Ο σουρεαλισμός σαν επαναστατικό κίνημα

Ο σουρεαλισμός δεν είναι, και ποτέ δεν ήταν, μια λογοτεχνική σχολή ή ένα «πρωτοποριακό» καλλιτεχνικό ρεύμα (όπως ήταν ο κυβισμός ή ο φωβισμός), ήταν μια θεώρηση του κόσμου, ένας τρόπος ζωής και μια κατεξοχήν ανατρεπτική απόπειρα να ξαναμαγέψουν τον κόσμο. Είναι επίσης μια ουτοπική και επαναστατική επιθυμία «αλλαγής του κόσμου» (Μαρξ) και «αλλαγής της ζωής» (Ρεμπώ): συνθήματα ταυτόσημα, σύμφωνα με τον Αντρέ Μπρετόν. Πρόκειται για μια περιπέτεια ταυτόχρονα πολιτική και ποιητική, φωτεινή και μαγική. Ξεκίνησε εδώ και 100 χρόνια, το 1924, στο Παρίσι και συνεχίζει και σήμερα.

Από τη γέννηση του ο σουρεαλισμός είναι ένα διεθνές κίνημα. Ωστόσο στις σελίδες που ακολουθούν θα ασχοληθούμε κύρια με την σουρεαλιστική ομάδα του Παρισιού, αρχικά γύρω από τον Αντρέ Μπρετόν, αλλά που συνέχισε τη δραστηριότητα της και μετά το θάνατο του συγγραφέα των Μανιφέστων του Σουρεαλισμού.

Η επιθυμία για επανάσταση βρίσκεται στην ίδια την πηγή του σουρεαλισμού και στην αρχή παίρνει μια ελευθεριακή μορφή, στο Πρώτο Μανιφέστο του Σουρεαλισμού (1924) του Αντρέ Μπρετόν: «Και μόνη η λέξη ελευθερία είναι εκείνο που ακόμη με διεγείρει». Το 1925 η επιθυμία της ρήξης με τον δυτικό αστικό πολιτισμό οδηγεί τον Μπρετόν σε προσέγγιση των ιδεών της Οκτωβριανής επανάστασης όπως μαρτυρεί ο απολογισμός του για τον Λένιν του Λέον Τρότσκι. Αν και το 1927 προσχωρεί στο γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα, διατηρεί εξίσου το «δικαίωμα κριτικής», όπως εξηγεί στη μπροσούρα Όλα στο φως.

Με το δεύτερο Μανιφέστο του Σουρεαλισμού βγάζει τα συμπεράσματα αυτής της ενέργειας, δηλώνοντας «ολοκληρωτικά, ανενδοίαστα, την προσχώρηση μας στον ιστορικό υλισμό». Κάνοντας ταυτόχρονα τη διάκριση, μέχρι και την αντίθεση, ανάμεσα στον «πρωτογενή υλισμό» και τον «σύγχρονο υλισμό» στον οποίο αναφέρεται ο Φρίντριχ Ένγκελς. Ο Αντρέ Μπρετόν επιμένει στο γεγονός ότι «ο σουρεαλισμός θεωρεί τον εαυτό του άρρηκτα συνδεδεμένο, σε συνέχεια των αναλογιών που υπογράμμισα, με την πορεία του μαρξισμού και μόνο με αυτήν».

Ένας μαγευτικός μαρξισμός

Είναι αυτονόητο ότι ο μαρξισμός του δεν ταυτίζεται με την επίσημη χυδαιότητα της Κομιντέρν. Θα μπορούσαμε να τον ορίσουμε σαν έναν «γοτθικό μαρξισμό», δηλαδή έναν ιστορικό υλισμό ευαίσθητο στο θαυματουργό στη μαύρη στιγμή της εξέγερσης, στην λάμψη που διασχίζει, σαν αστραπή, τον ουρανό της επαναστατικής δράσης.

Σε κάθε περίπτωση ανήκει, όπως ο Ζοζέ Κάρλος Μαριατέγκουι, ο Βάλτερ Μπέντζαμιν, ο Ερνστ Μπλοχ και ο Χέρμπερτ Μαρκούζε, σε ένα υπόγειο ρεύμα που διασχίζει τον 20ο αιώνα : τον ρομαντικό μαρξισμό. Δηλαδή σε έναν τρόπο σκέψης που γοητεύεται από κάποιες προκαπιταλιστικές πολιτιστικές μορφές και που απορρίπτει τον ψυχρό και αφηρημένο ορθολογισμό του σύγχρονου βιομηχανικού πολιτισμού – αλλά που μετατρέπει αυτή τη νοσταλγία για το παρελθόν σε δύναμη για τον αγώνα για την επαναστατική μεταμόρφωση του παρόντος. Αν όλοι οι ρομαντικοί μαρξιστές εξεγείρονται ενάντια στην καπιταλιστική απομάγευση του κόσμου –αναγκαία και λογική συνέπεια της ποσοτικοποίησης, εμπορευματοποίησης και αποκατάστασης των κοινωνικών σχέσεων – με τον Αντρέ Μπρετόν και το σουρεαλισμό είναι που η ρομαντική/επαναστατική απόπειρα να ξαναμαγέψουν τον κόσμο με τη φαντασία φτάνει την πιο λαμπρή της έκφραση.

Ο μαρξισμός του Μπρετόν διαχωρίζεται από την ορθολογική/επιστημονική, καρτεσιανή/θετικιστική τάση, που σημαδεύεται ιδιαίτερα από τον γαλλικό υλισμό του 18ου αιώνα – που κυριαρχούσε στην επίσημη ιδεολογία του γαλλικού κομμουνισμού – με την επιμονή του στην χεγκελιανή διαλεκτική κληρονομιά του μαρξισμού. Στην ομιλία του στην Πράγα (Μάρτιος 1935) για την «σουρεαλιστική κατάσταση του αντικειμένου» επέμεινε στην κεφαλαιώδη σημασία του γερμανού φιλόσοφου για το σουρεαλισμό: «Ο Χέγκελ στην Αισθητική του, ασχολήθηκε με όλα τα προβλήματα που μπορούν να τεθούν σήμερα στο πεδίο της ποίησης και της τέχνης, ακόμη και τα πιο δύσκολα και με μια απαράμιλλη σαφήνεια έλυσε τα περισσότερα από αυτά (…). Σας λέω ότι ακόμη και σήμερα θα πρέπει να αναζητήσουμε στον Χέγκελ την ορθή ή λανθασμένη βάση της σουρεαλιστικής δραστηριότητας στις τέχνες» (1) . Μερικούς μήνες αργότερα, στον περίφημο λόγο του στο συνέδριο των συγγραφέων για την υπεράσπιση της κουλτούρας (Ιούνιος 1935), επανέρχεται στο θέμα και δεν φοβάται να δηλώσει ενάντια στο ρεύμα ενός αντιγερμανικού σωβινισμού: «Στη φιλοσοφία γερμανικής γλώσσας είναι που κυρίως ανακαλύψαμε το μόνο αποτελεσματικό αντίδοτο ενάντια στον θετικιστικό ορθολογισμό που συνεχίζει εδώ να κάνει τις καταστροφές του. Αυτό το αντίδοτο δεν είναι άλλο από τον διαλεκτικό υλισμό σαν γενική θεωρία της γνώσης.» (2)

Μπρετόν και Τρότσκι

Η συνέχεια της ιστορίας είναι γνωστή: όλο και πλησιέστερα στις θέσεις του Τρότσκι και της αριστερής αντιπολίτευσης, οι περισσότεροι σουρεαλιστές (εκτός από τον Λουί Αραγκόν) το 1935 θα σπάσουν οριστικά από το σταλινισμό .Αυτό δεν είναι καθόλου μια ρήξη με το μαρξισμό, που συνεχίζει να εμπνέει τις αναλύσεις τους, αλλά με τον οπορτουνισμό του Στάλιν και των ακόλουθων του που «δυστυχώς προσπαθεί να εξαφανίσει αυτές τις δύο ουσιαστικές συνιστώσες του επαναστατικού πνεύματος» που είναι: η αυθόρμητη άρνηση των συνθηκών ζωής που προτείνεται στα ανθρώπινα όντα και η υπέρτατη ανάγκη να τις αλλάξουν. (3)

Το 1938 ο Μπρετόν επισκέπτεται τον Τρότσκι στο Μεξικό. Θα συντάξουν μαζί ένα από τα πιο σημαντικά ντοκουμέντα της επαναστατικής κουλτούρας του 20ου αιώνα: το κάλεσμα «Για μια ανεξάρτητη επαναστατική τέχνη», που περιλαμβάνει το παρακάτω διάσημο απόσπασμα: «για την πολιτιστική δημιουργία (η επανάσταση) οφείλει από την αρχή να καθιερώσει και να εξασφαλίσει ένα αναρχικό καθεστώς ατομικής ελευθερίας. Καμιά εξουσία, κανένας καταναγκασμός, ούτε το ελάχιστο ίχνος διοίκησης! […] Εδώ οι μαρξιστές μπορούν να βαδίσουν χέρι με χέρι με τους αναρχικούς». Όπως γνωρίζουμε, το απόσπασμα αυτό προέρχεται από την πένα του ίδιου του Τρότσκι, αλλά μπορούμε να υποθέσουμε ότι είναι το αποτέλεσμα των μακρών συζητήσεων τους στις ακτές της λίμνης Πατζκουάρο. (4)

Η συμπάθεια του Μπρετόν για την αναρχία θα εκδηλωθεί πιο ξεκάθαρα κατά την μεταπολεμική περίοδο. Στο Arcane 17 (1947) υπενθυμίζει την συγκίνηση που είχε αισθανθεί όταν, παιδί ακόμη, ανακάλυψε σε ένα νεκροταφείο έναν τάφο με αυτή την απλή επιγραφή: «ούτε Θεός, ούτε Αφέντης». Με την αφορμή αυτή εκφράζει μια γενική σκέψη: «πάνω από την τέχνη, την ποίηση, είτε το θέλουμε είτε όχι, κυματίζει ακόμη μια σημαία ταυτόχρονα κόκκινη και μαύρη» - δύο χρώματα που αρνείται να επιλέξει ανάμεσα τους.

Από τον Οκτώβριο 1951 έως τον Ιανουάριο 1953, οι σουρεαλιστές θα συνεργαστούν κανονικά, με άρθρα και επιστολές, με την εφημερίδα le Libertaire , όργανο της γαλλικής Αναρχικής Ομοσπονδίας. Ο σημαντικότερος ανταποκριτής τους στην Ομοσπονδία ήταν ο ελευθεριακός κομμουνιστής Ζωρζ Φοντενί. Με αυτή την ευκαιρία ο Αντρέ Μπρετόν έγραψε το φλογερό κείμενο με τίτλο «Ο φωτεινός γύρος» (1952), που υπενθυμίζει την ελευθεριακή προέλευση του σουρεαλισμού: «Εκεί όπου ο σουρεαλισμός αναγνώρισε για πρώτη φορά τον εαυτό του, πολύ πριν αυτοκαθορισθεί ο ίδιος, και όταν δεν ήταν παρά μια ελεύθερη ένωση ανάμεσα σε άτομα που απέρριπταν αυθόρμητα και συνολικά τους κοινωνικούς και ηθικούς καταναγκασμούς της εποχής τους, ήταν στον μαύρο καθρέφτη του αναρχισμού». Παρά τη ρήξη που συνέβη το 1953, ο Μπρετόν δεν έκοψε τις γέφυρες με τους ελευθεριακούς, συνεχίζοντας να συνεργάζεται σε ορισμένες από τις πρωτοβουλίες τους.

Αμετανόητοι επαναστάτες

Ωστόσο αυτό το ενδιαφέρον και αυτή η ενεργητική συμπάθεια για τον ελευθεριακό σοσιαλισμό δεν οδήγησαν τους σουρεαλιστές στην άρνηση της προσχώρησης τους στην Οκτωβριανή επανάσταση και στις ιδέες του Λέον Τρότσκι. Σε μια παρέμβαση του στις 19 Νοεμβρίου 1957, ο Αντρέ Μπρετόν επιμένει και σημειώνει: «Ενάντια σε ανέμους και θύελλες, είμαι από εκείνους που ξαναβρίσκουν ακόμη, στην ανάμνηση της Οκτωβριανής επανάστασης, ένα σημαντικό τμήμα αυτής της άνευ όρων ορμής που με τράβηξε κοντά της όταν ήμουν νέος και που συνεπαγόταν το πλήρες δόσιμο του εαυτού μου». Χαιρετίζοντας το βλέμμα του Τρότσκι, όπως εμφανιζόταν με τη στολή του κόκκινου στρατού, σε μια παλιά φωτογραφία του 1917, διακηρύσσει: «Ένα τέτοιο βλέμμα και το φως που ανατέλλει από αυτό, τίποτα δεν θα μπορέσει να το σβήσει, όπως ο Θερμιδώρ δεν μπόρεσε να σβήσει τα ίχνη του Σεν Ζυστ». Τέλος, το 1962, αποτίοντας φόρο τιμής στη Ναταλία Σέντοβα, που μόλις είχε πεθάνει, εύχεται για την ημέρα όπου επιτέλους «όχι μόνο θα αποδοθεί κάθε δικαιοσύνη στον Τρότσκι αλλά ακόμη θα κληθούν να πάρουν κάθε ισχύ και κάθε έκταση οι ιδέες για τις οποίες έδωσε τη ζωή του». (6)

Ο σουρεαλισμός είναι ίσως εκείνο το σημείο ιδεατής φυγής, εκείνος ο ανώτερος χώρος του πνεύματος όπου συναντώνται η ελευθεριακή τροχιά και ο επαναστατικός μαρξισμός. Αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο σουρεαλισμός περιέχει εκείνο που ο Ερνστ Μπλοχ αποκαλούσε «ουτοπικό πλεόνασμα», ένα πλεόνασμα μαύρου φωτός που ξεφεύγει από τα όρια κάθε πολιτικού ή κοινωνικού κινήματος, όσο επαναστατικό και αν είναι. Αυτό το φως ξεπηδάει από τον μη ακυρώσιμο πυρήνα του σουρεαλιστικού πνεύματος, από την επίμονη αναζήτηση του χρυσού της εποχής μας, από την έκπληκτη βουτιά του στην άβυσσο του ονείρου και του θαυμαστού.

Μετά τον Μπρετόν

Το 1969, ορισμένες εμβληματικές μορφές του παρισινού σουρεαλισμού, όπως οι Jean Schuster, Gerard Legrand και Jose Pierre, αποφάσισαν ότι, δεδομένου του θανάτου του Αντρέ Μπρετόν το 1966, είναι προτιμότερη η διάλυση της σουρεαλιστικής Ομάδας.

Ωστόσο αυτό το συμπέρασμα απορρίφθηκε από πολλούς άλλους σουρεαλιστές, που αποφάσισαν να συνεχίσουν την περιπέτεια. Δυστυχώς, οι περισσότεροι ακαδημαϊκοί ή δημόσιοι απολογισμοί για το σουρεαλισμό θεωρούν δεδομένο ότι η ομάδα «διαλύθηκε» το 1969. Για την πλειοψηφία των ιστορικών της τέχνης, ο σουρεαλισμός δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μία από τις πολλές «καλλιτεχνικές πρωτοπορείες», όπως ο κυβισμός ή ο φουτουρισμός, που είχαν μια πολύ σύντομη διάρκεια ζωής.

Ο Vincent Bounoure (1928 – 1996) είναι εκείνος που έδωσε την ώθηση στη νέα περίοδο της σουρεαλιστικής δραστηριότητας, και παρέμεινε μια εμπνευστική μορφή μέχρι τις τελευταίες του μέρες. Προικισμένος ποιητής και λαμπρός δοκιμιογράφος, ήταν, όπως και η σύντροφος του Micheline, γοητευμένος από την ωκεάνια τέχνη της Νέας Γουινέας, για την οποία έχει γράψει πολλά δοκίμια.

Η άλλη χαρακτηριστική μορφή της ομάδας μετά το 1969 ήταν ο Michel Zimbacca (1924 – 20210, ποιητής, ζωγράφος, σκηνοθέτης και γοητευτική προσωπικότητα. Το ντοκιμαντέρ του για τις «άγριες τέχνες», Η εφεύρεση του κόσμου (1952), θεωρείται σαν ένας από τους σπάνιους πραγματικά σουρεαλιστικούς πίνακες. Ο Benjamin Peret έγραψε το μυθο-ποιητικό κείμενο που σχολιάζει τις εικόνες. Η σουρεαλιστική ομάδα συγκεντρωνόταν συχνά στο διαμέρισμα που μοιραζόταν με τη σύντροφο του Anny Bonnin, του οποίου οι τοίχοι ήταν διακοσμημένοι με θαυμάσιους πίνακες του ίδιου και άλλων σουρεαλιστών, καθώς και με μια αξιοπρόσεκτη σύνθεση από ιθαγενή φτερά του Αμαζονίου. Οι Bounoure και Zimbacca ήταν ο ζωντανός σύνδεσμος ανάμεσα στο σουρεαλιστικό κίνημα μετά το 1969 και την ομάδα που δημιούργησε ο Αντρέ Μπρετόν το 1924.

Το Δελτίο σουρεαλιστικής σύνδεσης

Τα χρόνια 1970 – 1976 οι παρισινοί σουρεαλιστές που αρνιόταν να τα παρατήσουν ανασυγκροτήθηκαν – σε στενή σύνδεση με τους φίλους τους της Πράγας – γύρω από ένα ταπεινό έντυπο, το Δελτίο σουρεαλιστικής σύνδεσης (BLS). Το Δελτίο περιλαμβάνει μια συζήτηση για «τον σουρεαλισμό και την επανάσταση» με τον Χέρμπερτ Μαρκούζε. Ανάμεσα σε πολλά άλλα διαμάντια, ένα άρθρο του ανθρωπολόγου Renaud σε υποστήριξη των ινδιάνων των ΗΠΑ που συγκεντρώθηκαν στο Standing Rock τον Ιούνιο 1974.

Στο τελευταίο τεύχος του BLS τον Απρίλιο 1976, δημοσιεύεται μια συλλογική διακήρυξη υπέρ ενός νεαρού βραζιλιανού σουρεαλιστή σκηνοθέτη, Paulo Pananagua, και της συντρόφου του, Maria Regina Pilla, που συνελήφθησαν στην Αργεντινή κατηγορούμενοι για «ανατρεπτική προπαγάνδα». Το κάλεσμα που ξεκίνησαν οι σουρεαλιστές δημοσιεύθηκε από τον Maurice Nadeau στην Quinzaine Litteraire και υπογράφτηκε από γάλλους διανοούμενους όπως οι Deleuze, Mandiargues, Foucault και Leiris.

Οι παρισινοί σουρεαλιστές διατηρούσαν στενές σχέσεις με την ομάδα της Πράγας, που ζούσε σε ημι-παρανομία κάτω από το σταλινικό καθεστώς που επιβλήθηκε στην Τσεχοσλοβακία μετά τη σοβιετική εισβολή του 1968. Μπορούσαν να συναντιούνται ανεπίσημα σε κατοικίες, αλλά η εφημερίδα τους Analogon είχε απαγορευθεί και δεν μπορούσαν να εκθέσουν τα έργα τους ή τις ταινίες τους. Το 1976 με πρωτοβουλία του Vincent Bounoure οι σουρεαλιστές του Παρισιού και της Πράγας δημοσίευσαν μαζί, στη Γαλλία στις εκδόσεις Payot, μια συλλογή δοκιμίων, τον Σουρεαλιστικό Πολιτισμό.

Συνεχίζοντας παρά την υποχώρηση

Η σουρεαλιστική ομάδα ήταν πολύ πολιτική, από το 1924. Αυτό ισχύει και μετά το 1969,αλλά δεν σημαίνει προσχώρηση σε υπάρχουσες πολιτικές οργανώσεις. Ορισμένα μέλη μετείχαν σε τροτσκιστικές οργανώσεις (Κομμουνιστική Επαναστατική Λίγκα, γαλλικό τμήμα της 4ης Διεθνούς) άλλοι στην αναρχική Ομοσπονδία ή στην αναρχοσυνδικαλιστική CNT. Αλλά η πλειοψηφία των παρισινών σουρεαλιστών δεν συμμετείχε σε καμμιά οργάνωση. Το κοινό πνεύμα ήταν αντιαυταρχικό και επαναστατικό, με μια κυρίαρχη ελευθεριακή τάση. Αυτό το πνεύμα ενέπνεε τις κοινές τους δραστηριότητες κα διακηρύξεις που δημοσιεύθηκαν στη διάρκεια των χρόνων αυτών.

Το 1987 δημοσιεύθηκε μια κοινή διακήρυξη για υποστήριξη των ιθαγενών κοινοτήτων Μοχώκ που αγωνίζονταν για τη γη τους ενάντια στο καναδικό κράτος. Τα επόμενα χρόνια θα δημοσιευθούν πολλές διακηρύξεις υπέρ των κινημάτων ιθαγενών. Αυτό βέβαια συνδέεται με την αντιαυταρχική και αντιαποικιακή παράδοση του κινήματος και με την απόρριψη από αυτό του σύγχρονου δυτικού πολιτισμού. Αλλά αυτή η εμμονή και το ζωηρό ενδιαφέρον για τις «άγριες τέχνες» είναι επίσης η έκφραση ενός ρομαντικού/επαναστατικού/αντικαπιταλιστικού πνεύματος. Οι σουρεαλιστές θεωρούσαν – όπως ο πρώτος ρομαντικός Ζαν Ζακ Ρουσώ, που εγκωμίαζε την ελευθερία των κατοίκων της Καραϊβικής – ότι στους «άγριους» πολιτισμούς – στους σουρεαλιστές δεν άρεσε ο όρος «πρωτόγονοι» - μπορούμε να βρούμε ανθρώπινες αξίες και τρόπους ζωής που ήταν, με κάποιες επιφυλάξεις, ανώτεροι από τον δυτικό ιμπεριαλιστικό πολιτισμό.

Το 1991 δημοσιεύθηκε ένα Διεθνές Σουρεαλιστικό Δελτίο Νο 1, στη Στοκχόλμη, με την απάντηση των ομάδων του Παρισιού, της Πράγας, της Στοκχόλμης, του Σικάγο, της Μαδρίτης και του Μπουένος Αιρες σε μια έρευνα για τα τωρινά καθήκοντα του σουρεαλισμού. Στο κείμενο της, η ομάδα του Παρισιού, επέμεινε στο γεγονός ότι «ο σουρεαλισμός δεν είναι ένα σύνολο από αισθητικές ή ψυχαγωγικές συνταγές, αλλά μια σταθερή αρχή άρνησης και αρνητικότητας, που τρέφεται από τις μαγικές πηγές της επιθυμίας, της εξέγερσης, της ποίησης […]. Ούτε Θεός ούτε Αφέντης: αυτό το αρχαίο επαναστατικό ρητό μας φαίνεται κατάλληλο. Είναι γραμμένο με γράμματα φωτιάς στις θύρες που οδηγούν πέρα από τον βιομηχανικό πολιτισμό, στη σουρεαλιστική δράση, που στόχος της είναι η επαναγοητεία (και ο επανερωτισμός) του κόσμου».

Οι δικοί τους εορτασμοί και οι δικοί μας

Οι σουρεαλιστές, για να διαμαρτυρηθούν για τους πομπώδεις εορτασμούς για την πέμπτη δεκαετία από την αυτοαποκαλούμενη «Ανακάλυψη της Αμερικής» (1992), δημοσίευσαν το Διεθνές Σουρεαλιστικό Δελτίο Νο 2 (1992), με μια κοινή διακήρυξη που υπογραφόταν από τις σουρεαλιστικές ομάδες της Αυστραλίας, του Μπουένος Άιρες, της Δανίας, της Μεγάλης Βρετανίας, της Μαδρίτης, του Παρισιού, των Κάτω Χωρών, της Πράγας, του Σάο Πάολο, της Στοκχόλμης και των ΗΠΑ. Εμπνεόμενο από ένα δοκίμιο που γράφτηκε από μια αργεντινή σουρεαλίστρια ποιήτρια, την Silvia Grenier, το ντοκουμέντο αυτό γιορτάζει την εκλεκτική συγγένεια του σουρεαλισμού με τους ιθαγενείς λαούς ενάντια στον δυτικό πολιτισμό που καταπίεσε τους ιθαγενείς λαούς και προσπάθησε να καταστρέψει τους πολιτισμούς τους: «στον αγώνα ενάντια σε αυτόν τον αποπνικτικό απολυταρχισμό, ο σουρεαλισμός είναι - και ήταν πάντα – ο σύντροφος και ο συνένοχος των ιθαγενών». Το Δελτίο δημοσιεύθηκε σε τρεις γλώσσες -αγγλικά, γαλλικά και ισπανικά – από τους σουρεαλιστές του Σικάγο, που έβαλαν στο εξώφυλλο ένα κολάζ των Franklin και Penelope Rosemont που παρουσιάζει τον Κολόμβο σαν τον Pere Ubu του Alfred Jarry.

Στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης του Παρισιού (Κέντρο Ζωρζ Πομπιντού) ξεκίνησε μια μεγάλη έκθεση σουρεαλιστικής τέχνης την Άνοιξη του 2002, με τίτλο «Σουρεαλιστική επανάσταση». Στην πραγματικότητα η έκθεση δεν είχε κανένα επαναστατικό νόημα και προσπαθούσε να παρουσιάσει τον σουρεαλισμό σαν μια καθαρά καλλιτεχνική εμπειρία, που χρησιμοποίησε «νέες τεχνικές». Στην είσοδο του μουσείου, οι επισκέπτες μπορούσαν να πάρουν δωρεάν ένα τετρασέλιδο φυλλάδιο που εξηγούσε ότι «το σουρεαλιστικό κίνημα ήθελε να συμμετέχει ενεργά στην οργάνωση της κοινωνίας» (;), ότι είχε μεγάλη επίδραση στην κοινωνία και ιδιαίτερα «στην διαφήμιση και στα βιντεοκλίπ» … Ο Guy Girard, ενοχλημένος από αυτή την κομφορμιστική φλυαρία, πρότεινε στη σουρεαλιστική ομάδα να ετοιμάσει ένα εναλλακτικό φυλλάδιο, και αυτό τετρασέλιδο, με παρόμοια γράμματα αλλά με ένα τελείως διαφορετικό περιεχόμενο: σε αυτό ο σουρεαλισμός περιγράφεται σαν επαναστατικό κίνημα του οποίου η επιθυμία για ελευθερία και η ανατρεπτική φαντασία αποσκοπούσαν στην «καταστροφή της καπιταλιστικής κυριαρχίας». Το φυλλάδιο ήταν εικονογραφημένο με εικόνες γυναικών καλλιτεχνών όπως η Toyen και η Leonora Carrington, σχεδόν απούσες από την έκθεση, καθώς και με μια ιστορική φωτογραφία του 1927: «Ο συνεργάτης μας Benjamin Peret βρίζει έναν παπά»… Τα μέλη της ομάδας τοποθέτησαν προσεκτικά ένα σωρό σουρεαλιστικά φυλλάδια επάνω στα «επίσημα» φυλλάδια, ώστε να τα πάρουν οι επισκέπτες. Το πιο αστείο είναι ότι οι υπεύθυνοι της έκθεσης, που επερωτώνταν από το σουρεαλιστικό φυλλάδιο, απέσυραν το τιποτένιο τους φυλλάδιο και το αντικατέστησαν με ένα καινούργιο, που προσπαθούσε να πάρει υπόψη του το γεγονός ότι ο σουρεαλισμός ήταν ένα ανατρεπτικό αντιαυταρχικό κίνημα που κατήγγειλε «την Οικογένεια, την Εκκλησία, την Πατρίδα, το Στρατό και την αποικιοκρατία»…

Οι διάφορες προκηρύξεις και διακηρύξεις της ομάδας δημοσιεύθηκαν τελικά στο βιβλίο με τίτλο Ποιητική Ανυπακοή, Προκηρύξεις, Αφίσες και διακηρύξεις της ομάδας του Παρισιού του σουρεαλιστικού κινήματος 1970-2010 (Παρίσι, Le temps des Cerises, 2010). Ο Guy Girard εξέδωσε το βιβλίο, συγκέντρωσε το υλικό και την εικονογράφηση και έγραψε μια σύντομη παρουσίαση σε κάθε ντοκουμέντο.

Η εποχή των ονείρων

Ανάμεσα στο 2019 κα ιτο 2024, βγήκαν πέντε τεύχη μιας νέας παρισινής επιθεώρησης: Alcheringa. Ο σουρεαλισμός σήμερα. Acheringa είναι μια λέξη παρμένη από μια παλιά αυστραλιανή γλώσσα που σημαίνει «η εποχή των ονείρων» και επικαλείται από τον Αντρέ Μπρετόν στο δοκίμιο του Πρώτο Χέρι. Τέλος, το καλοκαίρι του 2024, έγινε στο Σπίτι Αντρέ Μπρετόν στο Saint-Cirq-la- Popie η διεθνής σουρεαλιστική έκθεση «Υπέροχη Ουτοπία» που οργανώθηκε από τους Joel Gayraud, Guy Girard και Sylwia Chrostowska.

Όποια και αν είναι τα όρια του και οι δυσκολίες του, το σουρεαλιστικό κίνημα στο Παρίσι, διατήρησε ζωντανές, κατά τα τελευταία 50 χρόνια, την κόκκινη και μαύρη φλόγα της εξέγερσης, το αντιαυταρχικό όνειρο μιας ριζοσπαστικής ελευθερίας, την ποιητική ανυποταξία στην εκάστοτε εξουσία και την επίμονη επιθυμία να ξαναμαγέψει τον κόσμο.

 

Michael Lowy

18 Ιουνίου 2024

 

Μετάφραση: ΤΠΤ – “4” από το Inprecor numéro 724 - septembre 2024: “Le surréalisme comme mouvement révolutionnaire”, 29 septembre 2024 par Michael Löwy

 

Ο Michael Lowy είναι μέλος της 4ης Διεθνούς. Είναι συγγραφέας, μεταξύ άλλων, των Letoile du matin, Surrealisme et marxisme, Ιανουάριος 2000, Syllepse, et de la Comete incandescente, Romantisme, surrealism, subversion, Orange, Editions le Retra;it, 2020

 

Σημειώσεις:

 

  1. A. Μπρετόν, Πολιτική θέση του σουρεαλισμού, Παρίσι, Denoel, 1972, σελ. 128-129

  2. Από Maurice Nadeau, Σουρεαλιστικά ντοκουμέντα, Παρίσι, Editions du Seuil, σελ. 298.

  3. «Τον καιρό που οι σουρεαλιστές είχαν δίκιο», στο Σουρεαλιστικά Ντοκουμέντα του Maurice Nadeau, σελ. 309

  4. Τα στοιχεία για αυτή τη «συνάντηση ανάμεσα στο Λιοντάρι και τον Αετό» συγκεντρώθηκαν από τον Arturo Schwarz στο βιβλιαράκι του Μπρετόν/Τρότσκι. Παρίσι 10/18, 1977. Είναι επίσης χρήσιμο να διαβάσουμε τα κείμενα της Marguerite Bonnet και του Gerard Roche στα Τετράδια Λέον Τρότσκι νο 25, Μάρτιος 1986 (τεύχος «Ο Τροτσκι και οι γάλλοι συγγραφείς»)

  5. Α. Μπρετόν, «La claire tour», La cle des champs, Παρίσι, 10/18, 1967, σελ. 424. Για το επεισόδιο αυτό δείτε δύο αξιόλογες μπροσούρες που δημοσιεύθηκαν με τίτλο «Σουρεαλισμός και Αναρχισμός», από το Εργαστήρι Ελευθεριακής Δημιουργίας της Λυών, το 1992 και το 1994.

  6. Αυτά τα δύο κείμενα βρίσκονται στο Μπρετόν/Τρότσκι, σελ. 194, 200 του A. Schwarz.

 

Michael Löwy