν σε «παθητικά αντικείμενα» που χειραγωγούνται από εξωτερικές δυνάμεις.
Είναι προφανές ότι το πολιτικό σύστημα του Νεπάλ, μαζί με τη διαδοχή αριστερών κυβερνήσεων, δεν κατάφερε να ανταποκριθεί στις προσδοκίες των εργαζόμενων μαζών. Η υπόσχεση για μεταρρυθμίσεις που ξεκίνησε μετά το τέλος της μοναρχίας έχει μετατραπεί σε ένα μοτίβο απρόβλεπτων εξελίξεων, ενδοκομματικών συγκρούσεων και ευρείας δυσαρέσκειας. Αυτή η αποτυχία έχει υπονομεύσει την αξιοπιστία των πολιτικών ηγετών, επιτρέποντας σε αναδυόμενα κοινωνικά κινήματα και αυτοδιοικούμενες οργανώσεις να αμφισβητήσουν την κυριαρχία των κυρίαρχων πολιτικών οντοτήτων.
Ενώ είναι πιθανό να αποκατασταθεί κάποια μορφή πολιτικής σταθερότητας, το κρίσιμο και ανεπίλυτο ερώτημα παραμένει: μπορεί η αριστερά να ανακτήσει τη θέση της; Ιστορικά, όταν οι επαναστατικές περίοδοι σταματούν –χωρίς να προχωρήσουν πέρα από επιφανειακές μεταρρυθμίσεις προκειμένου να επιτύχουν βαθύτερες κοινωνικές αλλαγές– μπορούν να έχουν σημαντικές επιπτώσεις για την εργατική τάξη και τους μη προνομιούχους. Κατά συνέπεια, τέτοια αποτελέσματα συχνά οδηγούν όχι μόνο σε απογοήτευση, αλλά και στην άνοδο αντιδραστικών εναλλακτικών λύσεων, στην παρακμή των προοδευτικών δυνάμεων και στην αποδυνάμωση των δημοκρατικών χώρων που η επανάσταση επεδίωκε να δημιουργήσει.
Σήμερα, το Νεπάλ βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι. Η αδυναμία της αριστεράς να εδραιώσει τα επιτεύγματά της και να μετατρέψει τις προσδοκίες της επανάστασης σε βιώσιμες δομές δημοκρατίας και κοινωνικής δικαιοσύνης έχει δημιουργήσει ένα επισφαλές κενό. Εάν αυτό το κενό καλυφθεί από αυταρχικές ή ιδιοτελείς δυνάμεις, οι αρχικοί στόχοι της δημοκρατικής επανάστασης του 2008 ενδέχεται να αντιμετωπίσουν σοβαρές καθυστερήσεις και συμβιβασμούς. Το επείγον ζήτημα δεν είναι αν θα επανέλθει η σταθερότητα –είναι πολύ πιθανό ότι θα επανέλθει– αλλά υπό την ηγεσία ποίου θα υλοποιηθεί και ποια μορφή θα πάρει αυτή η σταθερότητα.
Για την αριστερά, οι προκλήσεις είναι σημαντικές. Για να ανακτήσει την αξιοπιστία της, πρέπει να δημιουργήσει ένα ολοκληρωμένο οργανωτικό πλαίσιο και να υποστεί μια πραγματική μεταμόρφωση προς την κατεύθυνση της λογοδοσίας, της συμμετοχικότητας και μιας πραγματικά δημοκρατικής διαδικασίας. Χωρίς μια τέτοια αλλαγή, η ιστορική σημασία της επανάστασης κινδυνεύει να μείνει στην ιστορία ως μια χαμένη ευκαιρία που προκάλεσε μόνιμη δυσαρέσκεια μεταξύ εκείνων που επεδίωκε να ενδυναμώσει.
Μετάφραση: elaliberta.gr/
Sankha Subhra Biswas, “Nepal joins regional wave of revolt as popular anger at repression and inequality spreads across South Asia”, Links / International Journal of Socialist Renewal, 12 Σεπτεμβρίου 2025, https://links.org.au/nepal-joins-regional-wave-revolt-popular-anger-repression-and-inequality-spreads-across-south-asia. Αναδημοσίευση: Sankha Subhra Biswas, “Why did Nepal join the regional wave of popular revolt?”, Europe Solidaire Sans Frontières, https://www.europe-solidaire.org/spip.php?article76232.
Sankha Subhra Biswas, « Le Népal rejoint la vague régionale de révolte alors que la colère populaire contre la répression et les inégalités se répand en Asie du Sud », Europe Solidaire Sans Frontières, https://www.europe-solidaire.org/spip.php?article76233.
- 1Dawn, πακιστανική εφημερίδα αναφοράς [οι σημειώσεις είναι της γαλλικής μετάφρασης του Adam Novak].
- 2Κομμουνιστικό Κόμμα Νεπάλ (Ενωμένοι Μαρξιστές Λενινιστές).
- 3Pushpa Kamal Dahal, ηγέτης του Κομμουνιστικού Κόμματος του Νεπάλ (μαοϊκό κέντρο), πιο γνωστός με το πολεμικό του όνομα « Prachanda ».
- 4Dalit: Κοινότητες ιστορικά καταπιεσμένες από το σύστημα των καστών, που παλαιότερα ονομάζονταν συνήθως « ανέγγιχτοι » (untouchables) .
- 5Madhav Kumar Nepal, Νεπαλέζος πολιτικός ηγέτης του Κομμουνιστικού Κόμματος του Νεπάλ (ενοποιημένο σοσιαλιστικό).
- 6Balendra Shah, μουσικός ραπ και μηχανικός που έγινε πολιτικός.
- 7CESLAM: Κέντρο μελέτης της εργασίας και της κινητικότητας (Νεπάλ).