Οικοσοσιαλισμός και/ή Αποανάπτυξη

Ο οικοσοσιαλισμός και το κίνημα της αποανάπτυξης είναι από τα πιο σημαντικά ρεύματα της οικολογικής αριστεράς.

Οι οικοσοσιαλιστές παραδέχονται ότι ένας ορισμένος βαθμός μείωσης της παραγωγής και της κατανάλωσης είναι επιβεβλημένος για να αποφευχθεί η περιβαλλοντική κατάρρευση. Ωστόσο, έχουν μια κριτική στάση απέναντι στις θεωρίες της αποανάπτυξης, γιατί η έννοια της αποανάπτυξης:

  • α) δεν επαρκεί για να οριστεί ένα εναλλακτικό πρόγραμμα.

  • β) δεν διευκρινίζει εάν η αποανάπτυξη θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί μέσα στο πλαίσιο του καπιταλισμού ή όχι.

  • γ) δεν διακρίνει ανάμεσα στις δραστηριότητες που μπορούν να μειωθούν και σε αυτές που πρέπει να αναπτυχθούν.

Είναι σημαντικό να έχουμε υπόψη μας ότι το ρεύμα της αποανάπτυξης, που έχει ιδιαίτερη επιρροή στη Γαλλία, δεν είναι ομοιογενές: Έχοντας εμπνευστεί από τις κριτικές της κοινωνίας της κατανάλωσης -Henri Lefebvre, Guy Debord, Jean Baudrillard- και του τεχνικού συστήματος -Jacques Ellul-, περιλαμβάνει διαφορετικές πολιτικές προοπτικές. Έχει τουλάχιστον δύο πολύ απομακρυσμένους, αν όχι αντιτιθέμενους πόλους: από τη μια, είναι οι κριτικές του δυτικού πολιτισμού, που επηρεάζονται από τον πολιτιστικό σχετικισμό (Serge Latouche), και από την άλλη οι αριστεροί οικουμενιστές οικολόγοι (Vincent Cheynet, Paul Ariés).

Ο παγκοσμίως γνωστός Serge Latouche είναι ένας από τους πιο αμφισβητούμενους γάλλους θεωρητικούς της αποανάπτυξης. Ασφαλώς, μερικά από τα επιχειρήματά του είναι απολύτως θεμιτά: απομυθοποίηση της βιώσιμης ανάπτυξης, κριτική της θρησκείας της ανάπτυξης και της προόδου, έκκληση για μια πολιτιστική επανάσταση. Ωστόσο, η συνολική του απόρριψη του δυτικού ανθρωπισμού, της Διαφωτισμού και της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, καθώς και η ξεδιάντροπη εξύμνηση της λίθινης εποχής, είναι σαφώς κατακρίσιμα. Αλλά αυτό δεν εξαντλεί το θέμα. Η κριτική του κατά των προτάσεων της οικοσοσιαλιστικής ανάπτυξης για τις χώρες του Νότου -περισσότερο πόσιμο νερό, περισσότερα σχολεία και νοσοκομεία- ως «εθνοκεντρικές», «δυτικότροπες» και «αποδιαρθρωτικές των τοπικών τρόπων ζωής» είναι απολύτως αφόρητες. Χωρίς να ξεχνάμε ότι το επιχείρημά του σύμφωνα με το οποίο δε χρειάζεται να μιλάμε για καπιταλισμό, αφού μια τέτοια κριτική «έχει ήδη γίνει, και καλά, από τον Μαρξ», δεν είναι σοβαρό: είναι σαν να λέγαμε ότι δε χρειάζεται να καταγγείλουμε την παραγωγικίστικη καταστροφή του πλανήτη, γιατί κάτι τέτοιο έχει ήδη γίνει, και καλά, από τον André Gorz (ή την Rachel Carson).

Πιο κοντά στην αριστερά είναι το οικουμενιστικό ρεύμα, που στη Γαλλία εκπροσωπείται από το περιοδικό La Décroissance, όσο επικρίσιμος και να είναι ο γαλλικός ρεπουμπλικανισμός ορισμένων από τους θεωρητικούς του (Vincent Cheynet, Paul Ariès). Αντίθετα από τον προηγούμενο, αυτός ο δεύτερος πόλος του κινήματος της αποανάπτυξης έχει μερικά σημεία σύγκλισης -παρά μερικές επεισοδιακές πολεμικές εναντίον τους- με τα κινήματα για την παγκόσμια δικαιοσύνη (ATTAC), τους οικοσοσιαλιστές και τα κόμματα της ριζοσπαστικής αριστεράς: Επέκταση του δωρεάν [αγαθά, υπηρεσίες, εξοπλισμός, που προσφέρονται δωρεάν], προτεραιότητα της αξίας χρήσης σε σχέση με την ανταλλακτική αξία, μείωση της εργασιακής ημέρας, πάλη κατά των κοινωνικών ανισοτήτων, ανάπτυξη των μη εμπορικών δραστηριοτήτων, αναδιοργάνωση της παραγωγής με βάση τις κοινωνικές ανάγκες και την προστασία του περιβάλλοντος.

Πολλοί θεωρητικοί της αποανάπτυξης μοιάζουν να πιστεύουν πως η μόνη εναλλακτική στον παραγωγισμό είναι να σταματήσει κάθε ανάπτυξη ή να αντικατασταθεί από μια αρνητική ανάπτυξη, δηλαδή να μειωθεί δραστικά το υπερβολικό επίπεδο κατανάλωσης του πληθυσμού, διαιρώντας διά δύο τις ενεργειακές δαπάνες, εγκαταλείποντας ατομικά σπίτια, κεντρικές θερμάνσεις, πλυντήρια, κλπ. Και καθώς τα μέτρα αυτά δρακόντειας λιτότητας και άλλα σαν κι αυτά μπορεί να είναι εξαιρετικά αντιδημοφιλή, ορισμένοι από αυτούς -ακόμα και ένας τόσο επιφανής συγγραφέας όσο ο Hans Jonas, στο «Αρχή της Ευθύνης»- παίζουν με την ιδέα «ενός είδους οικολογικής δικτατορίας».

Απέναντι σε αυτή την απαισιόδοξη αντίληψη, οι αισιόδοξοι σοσιαλιστές θεωρούν πως η τεχνική πρόοδος και η χρήση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας θα επέτρεπαν μια απεριόριστη ανάπτυξη και μια κοινωνία αφθονίας, στην οποία ο καθένας θα μπορούσε να λαμβάνει ανάλογα με τις ανάγκες του.

Πιστεύω ότι οι δύο αυτές σχολές συμμερίζονται μια καθαρά ποσοτική αντίληψη της μεγέθυνσης -θετικής ή αρνητικής- ή της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Υπάρχει και μια τρίτη θέση, που μου φαίνεται η πιο κατάλληλη: ένας ποιοτικός μετασχηματισμός της ανάπτυξης. Αυτό σημαίνει να θέσουμε ένα τέλος στην τερατώδη σπατάλη των πόρων που χαρακτηρίζει τον καπιταλισμό, με βάση μια παραγωγή μεγάλης κλίμακας προϊόντων άχρηστων και / ή βλαβερών: η βιομηχανία όπλων είναι ένα καλό παράδειγμα, αλλά ένα μεγάλο τμήμα των αγαθών που παράγονται μέσα στον καπιταλισμό, με την προγραμματισμένη τους παλαίωση, δεν έχουν άλλη χρήση από το να δημιουργούν κέρδος για τις μεγάλες επιχειρήσεις.

Το πρόβλημα δεν είναι η υπερβολική κατανάλωση αφηρημένα, αλλά ο τύπος κατανάλωσης που επικρατεί, και που βασίζεται στην επιδεικτική απόκτηση, στη μαζική σπατάλη, στην εμπορευματική αλλοτρίωση, στην εμμονική συσσώρευση αγαθών και στην ψυχαναγκαστική αγορά υποτιθέμενα νέων προϊόντων που επιβάλλονται από τη μόδα. Ένας νέος τύπος κοινωνίας θα προσανατόλιζε την παραγωγή προς την ικανοποίηση των πραγματικών αναγκών, αρχίζοντας από αυτά που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν βιβλικά -νερό, τροφή, ένδυση, στέγη-, αλλά και από τις βασικές υπηρεσίες: υγεία, εκπαίδευση, μεταφορές, πολιτισμός.

Πώς να ξεχωρίσουμε τις αυθεντικές ανάγκες από τις τεχνητές, πλασματικές (τεχνητά δημιουργημένες) και εφήμερες ανάγκες; Οι τελευταίες είναι που προκαλούνται από διανοητικούς χειρισμούς, δηλαδή από τη διαφήμιση. Το διαφημιστικό σύστημα έχει εισβάλει σε όλες της σφαίρες της ανθρώπινης ζωής μέσα στις σύγχρονες καπιταλιστικές κοινωνίες: όχι μόνο η διατροφή και η ένδυση, αλλά και το άθλημα, ο πολιτισμός, η θρησκεία και η πολιτική μορφοποιούνται από τους δικούς του κανόνες. Έχει καταλάβει τους δρόμους μας, τα γραμματοκιβώτιά μας, τις οθόνες των τηλεοράσεων, τις εφημερίδες και τα τοπία, με τρόπο διάρκειας, επιθετικότητας και πονηριάς, και συμβάλει καίρια στη δημιουργία επιδεικτικών και ψυχαναγκαστικών καταναλωτικών συνηθειών. Επιπλέον, σπαταλάει τεράστιες ποσότητες πετρελαίου, ηλεκτρισμού, χρόνου εργασίας, χαρτιού, παραγωγικότητας, που δεν είναι απλώς άχρηστα από ανθρώπινη άποψη, αλλά και ευθέως σε σύγκρουση με τις πραγματικές κοινωνικές ανάγκες.

Εάν η διαφήμιση αποτελεί απαραίτητη διάσταση της καπιταλιστικής οικονομίας της αγοράς, δεν θα είχε ωστόσο κανένα λόγο ύπαρξης σε μια κοινωνία μετάβασης προς το σοσιαλισμό, όπου τη θέση της θα έπαιρνε η πληροφόρηση για τα προσφερόμενα αγαθά και υπηρεσίες από τις συμπράξεις καταναλωτών. Το κριτήριο διαχωρισμού ανάμεσα σε μια πραγματική ανάγκη και σε μια τεχνητή ανάγκη είναι η διατήρησή της και μετά από την κατάργηση της σχετικής διαφήμισης (Coca-Cola!). Βέβαια, για ορισμένα χρόνια, οι καταναλωτικές συνήθειες θα διατηρηθούν και κανείς δε δικαιούται να πει στους ανθρώπους ποιές είναι οι ανάγκες τους. Η αλλαγή των καταναλωτικών προτύπων είναι μια ιστορική διαδικασία, καθώς και μια εκπαιδευτική πρόκληση.

Ορισμένα αγαθά, όπως το ατομικό αυτοκίνητο, θέτουν πιο περίπλοκα προβλήματα. Τα ιδιωτικά οχήματα προκαλούν δημόσιες ενοχλήσεις και βλάβες, σκοτώνουν και τραυματίζουν εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους ετησίως στον κόσμο, ρυπαίνουν την ατμόσφαιρα των μεγάλων πόλεων με καταστροφικές επιπτώσεις για την υγεία των παιδιών και των ηλικιωμένων, και συμβάλλουν και με σημαντικό τρόπο στην κλιματική αλλαγή. Ωστόσο, ικανοποιούν μια πραγματική ανάγκη, μεταφέροντας ανθρώπους προς την εργασία τους, το σπίτι ή τη διασκέδασή τους. Οι τοπικές εμπειρίες σε ορισμένες ευρωπαϊκές πόλεις που είχαν οικολογικά ευαίσθητες διοικήσεις δείχνουν πως είναι δυνατόν να περιοριστεί βαθμιαία, με την αποδοχή της πλειονότητας του πληθυσμού, το μερίδιο των ατομικών οχημάτων στην κυκλοφορία υπέρ των λεωφορείων και των τραμ.

Σε μια διαδικασία μετάβασης προς τον οικοσοσιαλισμό, όπου οι δημόσιες συγκοινωνίες, επίγειες ή υπόγειες, θα επεκτείνονταν πολύ και θα ήταν δωρεάν για τους χρήστες τους, και όπου οι πεζοί και οι ποδηλάτες θα είχαν προστατευμένους δρόμους, τα ιδιωτικά οχήματα θα έπαιζαν πολύ μικρότερο ρόλο απ’ό,τι στην αστική κοινωνία, όπου έχουν γίνει φετιχοποιημένα εμπορεύματα, προωθούμενα από μια επιθετική και εμμονική διαφήμιση, ως σύμβολα γοήτρου και ενδείξεις ταυτότητας. Στις ΗΠΑ, το δίπλωμα οδήγησης είναι η αναγνωρισμένη κάρτα ταυτότητας και το κέντρο της προσωπικής, κοινωνικής ή ερωτικής ζωής. Θα είναι πολύ πιο εύκολο, στη μετάβαση προς μια νέα κοινωνία, να μειωθούν δραστικά οι οδικές μεταφορές εμπορευμάτων -που προκαλούν τρομακτικά δυστυχήματα και υψηλά επίπεδα ρύπανσης- και να αντικατασταθούν από σιδηροδρομικές μεταφορές ή από τη σιδηροδρομική μεταφορά φορτηγών από πόλη σε πόλη: μόνο η παρανοϊκή λογική του καπιταλιστικού ανταγωνισμού εξηγεί την επικίνδυνη ανάπτυξη των οδικών μεταφορών.

Ναι, θα απαντήσουν οι απαισιόδοξοι, αλλά οι άνθρωποι έχουν ατελείωτες επιθυμίες και βλέψεις, που θα πρέπει να ελεγχτούν, να δοκιμαστούν, να περιοριστούν και, αν χρειαστεί, και να κατασταλούν, πράγμα που θα απαιτούσε ίσως και κάποιους περιορισμούς στη δημοκρατία. Όμως, ο οικοσοσιαλισμός στηρίζεται σε ένα στοίχημα, που διατυπώθηκε ήδη από τον Μαρξ: Την επικράτηση, σε μια αταξική κοινωνία, απελευθερωμένη από την καπιταλιστική αλλοτρίωση, του «είναι» επί του «έχειν», δηλαδή του ελεύθερου χρόνου για προσωπική χειραφέτηση μέσα από δραστηριότητες πολιτιστικές, αθλητικές, ψυχαγωγικές, επιστημονικές, ερωτικές, καλλιτεχνικές και πολιτικές, πάνω από την επιθυμία απεριόριστης κατοχής προϊόντων.

Όσο για την ψυχαναγκαστική αγορά που προκαλεί ο εμπορευματικός φετιχισμός που χαρακτηρίζει το καπιταλιστικό σύστημα, την κυρίαρχη ιδεολογία του και τις διαφημίσεις του: τίποτα δεν δείχνει πως αυτός αποτελεί τμήμα κάποιας εσώτερης ανθρώπινης φύσης, όπως θέλει να μας το παρουσιάσει η αντιδραστική ιδεολογία. Ο Ernest Mandel το είχε ήδη επισημάνει: «Η συνεχής συσσώρευση όλο και περισσότερων αγαθών (με φθίνουσα οριακή χρησιμότητα) δεν αποτελεί με κανέναν τρόπο οικουμενικό, ή και απλώς κυρίαρχο, χαρακτηριστικό της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Η ανάπτυξη ταλέντων και κλίσεων ως αυτοσκοπός, η προστασία της υγείας και της ζωής, η φροντίδα για τα αγόρια και τα κορίτσια, η ανάπτυξη πλούσιων κοινωνικών σχέσεων, ..., όλα αυτά γίνονται σημαντικά κίνητρα, μόλις οι βασικές υλικές ανάγκες ικανοποιηθούν».

Αυτό δε σημαίνει πως συγκρούσεις δεν θα υπάρξουν, ιδιαίτερα κατά τη διαδικασία της μετάβασης, ανάμεσα στις απαιτήσεις της προστασίας του περιβάλλοντος και στις κοινωνικές ανάγκες, ανάμεσα στις οικολογικές απαιτήσεις και στην ανάγκη να αναπτυχθούν οι βασικές υποδομές, ιδιαίτερα στις φτωχές χώρες, ανάμεσα στις λαϊκές συνήθειες κατανάλωσης και στη σπανιότητα των πόρων. Οι αντιφάσεις αυτές είναι αναπόφευκτες: η λύση τους θα είναι το έργο ενός δημοκρατικού σχεδιασμού, σε οικοσοσιαλιστική προοπτική, απελευθερωμένου από τις απαιτήσεις του κεφαλαίου και της δημιουργίας κερδών, μέσα από μια πλουραλιστική και ανοιχτή συζήτηση πριν από τη λήψη της απόφασης από την ίδια την κοινωνία. Αυτή η δημοκρατία, βάσης και συμμετοχική, είναι ο μόνος τρόπος, όχι να μην αποφευχθούν τα λάθη, αλλά για να μπορέσει η ίδια η κοινωνία να αυτοδιορθώσει συλλογικά τα δικά της λάθη.

Ποιές μπορεί να είναι οι σχέσεις ανάμεσα στον οικοσοσιαλισμό και στο κίνημα της αποανάπτυξης; Μπορεί άραγε να υπάρξει συμμαχία, παρά τις διαφορές, γύρω από κοινούς στόχους; Σε ένα βιβλίο που δημοσίευσε πριν μερικά χρόνια, το «La décroissance est-elle souhaitable ?», ο γάλλος οικολόγος Stéphane Lavignotte προτείνει μια τέτοια συμμαχία. Αναγνωρίζει ότι υπάρχουν πολλά ζητήματα σε διένεξη ανάμεσα στις δύο απόψεις. Ποιά πρέπει να είναι άραγε η προτεραιότητα: η σχέση ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις και η πάλη κατά των ανισοτήτων ή μήπως η καταγγελία της χωρίς όρια ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων; Τί είναι το πιο σημαντικό, οι ατομικές πρωτοβουλίες, οι τοπικές εμπειρίες, η απλότητα της θέλησης ή μήπως η αλλαγή της παραγωγικής μηχανής και της καπιταλιστικής μεγαμηχανής;

Ο Lavignotte αρνείται να επιλέξει και προτείνει να συνδεθούν οι δύο αυτές συμπληρωματικές πρακτικές. Η πρόκληση συνίσταται, λέει, στο να συνδυαστεί ο αγώνας για το οικολογικό ταξικό συμφέρον της πλειονότητας, δηλαδή αυτών που δεν διαθέτουν κεφάλαιο, με την πολιτική των ενεργητικών μειονοτήτων υπέρ μια ριζοσπαστικής πολιτιστικής αλλαγής. Με άλλα λόγια, να δημιουργηθεί, χωρίς να κρύψουμε τις αναπόφευκτες διαφωνίες, μια «πολιτική δέσμευση» αυτών που έχουν κατανοήσει πως η επιβίωση της ζωής, και ιδιαίτερα της ανθρωπότητας, στον πλανήτη είναι ασύμβατη με τον καπιταλισμό και τον παραγωγισμό και που αναζητούν τον τρόπο εξόδου από αυτό το καταστροφικό και απάνθρωπο σύστημα.

Ως οικοσοσιαλιστής και μέλος της 4ης Διεθνούς, συμμερίζομαι την άποψη αυτήν. Η σύγκλιση όλων των ποικιλιών της αντικαπιταλιστικής οικολογίας αποτελεί σημαντικό βήμα για την ολοκλήρωση του επείγοντος και αναγκαίου καθήκοντος να σταματήσουμε την αυτοκτονική δυναμική του σημερινού πολιτισμού, πριν να είναι πολύ αργά...

 

Michael Löwy