25η Γενάρη: μια καμπή για την Ελλάδα και την Ευρώπη!

Εκτελεστικό Γραφείο της 4ης Διεθνούς

11/1/2015

Οι κυβερνήσεις της ΕΕ το συνειδητοποιούν απολύτως. Στις βουλευτικές εκλογές της 25ης Γενάρη, μια μεγάλη ήττα των κομμάτων της δεξιάς και μια νίκη του Σύριζα θα μπορούσε να ωθήσει την πάλη κατά των πολιτικών λιτότητας στην Ευρώπη προς όφελος των λαών.

Οι προσεχείς εβδομάδες θα είναι κρίσιμες για την Ελλάδα και την Ευρώπη. Πίσω από την εκλογική μάχη της 25ης Ιανουαρίου 2015 βρίσκεται μια σύγκρουση των θεμελιωδών τάξεων της ελληνικής κοινωνίας, όπου συμπεριλαμβάνεται και μια ευρωπαϊκή διάσταση. Αυτό είναι γεγονός. Εάν επιβεβαιωθεί μια εκτεταμένη ήττα των δεξιών κομμάτων και μια νίκη του Σύριζα, στις προσεχείς βουλευτικές εκλογές, τότε η πάλη κατά των πολιτικών λιτότητας θα μπορούσε να γύρει προς την πλευρά των λαών. Ακόμα περισσότερο που είναι επίμονη η καμπάνια που κάνουν οι κυβερνήσεις της ΕΕ και οι κομισάριοί της υπέρ του Σαμαρά. Οι δημοσκοπήσεις δίνουν τον Σύριζα επικεφαλής με το 28% των ψήφων. Για να έχει απόλυτη πλειοψηφία, μόνος του, χρειάζεται να πάρει γύρω στο 35%. Όλα μπορεί να κριθούν από τα αποτελέσματα των μικρών κομμάτων που, αν πάρουν κάτω από το 3% των ψήφων, τότε μένουν εκτός βουλής. Βέβαια, μια εκλογική νίκη της ελληνικής αριστεράς δεν αρκεί, αλλά θα δείξει πως μπορούμε να αρχίσουμε να μπλοκάρουμε τις πολιτικές λιτότητας και να ανατρέψουμε την πορεία των πραγμάτων.

Είναι ένας αδύναμος κρίκος της αλυσίδας των πολιτικών λιτότητας που μπορεί να σπάσει.

Η Ελλάδα ήταν η μία από τις χώρες που υπέστησαν τις βιαιότερες καπιταλιστικές νεοφιλελεύθερες επιθέσεις: το μέσο διαθέσιμο εισόδημα μειώθηκε κατά 35% από το 2009 ώς το 2013, η ανεργία ξεπερνάει το 28% -ενώ είναι άνω του 50% στους νέους 15 με 24 ετών-, οι δημόσιες υπηρεσίες έχουν διαλυθεί, οι μισθωτοί, αλλά και τμήματα της μικροαστικής τάξης, έχουν φτωχύνει τρομακτικά. Αυτές είναι οι επιπτώσεις των «μνημονίων» που επέβαλε η τρόϊκα (ΔΝΤ, ΚΤΕ, ΕΕ) και που οδήγησαν σε αληθινή οπισθοχώρηση των συνθηκών ζωής για εκατομμύρια Έλληνες. Η χώρα αιμορραγεί, με την ενεργή συνενοχή των κυρίαρχων τάξεων -και των πολιτικών εκπροσώπων τους, από τη Νέα Δημοκρατία ώς το ΠΑΣΟΚ- οι οποίες ιδιοποιήθηκαν όχι μόνο τον πλούτο που παράγουν οι εργαζόμενες τάξεις της Ελλάδας (αυτόχθονες και μετανάστες), αλλά και τα δισεκατομμύρια ευρώ που ανακυκλώνονταν επί χρόνια από την ΕΕ, με τη μορφή «διαρθρωτικής βοήθειας» προς τους ιδιοκτήτες της Ελλάδας αυτής. Για όλη αυτή την αντιδραστική επίθεση, η γεωστρατηγική θέση της Ελλάδας στο σύνολο του ΝΑΤΟ έχει επίσης μια σημασία.

Είναι η απόρριψη, από την ελληνική κοινωνία, αυτής της βάρβαρης πολιτικής που οδήγησε στη σημερινή πολιτική κρίση. Είναι ο ένας από τους κρίσιμους παράγοντες που εμπόδισε την κυβέρνηση του Σαμαρά να βρει μια πλειοψηφία 180 βουλευτών και να εκλέξει νέο Πρόεδρο της Δημοκρατίας τον τέως επίτροπο της ΕΕ Σταύρο Δήμα.

Αλλά η ιδιαιτερότητα της ελληνικής κρίσης είναι ο κεντρικός ρόλος που παίζει ο Σύριζα, απέναντι στη δεξιά, την άκρα δεξιά και τη σοσιαλδημοκρατία όπως αυτή εκπροσωπείται από τον τέως αντιπρόεδρο Ευάγγελο Βενιζέλο. Ενώ σε μια σειρά από χώρες της Ευρώπης είναι η ακραία και η άκρα δεξιά που επωφελείται από την κρίση, αυτό δεν συμβαίνει στην Ελλάδα, με τον Σύριζα, και στο Ισπανικό Κράτος, με τους Podemos, όπου αυτές οι δυνάμεις πολώνουν σε μαζική κλίμακα τη διάθεση αντίστασης απέναντι στις πολιτικές λιτότητας.

Στην πραγματικότητα, δεν μπορούμε να καταλάβουμε τη «δυναμική» του Σύριζα χωρίς να συνυπολογίσουμε το καταστροφικό βάθος της οικονομικής κρίσης που συνόδεψε την κατάρρευση του ενός από τους πυλώνες του παραδοσιακού ελληνικού πολιτικού συστήματος, του ΠΑΣΟΚ -Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα-, την ιστορική κρίση της δεξιάς, την υποχώρηση του ΚΚΕ, που πέρασε από το 13,1% των ψήφων το 1989 στο 4,5% τον Ιούνιο του 2012. Ένα υπερσεκταριστικό ΚΚΕ που επισήμως δε δίστασε να δηλώσει τον Ιούνιο του 2014: «τις τελευταίες αυτές χρονιές, ο Σύριζα έκανε μια συστηματική προσπάθεια να σώσει τον καπιταλισμό στα μάτια των εργαζομένων». Η μεταλλαγή αυτή της πολιτικής σκακιέρας είναι κυρίως το αποτέλεσμα της κοινωνικής αντίστασης στις επιθέσεις των κυρίαρχων τάξεων και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σχεδόν 30 ημέρες εθνικής απεργίας, χωρίς να μετρήσουμε τους τμηματικούς αγώνες σε πολλούς τομείς, σημάδεψαν τους ρυθμούς της κοινωνικής και πολιτικής κατάστασης της χώρας, τα τελευταία χρόνια και τους τελευταίους μήνες. Οι διάφορες συνιστώσες του Σύριζα, τα μέλη τους στα συνδικάτα -συχνά σε σύνδεση και με τους αγωνιστές του συνασπισμού ΑΝΤΑΡΣΥΑ-, το φοιτητικό κίνημα, κλπ., είναι οι φορείς των κινητοποιήσεων αυτών. Επιπλέον, οι πρωτοβουλίες κατά των νεοναζί (Χρυσή Αυγή, που αναδεικνύεται ισχυρά), καθώς και προς υπεράσπιση των δικαιωμάτων των μεταναστών και προσφύγων συνδέθηκαν συνεχώς με τη μάχη ενάντια στα αμείλικτα μέτρα λιτότητας και την καταστολή.

Η ελληνική ριζοσπαστική αριστερά είναι το προϊόν της συσσώρευσης όλης αυτής της κοινωνικής και πολιτικής εμπειρίας. Η νίκη της είναι δυνατή, αλλά τίποτα δεν έχει κριθεί.

Πρώτον, γιατί η δεξιά δεν έχει πει την τελευταία της λέξη. Η ελληνική δεξιά παραμένει ισχυρή, με κοινωνική και πολιτική βάση. Η Νέα Δημοκρατία είναι ένας υπερ-αντιδραστικός σχηματισμός. Ενσωματώνει μέσα της στοιχεία ημι-φασιστικά, που προέρχονται από το Λάος, ακροδεξιά δύναμη. Έχει ένοχες σχέσεις με τους νεοναζί της Χρυσής Αυγής και με τομείς του στρατιωτικού και αστυνομικού κρατικού μηχανισμού. Ακόμα και αν δεν αποτελεί άμεση απειλή, το φάντασμα ενός στρατιωτικού πραξικοπήματος συνεχίζει να πλανάται πάνω από την ελληνική πολιτική ζωή. Επίσης πρέπει να υπολογίσουμε έναν τύπο που έχει ξεσπαθώσει κατά της αριστεράς, των εργαζομένων, των μεταναστών. Τέλος, να μην ξεχάσουμε ότι η δεξιά αυτή μπορεί να επωφελείται από την πλήρη στήριξη του ουσιαστικού τμήματος της ελληνικής εργοδοσίας, των ευρωπαϊκών αστικών τάξεων και της τρόϊκα. Η επιλογή τους είναι η άμεση σύγκρουση με τον Σύριζα και την ελληνική αριστερά.

Ο κίνδυνος για τις ευρωπαϊκές κυρίαρχες τάξεις είναι, σήμερα, κυρίως πολιτικός. Ο στόχος του: να επιβάλουν μια νέα ήττα στον ελληνικό λαό. Η ελληνική κρίση μπορεί να έχει οικονομικές επιπτώσεις στην κατάσταση της Ευρώπης μέσα στη χρηματοπιστωτική, νομισματική και τραπεζική, αναταραχή, αλλά ο πιο σημαντικός «κίνδυνος» είναι η κοινωνική και πολιτική μόλυνση. Η Ελλάδα κατέχει στρατηγική θέση στο στρατιωτικό σύνολο του ΝΑΤΟ και μια κρίση στην Ελλάδα θα έχει επιπτώσεις στο επίπεδο των διεθνών συσχετισμών δύναμης. Μια ήττα των πολιτικών λιτότητας μπορεί να ξαναδώσει εμπιστοσύνη στα εκατομμύρια εργαζόμενους που δοκιμάστηκαν σκληρά τα τελευταία χρόνια. Είναι επομένως κρίσιμο, για τους ευρωπαίους ηγέτες, να κάνουν το παν για να αποτύχει η εμπειρία. Η λαϊκή αποφασιστικότητα κάνει μερικά αστικά στρώματα και τμήματα των ευρωπαϊκών ελίτ να δείχνουν τη δυνατότητα διαπραγμάτευσης με τη νέα ελληνική κυβέρνηση. Σε αυτό το πλαίσιο είναι που οι ηγέτες της ΕΕ μπορεί να χρησιμοποιήσουν τα απομεινάρια της παραδοσιακής φιλελεύθερης ή σοσιαλφιλελεύθερης αριστεράς: τα απομεινάρια του ΠΑΣΟΚ, του κινήματος των σοσιαλιστών του Παπαντρέου, ή τα απομεινάρια της ΔΗΜΑΡ (Δημοκρατική Αριστερά), ιδιαίτερα αν η ηγεσία του Σύριζα πάει προς το σχηματισμό μιας κυβέρνησης συνασπισμού, αναζητώντας συμφωνία με τους ηγέτες της ΕΕ. Οι ισχυροί της Ευρώπης θα συνδυάσουν διενέξεις και ελιγμούς, συγκρούσεις και πιέσεις, για να επιβάλουν μια πολιτική στη συνέχεια με τη σημερινή κυβέρνηση, ελπίζοντας να οδηγήσουν το Σύριζα σε συνθηκολόγηση και, άρα, στην καταστροφή. Αυτό που ήδη ορισμένοι ονομάζουν «παρένθεση Σύριζα»!

Πολλά πράγματα παίζονται σήμερα μέσα στο Σύριζα, που βρίσκεται σε σταυροδρόμι. Το «προεδρικό γραφείο» και ο Αλέξης Τσίπρας -η ηγεσία του Σύριζα- πολλαπλασιάζουν τις αντιφατικές δηλώσεις: Θέλουν να απορρίψουν τα «μνημόνια» της τρόϊκα, να σταματήσουν να πληρώνουν τους τόκους του χρέους και να ακυρώσουν ένα μεγάλο τμήμα αυτού του χρέους, αλλά ταυτόχρονα θέλουν να αναζητήσουν και μια συμφωνία με τους ηγέτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης που, για να συνεχίζουν τα δάνειά τους, απαιτούν την εφαρμογή των δημοσιονομικών πολιτικών, τη μείωση του επιπέδου ζωής του ελληνικού λαού και τη διάλυση των δημοσίων υπηρεσιών.

Σε αυτή τη φάση, αυτό που επικρατεί στην καμπάνια του Σύριζα είναι οι δεσμεύσεις του προγράμματος της Θεσσαλονίκης: Να επανέλθουν οι μισθοί και οι συντάξεις στα επίπεδα προ κρίσης. Να επανέλθουν οι συλλογικές συμβάσεις στα επίπεδα προ κρίσης. Να επαναφερθεί το ελάχιστο φορολογούμενο εισόδημα στα 12.000 ευρώ. Να καταργηθούν οι φόροι στο πετρέλαιο θέρμανσης. Τα μέτρα αυτά, εάν εφαρμόζονταν θα είχαν μια σημασία για τον ελληνικό λαό και πιο πέρα, για την Ευρώπη: η λιτότητα μπορεί να σταματήσει.

Αυτός είναι και ο λόγος που αυτή η διπλοπροσωπία σύντομα θα προσκρούσει στην πολιτική των κυρίαρχων τάξεων, στην Ελλάδα και στην Ευρώπη: ή οι διαταγές της ΕΕ θα γίνουν αποδεκτές, και τότε η εμπειρία θα έχει ηττηθεί, ή θα κρατηθεί η πορεία πιστή στον αγώνα κατά της λιτότητας, καλώντας σε κινητοποίηση, και υπάρχει η δυνατότητα νέας κοινωνικής ώθησης. Δύσκολα να ξεφύγει κανείς από το δίλημμα αυτό.

«Ούτε βήμα πίσω» είναι το σύνθημα των συντρόφων της «αριστερής πλατφόρμας» του Σύριζα. Και είναι αυτό που αισθάνονται γερά και τα ενεργά τμήματα της εκλογικής απήχησης του Σύριζα και των μαζών της νεολαίας, των ανέργων, των αγωνιστών στα συνδικάτα της ΑΔΕΔΥ (δημόσιο) ή της ΓΣΕΕ (ιδιωτικό).

Για να μπορέσει αυτό το σύνθημα «ούτε βήμα πίσω» να συγκεκριμενοποιηθεί και να ισχυροποιηθεί, πρέπει να στηριχτεί σε μια ενωτική πολιτική από το σύνολο της ελληνικής αριστεράς, του Σύριζα αλλά και του ΚΚΕ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Ακόμα και μέσα στο ΚΚΕ, πολλαπλασιάζονται οι αμφιβολίες για τον υπερσεκταριστικό προσανατολισμό της ηγεσίας. Όσο για την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αυτή έχει διχαστεί στο ενδεχόμενο συμμαχίας με ένα «εθνικό κομμουνιστικό» ρεύμα -το πλάνο Β του Αλαβάνου. Η ελληνική αριστερά, ο Σύριζα και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, έχουν ιδιαίτερη ευθύνη για την οικοδόμηση ενός ενωτικού σχεδίου που να ξεπερνάει αυτές τις οργανώσεις και να μπορεί να συσπειρώσει συνδικαλιστές, αγωνιστές συλλογικοτήτων, οικολόγους.

Οι πολιτικές αυτές επιλογές είναι τόσο πιο κρίσιμες όσο η κοινωνική κατάσταση είναι αντιφατική. Η υποχώρηση των κοινωνικών κινητοποιήσεων, από το 2013, μεταφέρει μια κούραση, την έλλειψη συγκεκριμένων αποτελεσμάτων, τις ανησυχίες που χαρακτηρίζουν την ανάγκη να αντιμετωπίσει κανείς την επεκτεινόμενη επισφάλεια. Το αποτέλεσμα είναι, έτσι, όχι μια οπισθοχώρηση της πολιτικοποίησης, αλλά μια μεταβίβαση των ελπίδων για αλλαγή από την παρεμπόδιση της καθημερινής χιονοστιβάδας αντιμεταρρυθμίσεων, προς μια αλλαγή κυβέρνησης που θα την ενσάρκωνε ο Σύριζα.

Το διακύβευμα είναι σαφές και κρίσιμο: να ηττηθεί η ελληνική δεξιά και άκρα δεξιά και να γίνει το παν για να μπορέσει η ελληνική αριστερά, της οποίας ο Σύριζα είναι η κύρια συνιστώσα, να κερδίσει τις εκλογές, για να μπορέσει να δημιουργηθεί μια κοινωνική και πολιτική δυναμική για μια κυβέρνηση της αριστεράς, που θα πρέπει να προσπαθήσει να συσπειρώσει όλες τις δυνάμεις που είναι έτοιμες να έρθουν σε ρήξη με την πολιτική λιτότητας και να παλέψουν ενάντια στις παγίδες του σοβινιστικού εθνικισμού. Η κυβέρνηση αυτή πρέπει να είναι μια κυβέρνηση τμημάτων της αριστεράς και όχι μια κυβέρνηση εθνικής ενότητας που να προετοιμάζει το συμβιβασμό με τις κυρίαρχες τάξεις και την ΕΕ. Η απόρριψη των μνημονίων, των δημοσιονομικών διαταγών από την ΕΕ, η μη αποπληρωμή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους, πρώτα μέτρα μιας κυβέρνησης κατά της λιτότητας, είναι τα ζητήματα όπου θα παιχτεί η σύγκρουση με την ΕΕ, αλλά δεν θα μπορέσουν να ισχυροποιηθούν χωρίς μια πολιτική που δεν θα καταργεί ήδη από την αρχή όλες τις αντικοινωνικές επιθέσεις που επιβλήθηκαν στον ελληνικό λαό εδώ και τέσσερα χρόνια στο χώρο των μισθών, της υγείας, της νομοθεσίας για την εργασία και τη στέγη, μια πολιτική που να αρχίσει να παίρνει αντικαπιταλιστικά μέτρα, επεμβαίνοντας στην καπιταλιστική ιδιοκτησία, εθνικοποιώντας τις τράπεζες και ορισμένους τομείς κλειδιά της οικονομίας, αναδιοργανώνοντας την οικονομία για να ικανοποιηθούν οι στοιχειώδεις κοινωνικές ανάγκες.

Για να επιβληθούν αυτές οι λύσεις, είναι αναγκαία η κοινωνική κινητοποίηση, ο έλεγχος των εργαζομένων στις δικές τους υποθέσεις, η αυτοοργάνωση και η κοινωνική αυτοδιαχείριση. Τέλος, η κατάληψη της κυβέρνησης, σε κοινοβουλευτικό πλαίσιο, σε εξαιρετικές περιστάσεις, μπορεί να είναι ένα πρώτο βήμα στο δρόμο για μια αντικαπιταλιστική ρήξη, αλλά και σε αυτό δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί εάν μια κυβέρνηση κατά της λιτότητας δεν δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για μια νέα εξουσία, στηριζόμενη στις λαϊκές συνελεύσεις, στις επιχειρήσεις, στις συνοικίες και στις πόλεις.

Μια κρίσιμη μάχη ξεκινάει στην Ελλάδα, αλλά αφορά όλους τους λαούς της Ευρώπης. Ο ελληνικός λαός δεν πρέπει να μείνει μόνος του. Ο αγώνας για να τεθεί τέλος στη λιτότητα μπορεί να ξεκινήσει στην Ελλάδα, αλλά δεν μπορεί να αναπτυχθεί παρά μόνο με τις κινητοποιήσεις μεγάλων δυνάμεων του εργατικού κινήματος σε όλη την Ευρώπη. Πρέπει να εμποδίσουμε τις κυβερνήσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης να συνεχίσουν να επιβάλλουν τις διαταγές τους, να αρνηθούμε κάθε ανάμειξη, κάθε εκβιασμό. Ο λαός είναι που πρέπει να αποφασίζει για τις δικές του υποθέσεις. Πρέπει, με τις συλλογικότητες, το συνδικαλιστικό κίνημα και όλες τις οργανώσεις, να οικοδομήσουμε, σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, ένα τοίχο αλληλεγγύης με τον ελληνικό λαό, ενάντια στις πολιτικές της δεξιάς και της τρόϊκα. Καθήκον των επαναστατών είναι επίσης να ενισχύσουμε τις σχέσεις με την ελληνική επαναστατική αριστερά, για να ευνοήσουμε τις συγκλίσεις και τα ενωτικά βήματα μπροστά. Είναι δική μας ευθύνη.

Εκτελεστικό Γραφείο της 4ης Διεθνούς

11/1/2015

Same author