Η Λατινική Αμερική προς την COP26: Κλιματική αλλαγή και εξορυκτικισμός

[Κείμενο που υιοθετήθηκε στην πρώτη συνεδρίαση της επιτροπής οικολογίας Λατινικής Αμερικής τον Ιούνιο 2021]

Ο καπιταλισμός, μέσα από την εκμετάλλευση της μισθωτής εργασίας σε παγκόσμιο επίπεδο, επέτρεψε την αύξηση της παραγωγής εμπορευμάτων και την πραγματοποίηση υπηρεσιών με περιβαλλοντικά αμέτρητο κόστος. Η καταστροφική αυτή τάση ενισχύθηκε ιδιαίτερα από την εντατικοποίηση διαδικασιών όπως η αγροτική παραγωγικότητα, η τεχνολογική ανάπτυξη και η καρκινογενής εκτίναξη του εξορυκτικισμού. Τα υλικά οφέλη από την ιστορική αυτή διαδικασία υπεραντισταθμίζονται σήμερα από τις αρνητικές επιπτώσεις της στη συνολική ζωή, όχι μόνο των ανθρώπινων όντων, αλλά και όλων των όντων. Ταυτόχρονα, η εκθετική ανάπτυξη του καπιταλισμού παράγει ένα νέο κύμα ανισοτήτων στο χώρο της ενέργειας, των εισοδημάτων και της πρόσβασης στα βασικά αγαθά σε όλο τον κόσμο.

Στο πλαίσιο αυτό είναι σημαντικό να εξεταστεί η ανάπτυξη της περιβαλλοντικής καταστροφής στη Λατινική Αμερική για δύο λόγους. Από τη μια, είναι η κλιματική αλλαγή που, σε μια τόσο ευάλωτη περιοχή με τόσες πολιτικές εντάσεις, αποκτάει προτεραιότητα στην προοπτική των σοσιαλιστών. Από την άλλη, η επιδείνωση των επιπτώσεων του εξορυκτικισμού μας αναγκάζει να ξαναθέσουμε σε ηπειρωτικό επίπεδο το σχέδιο χειραφέτησης που θέλουμε να οικοδομήσουμε.

Η κλιματική αλλαγή στη Λατινική Αμερική

Η κλιματική αλλαγή είναι μια παγκόσμια διαδικασία που πλέον δεν αμφισβητείται από την επιστημονική κοινότητα. Η κύρια αιτία της κλιματικής αλλαγής είναι η συγκέντρωση «αερίων του θερμοκηπίου» (ΑΘ) στην ατμόσφαιρα ως επίπτωση της καύσης ορυκτών καυσίμων. Οι ρύποι αυτοί προέρχονται από την υλική βάση της παγκόσμιας οικονομίας: κατά συνέπεια, η σταθεροποίηση ή μείωση των εκπομπών ΑΘ αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες σημερινές προκλήσεις, καθώς προϋποθέτει μια αλλαγή στην ίδια τη βασική οικονομική μήτρα. Από την άποψη αυτήν, το υπόδειγμα επέκτασης και ανάπτυξης στο οποίο βασίζεται το οικοκτόνο καπιταλιστικό σύστημα αποτελεί το κύριο εμπόδιο για τον περιορισμό των εκπομπών άνθρακα στην ατμόσφαιρα. Στη Λατινική Αμερική αντιμετωπίζουμε μια σειρά από ειδικά προβλήματα που πηγάζουν από τους ακόλουθους δείκτες, γεγονότα και τάσεις:

  • Το 2016, οι παγκόσμιες εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου έφτασαν τους 50 γιγατόννους (Gt ισοδύναμου CO2) και η Λατινική Αμερική και η Καραϊβική είχαν εκπέμψει 4,2 Gt CO2 την ίδια χρονιά. Δηλαδή, η Λατινική Αμερική συμμετείχε κατά 8,3% στις παγκόσμιες εκπομπές CO2 στην ατμόσφαιρα, σύμφωνα με τα στοιχεία της CEPAL (Οικονομική Επιτροπή για τη Λατινική Αμερική και την Καραϊβική).

  • Με βάση την οικονομική ανάπτυξη της Λατινικής Αμερικής, η ετήσια αύξηση των συνολικών εκπομπών της φτάνει στο 1%.

  • Η διάρθρωση των εκπομπών της περιοχής διαφέρει από τη διάρθρωση των παγκόσμιων εκπομπών. Το 70% των εκπομπών στον πλανήτη προέρχονται από τον ενεργειακό τομέα: στην περιοχή μας, αντίθετα, η συμμετοχή του ενεργειακού τομέα είναι 45%, ενώ της γεωργίας και της κτηνοτροφίας είναι 23%. Το γεγονός ότι το 19% των εκπομπών στη Λατινική Αμερική και Καραϊβική προέρχεται από την αλλαγή χρήσης του εδάφους σημαίνει πως είναι σημαντικό το καθήκον του να σταματήσει η αποψίλωση των δασών.

  • Στη Λατινική Αμερική και την Καραϊβική, οι εκπομπές όλων των τομέων συνεχίζουν να αυξάνουν και, όπως συμβαίνει και στον υπόλοιπο κόσμο, η κύρια αύξηση παρατηρείται στον τομέα της ενέργειας και, στο εσωτερικό του, ιδιαίτερα στις μεταφορές.

Από την άποψη αυτήν, η περιοχή έχει περιληφθεί στις διεθνείς συμφωνίες που υποτίθεται ότι συγκρατούν, ανεπαρκώς, την κλιματική κρίση: Συμφωνία του Παρισιού, Πράσινο Ταμείο για το Κλίμα, και διάφοροι πόροι που έχουν ως στόχο να προσφέρουν δυνατότητες απάλυνσης και προσαρμογής και που αφιερώνονται σε διεθνή αντισταθμίσματα μετατρεπόμενα σε πιστώσεις (πιστώσεις άνθρακα). Τέλος, σε σχέση με τις εθνικά καθορισμένες συμβολές (ΕΚΣ), η κάθε χώρα ορίζει το επίπεδο εκπομπών που θα προσπαθήσει να πετύχει στην επόμενη πενταετία.

Οι διεθνείς διαπραγματεύσεις της Συμφωνίας του Παρισιού και οι πρόοδοί τους

Κατά τη διάρκεια της Συνεδρίασης των Μερών της Συμφωνίας-πλαίσιο του ΟΗΕ για την Κλιματική Αλλαγή (COP25), στη Μαδρίτη το 2019, τα κύρια σημεία που συμφωνήθηκαν ήταν τα εξής:

  • Μια μεγαλύτερη φιλοδοξία στην εξέταση των εθνικά καθορισμένων συμβολών (ΕΚΣ).

  • Η ένταξη των ωκεανών και τομέων όπως η ηλεκτροκίνηση ή η κυκλική οικονομία στις διαπραγματεύσεις.

  • Η συμφωνία για τις αγορές άνθρακα και τους κανόνες καταγραφής τους (άρθρο 6 της Συμφωνίας του Παρισιού).

  • Η αναθεώρηση του Διεθνούς Μηχανισμού της Βαρσοβίας για τις Απώλειες και τις Ζημιές από τις Επιπτώσεις της Κλιματικής Αλλαγής.

  • Το σχέδιο δράσης για το έμφυλο.

  • Τα μέτρα παρέμβασης.

  • Διευθετήσεις για τις δυνατότητες προσαρμογής και ανθεκτικότητας.

  • Ενίσχυση του πλαισίου διαφάνειας για τα μέτρα και τη στήριξη, που είχαν δημιουργηθεί κατά την COP21 και τις εισηγήσεις της.

Στη συνεδρίαση με θέμα την ενέργεια, οι υπουργοί της Χιλής και της Κολομβίας έθεσαν ως στόχο για τη Λατινική Αμερική και την Καραϊβική να φτάσει στο 70% η χρήση ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές ώς το 2030. Με πρωτοβουλία της Χιλής, η COP25 άνοιξε το ζήτημα των ωκεανών και της χρήσης της γης.

Όλα αυτά τα σημεία, που μπορούμε να τα θεωρήσουμε δεδομένα, είναι ανησυχητικά σε σχέση με τις επιπτώσεις που μπορούμε να αναμένουμε σε κοινωνικό και περιβαλλοντικό επίπεδο στην περιοχή. Έχουμε δει σήμερα πόσο οι προσπάθειες που γίνονται μέσα από την οικονομία της αγοράς για συγκράτηση των προβλεπόμενων επιπτώσεων δεν έχουν αποτελέσματα και είναι απίθανο η λογική των συμφωνιών από τα πάνω, ανάμεσα σε κυβερνήσεις και σε επιχειρήσεις, να καταφέρουν να βελτιώσουν την κατάσταση. Για να πάρουμε μια ιδέα, αρκεί να συγκρίνουμε την κατάσταση των διαπραγματεύσεων με τις ακόλουθες προγνώσεις:

  • Η αύξηση της θερμοκρασίας στην Κεντρική και τη Νότιο Αμερική προβλέπεται να είναι από +1,6°C ώς +4°C το 2100 σε σχέση με την περίοδο 1986-2005.

  • Οι κλιματικές προβλέψεις, με μέσο επίπεδο εμπιστοσύνης, βλέπουν το επίπεδο βροχόπτωσης στην Κεντρική Αμερική να κυμαίνεται μεταξύ του -22% και του +7% στα τέλη του 21ου αιώνα. Για τη Νότιο Αμερική, όμως, οι προβλέψεις είναι ετερογενείς και με χαμηλό επίπεδο εμπιστοσύνης: για παράδειγμα, θεωρείται ότι οι βροχοπτώσεις θα μειωθούν κατά 22% στη βορειοανατολική Βραζιλία, αλλά θα αυξηθούν κατά 25% στο νοτιοανατολικό τμήμα της Νοτίου Αμερικής.

  • Επιπλέον, στη Λατινική Αμερική και την Καραϊβική υπάρχουν κλιματικά φαινόμενα όπως η διατροπική σύγκλιση, το σύστημα μουσώνων της Βορείου και Νοτίου Αμερικής, η νότια ταλάντωση El Niño, οι ταλαντώσεις του Ατλαντικού Ωκεανού και οι τροπικοί κυκλώνες (IPCC, 2013a, 2013b). Σε αυτό το πλαίσιο, οι ετήσιες βροχοπτώσεις έχουν ήδη αυξηθεί στη νοτιοανατολική πλευρά της Νοτίου Αμερικής, σε τμήματα του πολυεθνικού κράτους της Βολιβίας και στο βορειοανατολικό Περού και Ισημερινό, ενώ έχουν μειωθεί στη νοτιοκεντρική Χιλή και στη βορειοανατολική Βραζιλία, στο νότιο Περού και σε τμήμα της Κεντρικής Αμερικής και του Μεξικού (IPCC, 2012, 2013a, Magrin και άλλοι, 2007, 2014).

  • Επίσης, κατά το δεύτερο ήμισυ του 20ου αιώνα υπήρξε σημαντική υποχώρηση των παγετώνων (IPCC, 2012, 2013a, Magrin και άλλοι, 2007, 2014).

  • Επιδείνωση στις ακτογραμμές. Για παράδειγμα, η διάβρωση των παραλιών και η λεύκανση των κοραλλιών επιδρούν αρνητικά στους τοπικούς πόρους, όπως η αλιεία, και μειώνουν και την αξία των παραλιών ως τουριστικών προορισμών.

  • Πλημμύρες, θυελλώδεις παλίρροιες, διάβρωση και άλλοι κίνδυνοι στις ακτογραμμές, που επιδεινώνονται και από την άνοδο του επιπέδου της θάλασσας, απειλούν ζωτικές υποδομές και εγκαταστάσεις που συμβάλλουν στη στήριξη της ζωής των τοπικών κοινοτήτων.

  • Αυξημένες εισβολές μη αυτόχθονων ειδών, όπως συμβαίνει με το σάργασσο στην Καραϊβική.

  • Οικονομικές απώλειες από τη μειωμένη αγροτική απόδοση.

  • Απώλεια μαγκρόβιων δασών και κοραλλιογενών υφάλων εξαιτίας της ανόδου του επιπέδου της θάλασσας.

  • Λεύκανση και οξίνιση του ωκεανού.

  • Πλήγματα στα δάση από τα ακραία φαινόμενα.

  • Μείωση των διαθέσιμων γλυκών υδάτων εξαιτίας της μείωσης των βροχοπτώσεων και της διάβρωσης από αλατισμένο νερό.

  • Πλημμύρες στις εγκαταστάσεις και στα καλλιεργημένα εδάφη στις ακτές.

  • Μείωση του τουρισμού εξαιτίας της μεγαλύτερης συχνότητας και σοβαρότητας των ακραίων μετεωρολογικών φαινομένων.

Οι πολιτικές των μεγάλων δυνάμεων δεν σταμάτησαν να επιμένουν στην ανάγκη συνέχισης της οικονομικής ανάπτυξης, ιδιαίτερα μετά την πανδημία που έβαλε στην άκρη ορισμένους σημαντικούς τομείς. Είναι εξοργιστικό που η ορθοδοξία της ελεύθερης αγοράς και του νεοφιλελευθερισμού δεν είναι διατεθειμένη να επαναδιατυπωθεί ούτε καν στο ελάχιστο. Σε καμία χώρα δεν εντάσσεται στην οικονομική πολιτική ούτε καν μια διάθεση να προστεθεί η παρέμβαση του κράτους στην οικονομία κάπως ισχυρότερα ώστε να συγκρατηθεί η καταστροφή. Είναι άραγε αλήθεια ότι οι αναπτυσσόμενες χώρες χρειάζεται να αναπτυχθούν περισσότερο για να μπορέσουν να λύσουν τα οικονομικά και κοινωνικά τους προβλήματα και να μειώσουν την απόκλιση εισοδημάτων, τεχνολογίας και υποδομών σε σχέση με τις αναπτυγμένες οικονομίες; Το αδιέξοδο αυτό εμφανίζεται στις χώρες της Λατινικής Αμερικής σε σχέση με τον εξορυκτικισμό που, ενώ δημιουργεί ενίοτε οικονομικά οφέλη, οι επιπτώσεις του επιδεινώνουν μακροχρόνια τις συνθήκες ζωής του πληθυσμού και το περιβάλλον.

Λατινική Αμερική και Καραϊβική, COP26 και μαζικοί αγώνες

Απέναντι στην κατάσταση αυτή, η Συνδιάσκεψη των Μερών για την Κλιματική Αλλαγή (COP26) που προγραμματίζεται για τη Γλασκόβη στα τέλη της χρονιάς έχει ήδη θέσει ένα αναγκαστικό πολιτικό και μιντιακό πλαίσιο σε όλο τον κόσμο, έστω και αν θα είναι προβλεπτά απογοητευτικό. Όμως, η κλιματική κρίση είναι ένα κοινωνικοπολιτικό ζήτημα πλανητικής κλίμακας. Η ανάδυση Παγκόσμιων Ημερών Απεργίας για το Κλίμα, με εκατομμύρια συμμετέχοντες από δεκάδες χώρες, που κινητοποιούνται από το 2019, βρίσκεται στο επίκεντρο των διεθνών συζητήσεων. Το νέο αυτό στοιχείο μας επιτρέπει, και απαιτεί, να αλλάξουμε τον προπαγανδιστικό μας λόγο.

Η ζύμωση θα πρέπει να αρχίσει να επαναπροσανατολίζει τους σημερινούς αγώνες που αναπτύσσονται στη Λατινική Αμερική προς μία πιο πλανητική αντίληψη, που εκφράζεται στην Ευρώπη, στην Ασία και στη Βόρειο Αμερική. Και να συνδέσει την παγκοσμιοποιημένη αυτή αντίληψη με τους συγκεκριμένους αγώνες που γίνονται στην ήπειρό μας.

Για την 4η Διεθνή η πρότασή μας σε σχέση με το κλιματικό ζήτημα στη Λατινική Αμερική πρέπει να ξεκινήσει από τη σύνδεσή της με την ιθαγενή αγροτική αντίσταση, που διεκδικεί τις σοδειές της, τις πρακτικές της, την ταυτότητα και εθνικότητά της, και που προσκρούει αντικειμενικά στη μαζική αποψίλωση των δασών, στις εγκληματικές πυρκαγιές, στα μεταλλαγμένα, στις εκτεταμένες μονοκαλλιέργειες, δηλαδή στα καπιταλιστικά σχέδια και πράξεις.

Βλάβες του εξορυκτικισμού (κύριες εκμεταλλεύσιμες πρώτες ύλες)

Πέρα από τη λεπτή κατάσταση στην οποία μας αφήνει η κλιματική αλλαγή στην περιοχή, έχουμε και ένα βαθύ πρόβλημα που ανάγεται στη διαδικασία της αποικιοποίησης και στην υποταγή των οικονομιών μας στα συμφέροντα των ιμπεριαλιστικών χωρών: είναι η εξόρυξη πρώτων υλών μαζί με την εντατική γεωργική, κτηνοτροφική και αλιευτική παραγωγή. Για το λόγο αυτόν, η σημασία μιας ραδιογραφίας και μιας ανάλυσης της πρωτογενούς οικονομίας στη Λατινική Αμερική είναι πρωταρχικά πολιτική, καθώς είναι από την ανάπτυξη αυτών των δραστηριοτήτων που πηγάζουν οι κοινωνικοπεριβαλλοντικές διενέξεις που έχουν πάρει κεντρικό ρόλο σε πρακτικά όλες τις χώρες της περιοχής.

Η κριτική διανόηση της ηπείρου γενικά θεωρεί πέντε τύπους εξορυκτικισμού ως παρόντες και οξυμένους στη Λατινική Αμερική:

  1. Ορυκτός, ενεργειακός, δασικός και υδρολογικός εξορυκτικισμός. Αυτός συνίσταται στην εξόρυξη πρώτων υλών σε μεγάλους όγκους και με γρήγορη και εντατική μορφή παραγωγής. Πάνω από το 75% των πρώτων υλών που εξορύσσονται στη Λατινική Αμερική εξάγονται, ενώ περνούν από ελάχιστη επεξεργασία για να μειωθεί το κόστος τους. Αυτός ο τύπος εξόρυξης «επιτρέπεται» από τις παραχωρήσεις, τις άδειες εκμετάλλευσης και τις διεθνείς συμφωνίες που ανέχονται την καταλήστευση με την υπόσχεση οικονομικής ανάπτυξης.

  2. Ιδιοποίηση και απαλλοτρίωση εδαφών για παραγωγή. Αυτό συνίσταται στον έλεγχο του εδάφους και των πόρων που βρίσκονται σε αυτό. Η λογική δεν είναι μόνο η εξόρυξη αλλά και ο έλεγχος. Για παράδειγμα, οι φυτείες με μονοκαλλιέργεια ή και για ξυλεία. Το 70% του νερού αφιερώνεται σε αυτόν τον τύπο γεωργικής, δασικής και κτηνοτροφικής παραγωγής.

  3. Αστικοποίηση (αστικός εξορυκτικισμός). Η αστικοποίηση δεν είναι μια φυσική διαδικασία επέκτασης, είναι μια διαδικασία που καθορίζεται από τη λογική της αγοράς. Η πλειονότητα των πόλεων στη Λατινική Αμερική δεν είναι μέρη όπου ζει κανείς αξιοπρεπώς, γιατί δεν διαθέτουν βασικές υπηρεσίες όπως νερό, ασφαλή στέγη ή ηλεκτρικό. Οι πόλεις που οικοδομούνται δεν επιτρέπουν αξιοπρεπή διαβίωση. Οι περιφέρειες της πόλης έχουν προβλήματα ανισότητας, φτώχειας και βίας, που οξύνονται.

  4. Μεγα-υποδομές. Δρόμοι, φράγματα, υδροηλεκτρικά, αιολικά πάρκα, κλπ. Είναι παραδείγματα προγραμμάτων που δικαιολογούνται με μια οικονομική ανάπτυξη που θα μας πλησίαζε προς τις αναπτυγμένες οικονομίες. Τα μεγα-προγάμματα αυτά είναι οικοκτόνα και δεν προσφέρουν πιο αξιοπρεπή ζωή.

  5. Βιοεμπορευματοποίηση. Είναι η ιδιοποίηση του οικονομικού οφέλους από ένα οικοσύστημα, με εμπορευματοποίηση της φύσης και των στοιχείων της. Για παράδειγμα, προστατευμένες φυσικές περιοχές ή δάση επί πληρωμή των περιβαλλοντικών τους υπηρεσιών (αγορά άνθρακα): ένα οικοσύστημα περικλείεται για να αποδώσει κέρδος, ένα οικοσύστημα προστατεύεται για να εξορυχθεί μια οικονομική αξία από αυτό.

Οι 5 αυτοί τύποι, παρότι προβληματικοί εξαιτίας της έκτασής τους, είναι ωστόσο χρήσιμοι για να καταλάβουμε τις τάσεις των οικονομιών μας και τις συσχετίσεις τους. Όμως, είναι σημαντικό να επικεντρωθούμε, καταρχάς, στην πρώτη θεώρηση, γιατί είναι οι αυστηρά οικονομικές μορφές που εξορύσσουν φυσικά αγαθά χωρίς μεγάλη προστιθέμενη αξία.

Οι πρωτογενείς οικονομικές δραστηριότητες στη Λατινική Αμερική (μεταξύ τους και οι εξορύξεις) αντιπροσωπεύουν το υψηλότερο ποσοστό παγκοσμίως, φτάνοντας το 2017 να αποτελούν το 37% της οικονομίας όλης της περιοχής. Ένα από τα κύρια σημεία είναι ότι οι εξαγωγές προς την παγκόσμια αγορά αυτών των αγαθών χωρίς μεγάλη επεξεργασία έχει αυξηθεί εξαιρετικά, μεταξύ άλλων στα τελευταία χρόνια και από τη μεγάλη ζήτηση πρώτων υλών από την Κίνα.

Τα έσοδα αυτά από τις εξαγωγές φυσικών πόρων κράτησαν στα πρόσφατα χρόνια την οικονομική ανάπτυξη πολλών χωρών της περιοχής. Ιδιαίτερα, τα ορυχεία και το πετρέλαιο χρηματοδότησαν την ανάπτυξη διάφορων λατινοαμερικάνικων οικονομιών, που έτσι εξαρτήθηκαν από τις εξορυκτικιστικές βιομηχανίες για να εξασφαλίσουν τα επίπεδα ανάπτυξης, όπως και για να χρηματοδοτήσουν προγράμματα αναδιανομής του πλούτου, χωρίς να αναγκαστούν να αγγίξουν τις μεγάλες περιουσίες. Είναι σημαντικό να αναφέρουμε ότι οι τιμές των πρώτων υλών ωφέλησαν κυβερνήσεις τόσο της αριστεράς όσο και της δεξιάς (στο Μεξικό, οι τιμές του πετρελαίου ενίσχυσαν τις συντηρητικές κυβερνήσεις). Και αξίζουν να αναφερθούν στη Λατινική Αμερική ειδικότερα μερικές προοδευτικές κυβερνήσεις, όπως της Βραζιλίας και της Βολιβίας, που εκτίναξαν την εξάρτησή τους από τον τοπικό εξορυκτικισμό σε παρανοϊκά επίπεδα.

Αυτό κατέστη δυνατόν επειδή η παγκόσμια εξόρυξη υλών τριπλασιάστηκε στις τέσσερεις τελευταίες δεκαετίες και καθώς οι πρώτες ύλες διατήρησαν υψηλές τιμές στην αγορά. Η κατάσταση αυτή, ενώ ενισχύει την εξάρτηση των χωρών μας από τον παγκόσμιο καταμερισμό της εργασίας, ενισχύει ταυτόχρονα και την κλιματική αλλαγή και την ατμοσφαιρική ρύπανση. Η εξάρτηση μεταφράζεται και σε επιδείνωση του εδάφους στις εξαρτημένες χώρες και σε αύξηση της κατανάλωσης στις πιο πλούσιες χώρες του κόσμου, που τώρα κατά μέσον όρο καταναλώνουν δεκαπλάσιες πρώτες ύλες απ’ό,τι οι πιο φτωχές.

Πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι, σε κοινωνικούς όρους, το αποτέλεσμα στην περιοχή είναι ο πολλαπλασιασμός περιβαλλοντικών συγκρούσεων. Η περίπτωση της Κολομβίας το δείχνει ανησυχητικά, αφού ώς το 2017 το 41% των κοινωνικών διενέξεων, που καταγράφει ο Άτλας της Κλιματικής Δικαιοσύνης, είχαν να κάνουν με μεταλλευτικές διενέξεις.

Τέλος, πρέπει να επισημάνουμε ότι η διαδικασία της πανδημικής κρίσης ενισχύει ορισμένες από τις τάσεις αυτές (έστω και στο πλαίσιο εξασθένισης του παγκόσμιου εμπορίου), καθώς βαθαίνει η εξαγωγική πρωτογενοποίηση, με λιγότερες θέσεις εργασίας, μεγαλύτερη περιβαλλοντική επιδείνωση και με αύξηση της ανισότητας (βλ. CEPAL).

Πολιτική πρόταση και στρατηγική στη Λατινική Αμερική

Οι ζημιές του νεοφιλελευθερισμού: ιδιωτικοποιήσεις και εξορυκτικισμός

Είναι σαφές ότι ο νεοφιλελευθερισμός και ο εξορυκτικισμός δεν αποτελούν δύο ανταγωνιστικές αντιλήψεις δύο διαφορετικών τύπων κυβερνήσεων στην περιοχή. Ο πρώτος είναι μια συγκρότηση της οικονομίας που ωθεί την ελεύθερη αγορά σε παγκόσμιο επίπεδο και ο δεύτερος είναι, βασικά, ένας κλάδος της πρωτογενούς οικονομίας που έχει πάρει καρκινογενείς διαστάσεις.

Οι δύο αυτές στιγμές δεν είναι καθόλου αντιφατικές, αφού όταν εμφανίζεται η εξορυκτικιστική εκτίναξη ο νεοφιλελευθερισμός συνεχίζει να λειτουργεί σε παγκόσμιο επίπεδο χωρίς να περιορίζεται ούτε καν με τις υποτιθέμενα προστατευτικές πολιτικές αλά Τραμπ. Στην πραγματικότητα, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η αύξηση των τιμών των πρώτων υλών κατέστη δυνατή εξαιτίας της δυναμικής που δημιούργησε ο νεοφιλελευθερισμός στην οικονομία κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Η διαφορά που μπορούμε να εντοπίσουμε, σε πολιτικούς όρους, είναι μια άμβλυνση της φτώχειας από μέρους των προοδευτικών κυβερνήσεων με βάση μηχανισμούς αναδιανομής κερδών από τις τιμές των commodities (πρώτων υλών) και ειδικών φορολογήσεων ορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων.

Το κύριο είναι να εντοπίσουμε και να καταγγείλουμε τις σχέσεις που υπάρχουν ανάμεσα στο νεοφιλελευθερισμό και στις διαδικασίες περιβαλλοντικής καταστροφής, όπως είναι η νομιμοποίηση της ιδιωτικοποίησης των κοινόχρηστων φυσικών περιοχών ή άλλοι μηχανισμοί που διευκολύνουν την εξόρυξη πρώτων υλών για την τροφοδότηση της παγκόσμιας αγοράς.

Πρέπει να πάρουμε υπόψη μας το ότι η αγορά πρώτων υλών συνδέεται άμεσα με την πιο προχωρημένη οικονομία του καπιταλιστικού συστήματος, με έδρα την Silicon Valey. Δηλαδή η πίεση στις δικές μας περιοχές θα συνεχίσει να υπάρχει όσο οι κλάδοι της πιο προχωρημένης τεχνολογικά οικονομίας, όπως η αγορά των πλατφορμών, των συγκοινωνιών ή των φαρμακευτικών, θα συνεχίσουν να αναπτύσσονται χωρίς όρια. Και, δυστυχώς, είναι ακριβώς αυτοί οι ίδιοι κλάδοι που αναζωογονούν τον καπιταλισμό μετά από την ύφεση και την πανδημία.

Αυτοί είναι και μερικοί από τους λόγους που εξηγούν γιατί, παρά το γεγονός ότι υπήρξαν μεταβάσεις ανάμεσα σε νεοφιλελεύθερες και σε προοδευτικές κυβερνήσεις, στη Λατινική Αμερική, ωστόσο οι εξορυκτικιστικές πολιτικές ενισχύθηκαν.

Παρόλο που η υψηλή εξάρτηση των οικονομιών από την εξόρυξη πρώτων υλών που περιγράψαμε αποτελεί και, σε μεγάλο βαθμό, τη βάση της περιβαλλοντικής καταστροφής, πρέπει ωστόσο να συνειδητοποιήσουμε ότι δεν είναι απλώς ο ρόλος μας στην παγκόσμια αγορά που οδήγησε στην κατάσταση αυτή: είναι επιπλέον και ο ενεργός ρόλος του κράτους που ενίσχυσε την εξάρτησή μας.

Κατά τις πρόσφατες λατινοαμερικάνικες προοδευτικές κυβερνήσεις, όταν αυξήθηκε η κρατική παρέμβαση, δεν πάρθηκαν μέτρα που να αμφισβητούν ή να ανακόπτουν έναν καπιταλισμό που στηρίζει την εξόρυξη, την εκποίηση, τη ρύπανση ή την καταστροφή της φύσης. Οι επιπτώσεις στη ζωή των ιθαγενών και αγροτικών πληθυσμών είναι ένα από τα υψηλά χρέη των προοδευτικών κυβερνήσεων, καθώς τα δικά τους εδάφη κατακτιούνται, ρυπαίνεται ο αέρας και το νερό τους και σε αυτούς είναι που ενισχύεται η φτώχεια και οι ασθένειες. Ο εξορυκτικισμός επιβάλλει, εκεί όπου εισβάλλει, τη βία με διάφορες μορφές, δημιουργώντας κοινωνικές συνθήκες που οδηγούν στον αλκοολισμό, στην πορνεία και στο εμπόριο ανθρώπων, καθώς και σε ρήξεις στο εσωτερικό του κοινωνικού και του οικογενειακού τους ιστού.

Οικοσοσιαλιστική στρατηγική στη Λατινική Αμερική: προς την COP26 και πιο πέρα

Η Λατινική Αμερική, όπως και οι χώρες από άλλες ηπείρους που έζησαν την αποικιοκρατία και υπέστησαν τη βίαιη υποταγή εκ μέρους των κεντρικών χωρών, κατέχει διαφοροποιημένη θέση στην παγκόσμια σκηνή σε σχέση με την κλιματική αλλαγή, στο μέτρο που η διαδικασία καταπολέμησης της παγκόσμιας υπερθέρμανσης παίρνει πολύ πιο ισχυρές μορφές και με μεγαλύτερη κρατική βία, ενώ ταυτόχρονα η περιβαλλοντική καταστροφή επηρεάζει άμεσα πολύ εκτεταμένους τομείς του πληθυσμού.

Με αυτή την έννοια, ένα σημαντικό τμήμα μιας ειδικά οικοσοσιαλιστικής προοπτικής σήμερα είναι η προσπάθεια κινητοποίησης και συνάρθρωσης των τμημάτων που παλεύουν κατά της κλιματικής αλλαγής, για τα εδάφη και για μια δίκαιη μετάβαση, με βάση μια ρήξη με τη λογική του καπιταλισμού και των κρίσεών του, δηλαδή με ένα ανοιχτά οικοσοσιαλιστικό σχέδιο.

Η σύνδεση της δύναμης των κινημάτων και τομέων που σήμερα απαντούν στην περιβαλλοντική κρίση με μια ριζοσπαστική αντίληψη που προτείνουμε αποτελεί αναγκαιότητα, γιατί δεν υπάρχουν μισές λύσεις στο πρόβλημα που θέτει η κλιματική αλλαγή, ενώ ταυτόχρονα δεν μπορούμε να αποσυνδέσουμε τον ουτοπικό ορίζοντα από τις πραγματικές ή δυνητικές διαδικασίες, δηλαδή την ισχυροποίηση της δύναμης αυτής που θα την καθιστούσε αποτελεσματική.

Με αυτή την έννοια, πρέπει να καλέσουμε μέσα στο 2021, όταν διεξάγεται η COP26, σε κινητοποίηση της νεολαίας που αγωνίζεται κατά της κλιματικής αλλαγής, των ιθαγενών λαών και των αγροτών που υπερασπίζονται τα εδάφη τους ενάντια στις άγριες εξορύξεις και των λαϊκών πληθυσμών των πόλεων και των εργαζομένων που υπερασπίζονται τις δημόσιες υπηρεσίες (υγεία, συγκοινωνίες, νερό, κλπ.). Στη Λατινική Αμερική και στον υπόλοιπο Νότο του πλανήτη είναι θεμελιώδες να συναρθρωθούν οι διαδικασίες αντίστασης της υπαίθρου και της πόλης, με την κλιματική κρίση να πλήττει πιο σκληρά τους φτωχοποιημένους τομείς και των δύο τμημάτων.

Η συσχέτιση των οικολογικών αιτημάτων με το κίνημα των γυναικών σε ηπειρωτικό και σε διεθνές επίπεδο είναι ζήτημα κλειδί, γιατί αυτές είναι που κινητοποιούνται περισσότερο σε όλο τον κόσμο και γιατί η κριτική του πατριαρχικού καπιταλισμού πρέπει να συναρθρώσει τη βία που ασκείται ενάντια στις περιοχές και στα σώματα των γυναικών.

Είδαμε τα τελευταία δύο χρόνια ότι τα καλέσματα για κινητοποίηση για το κλίμα που εξέφρασε η Γκρέτα Θάνμπεργκ, δεν είχαν στην πραγματικότητα μεγάλη επιρροή στη Λατινική Αμερική, παρόλο που σε όλα τα κινήματα διεθνώς υπάρχουν σήμερα δείγματά τους έως και στα πιο απομακρυσμένα σημεία του πλανήτη. Στη Λατινική Αμερική, ήταν κυρίως στη Χιλή, τη Βραζιλία και το Μεξικό όπου υπήρξαν οι μεγαλύτερες κινητοποιήσεις νέων σε σχέση με τα αιτήματα αυτά, έστω και αν ήταν κυρίως νέοι από μεσαία και ανώτερα στρώματα.

Από την άλλη, η λογική του κινήματος αυτού, παρό,τι γενικά είναι «προοδευτική» ή αριστερή, ενέχει πρωτοβουλίες που εύκολα θα μπορούσαν να τις ιδιοποιηθούν με την επιρροή τους οι ΜΚΟ του πράσινου καπιταλισμού. Το κίνημα των νέων συνάντησε σοβαρές δυσκολίες στο να μπορέσει να θέσει μια τρίτη εναλλακτική ανάμεσα στις κυβερνήσεις και στις πράσινες επιχειρήσεις.

Ωστόσο, τα κινήματα αυτά συνεχίζουν να αμφισβητούνται και οι σύντροφοί μας στην Ευρώπη έχουν κάνει σημαντικά βήματα στο να προωθήσουν μια αντικαπιταλιστική προοπτική στο εσωτερικό τους, καθώς δεν είναι εκ των προτέρων δεδομένος ο χαρακτήρας του νεολαιίστικου αυτού κινήματος, ιδιαίτερα καθώς η κατεύθυνση της Γκρέτα Θάνμπεργκ είναι ενοχλητική και πολλές φορές πιο ριζοσπαστική από ορισμένες από τις εθνικές της εκφράσεις.

Έχουμε εξάλλου και ένα ιθαγενές κίνημα που αποτελεί πρωτοπορία σε πολλούς αγώνες της ηπείρου: είναι οι Μαπούτσες στη Χιλή, στην Αμαζονία στη Βραζιλία, LA CONAIE στον Ισημερινό και οι ιθαγενείς στη Βολιβία, στην Κολομβία και στη Βενεζουέλα που αντιστέκονται, ενώ στο Μεξικό διατηρούν τοπικές αυτοκυβερνήσεις και βάζουν πλώρη και για την Ευρώπη.

Ο ρόλος των ιθαγενών λαών, των αγροτών και των στρωμάτων στις πόλεις που οργανώνονται για τον οικοσοσιαλιστικό αγώνα στηρίζεται στο ριζοσπαστικό ρόλο που κατέχει η αυτο-χειραφέτηση, καθώς και η σύγκρουση με το αποικιακό και ρατσιστικό σύστημα όπως και με το παράδειγμα ζωής που προσφέρει. Παρό,τι μειοψηφικό σε σχέση με το σύνολο του κοινωνικού κινήματος, αποτελεί ωστόσο την αφετηρία πολλών από τις ριζοσπαστικές τοποθετήσεις που ανοίγει ο οικοσοσιαλισμός.

Επιτροπή Οικολογίας Λατινικής Αμερικής της 4ης Διεθνούς

21 Ιουνίου 2021

 

 

Παραπομπές

 

Πηγή: Punto de Vista Internacional

Commission Ecologie d'Amérique Latine de la Quatrième Internationale