Μετά τις ευρωεκλογές

Μπορεί η Ευρωπαϊκή Ένωση να έχει καταφέρει, προς το παρόν, να περιορίσει την τραπεζική κρίση και να κρατήσει ένα επίπεδο ανάπτυξης 2% ετησίως, όμως αυτό έγινε με αντίτιμο ένα πολύ υψηλό συνολικό επίπεδο χρέωσης, 86%, που χρησιμοποιείται και ως μοχλός για την εφαρμογή σχεδίων διαρθρωτικής προσαρμογής σε πολλές χώρες. Οι πολιτικές αυτές κοινωνικών επιθέσεων κατά των συστημάτων κοινωνικής προστασίας και ρύθμισης της εργασίας έχουν επιδεινώσει τις αποκλίσεις μισθών και συνθηκών ζωής στην Ευρωπαϊκή Ένωση για τις λαϊκές τάξεις. Πολλές χώρες του Νότου και της Ανατολικής Ευρώπης υπέστησαν πραγματική φυγή της νεολαίας τους τα τελευταία 10 χρόνια.

Ταυτόχρονα, η ΕΕ, μπλοκάροντας την πρόσβαση των ευρωπαϊκών χωρών στους μετανάστες από την Αφρική και τη Μέση Ανατολή και προκαλώντας περισσότερους από 17.000 θανάτους στη Μεσόγειο τα τελευταία 5 χρόνια, συνεχίζει να ασκεί τη νεο-αποικιακή της πολιτική απέναντι στους αφρικανικούς πληθυσμούς, ιδιαίτερα μέσα από τον έλεγχο της ΕΚΤ (Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα) μέσο του φράγκου CFA (CFA= Αφρικανική Χρηματοπιστωτική Κοινότητα) καθώς και των συμφωνιών ΑΚΕ (Αφρικής – Καραϊβικής – Ειρηνικού). Παράλληλα, απέναντι στην κοινωνική απελπισία που προκαλεί η κατάσταση αυτή, αναπτύχθηκαν καθεστώτα που συνδέουν τις υπερφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις με ισχυρό κράτος, περιορισμό των δημοκρατικών δικαιωμάτων, νομοθεσίες ασφάλειας με πρόφαση την τρομοκρατική απειλή ή τον έλεγχο των μεταναστών

Σε αυτό το πλαίσιο, τα αποτελέσματα των τελευταίων εκλογών αντικατοπτρίζουν πολλές από τις πλευρές της πολιτικής κατάστασης στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Γενικότερα, καταγράφουν μια πολιτικά κατάτμηση στην οποία μόνο η άκρα δεξιά φαίνεται να έχει αυξηθεί το περισσότερο.

Τα παραδοσιακά κυρίαρχα κόμματα, αυτά που συμμετέχουν στο Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα (PPE) και στη σοσιαλδημοκρατική ευρω-ομάδα, υπέστησαν σημαντική υποχώρηση, καταγράφοντας την αυξανόμενη καχυποψία των ευρωπαίων πολιτών απέναντι σε αυτά τα παραδοσιακά κόμματα. Η υποχώρηση αυτή μόνο εν μέρει ισοσκελίζεται από την άνοδο των νέων φιλελεύθερων κομμάτων της κεντροδεξιάς, που έχουν ενταχθεί στην ομάδα ADLE (Συμμαχία δημοκρατών και φιλελεύθερων για την Ευρώπη), μεταξύ των οποίων οι Ciudadanos (στην Ισπανία), οι Lib Dems (στη Μ.Βρετανία) και το κίνημα En Marche του Μακρόν (στη Γαλλία).

Τα Πράσινα κόμμα κατέγραψαν σημαντική άνοδο, παίρνοντας τις περισσότερες έδρες που είχαν ποτέ. Αυτό αντικατοπτρίζει εν μέρει την ανάπτυξη μιας συνείδησης στην Ευρώπη για την οικολογική κρίση, που διαφαίνεται και μέσα από τα λόγια ορισμένων από τα κυρίαρχα κόμματα. Τα πρόσφατα κοινωνικά κινήματα στην Ευρώπη, ιδιαίτερα στη νεολαία, κατά της κλιματικής αλλαγής, με το βάρος της κινητοποίησης Youth for Climate, δείχνει ότι αυτό γίνεται όλο και περισσότερο κεντρικό πολιτικό ζήτημα. Ωστόσο, δυστυχώς, η απάντηση των περισσότερων Πράσινων κομμάτων είναι να στρέψουν αυτή τη συνειδητοποίηση προς το πλαίσιο θεσμικής διαχείρισης των νεοφιλελεύθερων πολιτικών, με τους Grünen να αποτελούν το πιο σαφές παράδειγμα.

Τα κόμματα αριστερά της σοσιαλδημοκρατίας, που είναι ενταγμένα στην GUE/NGL (Ευρωπαϊκή Ενωμένη Αριστερά / Βόρεια Πράσινη Αριστερά), υφίστανται επίσης σημαντική υποχώρηση, περνώντας από τις 58 στις 38 έδρες, δηλαδή η πιο μικρή ομάδα στην Ευρω-βουλή.

Η γενική τάση είναι η ενίσχυση των πιο αντιδραστικών κομμάτων ή και απευθείας της άκρας δεξιάς, που κερδίζει 78 έδρες και, κυρίως, πολώνει το σύνολο των ομάδων της δεξιάς, τόσο των συντηρητικών όσο και των εθνικιστικών.

Η άκρα δεξιά, με την ηγεσία του Σαλβίνι και της Λε Πεν, βλέπει σήμερα να έχει τον αέρα στα πανιά της στην Ευρώπη. Χωρίς να θέτει σε αμφισβήτηση την εξουσία των μεγάλων καπιταλιστκών ομίλων που ευθύνονται για την κοινωνική αδικία, για την επισφάλεια και για την εγκατάλειψη των συστημάτων κοινωνικής προστασίας, μπόρεσε να προσαρμόσει το λόγο της στα ευρωπαϊκά ζητήματα. Μετά από μια πολιτική εξόδου από το ευρώ και την ΕΕ, αποφάσισαν να κερδίσουν από τα μέσα, οικοδομώντας συμμαχίες σε διάφορες χώρες και προκαλώντας τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, για να εμφανιστούν ως αυτοί που αμφισβητούν τους κανόνες της ΕΕ. Επικεντρώνει το πρόγραμμά της σε δύο ζητήματα, που θεωρεί προτεραιότητες: τις μεταναστευτικές ροές και τα τα ζητήματα ασφάλειας. Σε αυτά τα θέματα, σπρώχνοντας ώς το τέλος τις λογικές που ήδη έχουν εφαρμόσει οι ηγέτες της ΕΕ και οι περισσότερες εθνικές κυβερνήσεις, προσπαθεί να μεταθέσει την απελπισία των λαϊκών τάξεων που παράγουν οι πολιτικές λιτότητας προς ρατσιστική, εθνικιστική και ισλαμόφοβη κατεύθυνση. Στην κυβέρνηση σε διάφορες χώρες της Ευρώπης τα τελευταία χρόνια (κυρίως Ιταλία, Αυστρία, Σλοβακία και Βουλγαρία), παρά τις δημαγωγικές της διακηρύξεις, προφανώς και υιοθετεί τις υπερφιλελεύθερες πολιτικές. Εξάλλου, και η παραδοσιακή δεξιά εύκολα συνεργάζεται με τα κόμματα Νόμου και Τάξης, όπως οι βρετανοί συντηρητικοί με το πολωνικό Κόμμα Νόμος και Δικαιοσύνη (PiS), ή το PPE (Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα) με τον Βίκτορ Όρμπαν και το Vox στην περίπτωση του PP και των Ciudadanos (C’s). Αυτό που υπάρχει σήμερα είναι μια “ορμπανοποίηση” της ευρωπαϊκής δεξιάς. Και ισχύει επίσης και για τα “φιλελεύθερα” κόμματα όπως το En Marche, που θέλουν να παρουσιάζονται ως ανάχωμα απέναντι στην άκρα δεξιά, καθώς εφαρμόζουν τα ίδια μια υπερφιλελεύθερη πολιτική μαζί με μετωπική αμφισβήτηση των δημοκρατικών δικαιωμάτων και με πολλαπλασιασμένη αστυνομική βία. Το C’s επέλεξε να γίνει ένα κόμμα ανοιχτά της ριζοσπαστικής δεξιάς, περνώντας συμφωνίες με το ακροδεξιά Vox, για να σχηματίσει δεξιές πλειοψηφίες.

Η κρίση των κομμάτων αριστερά της σοσιαλδημοκρατίας παραπέμπει σε πολλά φαινόμενα. Το 2014, κατά τις προηγούμενες ευρωεκλογές, μετά από πολλά χρόνια μαζικών κινητοποιήσεων του ελληνικού λαού κατά των διαταγών της ΕΕ, ο ΣΥΡΙΖΑ διατύπωνε μια πολιτική απόρριψης της λιτότητας. Το ίδιο και οι Podemos, που είχαν σχηματιστεί με τη δυναμική των κινητοποιήσεων 15Μ1 και των Πλατειών, στην προέκταση των κοινωνικών κινημάτων, φιλοδοξούσαν να εκφράσουν, αριστερά, μια πολιτική ρήξης με τη σοσιαλδημοκρατική διαχείριση. Με βάση αυτές τις δύο εμπειρίες στην Ευρώπη, δεκάδες χιλιάδες αγωνιστές έλπιζαν να βρουν πολιτικές απαντήσεις στους αγώνες τους, στις κινητοποιήσεις για την επείγουσα κοινωνική κατάσταση, για τα δημοκρατικά και τα οικολογικά ζητήματα, για την άρνηση των διακρίσεων και της σεξιστικής και ομόφοβης βίας, για την υποδοχή των μεταναστών απέναντι στις ρατσιστικές πολιτικές.

Η υποταγή του ΣΥΡΙΖΑ κλόνισε βαθιά την ελπίδα αυτήν. Η εμπειρία του Podemos γνώρισε μεγάλες εσωτερικές διενέξεις, δεδομένης της ανικανότητάς του να στήσει μια εσωτερική λειτουργία που να είναι σε θέση να κρατήσει την ενότητα, και με την ηγεσία του Ιγκλέσιας να γλιστράει όλο και περισσότερο προς την επιλογή να γίνει ο δευτεροκλασάτος σύμμαχος του PSOE. Η Ανυπότακτη Γαλλία επίσης διάλεξε έναν τύπο λειτουργίας γύρω από έναν χαρισματικό ηγέτη και δεν μπόρεσε να συλλάβει το σημαντικό θυμό που εκφράστηκε στο κίνημα των Κίτρινων Γιλέκων. Συνολικά, η φερεγγυότητα και η χρησιμότητα της ριζοσπαστικής αριστεράς δεν στάθηκαν στο ύψος των ισχυρών κοινωνικών κινημάτων των τελευταίων χρόνων. Από την άλλη πλευρά, πρέπει να σημειωθεί η εκλογική επιτυχία, ιδιαίτερα του πορτογαλικού Μπλόκο καθώς και του βέλγικου PTB, που μπόρεσαν σε αυτές τις εκλογές να ενισχύσουν την πολιτική τους θέση.

Η καταστροφή του Brexit έχει ενισχύσει την ανάγκη να προχωρήσουμε σε ένα σχέδιο αμφισβήτησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης που να βρίσκεται στο χώρο των συμφερόντων των λαϊκών τάξεων.

Το βρετανικό δημοψήφισμα του 2016, που προκλήθηκε από την προσπάθεια να καλυφθεί το κενό ανάμεσα σε φιλοευρωπαίους και σε φιλο-ΗΠΑ μέσα στο κυβερνητικό κόμμα των Tories, οδήγησε σε τρία χρόνια χάους και κρίσεων, δεδομένης της ανικανότητας της κυβέρνησης να διαπραγματευτεί συμφωνία εξόδου από την ΕΕ. Η περίοδος μετά το δημοψήφισμα του 2016 χαρακτηρίστηκε από μια αντιδραστική παρέλαση, με όλο και περισσότερες επιθέσεις από τα μίντια αλλά και φυσικές επιθέσεις σε όσους μπορεί να μοιάζουν σαν μετανάστες, δηλαδή μαύροους, μουσουλμανικές κοινότητες, ή ανθρώπους από τη Μέση Ανατολή ή την Ανατολική Ευρώπη. Το νέο Brexit του Φαράζ, του οποίου η πλατφόρμα είναι ότι υποστηρίζει ένα σκληρό Brexit, χωρίς συμφωνία, κέρδισε για ακόμα μία φορά τις εκλογές. Το Εργατικό Κόμμα εξασθένισε, τόσο από το χώρου του “leave” όσο και από το χώρο του “remain”2, και κυριαρχήθηκε στις ευρωπαϊκές εκλογές από τους φιλελεύθερους-δημοκράτες, που ήταν με σαφήνεια υπέρ του “remain”. Μετά την τελευταία παράταση, η Μεγάλη Βρετανία θα πρέπει να φύγει από την ΕΕ στις 31 Οκτωβρίου, το πιθανότερο χωρίς συμφωνία, και μόνο ένα νέο δημοψήφισμα ή γενικές εκλογές θα μπορούσαν να το σταματήσουν.

Η πρόκληση για τη ριζοσπαστική αριστερά είναι να είναι φερέγγυα και χρήσιμη, στο χώρο των κινητοποιήσεων και σε πολιτικές καμπάνιες όπως οι εκλογές, με πολιτικές απαιτήσεις που να απαντούν στα επείγοντα κοινωνικά ζητήματα, στα δημοκρατικά, στα οικολογικά. Το καθήκον δεν είναι εύκολο: ενώ η άκρα δεξιά κολυμπάει μέσα στο καπιταλιστικό σύστημα, για να αναπτύξει τις ξενόφοβες και αντιδραστικές της θεματικές, η ριζοσπαστική αριστερά, όπως και τα κοινωνικά κινήματα στα οποία στηρίζεται, προσκρούουν μετωπικά στο σύστημα, για την εφαρμογή των πολιτικών τους αιτημάτων. Και είναι κυρίως εναντίον της που διεξάγονται στην πραγματικότητα οι πολιτικές επιθέσεις της άρχουσας τάξης και των μίντια, στα οποία αυτή ελέγχει την εκδοτική τους γραμμή. Το άλλο καθήκον σήμερα, που εξακολουθεί να τίθεται, είναι να η οικοδόμηση μεγάλων οργανώσεων που να συνδυάζουν μια αγωνιστική και δημοκρατική δομή με την ικανότητα απεύθυνσης στις πλατιές μάζες. Για το στόχο αυτόν, έχουμε να μάθουμε τόσο από τις αποτυχίες όσο και από τις επιτυχίες των τελευταίων χρόνων.

Ωστόσο, ο δυναμισμός των διεθνών κινητοποιήσεων ενάντια στη βία κατά των γυναικών και στις διακρίσεις, αυτών που διεξάγονται σε όλη την Ευρώπη για το κλίμα, καθώς και το βάθος κινητοποιήσεων όπως τα Κίτρινα Γιλέκα στη Γαλλία, πρέπει να μας ενισχύσουν στον επείγοντα χαρακτήρα της οικοδόμησης στην Ευρώπη πολιτικών κινητοποιήσεων που να είναι σε θέση να προωθήσουν τα κοινωνικά αιτήματα, οικοδόμησης πολιτικών κινημάτων που να συνδέονται με ένα σχέδιο κοινωνικής χειραφέτησης συγκρουόμενα απευθείας με την καπιταλιστική εκμετάλλευση και τις καταπιέσεις.

Εκτελεστικό Γραφείο 4ης Διεθνούς

6 Ιουνίου 2019

Τέταρτη Διεθνής