Η απόφαση αυτή εγκρίθηκε από το 17ο Παγκόσμιο Συνέδριο της IV Διεθνούς με 108 ψήφους υπέρ, 5 κατά και 1 αποχή.
Ι. Στοιχεία ανάλυσης
- Ποια είναι η εξέλιξη της κατάστασης της εργατικής τάξης και των εκμεταλλευομένων σε παγκόσμιο επίπεδο;
- Εξέλιξη του δείκτη εκμετάλλευσης σε παγκόσμιο επίπεδο.
- Ολομέτωπες επιθέσεις ενάντια στους αγροτικούς πληθυσμούς.
- Ποιες είναι οι συνέπειες της σημαντικής αύξησης του μεταναστευτικού φαινομένου;
- Οι συνέπειες της περιβαλλοντικής κρίσης
ΙΙ. Τα μέτωπα αντίστασης
- Η άνιση ανάπτυξη του συνδικαλιστικού κινήματος
- Αυτοοργάνωση και συνεταιρισμοί
- Οι αγώνες ενάντια στο χρέος
- Οι αγώνες των αγροτών
- Θέση των κινημάτων για δημοκρατία και για κοινωνική δικαιοσύνη
- Θέση των άνεργων νέων στις κοινωνικές δομές
- Δικαιώματα των γυναικών και μαζικές κινητοποιήσεις ενάντια στη βία, τους βιασμούς και τους φόνους γυναικών, για το δικαίωμα στην έκτρωση.
- Οι αγώνες των LGBT.
- Οι οργανώσεις ενάντια στο ρατσισμό και για την υπεράσπιση των μεταναστών.
- Η ανάπτυξη των κινημάτων ενάντια στην κλιματική υπερθέρμανση
ΙΙΙ. Τα ζητήματα των πολιτικών αλλαγών, των αγώνων και της αντικαπιταλιστικής στρατηγικής
Εισαγωγικά
Τα τελευταία χρόνια σημαδεύτηκαν από κύματα πολιτικών και κοινωνικών κινητοποιήσεων που είχαν διαφορετικές καταλήξεις. Στο Μάγκρεμπ και στην Μέση Ανατολή, τα κύματα της Αραβικής Άνοιξης, χωρίς να εξαντληθούν, αντιμετώπισαν ένα συνδυασμό από αντιδραστικές δυνάμεις. Στη Λατινική Αμερική, φτάνουμε σε ένα νέο κύκλο ύστερα από την ήττα του PSUV στις εκλογές της Βενεζουέλας. Στην Ευρώπη, ύστερα από την παράδοση του Τσίπρα, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κράτησε τον προσανατολισμό που άνοιξε η εκλογή του ή η μαζική ψήφος υπέρ του ΟΧΙ τον Ιούλιο του 2015.
Το 2008, η πτώχευση της Lehman Brothers πυροδότησε μια παγκόσμια οικονομική κρίση που προκάλεσε πολλές κρίσεις σε αντανάκλαση, ιδιαίτερα την γενικευμένη κρίση χρέους στην Ευρώπη. Πυροδότησε νέες κοινωνικές επιθέσεις που προστέθηκαν στις βαθιές αναταράξεις που προκλήθηκαν μετά το 1990 από τις πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές αναδιοργανώσεις που ακολούθησαν το 1989 και τη νέα φάση της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης.
Ο στόχος αυτού του κειμένου είναι να παρέχει μια περιληπτική ανάλυση των κοινωνικών αλλαγών που συμβαίνουν σε αυτό το πλαίσιο και παράλληλα των δυνατοτήτων και εμπειριών των αγώνων των εκμεταλλευόμενων και καταπιεσμένων καθώς και των εξελίξεων των κοινωνικών, συνδικαλιστικών και πολιτικών κινημάτων αντίστασης και αγώνα ενάντια στις καπιταλιστικές επιθέσεις.
Το ερώτημα που αντιμετωπίζουμε είναι η πραγματικότητα του συσχετισμού των δυνάμεων μεταξύ των τάξεων σε διεθνές επίπεδο. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να αναλύσουμε:
- Την κοινωνική πραγματικότητα της εργατικής τάξης και των υπόλοιπων εκμεταλλευομένων τάξεων που έχουν βιώσει πολλές αλλαγές τα τελευταία τριάντα χρόνια, με την παγκοσμιοποίηση και την πλήρη επανένταξη της Ρωσίας και της Κίνας σε ένα παγκόσμιο καπιταλιστικό οικονομικό σύστημα.
- Την οργανωμένη δύναμη του εργατικού κινήματος και των κοινωνικών κινημάτων που αντιμάχονται την εκμετάλλευση και την καταπίεση συνολικά, δύναμη που έχει υποστεί πολλές αναταράξεις σε διάφορα επίπεδα. Η εξαφάνιση της ΕΣΣΔ και το τέλος του ανταγωνισμού μεταξύ ΕΣΣΔ και Κίνας για τη «σοσιαλιστική» ηγεμονία πάνω στα κινήματα αντίστασης στον ιμπεριαλισμό έχουν σε μεγάλο βαθμό αλλάξει την πολιτική γεωγραφία σε αυτό που αποκαλούσαμε «οι τρεις τομείς της παγκόσμιας επανάστασης». Αλλά τώρα ποιά είναι η πραγματική δύναμη του καθενός από τα κινήματα του αγώνα που οργανώνει τους εκμεταλλευόμενους και καταπιεσμένους σε αυτούς τους τομείς;
- Τις δύο τελευταίες δεκαετίες είδαμε νέα πεδία ριζοσπαστικοποίησης, ιδιαίτερα όσον αφορά τις νεότερες γενιές. Αν και το διεθνές αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα είναι πιο αδύναμο τώρα παρά στην αρχή του αιώνα, το ζήτημα της κοινωνικής δικαιοσύνης, η ανάγκη να καταπολεμήσουμε τη δύναμη των τραπεζών, των μεγάλων διεθνών εταιριών και θεσμών παραμένει ένας ισχυρός παράγοντας ριζοσπαστικοποίησης. Υπάρχει μια ξεκάθαρη σύνδεση ανάμεσα στην κοινωνική δικαιοσύνη, μια σταθερή δουλειά για τους εργαζόμενους/ -ες, το δικαίωμα των αγροτών να καλλιεργούν τους αγρούς τους και των περιβαλλοντικών ζητημάτων. Μπορούμε ακόμη να δούμε, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την κλιματική αλλαγή και τα άχρηστα μεγάλα έργα, την επιθυμία άσκησης δημοκρατικού ελέγχου πάνω στις μεγάλες αποφάσεις και ενάντια στο επαγγελματικό σύστημα εξουσίας με πολλούς πολιτικούς να είναι έξω από κάθε έλεγχο. Η επιθυμία για απελευθέρωση, για ζωή χωρίς βία χωρίς την επιβολή άδικων νόμων και επίσης μια ισχυρή ώθηση στις ΛΟΑΤ και τις φεμινιστικές κινητοποιήσεις. Το ίδιο συμβαίνει με τους αγώνες ενάντια στις ρατσιστικές διακρίσεις και βιαιότητες, για να μπει ένα τέλος στην κληρονομιά των αποικιοκρατικών και δουλοκτητικών κοινωνιών. Τέλος, μπορούμε να παρατηρήσουμε τη δύναμη των νέων μέσων επικοινωνίας, ιδιαίτερα των κοινωνικών δικτύων, σαν μέσο οργάνωσης διαδηλώσεων, πληροφόρησης και κινητοποίησης σε όλα τα μέρη του κόσμου.
- Τη δυνατότητα, πάνω και πέρα από τα αιτήματα για δημοκρατία και κοινωνική δικαιοσύνη, να παρέχουμε πολιτική συνοχή στους αγώνες, να τους ενοποιήσουμε σε έναν παγκόσμιο αγώνα ενάντια στο σύστημα σε μια περίοδο όπου δεν υπάρχει πια «ένα διεθνές εργατικό κίνημα». Η απόρριψη των συνεπειών των καπιταλιστικών πολιτικών δεν προκαλεί αυτόματα αντικαπιταλιστικές συνειδήσεις. Η κοινωνική ταυτότητα των εργαζομένων δεν δημιουργεί ταξική ταυτότητα ως τέτοια. Ποια είναι η δυνατότητα να συμπεριλάβουμε αυτούς τους αγώνες σε ένα στρατηγικό πολιτικό πρόγραμμα ριζοσπαστικής αμφισβήτησης της καπιταλιστικής κοινωνίας, των καταπιέσεων που έχει δημιουργήσει ή αναδομήσει; Σε αυτό το πλαίσιο, πώς μπορούμε να αξιολογήσουμε το αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα και τα διάφορα διεθνή δίκτυα που έχουν προσπαθήσει να συντονίσουν τους αγώνες σε διαφορετικούς τομείς; Τελικά ποια είναι η δύναμη και η κατεύθυνση που ακολουθούν τα πολιτικά ρεύματα σε αυτά τα μέτωπα αγώνα, είτε αυτά αυτοπροσδιορίζονται ως δημοκρατικά, είτε ως αντικαπιταλιστικά είτε ως επαναστατικά σε εθνικό, τοπικό ή διεθνές επίπεδο;
I. Στοιχεία ανάλυσης
Ι.1. Ποια είναι η εξέλιξη της κατάστασης της εργατικής τάξης και των καταπιεσμένων διεθνώς;
Αρκετά σημαντικά φαινόμενα πρέπει να καταγραφούν. Η παγκοσμιοποίηση έχει επιταχύνει τη βιομηχανική και την οικονομική ανάπτυξη σε μια σειρά από χώρες (Ινδία, Κίνα, Τουρκία, Μεξικό,..) ένα φαινόμενο που θα πρέπει λογικά να συνεχιστεί και να διαδοθεί.
Αυτό προκαλεί δύο σημαντικά φαινόμενα στις λεγόμενες «αναδυόμενες» χώρες: αστική συγκέντρωση, αύξηση των μισθωτών σε μεγαλύτερο ποσοστό απ’ αυτό του πληθυσμού (75% αύξηση ανάμεσα στο 1992 και το 2012 με 30% αύξηση του πληθυσμού). Προφανώς, αυτό αντιστοιχεί στην ανάπτυξη νέων κέντρων οικονομικής ανάπτυξης. Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο είναι η σχετική ανάπτυξη του τομέα των υπηρεσιών σε σύγκριση με τη μεταποίηση, σε συνδυασμό με την προλεταριοποίηση πολλών θέσεων εργασίας που προηγουμένως αντιμετωπίζονταν ως «εξειδικευμένες», όπως η διδασκαλία ή η υγειονομική περίθαλψη, με αποτέλεσμα την αυξανόμενη συμμετοχή αυτών των ομάδων σε κοινωνικές κινητοποιήσεις για να αμυνθούν ενάντια στην εντατικοποίηση της εργασίας, στο πάγωμα των μισθών, στις ιδιωτικοποιήσεις και άλλες επιθέσεις.
Αλλά πρέπει να λαμβάνουμε πάντα υπόψη ότι, σε παγκόσμια κλίμακα, η μεγάλη πλειοψηφία του ενεργού πληθυσμού σε αυτές τις χώρες αποτελείται από εργαζόμενους σε επισφαλείς θέσεις εργασίας σύμφωνα με τα κριτήρια της ΔΟΕ (Διεθνής Οργάνωσης Εργασίας) (αδήλωτη οικογενειακή απασχόληση ή αυτοαπασχολούμενοι εργαζόμενοι) και αυτή η αναλογία αυξάνεται από το 2008, γεγονός που αποτελεί σαφώς αντίθετη τάση. Αντίστοιχα, η ΔΟΕ περιμένει μια σταθερή αύξηση στην ανεργία τα επόμενα πέντε χρόνια στην Ασία, την Αφρική και τη Λατινική Αμερική, η οποία ήδη σημειώνεται από το 2008. Οι επιπτώσεις είναι προφανείς: σημαντική αστικοποίηση, ο αγροτικός πληθυσμός γίνεται μειοψηφικός και υφίσταται ταυτόχρονα την καταστροφή του κοινωνικού ιστού, οδηγώντας προφανώς στη χειροτέρευση των συνθηκών διαβίωσης, ακόμα και αν συνεχίζουν να υπάρχουν τα δίκτυα αλληλεγγύης των αγροτών.
Άρα βλέπουμε μια αριθμητική αύξηση της εργατικής τάξης, αλλά με διαφορετικά παγκόσμια χαρακτηριστικά, σε ό,τι αφορά τη συνολική ανάπτυξη των κοινωνιών όπου αυτή η εξέλιξη συντελείται.
Στις «παλιές βιομηχανικές χώρες», η ανάπτυξη του προλεταριάτου, συνολικά, συμβαδίζει με τους συνδικαλιστικούς και πολιτικούς αγώνες ενάντια στην αστική τάξη σε εθνικό πλαίσιο και, ανεξάρτητα από τη βία των ταξικών αγώνων του εικοστού αιώνα, με την απόκτηση κοινωνικών δικαιωμάτων σε επίπεδο εθνικού κράτους, που αποκρυστάλλωσαν το συσχετισμό των δυνάμεων μεταξύ των τάξεων. Η αναγνώριση των συλλογικών δικαιωμάτων της εργατικής τάξης δεν αφορούσε μόνο συμβάσεις εργασίας σε επίπεδο εταιρείας, αλλά και συλλογικά κοινωνικά δικαιώματα στο πλαίσιο της κοινωνίας των πολιτών· η μπουρζουαζία παραδέχτηκε ότι ένα μερίδιο των καπιταλιστικών κερδών πρέπει να χρηματοδοτήσει συστήματα εισφορών και αναδιανομής των φόρων επί των οποίων χτίστηκαν οι περισσότερες βιομηχανικές κοινωνίες στον εικοστό αιώνα.
Έτσι έγιναν κοινωνικοί συμβιβασμοί, ανάπτυξη του «κράτους πρόνοιας», που σχετίζεται με την ιδεολογική κληρονομιά του θετικισμού και του κοινωνικού Χριστιανισμού. Αυτές οι ιδεολογίες και οι συμβιβασμοί ήταν το απαραίτητο αντίδοτο στη σημαντική ανάπτυξη των μαρξιστικών και σοσιαλιστικών ρευμάτων.
Όλα αυτά δεν χρειάζονται πλέον σήμερα και η βιομηχανική ανάπτυξη στις λεγόμενες αναδυόμενες χώρες δεν έχει έρθει καθόλου στο ίδιο πλαίσιο. Για παράδειγμα, η αυτοκινητοβιομηχανία «κινείται ανατολικά»: Με εξαίρεση το Μεξικό, την Αργεντινή και τη Βραζιλία, οι κύριες περιοχές ανάπτυξης είναι στην Ανατολική Ευρώπη, την Τουρκία, το Ιράν, το Πακιστάν, την Ινδία και την Κίνα. Στις περιπτώσεις αυτές, οι γραμμές παραγωγής και η τεχνογνωσία είναι ίδια με εκείνες των παλαιών βιομηχανικών χωρών, αλλά τα κοινωνικά δικαιώματα και η εργατική νομοθεσία δεν είναι καθόλου τα ίδια. Υπάρχουν παρόμοια σχήματα σε πολλούς άλλους βιομηχανικούς τομείς. Σε αυτές τις νέες περιοχές βιομηχανικής ανάπτυξης, οι κοινωνικοί συμβιβασμοί του περασμένου αιώνα δεν επικρατούν πλέον. Στις παλιές βιομηχανικές χώρες, οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές λιτότητας αμφισβητούν ήδη σε μεγάλο βαθμό αυτούς τους συμβιβασμούς. Επιπλέον, μπορούμε να παρατηρήσουμε καταστάσεις ημι-δουλείας, ειδικά για τους μετανάστες εργαζόμενους, και λαθραία εργοστάσια που αποφεύγουν κάθε νομοθεσία.
Ι.2. Εξέλιξη του παγκόσμιου δείκτη εκμετάλλευσης
Οι οικονομικές αλλαγές των τελευταίων ετών έχουν επίσης επιφέρει διάφορες συνέπειες. Όχι μόνο έχουν μείνει στάσιμοι οι μισθοί στις παλιές βιομηχανικές χώρες, αλλά τα τελευταία χρόνια έχει σημειωθεί αύξηση της παραγωγικότητας σε βάρος των μισθών, εντείνοντας την γενική τάση που παρατηρείται από τη δεκαετία του 1980 της απώλειας του συνόλου των μισθών προς όφελος του κεφαλαίου. Στο ίδιο πνεύμα, οι συμβάσεις επισφαλούς εργασίας και τα πλήγματα στην εργατική νομοθεσία αποτέλεσαν βασικό στοιχείο αυτής της ενίσχυσης της παραγωγικότητας στις παλιές βιομηχανικές χώρες (συμβόλαια μηδενικού ωραρίου στη Βρετανία, νόμος για την απασχόληση στην Ιταλία, μίνι θέσεις εργασίας στη Γερμανία …). Αυτή η αύξηση της επισφαλούς εργασίας και η χειροτέρευση των συνθηκών εργασίας θίγει τους νέους που έχουν χαλαρές σχέσεις με την αγορά εργασίας και χρησιμοποιείται σαν μέσο σε μια γενική στρατηγική συνολικής αλλαγής της αγοράς εργασίας ξεκινώντας από τα ασθενέστερα τμήματα της εργατικής τάξης.
Παρά την απότομη πτώση της παραγωγής το 2008, στις περισσότερες νέες περιοχές παραγωγής οι εργαζόμενοι κέρδισαν πραγματικές μισθολογικές αυξήσεις, ειδικά στην Κίνα. Παρόλο που πρόκειται για οικονομικές απεργίες, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν ανά χώρο εργασίας ή ανά επιχείρηση, είχαν απτά αποτελέσματα.
Σε αυτό το πλαίσιο, παρατηρούμε τις εκδηλώσεις αυτού που ονομάζεται «φεμινοποίηση» της αγοράς εργασίας και της φτώχειας. Αυτό μπορεί να γίνει αντιληπτό από δύο πλευρές : από τη μια, οι συνθήκες που ήταν τυπικές για την παλαιότερη εργασία των γυναικών γενικεύονται για το σύνολο της εργατικής δύναμης: αστάθεια και προσωρινότητα της εργασίας, ευέλικτες συμβάσεις, μισθοί χαμηλότεροι απ’ ό,τι απαιτείται για να γεμίσει το καλάθι των αγαθών για μια οικογένεια. Από την άλλη, αυτό εξηγεί επίσης την αύξηση των προσφερόμενων θέσεων εργασίας για τις γυναίκες, ιδιαίτερα σε επαγγέλματα που συνεχίζουν να είναι γυναικεία, όπως τα επαγγέλματα υγείας. Η διάρκεια της εργασίας είναι διπλάσια για τις γυναίκες, που καλύπτουν, επίσης, τα καθήκοντα της αδήλωτης οικιακής εργασίας.
Επομένως, στοιχεία κοινωνικής έντασης στην αγορά εργασίας εξακολουθούν να υφίστανται τόσο στις «αναδυόμενες» χώρες όσο και στις παλιές οικονομίες, είτε λόγω της αυξημένης πίεσης της ανεργίας είτε λόγω της βουβής επιδείνωσης των συνθηκών εργασίας και των συστημάτων κοινωνικής προστασίας. Σχεδόν οι μισοί εργαζόμενοι στον κόσμο ζουν εκτός μισθωτής εργασίας, σε συνθήκες ακραίας επισφάλειας. Και η τάση είναι η γενίκευση των επισφαλών συμβάσεων εργασίας και της νομοθεσίας για ελαχιστοποίηση της νομικής προστασίας έναντι των απολύσεων. Αυτές οι εξελίξεις αυξάνουν την ευελιξία και την δυνατότητα των καπιταλιστών να προσαρμόζουν στο μέγιστο τις ώρες εργασίας και τον αριθμό των εργαζομένων ανάλογα με τις καθημερινές τους ανάγκες. Αυτό συμβαδίζει με μια υλικοτεχνική οργάνωση των αλυσίδων παραγωγής και διανομής που επιτρέπει τη μείωση του κόστους όσο το δυνατόν περισσότερο, καταφεύγοντας σε πολυάριθμους υπεργολάβους. Πολλές νέες συνθήκες επιτρέπουν στις μεγάλες επιχειρήσεις να ξεφύγουν από τους εθνικούς νόμους: TTIP, TISA, κλπ. … Μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, κάθε μήνα, νέοι νόμοι καταργούν τους παλιούς εθνικούς νόμους. Στην πραγματικότητα, σε διεθνές επίπεδο, υπάρχουν πια δύο ιεραρχίες εξουσίας: η κρατική εξουσία και η εξουσία των εταιριών, και η δεύτερη γίνεται όλο και πιο ισχυρή στον τομέα της οργάνωσης του εμπορίου και των συμβάσεων εργασίας.
Η κρίση του χρέους κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας έχει μετατοπιστεί από το Νότο στις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες: κρίσεις χρέους των νοικοκυριών σε πολλές χώρες (ΗΠΑ, Ινδία), κρίση δημόσιου χρέους στην Ευρώπη. Αυτές οι κρίσεις επιταχύνουν τις κοινωνικές επιθέσεις, την επισφάλεια και τις καταστάσεις κοινωνικής δυστυχίας, αλλά επίσης κάνουν πιο επιτακτικές τις απαιτήσεις για λογιστικό έλεγχο, έλεγχο από τους πληθυσμούς, κοινωνικό έλεγχο για μπλοκάρισμα αυτών των πολιτικών. Η έννοια της φεμινοποίησης της φτώχειας δείχνει ότι οι γυναίκες είναι που γίνονται ο κατά προτίμηση «στόχος» της πολιτικής αυτού του τύπου. Τις επιβαρύνουν σαν μητέρες, με απαίτηση αρμοδιοτήτων που πρέπει να αναλάβουν για να εφαρμοσθούν αυτές οι πολιτικές, και αναμιγνύονται στην τραπεζοποίηση και την χρηματοδότηση των οικονομιών τους.
Όλες αυτές οι αλλαγές αποδυναμώνουν την ικανότητα συλλογικής οργάνωσης και συγκρότησης διαρκών συλλογικοτήτων αντίστασης. Ταυτόχρονα, ενισχύουν την ανάγκη αντίστασης και τη δυναμική της αυτοοργάνωσης. Αυτό απαιτεί την ανάπτυξη τοπικών κοινωνικών οργανώσεων ικανών να συσπειρώσουν απομονωμένους ή εφήμερους εργαζομένους πέραν του επιπέδου του χώρου εργασίας.
Η διαδικασία φεμινοποίησης που εκφράζεται σαν εξασθένιση ορισμένων ταυτοτήτων που, παλιότερα ήταν συσπειρωτικές, όπως η συνδικαλιστική ταυτότητα, εξηγούν επίσης την ανάδυση «νέων» κοινωνικών παραγόντων με έναν αφανή πρωταγωνιστικό ρόλο, όπως οι γυναίκες, και, σε πολλές χώρες, η κοινότητα LGBT+.
Ι.3. Συντονισμένη επίθεση ενάντια στους αγροτικούς πληθυσμούς
Η γεωργία απασχολεί 1,3 δισεκατομμύρια άνδρες και γυναίκες, το 40% του ενεργού πληθυσμού αν και ο αριθμός τους μειώνεται διαρκώς. Οι αγρότες εξακολουθούν να αποτελούν την πλειοψηφία του ενεργού πληθυσμού στην Αφρική και την Ασία. Τις τελευταίες δύο δεκαετίες, στην Ασία, την Αφρική και τη Λατινική Αμερική, οι αγρότες αντιμετώπισαν πολιτικές «συντηρητικού εκσυγχρονισμού» που αμφισβήτησαν σε βάθος τις αγροτικές κοινωνικές δομές στην προσπάθεια προσαρμογής τους στην καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση. Πολλές απειλές επικρέμονται ενάντια στην αγροτιά, αλλά και ενάντια στο μέλλον των συστημάτων διατροφής και περιβαλλοντικής ισορροπίας: αύξηση ισχύος της αγροτικής επιχειρηματικότητας, αρπαγή γης και επέκταση των προσανατολισμένων στις εξαγωγές μονοκαλλιεργειών εις βάρος της γεωργίας παραγωγής τροφίμων, πίεση πάνω στους φυσικούς πόρους. Η αρπαγή γης είναι ένα παγκόσμιο φαινόμενο, την οποία αναλαμβάνουν τοπικές, εθνικές και διεθνικές ελίτ, καθώς και επενδυτές και κερδοσκόποι, με τη συνέργεια των κυβερνήσεων και των τοπικών αρχών. Οδηγεί στη συγκέντρωση γαιοκτησίας και φυσικών πόρων στα χέρια μεγάλων επενδυτικών ταμείων, ιδιοκτητών φυτειών και μεγάλων επιχειρήσεων που ασχολούνται με τη δασοκομία, τους σταθμούς υδροηλεκτρικής ενέργειας και τα ορυχεία. Προκαλείται επίσης από τον κλάδο του τουρισμού και τη βιομηχανία ακίνητης περιουσίας, καθώς και από τις αρχές που διαχειρίζονται τα λιμάνια και τις βιομηχανικές υποδομές.
Αυτή η συγκέντρωση περιουσίας έχει ως συνέπεια για τους τοπικούς πληθυσμούς την απέλαση από τα εδάφη τους και την εξαναγκαστική μετατόπιση – ειδικά της αγροτιάς. Έχει επιφέρει παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ιδίως των δικαιωμάτων των γυναικών.
Τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, όπως οι τράπεζες, τα συνταξιοδοτικά ταμεία και άλλα επενδυτικά ταμεία, έχουν καταστεί ισχυρές κινητήριες δυνάμεις για την αποστέρηση της γης. Ταυτόχρονα, δολοφονικοί πόλεμοι και συγκρούσεις διεξάγονται αυτή τη στιγμή για την απόκτηση του ελέγχου των φυσικών πόρων.
Η αρπαγή του εδάφους πάει χέρι με χέρι με τον αυξανόμενο έλεγχο από τις ιδιωτικές επιχειρήσεις στον τομέα της γεωργίας και των τροφίμων, μέσω του ισχυρότερου ελέγχου των πόρων όπως η γη, το νερό, οι σπόροι και άλλοι φυσικοί πόροι. Σε αυτόν τον αγώνα για κέρδος, ο ιδιωτικός τομέας ενίσχυσε τον έλεγχό του στα συστήματα παραγωγής τροφίμων, μονοπωλώντας πόρους και κερδίζοντας δεσπόζουσα θέση στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων.
Από τους αγρότες και τις αγρότισσες, τους ακτήμονες και τους αυτόχθονες λαούς, και ιδιαίτερα τις γυναίκες και τους νέους, τους επισφαλείς εργαζόμενους στη γεωργία, αφαιρούνται τα μέσα διαβίωσής τους. Αυτές οι πρακτικές καταστρέφουν επίσης το περιβάλλον. Οι αυτόχθονες λαοί και οι εθνοτικές μειονότητες εκδιώκονται από τα εδάφη τους, συχνά με τη βία, γεγονός που ενισχύει την προσωρινότητά τους και σε ορισμένες περιπτώσεις ισοδυναμεί με την υποδούλωσή τους.
Σε όλες τις ηπείρους, τα κινήματα αγροτών προχωρούν σε κινητοποιήσεις. Αυτές οι κινήσεις αντίστασης πολλαπλασιάστηκαν τις τελευταίες δύο δεκαετίες, με επίκεντρο την επισιτιστική αυτάρκεια. Επιπλέον, αυτοί οι αγροτικοί πληθυσμοί βρίσκονται στην καρδιά όλων των κρίσεων που αντιμετωπίζει σήμερα ο κόσμος η οικονομική κρίση και οι συνέπειες του δημόσιου και ιδιωτικού χρέους, η επισιτιστική κρίση, η κλιματική αλλαγή που τροφοδοτεί τη μετανάστευση, οι επιθέσεις εναντίον των δικαιωμάτων των γυναικών και των μειονοτήτων. Οι κυβερνήσεις των χωρών του Νότου, συνήθως υπό την πίεση των πληρωμών του χρέους, έχουν πολλαπλασιάσει τα τελευταία χρόνια τις πολιτικές γεωργικών εξαγωγών και εξορύξεων. Εκεί και πάλι, οι αγροτικοί πληθυσμοί υφίστανται το κύριο βάρος των συνεπειών τους, με την περιβαλλοντική καταστροφή και τον έλεγχο των εδαφών τους από τραστ αγροτικών προϊόντων διατροφής.
Ι.4. Ποιες είναι οι επιπτώσεις της σημαντικής αύξησης της μετανάστευσης;
Υπάρχουν σημαντικές μετακινήσεις πληθυσμών σε διάφορες περιοχές του κόσμου: 250 εκατομμύρια διεθνείς μετανάστες, 750 εκατομμύρια εσωτερικοί μετανάστες (εκτοπισμένοι, …). Οι κινήσεις αυτές οφείλονται συχνά σε διαρθρωτικές οικονομικές μεταβολές με σημαντικές περιφερειακές ανισότητες: η Νότια Αφρική και η Αγκόλα προσελκύουν μετανάστες από γειτονικές χώρες, όπως και η Αργεντινή και η Βενεζουέλα στη Λατινική Αμερική, η Αυστραλία και η Ιαπωνία στην Ανατολική και τη Νοτιοανατολική Ασία. Τα Κράτη του Κόλπου προσελκύουν μεγάλο αριθμό μεταναστών από το Κέρας της Αφρικής, την Τουρκία, την Ινδική υποήπειρο και τις Φιλιππίνες. Στην τελευταία χώρα, το 20% περίπου του ενεργού πληθυσμού ζει και εργάζεται στο εξωτερικό, το 50% αυτού στη Μέση Ανατολή, κυρίως γυναίκες. Τα δύο τρίτα της διεθνούς μετανάστευσης είναι μεταξύ χωρών με συγκρίσιμο επίπεδο ανάπτυξης και το ένα τρίτο στρέφεται προς τις ΗΠΑ (Μεξικό) και την Ευρώπη, κυρίως από τις πρώην αποικιακές αυτοκρατορίες της. Αλλά σε αυτά τα φαινόμενα προστίθενται και οι μόνιμες μετακινήσεις λόγω πολέμων, ιδίως από τη Συρία, το Ιράκ, την Ερυθραία και το Αφγανιστάν, πλέον και λόγω της κλιματικής αλλαγής.
Η μετανάστευση των γυναικών, στο τωρινό πλαίσιο της κρίσης της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης της οικονομίας, βαθαίνει και μεγαλώνει τις συνθήκες καταπίεσης και γεννά πολλές συνέπειες και πολλές πλευρές της καταπίεσης των γυναικών. Το πλαίσιο μέσα στο οποίο γίνεται η μετανάστευση αντανακλά την ακραία φτωχοποίηση και την απώλεια των δικαιωμάτων μεγάλων τομέων του παγκόσμιου πληθυσμού. Οι γυναίκες μεταναστεύουν εξαιτίας της ανάγκης εύρεσης καλύτερων συνθηκών ζωής για τις ίδιες και τις οικογένειες τους, και από την έλλειψη επαγγελματικών ευκαιριών στις χώρες προέλευσής τους. Επίσης μεταναστεύουν εξαιτίας των πολιτικών διώξεων και απειλών ενάντια στη ζωή τους σε συνθήκες πολέμου.
Από την άλλη βρίσκουμε τις γυναίκες και τις οικογένειές τους μέσα στο κύμα των προσφύγων που φεύγουν από τις χώρες τους για την Ευρώπη, χτυπημένες από τον πόλεμο και τη βία, όπως στη Συρία και σε άλλες περιοχές της Μέσης Ανατολής. Δραματικές ιστορίες λαμβάνουν χώρα στις διαδρομές προς την Ευρώπη, στις ακτές ή στη διέλευση της Μεσογείου, καθώς και στις Βαλκανικές ή Ανατολικοευρωπαϊκές χώρες με τους μετανάστες να προσπαθούν να φτάσουν στη Γερμανία ή σε άλλες χώρες. Σε αυτό το πλαίσιο, οι γυναίκες αντιμετωπίζουν διακρίσεις φύλου, ρατσισμό και εκμετάλλευση.
Η μετανάστευση παίρνει επίσης και ένα άλλο πρόσωπο με την εμπορία των γυναικών που γίνονται θύματα στις χώρες όπου καταφέρνουν να φτάσουν, όπως η Αγγλία, η Δανία, οι Κάτω Χώρες και άλλες. Στις χώρες όπου είναι ισχυρά το οργανωμένο έγκλημα και τα καρτέλ των ναρκωτικών οι γυναίκες αντιμετωπίζουν διάφορους κινδύνους, όπως την εμπορία ή την απαγωγή από τα καρτέλ για να ενταχθούν στα διεθνή δίκτυα πορνείας και εμπορίας γυναικών. Σε άλλες περιπτώσεις χρησιμοποιούνται πιο σοφιστικές μέθοδοι όπως η «ερωτική εμπλοκή» όπου εμπλέκονται ολόκληρες οικογένειες εμπόρων που συνδέονται με την εμπορία γυναικών. Η εξαπάτηση ή υποσχέσεις για εργασία αντιπροσωπεύουν μια ακόμη παγίδα για να μεταφέρουν γυναίκες σε άλλες χώρες όπου αναγκάζονται να εκπορνεύονται. Σε ορισμένα μέρη, υπάρχει μια σχέση ανάμεσα στην μετανάστευση και το εμπόριο του σεξοτουρισμού.
Χρησιμοποιούνται πολιτικά ξενοφοβικές καμπάνιες για να παρουσιάσουν τους μετανάστες σαν εχθρούς, ακόμη και της εργατικής τάξης. Αυτό συνέβη στη Μεγάλη Βρετανία κατά την εκστρατεία για το BREXIT και στις ΗΠΑ από τον Τραμπ. Σε ορισμένες χώρες, όπως η Δανία, αναπτύχθηκαν καμπάνιες ξενοφοβικής τάσης που χρησιμοποιούσαν μια «φεμινοεθνικιστική» ρητορεία που ισχυρίζεται ότι η μετανάστευση υπονομεύει τα δικαιώματα των γηγενών γυναικών της χώρας άφιξης. Ο «φεμινοεθνικιστικός» λόγος είναι πολύ κοντά στον «ομοεθνικιστικό», όπου η ξενόφοβη δεξιά προωθεί την ιδέα ότι η μετανάστευση είναι μια απειλή για τα δικαιώματα της κοινότητας LGBT.
Παράλληλα βρίσκουμε την άλλη έκφραση του προβλήματος που αφορά τη μετανάστευση οικονομικού τύπου όπου οι συνθήκες της φτώχειας, των ανισοτήτων και η έλλειψη εργασίας οφείλονται στις καταστρεπτικές συνέπειες του νεοφιλελευθερισμού, που ωθεί εκατομμύρια άτομα να εγκαταλείψουν τις χώρες τους για να αναζητήσουν εργασία αλλού. Αυτό αφορά ιδιαίτερα τους νέους και το επίδικο είναι να επιτευχθεί η συμμετοχή τους στις κοινωνικές οργανώσεις και τα σωματεία.
Για παράδειγμα, στην περίπτωση των Φιλιππίνων, υπάρχουν περισσότερα από 10 εκατομμύρια άνθρωποι έξω από τη χώρα που εργάζονται σε πολύ μακρινές περιοχές όπως η Σαουδική Αραβία και γενικότερα η Μέση Ανατολή. Τα χρήματα που στέλνονται από τους φιλιππινέζους/-ες εργαζόμενους/-ες στο εξωτερικό στις οικογένειές τους αντιπροσωπεύουν ένα βασικό τμήμα του εισερχομένου συναλλάγματος στη χώρα. Στην περίπτωση αυτή, είναι κυρίως γυναίκες που παρέχουν αυτά τα εισοδήματα, γιατί υποτίθεται ότι είναι ευκολότερο για αυτές να βρουν δουλειά, πέρα από το ότι συχνά υφίστανται το εμπόριο και την πορνεία. Αυτό έχει προφανώς σοβαρές συνέπειες προκαλώντας ρήξεις στον οικογενειακό ιστό.
Σε διάφορα μέρη του κόσμου, όπου υπάρχουν αυτές οι μορφές καταπίεσης και εκμετάλλευσης των μεταναστών, και ιδιαίτερα των γυναικών, συναντάμε μορφές δουλείας στην εργασία, φυλάκισης και εμπορίου ανθρώπων για πορνεία.
Σε ό,τι αφορά το κύμα των μετακινήσεων και των μεταναστεύσεων στη Λατινική Αμερική, μια από τις πιο δραματικές περιπτώσεις, και ταυτόχρονα ένα υπόδειγμα διαφόρων εμπειριών αντίστασης, είναι εκείνη του Μεξικού. Αυτή η χώρα είναι ένα υποχρεωτικό πέρασμα για εκατοντάδες χιλιάδες μετανάστες, όχι μόνο μεξικάνους αλλά και κεντροαμερικάνους και από χώρες τόσο μακρινές όπως η Αφρική, που προσπαθούν να μπουν στις ΗΠΑ. Αναζητούν εργασία ή καταφύγιο (εκείνοι που προσπαθούν να αποφύγουν τη βία στην Κεντρική Αμερική) και προσπαθούν να περάσουν τα σύνορα, μήκους πάνω από 1.000 χιλιόμετρα, ανάμεσα στις ΗΠΑ και το Μεξικό. Γι’ αυτό και η δημαγωγική καμπάνια του Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ ενάντια στους μεξικάνους εργάτες, που τους κατηγορεί ότι κλέβουν τις δουλειές στα εργοστάσια, εστιάζει στην κατασκευή ενός τοίχου σε όλο το μήκος αυτής της τεράστιας συνοριακής γραμμής (στην πραγματικότητα το θέμα είναι να ολοκληρωθεί η κατασκευή του).
Στην προηγούμενη κρίσιμη για τη μετανάστευση προς τις ΗΠΑ κατάσταση, προστίθεται τώρα η απειλή της ξενόφοβης και ρατσιστικής πολιτικής του Τραμπ, που προτίθεται να απελάσει σε σύντομο διάστημα περί τα τρία εκατομμύρια μεξικάνους εργαζόμενους. Κατά την διακυβέρνηση Ομπάμα, ακριβώς 3 εκατομμύρια μεξικάνοι εργάτες απελάθηκαν. Το πρόβλημα τώρα είναι η βούληση του Τραμπ να απελάσει τον ίδιο αριθμό ατόμων σε ένα έτος. Αυτό θα ήταν η θρυαλλίδα μιας κοινωνικής κρίσης με απρόβλεπτες συνέπειες στο Μεξικό, που θα προστεθεί στην κρίση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και στην πολιτική κρίση. Πέρα από τις απελάσεις, θα επιβληθούν περιορισμοί στην αποστολή χρημάτων από τους μεξικάνους εργαζόμενους στις οικογένειές τους που έχουν παραμείνει στη χώρα τους. Αυτά τα εμβάσματα αποτελούν τη δεύτερη σε μέγεθος πηγή συναλλάγματος στη χώρα, αμέσως μετά τις εξαγωγές αυτοκινήτων (από επιχειρήσεις που ο Τραμπ θέλει να επαναπατρίσει στις ΗΠΑ), αλλά πολύ σημαντικότερη από τις άμεσες ξένες επενδύσεις, τον τουρισμό και τις εξαγωγές πετρελαίου. Το Μεξικό είναι στην τέταρτη θέση των χωρών που έχουν τέτοιο τύπο εσόδων, μετά την Κίνα, την Ινδία και τις Φιλιππίνες.
Οι συνέπειες αυτών των πολιτικών έχουν μια ιδιαίτερη σημασία για τις γυναίκες. Οι νέοι νόμοι που προσπαθεί να επιβάλει ο Τραμπ, όπως το να καταργήσει τις «πόλεις με άσυλο» (όπου η αστυνομία δεν δικαιούται να ελέγξει τα μεταναστευτικά έγγραφα ατόμων που έχουν κάνει μικροπαραβάσεις όπως τα τροχαία αδικήματα) έχουν σαν συνέπεια να διασπούν τις οικογένειες κατά τις απελάσεις. Τα παιδιά μιας οικογένειας χωρίς χαρτιά στις ΗΠΑ παίρνουν την υπηκοότητα των ΗΠΑ. Σήμερα η μητέρα μπορεί επίσης να την πάρει μέσα από μια μακριά, επίφοβη και δαπανηρή διαδικασία. Με τις νέες νομικές ρυθμίσεις, οι οικογένειες διαλύονται γιατί τα παιδιά τους αφαιρούνται και οι μητέρες απελαύνονται στο Μεξικό. Μια άλλη νομική ρύθμιση που προωθεί ο Τραμπ έχει στόχο να τιμωρεί με 10 χρόνια φυλακή κάθε «παράνομο» μετανάστη που έχει απελαθεί στο Μεξικό και συλλαμβάνεται κατά τη διάρκεια μιας νέας απόπειρας να μπει στις ΗΠΑ.
Αλλά πέρα από του να είναι γέφυρα προς τις ΗΠΑ, το Μεξικό μπορεί επίσης να είναι σημείο άφιξης για τους μετανάστες από άλλες χώρες. Με τους περιορισμούς που ισχύουν στις ΗΠΑ, χιλιάδες μετανάστες βρίσκονται μπλοκαρισμένοι στο Μεξικό, ιδιαίτερα στις συνοριακές πόλεις όπως η Τιχουάνα και το Νουέβο Λαρέντο. Λίγες ώρες πριν αποχωρήσει από την κυβέρνηση ο Μπαράκ Ομπάμα ακύρωσε τη νομική διάταξη γνωστή με το όνομα «στεγνά πόδια» που παρείχε άμεσα άσυλο στους Κουβανούς που έφταναν στις ΗΠΑ από την ξηρά και όχι από τη θάλασσα. Το Φεβρουάριο 2017, χιλιάδες Κουβανοί απαίτησαν από το Κράτος να μπαίνουν στις ΗΠΑ από το Νουέβο Λαρέντο. Ούτε αυτοί οι Κουβανοί είχαν κανένα δικαίωμα στο Μεξικό.
Μια ανάλογη κατάσταση παρουσιάστηκε στην Τιχουάνα, όπου το πέρασμα των συνόρων μπλοκαρίστηκε για χιλιάδες Αϊτινούς και Αφρικανούς που είχαν πληρώσει μεγάλα ποσά σε διακινητές για να τους πάνε από τις χώρες τους στις ΗΠΑ. Ανάμεσα στους Αϊτινούς υπάρχουν ολόκληρες οικογένειες καθώς και πολλά άτομα με υψηλό βαθμό εξειδίκευσης.
Στην κοινωνική και οικονομική κρίση που αντιπροσωπεύουν αυτές οι χιλιάδες μπλοκαρισμένων μεταναστών, χωρίς εργασία και χωρίς δικαιώματα, έρχεται τώρα να προστεθεί ο ρατσισμός από τμήμα του μεξικάνικου πληθυσμού απέναντι στους Αϊτινούς και τους Αφρικανούς που στιγματίζονται σαν υπεύθυνοι. Αν οι Μεξικάνοι παραπονιούνται για την κακή συμπεριφορά απέναντι στους μετανάστες στις ΗΠΑ, αυτή την ίδια συμπεριφορά επιδεικνύουν στους μετανάστες που είναι καθ’ οδόν προς τις ΗΠΑ.
Στο ρατσισμό που τους ληστεύει και τους εκμεταλλεύεται προστίθεται τώρα η δράση των καρτέλ των ναρκωτικών που, συχνά με την υποστήριξη των μεξικάνικων αρχών, επιτίθενται στα λεωφορεία των μεταναστών από την Κεντρική Αμερική, όπως στο Σαν Φερνάντο, στην Ταμαουλίπας. Ένα τμήμα από αυτούς πέφτει θύμα κλοπών και δολοφονιών, ένα άλλο τμήμα στρατολογείται για να εργαστεί σε συνθήκες στα όρια της δουλείας ή σαν μισθωμένοι φονιάδες. Σε ό,τι αφορά τις γυναίκες, υποβάλλονται σε πορνεία, που αποτελεί τμήμα των δραστηριοτήτων των καρτέλ, ή στην υπηρεσία των διακινητών.
Η τάση που εμφανίστηκε με την καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση απέλασης εργατικών χεριών, εκφράζεται επίσης με μια αύξηση της μετανάστευσης γυναικών και παιδιών κάτω από επικίνδυνες συνθήκες (καθώς και με μια αύξηση των παιδιών που ταξιδεύουν μόνα τους μέχρι τις ΗΠΑ). Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, οι γυναίκες μετανάστριες αποτέλεσαν το 44,7% των μεταναστών κατά την περίοδο 2004 – 2006 και το 47,5% κατά την περίοδο 2013 – 2015. Οι γυναίκες μετανάστριες παρουσιάζουν μεγαλύτερο ποσοστό ανεργίας από εκείνο των ανδρών. Η μετανάστευση των μεξικάνων γυναικών αυξάνεται από τη δεκαετία του 60 μέχρι τις μέρες μας. Το 2012 ο αριθμός των γυναικών που κατοικούσαν στις ΗΠΑ έφτασε τα 5,5 εκατομμύρια, εκπροσωπώντας το 46% του μεξικάνικου πληθυσμού που κατοικούσε στη χώρα αυτή. Οι συνθήκες της επαγγελματικής και εργασιακής τους ένταξης ήταν ανάλογες με τους ρόλους που αποδίδονται παραδοσιακά στα φύλα.
Πολλοί οργανισμοί σημειώνουν ότι οι βιαιοπραγίες ενάντια στις μετανάστριες έχουν γενικευθεί και οι βιασμοί έχουν γίνει θέαμα. Τα στερεότυπα και οι ρόλοι που αποδίδονται στις γυναίκες τις κάνουν πιο ευάλωτες και τις εκθέτουν στον κίνδυνο να γίνουν θύματα σεξουαλικών βιαιοτήτων, εξαφανίσεων, εκμετάλλευσης, πορνείας, εμπορίου ανθρώπων, εκβιασμών, χωρισμού από τις οικογένειές τους (πολλές ταξιδεύουν με τα παιδιά τους), αυθαίρετων φυλακίσεων, ασθενειών, ατυχημάτων και φόνων γυναικών. Συχνά έχουν την ευθύνη παιδιών που ταξιδεύουν μαζί τους, και έτσι στοχοποιούνται διπλά. Με δεδομένη την κατάστασή τους, χωρίς χαρτιά, συσσωρεύονται οι δυσκολίες για την εύρεση εργασίας, κατοικίας και εισοδημάτων ή για την πρόσβαση στις κοινωνικές υπηρεσίες για αυτές και τα παιδιά τους.
Αυτή η επιτάχυνση της μετανάστευσης είναι προφανώς ένα σημαντικό πολιτικό ζήτημα και ένα συνεχιζόμενο κοινωνικό φαινόμενο. Οι βιομηχανικές χώρες είναι απόλυτα ικανές να υποδεχτούν τους μετανάστες που επιθυμούν να πάνε εκεί, αλλά οι τελευταίοι έχουν καταστεί στόχος ξενοφοβικών εκστρατειών σε πολλές χώρες, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ, της Αυστραλίας, της Ευρώπης και της Νότιας Αφρικής. Η διπλή πρόκληση για το εργατικό κίνημα είναι να καταπολεμήσει αυτή την ξενοφοβία, βοηθώντας παράλληλα την υποδοχή και οργάνωση αυτών των μεταναστών/-τριων εργαζομένων που ενισχύουν την εργατική τάξη σε πολλές παλιές χώρες. Η πρόκληση είναι να οργανωθούν αυτοί οι μετανάστες/-τριες στα συνδικάτα. Ορισμένες χώρες του Κόλπου καθώς και το Ισραήλ καταφεύγουν στους μετανάστες υποβαθμίζοντάς τους μαζικά σε καθεστώς ημι-δουλείας με στόχο την ανάπτυξη της βιομηχανικής δραστηριότητας.
Ι.5. Επίπτωση της περιβαλλοντικής κρίσης
Αντιμετωπίζουμε πρωτοφανών διαστάσεων περιβαλλοντικές καταστροφές με την ανθρωπογενή αλλαγή του κλίματος ως το πιο επικίνδυνο χαρακτηριστικό τους.
Η απερήμωση, η αλάτωση και οι πλημμύρες καθιστούν μεγάλες περιοχές του πλανήτη ακατάλληλες για ανθρώπινη κατοίκηση ή για καλλιέργεια τροφίμων. Το κλιματικό χάος δημιουργεί ακραίες καιρικές συνθήκες στις οποίες η απώλεια ζωής και η καταστροφή των κατοικιών και των υποδομών έχουν φέρει το θάνατο, τις ασθένειες και την οξυνόμενη φτώχεια σε εκατομμύρια ανθρώπους.
Σε πολλά μέρη του κόσμου, τις τελευταίες δεκαετίες, έχουν επίσης παρατηρηθεί μετακινήσεις πληθυσμών που προκαλούνται από την αλλαγή του κλίματος και άλλες πτυχές της περιβαλλοντικής κρίσης. Αυτά θα γίνονται ολοένα και πιο σημαντικά, και θα αφορούν ανθρώπους που είναι μεταξύ των φτωχότερων του πλανήτη. Μια από τις συνέπειες των καπιταλιστικών σχεδίων (για παράδειγμα τα μεγα-φράγματα) σε συνδυασμό με την εμμονή στην ευρύτερη χρήση ακόμα πιο ακραίων μεθόδων εξόρυξης ορυκτών καυσίμων σε πολλά μέρη του κόσμου έχει λάβει επίσης τη μορφή μιας νέας επίθεσης εναντίον ολόκληρων κοινοτήτων: στις Φιλιππίνες, τον Καναδά, τον Αμαζόνιο, τα σχέδια μετασχηματισμού ολόκληρων περιοχών στρέφονται ενάντια σε πληθυσμούς που συχνά ανήκουν στις κοινότητες ιθαγενών (Πρώτα Έθνη) και σε άλλες ομάδες που ήδη αντιμετωπίζουν διακρίσεις. Μέτωπα λαϊκής αυτο-οργάνωσης και αγώνα κατά των κλιματικών καταστροφών και των καταστρεπτικών έργων δημιουργούνται σε αυτές τις περιοχές.
Η συνολική εικόνα είναι αυτή ενός κόσμου που υφίσταται τεράστιες αλλαγές σε πολλές περιοχές, με την αύξηση του αριθμού των μισθωτών εργατών να προκαλεί σημαντικές κοινωνικές αναταραχές. Αυτό συμβαίνει σε μια εποχή όπου η οικονομική ανάπτυξη δεν έρχεται παράλληλα με την ανάπτυξη, από μεριάς εθνικών κρατών, δομών και υπηρεσιών ικανών να εξασφαλίσουν καλύτερες συνθήκες διαβίωσης. Συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο στις περισσότερες περιπτώσεις, και καταλήγει σε υποβάθμιση των συνθηκών της καθημερινής ζωής με πολλούς τρόπους, η οποία επιδεινώνεται σε πολλές περιοχές από τον πόλεμο και την αλλαγή του κλίματος. Γυναίκες και νέοι άνθρωποι πλήττονται περισσότερο από αυτή την κατάσταση.
II . Τα μέτωπα αντίστασης
ΙΙ.1. Η άνιση ανάπτυξη του συνδικαλιστικού κινήματος
Βλέπουμε προφανώς μια σημαντική ανάπτυξη του συνδικαλισμού στους νέους τομείς απασχόλησης, σε χώρες όπου συναντάται επέκταση της εκβιομηχάνισης και ένα μεγάλο αριθμό αντιστάσεων μέσω απεργιών στις απαιτήσεις της εργοδοσίας. Αλλά αυτό συμβαίνει γενικά σε μια κατάσταση όπου τα κοινωνικά κεκτημένα της «παλιάς εργατικής τάξης» (κυρίως οι συντάξεις και η κοινωνική ασφάλιση) αντί να επεκτείνονται στις αναδυόμενες χώρες, αμφισβητούνται στην Ευρώπη και σε άλλες βιομηχανικές χώρες στο όνομα των προγραμμάτων λιτότητας. Ομοίως, στην Κίνα, η οποία γνώρισε μεγάλο αριθμό τοπικών απεργιών τα τελευταία χρόνια, ειδικά για θέματα μισθών, αυτό δεν οδήγησε στη δημιουργία συνδικαλιστικών οργανώσεων ανεξάρτητων από τον κρατικό μηχανισμό.
Ποσοτικά, η εργατική τάξη αναπτύσσεται συνεχώς. Πρέπει να σημειωθεί ότι τα κέντρα ανάπτυξής της έχουν σε μεγάλο βαθμό μετατοπιστεί στην Ασία, πιθανώς αύριο στην Αφρική. Σε αυτές τις περιοχές, η ανάπτυξη των συνδικαλιστικών δυνάμεων ακολουθεί την αριθμητική ανάπτυξη, το αυξανόμενο κοινωνικό βάρος των μισθωτών, θέτει τις βάσεις για τη δημιουργία ταξικής συνείδησης, αλλά γενικά δεν διαθέτει εκείνη την ισχυρή πολιτική δομή που παρείχε μια πολιτική ραχοκοκαλιά στο ευρωπαϊκό εργατικό κίνημα, αν και σε αυτό το μοντέλο παρατηρείτο συχνά η αντίφαση της ανάθεσης των «πολιτικών» ζητημάτων στα πολιτικά κόμματα.
Ισχυροί εργατικοί αγώνες εξακολουθούν να λαμβάνουν χώρα όχι μόνο στις παλιές βιομηχανικές χώρες, στη Λατινική Αμερική, αλλά και στη Νότιο Αφρική και την Υπο-σαχάρια Αφρική, στην Τουρκία, στην Ινδική Υποήπειρο και στην Ασία.
Ωστόσο, στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, η ανάγκη για τις συνδικαλιστικές οργανώσεις να αναλάβουν ευρύτερα ζητήματα, όπως ο ρατσισμός, οι διακρίσεις κάθε μορφής και η στέγαση, έχει γίνει όλο και μεγαλύτερη και αποτελεί κίνητρο για ριζοσπαστικοποίηση. Αν και υπήρξαν κάποιες προσπάθειες οργάνωσης σε μερικούς από τους πιο επισφαλείς τομείς εργασίας, όπως οι εργαζόμενοι στα fast food στις ΗΠΑ και σε μικρότερο βαθμό στη Βρετανία, γενικά, στις παλιές βιομηχανικές χώρες, οι πιο επισφαλείς εργαζόμενοι (νεότεροι με υψηλότερη αναλογία μεταναστών και γυναικών) είναι οι λιγότερο οργανωμένοι.
Άλλα στρατηγικά ζητήματα έχουν επίσης τεθεί από την τρέχουσα κατάσταση. Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις σε πολλούς τομείς θέτουν το ερώτημα αν η οργάνωση σε «αλυσίδα αξίας», δηλαδή ένας συντονισμός όλων των τομέων που καθιστά δυνατή μια ενιαία παραγωγή, θα πρέπει να αντικαταστήσει τον βιομηχανικό συνδικαλισμό στην εποχή της παγκοσμιοποίησης. Αυτό είναι ακόμη πιο σημαντικό, καθώς η επιδίωξη της μεγιστοποίησης των κερδών οδηγεί σε πολιτικές διάσπασης των παραγωγικών διαδικασιών, καταφεύγοντας σε υπεργολαβίες, στον ίδιο τόπο εργασίας ή συχνότερα σε διεθνές επίπεδο. Επιπλέον, το ζήτημα της συνδικαλιστικής δημοκρατίας είναι θεμελιώδες για την οικοδόμηση αποτελεσματικών οργανώσεων.
Η δημιουργία μιας ενιαίας συνδικαλιστικής οργάνωσης, της Παγκόσμιας Συνδικαλιστικής Συνομοσπονδίας (CSI, ITUC), η οποία συγκεντρώνει τη συντριπτική πλειονότητα των συνδικαλιστικών δυνάμεων σε όλο τον κόσμο, δεν μπορεί να κρύψει τις μεγάλες ανισότητες, ιδίως από τη σκοπιά της ικανότητας υπεράσπισης των συμφερόντων των εργαζομένων και της αντίθεσης στα καπιταλιστικά σχέδια. Η αδυναμία των σωματείων και των πολιτικών οργανώσεων με μαρξιστικό και ταξικό υπόβαθρο που κάνουν μια δουλειά εκπαίδευσης μεταξύ των μελών τους εισάγει μια αδυναμία στην ταξική συνείδηση.
Το συνδικαλιστικό κίνημα αντιμετωπίζει έτσι πολλά κρίσιμα προβλήματα:
- Την ικανότητά του να ενσωματώνει όλα τα κοινωνικά ζητήματα που προκύπτουν στην κοινωνία (ρατσισμός, ομοφοβία, διακρίσεις απέναντι στις γυναίκες, στέγαση). Η ανάγκη ενσωμάτωσης των περιβαλλοντικών προβλημάτων είναι επίσης ένα σημαντικό καθήκον. Οι εντάσεις που δημιουργούνται μεταξύ της διασφάλισης των θέσεων εργασίας και του αγώνα κατά των επιβλαβών εργοστασίων και παραγωγικών διαδικασιών επιβάλλει την καθιέρωση ενός συστήματος διεκδικήσεων που να επιτρέπει την υπέρβαση αυτών των αντιφάσεων.
- Την ικανότητα του να λαμβάνει υπόψη του την πραγματικότητα της επισφάλειας σε όλες τις μορφές της και, ως εκ τούτου, να ενισχύονται και να δημιουργούνται οι δομές εκείνες που να επιτρέπουν την οργάνωση όλων των ενδιαφερομένων, ιδίως με την ανάπτυξη δομών πέραν των επιχειρήσεων, στις ζώνες βιομηχανικών δραστηριοτήτων, στις γειτονιές και στις τοπικές κοινότητες. Αυτό αφορά ιδιαίτερα τους νέους που συχνά αναλαμβάνουν οι ίδιοι την πρωτοβουλία δημιουργίας συνδικαλιστικών τμημάτων.
- Την επιτακτική ανάγκη συντονισμού της παραπάνω οργάνωσης σε διεθνή κλίμακα, με βάση τα πραγματικά δίκτυα των αλυσίδων παραγωγής, όπου οι εργαζόμενοι ωθούνται σε ανταγωνισμό μεταξύ τους.
- Την ικανότητα να δημιουργηθεί, από τον αγώνα για τα δικαιώματα, μια ταξική ταυτότητα που να παρέχει στα κινήματα αντίστασης τα απαραίτητα προγράμματα για την αμφισβήτηση των καπιταλιστικών δομών της κοινωνίας και για να προωθηθεί ένα σχέδιο ανατροπής αυτού του συστήματος.
ΙΙ.2. Αυτοοργάνωση και κοοπερατίβες
Σε πολλές χώρες, απέναντι στις απολύσεις και το κλείσιμο επιχειρήσεων, συνήθως από μεγάλες διεθνείς εταιρείες, εκδηλώνεται ένα κίνημα επαναπόκτησης των επιχειρήσεων, σύμφωνα με το μοντέλο της Zanon στην Αργεντινή, όπου μετά το 2002 υπάρχουν πλέον περισσότερες από 300 επιχειρήσεις που έχουν ανακτηθεί από τους εργαζόμενους. Στο ίδιο πνεύμα, στην Ευρώπη, αναπτύσσεται ένα δίκτυο αυτοδιαχειριζόμενων επιχειρήσεων όπως η Fralib, η ΒΙΟΜΕ και η Rimaflow…
Ομοίως, ενάντια στις μεγάλες εταιρείες και τα αγροτοδιατροφικά τραστ, πολλοί αγώνες των αγροτικών κοινοτήτων οδήγησαν στην ίδρυση παραγωγικών συνεταιρισμών που επιδιώκουν να έχουν οι ίδιοι τον έλεγχο της διανομής.
Αυτές οι εμπειρίες, έστω και περιορισμένες, βάζουν μπροστά το ζήτημα του ελέγχου, της επαναπόκτησης των μέσων παραγωγής από τους εργαζόμενους, καθώς και των επιλογών της παραγωγής σε σύνδεση με τις κοινωνικές ανάγκες.
Εκείνο που λείπει παντού είναι η δύναμη μιας κοινωνικής σύνδεσης βασισμένης σε ισχυρές εμπειρίες αγώνων αντίστασης επιμέρους αλλά διαρκείας, εμβρύων εναλλακτικών κοινωνιών, «οχυρών» που αντιστέκονται στα χτυπήματα και καλλιεργούν συμμαχίες, πεδία σύγκρουσης, πολιτικούς και μορφωτικούς λόγους που βάζουν πραγματικά το ζήτημα της ποιότητας μιας εναλλακτικής οικονομικής και πολιτικής κατεύθυνσης.
Οφείλουμε να προσπαθήσουμε να συναρθρώσουμε με διαλεκτικό τρόπο τα «υπέρ» και τα «κατά»: αντιστάσεις και εναλλακτικές κατευθύνσεις, αλληλεγγύη/συνεταιρισμοί και αγώνες για τα δικαιώματα. Πρέπει να υποστηρίξουμε και να ευνοήσουμε τις εμπειρίες νέων μορφών άμεσης οργάνωσης της μισθωτής και συνεταιριστικής εργασίας, την αυτοδιαχείριση σαν εργαλείο υλοποίησης του στόχου της ανοικοδόμησης της ταξικής συνείδησης και της πρότασης μιας δημοκρατίας από τα κάτω και οργανισμούς που επιτέλους να σπάνε την παλιά διχοτόμηση ανάμεσα στο αυθόρμητο και την οργάνωση. Η παλιά ιδέα της πολιτικής συνείδησης υπάρχει μόνο στις κομματικές μορφές που «εισάγονται» στις εμπειρίες αγώνα. Τα δύο στοιχεία μπορούν να συνυπάρχουν σε μια φάση όπου η κοινωνική πρακτική δεν πρέπει πια να ξεχωρίζει από την θεωρητική και πνευματική επεξεργασία.
ΙΙ.3. Αγώνες ενάντια στο χρέος
Εδώ και δέκα χρόνια και από την αρχή της χρηματοπιστωτικής κρίσης, η κρίση χρέους πήρε μια διάσταση που ξεπερνούσε κατά πολύ τις προηγούμενες διαστάσεις της: πέρα από τη Βόρεια Αμερική και την κρίση δημόσιου χρέους στην Ευρωπαϊκή Ένωση, οι πληθυσμοί της Ινδίας, του Ισπανικού κράτους και πολλών ευρωπαϊκών χωρών έχουν πληγεί και συνεχίζουν να πλήττονται, ιδιαίτερα με περισσότερα από δέκα εκατομμύρια οικογενειών που εκδιώχθηκαν από τα σπίτια τους τα τελευταία χρόνια και επίσης, όπως και στις ΗΠΑ, με τα φοιτητικά χρέη.
Αυτά τα παράνομα χρέη ήταν ο φορέας της δημιουργίας πολλών κινημάτων και αγώνων που ζητούσαν λογιστικούς ελέγχους.
ΙΙ.4. Αγώνες των αγροτών
Πολλοί τοπικοί αγώνες έχουν συσπειρώσει κινήματα αγροτών και ιθαγενών στην Αφρική, τη Λατινική Αμερική, την Ασία και την Ευρώπη. Τα ζητήματα της ιδιοποίησης της γης και της διατροφικής κυριαρχίας βρίσκονται στην καρδιά όλων αυτών των αγώνων. Έχουν όλοι τους σημαδευτεί από το ότι διαπερνιούνται ταυτόχρονα απ’όλες τις πλευρές τους, ως αγώνες αντικαπιταλιστικοί, περιβαλλοντικοί, φεμινιστικοί, αγώνες κατά των διακρίσεων και της εθνικής καταπίεσης, αγώνες για τα δικαιωμάτων των μεταναστών. Το ζήτημα της δημοκρατίας, της κυριαρχίας και του δικαιώματος να αποφασίζουν ενάντια στις κυβερνήσεις και τις πολυεθνικές είναι επίσης στο επίκεντρο των αιτημάτων τους. Η Via Campesina, η οποία συνενώνει περισσότερες από 160 οργανώσεις σε 70 χώρες, έχει καταφέρει εδώ και πάνω από 20 χρόνια να συγκεντρώνει εκατομμύρια αγροτών, αντρών και γυναικών, και μικρών παραγωγών. Και ειδικότερα, να τοποθετεί τα φεμινιστικά, ιθαγενικά και περιβαλλοντικά ζητήματα στην καρδιά των δραστηριοτήτων της.
Στην Κεντρική Αμερική, τη Λατινική Αμερική, οι αγώνες για τα δικαιώματα των κοινοτήτων ιθαγενών και για το δικαίωμα στη γη συχνά αντιμετωπίζουν δολοφονική καταστολή, όπως στη Βραζιλία και την Ονδούρα. Στην Ασία, την Αφρική – για παράδειγμα, στο Μάλι – οι αγρότες κινητοποιούνται ενάντια στο σφετερισμό της γης τους.
ΙΙ.5. Η θέση των κινημάτων για δημοκρατία και κοινωνική δικαιοσύνη
Ξεκινώντας από το κίνημα των Indignad@s, το κίνημα των Δημόσιων Πλατειών στις μεγάλες πόλεις των αραβικών περιοχών, το κίνημα Occupy, από το 2011 αναπτύχθηκε ένα μακρύ κύμα δημοκρατικών αγώνων στην Αφρική, στην Ευρώπη και στην Ασία, στο Μεξικό, με ισχυρή την επιρροή της νεολαίας και το οποίο συνέδεε δημοκρατικά και κοινωνικά θέματα. Το κύμα των επαναστάσεων στην Αραβική περιοχή, στο Μαγκρέμπ και στη Μέση Ανατολή, είχε την πηγή του σε ζητήματα δημοκρατίας και κοινωνικής δικαιοσύνης. Τα κινήματα των Indignad@s και του Occupy στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη είχαν τις ίδιες ρίζες. Τα τελευταία χρόνια έχουμε δει πολλά κινήματα στην Υπο-σαχάρια Αφρική για να επιβάλουν δημοκρατικές διαβουλεύσεις (Νιγηρία, Σενεγάλη, Μπουρκίνα Φάσο…). Στη Νότια Κορέα, ο Πρόεδρος Park ανατράπηκε το Μάρτιο του 2017 μετά από μια μακρά δημοκρατική κινητοποίηση ενάντια στη διαφθορά. Τα ζητήματα των δικτατοριών και των δια βίου προέδρων, των αναβολών των εκλογών και των διεφθαρμένων καθεστώτων υπήρξαν ισχυρή κινητήρια δύναμη των κινητοποιήσεων τα τελευταία χρόνια (Βραζιλία, Ανατολική Ευρώπη, Φιλιππίνες …). Ο αγώνας για την υπεράσπιση των δημοκρατικών δικαιωμάτων είχε και θα έχει μια κεντρική θέση στην πολιτική ατζέντα.
ΙΙ.6. Η θέση της άνεργης νεολαίας στην κοινωνία
Στην Αφρική, όπως και στη Λατινική Αμερική, οι νέοι, ιδιαίτερα οι νέοι φοιτητές, αποτελούν ένα κοινωνικό στρώμα εκτεθειμένο στην ανεργία και την κρίση. Οι εξεγέρσεις των νεαρών Βραζιλιανών ενάντια στο κόστος των μεταφορών, οι φοιτητικές απεργίες στη Χιλή, στο Κεμπέκ, έρχονται σε αντήχηση της δύναμης των κοινωνικών κινητοποιήσεων στην Τυνησία και την Αίγυπτο. Σε πολλές κινητοποιήσεις για τη δημοκρατία και ενάντια στην διαφθορά που έγιναν σε πολλές χώρες της Δυτικής Αφρικής, το ζήτημα των συνθηκών διαβίωσης και του μέλλοντος της νεολαίας είχε ισχυρή παρουσία.
Η άνοδος του μορφωτικού επιπέδου δημιούργησε την αναμονή για βελτίωση των συνθηκών ζωής. Δεν έκανε κάτι άλλο από το να προωθήσει την εξέγερση και το αίτημα για ένα μέλλον στην κοινωνία. Αυτά τα κινήματα υπογραμμίζουν τα αιτήματα για πολιτική δημοκρατία, για αμφισβήτηση των πολιτικών συστημάτων που ελέγχονται από τις καπιταλιστικές και εισοδηματικές ολιγαρχίες. Έτσι η νεολαία είναι τα τελευταία χρόνια η κινητήρια δύναμη των επαναστατικών κινητοποιήσεων και έχει επίσης διαδραματίσει βασικό ρόλο στις προοδευτικές πολιτικές εξελίξεις, από την εκλογή του Jeremy Corbyn στην ηγεσία του Εργατικού Κόμματος στη Μεγάλη Βρετανία, τη γέννηση του Podemos ή το κίνημα υποστήριξης του Bernie Sanders στις ΗΠΑ το 2016.
Σε όλες αυτές τις κινητοποιήσεις, η δύναμη της νεολαίας βασίζεται στη δομική επισφάλεια, τη μαζική ανεργία που βιώνουν οι νέοι σε πολλά μέρη του κόσμου. Αυτά τα κινήματα αναδεικνύουν τα αιτήματα για πολιτική δημοκρατία,
ΙΙ.7. Τα δικαιώματα των γυναικών και οι μαζικές κινητοποιήσεις ενάντια στη βία, τον βιασμό, την γυναικοκτονία, για το δικαίωμα στην άμβλωση
Τα τελευταία χρόνια, σε ό,τι αφορά τα ζητήματα – κλειδιά των γυναικείων αγώνων, η κατάσταση ήταν αντιφατική, δεδομένης της όλο και πιο μαζικής παρουσίας των γυναικών στον κόσμο της εργασίας. Το γυναικείο κίνημα έχει αναπτύξει πολλές δομές και κινητοποιήσεις σε όλα τα μέρη του κόσμου, αλλά σε πολλές χώρες αντιμετωπίζει μια αντιδραστική επίθεση που συνδέεται με την άνοδο νεοσυντηρητικών και φονταμενταλιστικών ρευμάτων. Αυτή η επίθεση αμφισβητεί βασικά δικαιώματα: το δικαίωμα στη ζωή, στην οικονομική και κοινωνική ανεξαρτησία απέναντι στους άνδρες (πατέρες, αδελφούς ή συζύγους), στην επιλογή του ντυσίματος και στον έλεγχο της αναπαραγωγικής διαδικασίας, ιδιαίτερα με την νόμιμη, δωρεάν και ασφαλή πρόσβαση στην έκτρωση.
Τα τελευταία χρόνια ένας σημαντικός παράγοντας κοινωνικής κινητοποίησης ήταν η απάντηση στη βία κατά των γυναικών, -κατά πρώτο λόγο στην γυναικοκτονία- στην Ινδία, την Τουρκία, την Αργεντινή, τη Χιλή, την Ουρουγουάη ή το Μεξικό. Από τις τεράστιες διαδηλώσεις στην Ινδία τον Δεκέμβριο του 2012, αναπτύχθηκαν πολλές ακόμα κινητοποιήσεις σε έναν αριθμό πόλεων: στις 7 Νοεμβρίου 2015 κινητοποιήθηκαν 500.000 γυναίκες στη Μαδρίτη ενάντια στην άνοδο της βίας και των δολοφονιών γυναικών. Στην Αργεντινή, εκατοντάδες χιλιάδες γυναίκες κινητοποιήθηκαν το 2015 μετά από αρκετές δολοφονίες που συγκλόνισαν τη χώρα. Στο Μεξικό, η αύξηση των δολοφονιών και των εξαφανίσεων γυναικών από το κύκλωμα του εμπορίου ναρκωτικών, σε πρωτόγνωρα επίπεδα προκάλεσε επίσης μεγάλες κινητοποιήσεις στη χώρα.
Αυτές οι κινητοποιήσεις μας παραπέμπουν στο υψηλό επίπεδο βίας που βιώνουν αρκετές χώρες -βία που πλήττει πρωτίστως τις γυναίκες- και επηρεάζει επίσης την κοινωνική πραγματικότητα: οι περισσότερες χώρες της Κεντρικής Αμερικής, το Μεξικό, η Βραζιλία, σχεδόν όλες οι χώρες της υπο-Σαχάριας Αφρικής και η Νότια Αφρική βρίσκονται στο υψηλότερο επίπεδο ανθρωποκτονιών εκτός περιόδου πολέμου.
Στο επίκεντρο των νέων στοιχείων που διαπιστώνονται, βρίσκουμε μια τάση για γόνιμη προσέγγιση και διάλογο για κοινωνικά υποκείμενα που μέχρι τώρα δεν αισθάνονταν τμήμα του κινήματος των γυναικών και του φεμινιστικού κινήματος, ανάμεσα σε άλλους τις κοινότητες τρανς, τις μαύρες, τις ιθαγενείς και τις λεσβίες γυναίκες. Εμφανίζονται νέες μορφές κινητοποιήσεων που, σε ορισμένες χώρες, καταφεύγουν σε ενέργειες όπως η απεργία, μετά από διάλογο με το συνδικαλιστικό κίνημα, όπως έγινε στην κινητοποίηση της 8 Μάρτη 2017 που είναι πλατιά γνωστή σαν διεθνής απεργία των γυναικών. Διαπιστώνουμε μια αξιόλογη απήχηση της κινητοποίησης, γεγονός που επιτρέπει να προβλέψουμε την άνοδο του φεμινιστικού κινήματος και την ποικιλία των συμμαχιών του.
Η εκλογή του Donald Trump πυροδότησε ένα διεθνές κύμα διαμαρτυριών στις 21 Ιανουαρίου 2017 με πρωτοβουλία του γυναικείου κινήματος όχι μόνο σε πολλές πόλεις των ΗΠΑ αλλά και σε διάφορες πόλεις σε όλο τον κόσμο, που έφεραν το φεμινιστικό κίνημα στην πρωτοπορία των πολιτικών αγώνων ενάντια στους αντιδραστικούς. Οι διάφορες αντιδραστικές κυβερνήσεις που έχουν έρθει στην εξουσία, κατά το κύμα των φιλελεύθερων επιθέσεων, προσπαθούν να αμφισβητήσουν το δικαίωμα στην άμβλωση που κερδήθηκε μέσα από αγώνες τις προηγούμενες δεκαετίες. Απέναντί σε αυτό εμφανίστηκαν μαζικές κινητοποιήσεις για την υπεράσπιση και επέκταση αυτού του δικαιώματος, ιδίως στο ισπανικό κράτος το 2014 και στην Πολωνία το 2016.
Η δυναμική της ανάπτυξης αυτού του νέου κινήματος ενισχύεται από τον διεθνή του χαρακτήρα. Χώρες όπως η Αργεντινή και η Ιταλία εμπνέουν σε διάφορα μήκη και πλάτη τη δυνατότητα να διαμορφώσουν τις δομές που γεννιούνται ώστε να συνδέουν ταυτόχρονα τους αγώνες, τις τακτικές και τις στρατηγικές. Ο ρόλος που έπαιξαν οι νέες τεχνολογίες, ιδιαίτερα τα κοινωνικά δίκτυα, σαν πλατφόρμα διάδοσης και επικοινωνίας είναι ανεκτίμητος.
ΙΙ. 8. Οι αγώνες ΛΟΑΤ+
Σε πολλές χώρες (εκτός από τον Mουσουλμανικό κόσμο και το μεγαλύτερο μέρος της υπο-Σαχάριας Αφρικής), η δύναμη της ΛΟΑΤ+ οργάνωσης κατέστησε δυνατή την αποποινικοποίηση των σχέσεων μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου και τα έστω περιορισμένα δικαιώματα για τα τρανς άτομα. Σε αυτή τη διαδικασία, ο γάμος ομόφυλων ζευγαριών έχει νομιμοποιηθεί σε πολλές χώρες, όχι μόνο σε πλούσιες χώρες, αλλά επίσης στη Νότια Αφρική και σε όλο και περισσότερες χώρες στη Λατινική Αμερική, τις περισσότερες φορές με ευρεία συναίνεση στην κοινωνία. Άλλες μάχες μένουν ακόμα να κερδηθούν – ιδιαίτερα τα πλήρη και ολοκληρωμένα δικαιώματα για τα τρανς άτομα και για τους ΛΟΑΤ+ γονείς.
Το ζήτημα της βίας και των ομοφοβικών εκστρατειών έχει σημαντική βαρύτητα. Ο ρόλος κλειδί των αντιδραστικών θρησκευτικών ρευμάτων ενάντια στο ΛΟΑΤ+ κίνημα είναι εμφανής παντού, ανεξάρτητα από το αν αυτά τα ρεύματα είναι Χριστιανικά – Καθολικά ή Προτεσταντικά -, Ινδουιστικά ή Μουσουλμανικά, καθώς και η βία και η μισαλλοδοξία ακροδεξιών ομάδων που δεν συνδέονται με κάποια θρησκεία. Στις αναδυόμενες χώρες, η βία κατά των ΛΟΑΤ+ δικαιολογείται συχνά από μια ρητορική κατά των Ευρωπαϊκών/Αμερικανικών πολιτιστικών μοντέλων. Στον αντίποδα, τα τελευταία χρόνια ένα ομοεθνικιστικό ρεύμα έχει αναπτυχθεί δικαιολογώντας τον ιμπεριαλισμό, κυρίως τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό, εναντίον των Αραβικών χωρών, ως δύναμη που μπορεί να συμβάλει στην πρόοδο στα δικαιώματα των ΛΟΑΤ+. Αυτό θέτει επίσης το ζήτημα της διαθεματικότητας, της ανάγκης να δημιουργηθούν δεσμοί μεταξύ όλων των αγώνων κατά της καταπίεσης.
ΙΙ.9. Οι οργανώσεις ενάντια στον ρατσισμό και η υπεράσπιση των μεταναστών
Η αυτόνομη οργάνωση του κινήματος Black Lives Matter, επικεντρωμένου κυρίως στο ζήτημα του ρατσισμού της αστυνομίας, αλλά έχοντας φέρει στο φως το ευρύτερο ζήτημα του κρατικού ρατσισμού είναι η σημαντικότερη εξέλιξη στις ΗΠΑ ύστερα από την εξαφάνιση του κινήματος για τα πολιτικά δικαιώματα. Αυτοί οι αγώνες ενέπνευσαν αγώνες που έκανε η μαύρη νεολαία σε πολλές άλλες χώρες όπως η Βραζιλία και η Νότια Αφρική. Σε πολλές από αυτές τις περιπτώσεις, αυτό συμπεριλάμβανε και αντιδράσεις κατά του πολέμου που διεξάγουν τα κράτη ενάντια στα ναρκωτικά και χρησιμοποιείται σαν πρόσχημα για τη δολοφονία πολλών νέων σε χώρες όπως η Βραζιλία, οι Φιλιππίνες, οι ΗΠΑ, το Μεξικό, η Κολομβία … Στην Ευρώπη, καθώς οι φονικές επιπτώσεις των συνόρων και των μεταναστευτικών πολιτικών καθίστανται πιο ορατές, έχουμε δει την ανάπτυξη κινημάτων πρακτικής αλληλεγγύης, καθώς και πολιτικών διεκδικήσεων, κυρίως στην Ελλάδα, αλλά και στην Ιταλία, τη Γερμανία, τη Βρετανία και την Καταλονία. Το πλαίσιο του αγώνα κατά της τρομοκρατίας καθώς και οι πολιτικές λιτότητας έχουν οδηγήσει στην αναζωπύρωση ενός ρατσιστικού λόγου, κληρονομιά του αποικιακού παρελθόντος και των αναδιαρθρωμένων διακρίσεων εις βάρος των λαϊκών στρωμάτων διαφορετικής φυλετικής προέλευσης, των πρώτων θυμάτων της ανεργίας και της επισφάλειας, ιδίως στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική.
ΙΙ.10. Η άνοδος των κινημάτων ενάντια στην υπερθέρμανση του πλανήτη
Η άνοδος των κινημάτων κατά της κλιματικής αλλαγής μπορεί και πρέπει να διαδραματίσει τα επόμενα χρόνια κεντρικό ρόλο στην αμφισβήτηση του συστήματος συνολικά. Αυτές οι αλλαγές καταστρέφουν και θα καταστρέψουν τις συνθήκες ζωής εκατοντάδων εκατομμυρίων γυναικών και ανδρών. Οι αυτόχθονες πληθυσμοί, οι πληθυσμοί που ζουν υπό τις πιο επισφαλείς συνθήκες, είναι συχνά οι πρώτοι που πλήττονται, καθώς πλήττονται από τις πολιτικές αποψίλωσης των δασών και από τα μεγάλα καπιταλιστικά έργα που καταπατούν τις περιοχές όπου αυτοί ζουν. Σε πολλές από τις θιγόμενες περιοχές, οι πληθυσμοί αυτο-οργανώνονται και επιδιώκουν την οικοδόμηση δικτύων που θα ενσωματώνουν και άλλες κοινωνικές οργανώσεις.
Αυτό δείχνει ότι τα ζητήματα της ανεργίας, των συνθηκών εργασίας διαπλέκονται σε πολλές περιοχές με πολλά άλλα κοινωνικά θέματα πρωταρχικής σημασίας, τα οποία προσλαμβάνονται ως τέτοια από τους ενδιαφερόμενους πληθυσμούς.
III. Ζητήματα πολιτικής αλλαγής, αγώνων και αντικαπιταλιστικής στρατηγικής
Το ουσιώδες ερώτημα είναι φυσικά οι προοπτικές χειραφέτησης που αυτά τα κοινωνικά και πολιτικά κινήματα μπορούν να συγκροτήσουν. Οι εμπειρίες της Via Campesina, πολλών τομέων εργατικών συνδικάτων, ενώσεων για το κλίμα δείχνουν ότι, ιδίως μέσα στη νεολαία, η ανάληψη άμεσης δράση σε διεθνές επίπεδο και η αμφισβήτηση της καπιταλιστικής κοινωνίας είναι μια φυσική διαδικασία. Ωστόσο, πολλές από τις δομές που προέκυψαν από το αναπτυσσόμενο κύμα αντι-παγκοσμιοποίησης (Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ, Παγκόσμια Πορεία Γυναικών, ATTAC, …) βίωσαν ένα φρενάρισμα στην ανάπτυξή τους σε αυτή την αντιπαράθεση και μπήκαν σε κρίση. Η Via Campesina και το CADTM κατάφεραν να εξασφαλίσουν την ανάπτυξή τους, με κέντρο, αφενός, τους αγώνες αγροτικής αντίστασης και αφετέρου το θέμα του χρέους τα τελευταία χρόνια καθώς και τη διαδικασία λογιστικών ελέγχων από τους πολίτες. Η κατάσταση είναι δύσκολη για το παραδοσιακό εργατικό κίνημα, στο οποίο οι εθνικές πολιτικές της συναίνεσης ή του συμβιβασμού με τις πολιτικές λιτότητας βαραίνουν σημαντικά. Ακόμη και το κύμα εναλλακτικών συνδικάτων στην Ανατολική Ευρώπη έχει ξεφουσκώσει τα τελευταία χρόνια. Ομοίως, όλες οι εμπειρίες πλατιών αντικαπιταλιστικών συσπειρώσεων, στον απόηχο των κοινωνικών φόρουμ, σταμάτησαν. Αυτό συνδέεται επίσης με την κρίση των ευρωπαϊκών οργανώσεων που συμμετείχαν σε αυτά (SWP, SSP, LCR / NPA κ.λπ.).
Πρέπει να αντιμετωπίσουμε νέες προκλήσεις στην οικοδόμηση ενός διεθνούς επαναστατικού κινήματος, ενός αντικαπιταλιστικού κινήματος βασισμένου στην υπεράσπιση των δικαιωμάτων και της κοινωνικής δικαιοσύνης.
Υπάρχει, βεβαίως, μια νέου τύπου μάχη σε πολλές περιοχές του κόσμου.
Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, οι κοινωνικές επιθέσεις, οι πολιτικές λιτότητας και ο κατακερματισμός των παλαιών δομών κοινωνικού συμβιβασμού δημιουργούν μια όλο και ισχυρότερη κοινωνική οργή. Αυτή η οργή στρέφεται εναντίον των εθνικών και διεθνών θεσμών, των ηγετών και των κομμάτων που είναι υπεύθυνα για τις επιθέσεις αυτές, και τα οποία ήταν συχνά οι παραδοσιακοί στυλοβάτες των πολιτικών συστημάτων. Αυτή η φθορά, η διάβρωση, θέτει ένα στρατηγικό ζήτημα σε διεθνές επίπεδο: αναθέτει στους επαναστάτες, στα ρεύματα των κοινωνικών κινημάτων που καταπολεμούν αυτές τις αντιδραστικές πολιτικές, την ευθύνη να προτείνουν μια πολιτική προοπτική που να μπορεί να προσφέρει ένα προοδευτικό, επαναστατικό κανάλι προς την απόρριψη του συστήματος. Βλέπουμε μια ολόκληρη γενιά νέων που κινητοποιήθηκαν για το ζήτημα της κλιματικής αλλαγής, για το γυναικείο κίνημα κλπ. Αυτό θα αναπτύξει τις οργανώσεις μας, καθώς και τις συνδικαλιστικές οργανώσεις και εκείνες του φοιτητικού κινήματος, προωθώντας μια καλύτερη ισορροπία ανδρών/γυναικών και βοηθώντας να ληφθούν υπόψη τα διάφορα πολιτικά ζητήματα μέσα στα κινήματα αυτά (έτσι στην Ευρώπη η ανάδυση οργανώσεων νέων γυναικών μέσα στα πανεπιστήμια, θα μπορούσε να είναι ένα στήριγμα σε ένα διεθνές δίκτυο φοιτητικών κινημάτων).
Οι αγώνες για δημοκρατία και κοινωνική δικαιοσύνη σαν τέτοιοι δεν οδηγούν αυτόματα σε έναν αγώνα για την ανατροπή των συστημάτων καταπίεσης. Τα τελευταία χρόνια γέννησαν ένα σαφές πολιτικό ερώτημα. Αντιμέτωποι με την αμφισβήτηση των δικτατοριών στην Τυνησία και τη Μέση Ανατολή, τα προοδευτικά καθεστώτα στην Κεντρική Αμερική ή τις κοινωνικές εκρήξεις κατά της λιτότητας, οι αντιδραστικές δυνάμεις ακολούθησαν μια επιθετική πορεία παντού, κυρίως με την ενίσχυση αυταρχικών καθεστώτων για να αντιμετωπίσουν αυτές τις κινήσεις χειραφέτησης. Αυτό απαιτεί την εφαρμογή μιας στρατηγικής ικανής τόσο για την οργάνωση της λαϊκής κινητοποίησης όσο και για την αντιμετώπιση των αντιδραστικών αντεπιθέσεων.
Επιπλέον, ανάμεσα στις λαϊκές τάξεις επανέρχεται ένας αγώνας για την επιρροή, μεταξύ των δημοκρατικών ρευμάτων, ταξικών ή ξεκάθαρα σοσιαλιστικών, και των αντιδραστικών, θρησκευτικών ή φασιστικών ακροδεξιών ρευμάτων. Η επιρροή της θρησκείας ήταν πάντα πολύ ισχυρή στα λαϊκά στρώματα. Συχνά όταν οργανώνονται, οι αγροτικές ή αστικές κοινότητες χρησιμοποιούν θρησκευτικές αναφορές στην υποβολή αιτημάτων για κοινωνική δικαιοσύνη ενάντια στους πλούσιους και τους ισχυρούς. Στην περίπτωση αυτή, η συγκατοίκηση με οργανώσεις με τέτοιες αναφορές είναι φυσικά δυνατός για επαναστατικές οργανώσεις. Αλλά το πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε σε διάφορες περιοχές είναι τα αντιδραστικά θρησκευτικά ρεύματα και τα ακροδεξιά ρεύματα. Στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ, αυτά τα ρεύματα σε λαϊκούς κύκλους χρησιμοποιούν τους κλασικούς μηχανισμούς, σε περιόδους κρίσης, για να αποτρέψουν τον αντικαπιταλιστικό αγώνα (φόβος μεταναστών και αλλοδαπών, εθνικιστική νοσταλγία…), στα οποία προστίθεται, κυρίως στην Ευρώπη, η αχαλίνωτη ισλαμοφοβία. Σε άλλες παραδοσιακά μουσουλμανικές περιοχές, οργανώσεις ηγεμονεύουν τμήματα των λαϊκών στρωμάτων εκτρέποντας τις προσδοκίες για κοινωνική δικαιοσύνη ή στις ιμπεριαλιστικές χώρες προς μια μυθοποίηση των αρχαίων χρόνων του Ισλάμ. Όλες αυτές οι ιδεολογίες βασίζονται στη λαϊκή οργή που προκαλείται από την κρίση ή/και την εξαφάνιση των συστημάτων κοινωνικής προστασίας, των δημόσιων υπηρεσιών, την άνοδο της επισφάλειας, εκτρέποντάς την από έναν αντικαπιταλιστικό αγώνα προς την επιστροφή σε μια θρησκευτική τάξη, σε μια φανταστική ταυτότητα ή ένα έθνος – φάντασμα, που προφανώς φέρει όλη την έτοιμη αντιδραστική υποταγή στην κανονικότητα, την πατριαρχική οικογένεια, την ομοφοβία και το μισογυνισμό. Συχνά, τα ζητήματα που βασίζονται στην ταυτότητα γίνονται έτσι ένα δομικό πλαίσιο τόσο στις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις, όσο και στις κυριαρχούμενες χώρες, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε μια λογική της επ’ άπειρον αναδίπλωσης σε θρησκευτικές ταυτότητες.
Αυτός ο ανταγωνισμός επιβάλλει στις αντικαπιταλιστικές οργανώσεις, τόσο στο κοινωνικό όσο και στο πολιτικό κίνημα, να μπορέσουν να δώσουν μια νέα ζωή και ενέργεια στην προοπτική της κοινωνικής ισότητας σε μια κοινωνία απαλλαγμένη από τον καπιταλισμό και την εκμετάλλευση.
Σε ένα άλλο επίπεδο, πρέπει να απαντήσουμε σε μια άλλη πρόκληση. Να οικοδομήσουμε μαζικές οργανώσεις στο κοινωνικό κίνημα για να αντιμετωπίσουμε τις επιθέσεις και τις εχθροπραξίες του συστήματος, αλλά ταυτόχρονα να οικοδομήσουμε όλους τους δεσμούς για συνένωση όλων των μετώπων της αντίστασης. Οι κίνδυνοι των ταυτοτικών αναδιπλώσεων, η αδυναμία των πολιτικών απαντήσεων που αναφέρονται στην κοινωνική αλλαγή μπορούν να αποτελέσουν κοινή βάση, επιβάλλοντας έτσι, περισσότερο από ποτέ, τη διαθεματικότητα, την προώθηση της σύγκλισης των κινημάτων ενάντια στην καταπίεση, όπως στο παράδειγμα της δυναμικής του Black Lives Matter στις ΗΠΑ.
Στο πολιτικό πεδίο, όλο το πρόβλημα είναι πώς μπορούν να οικοδομηθούν πολιτικές στρατηγικές οι οποίες, μακριά από τον περιορισμό στις θεσμικές προοπτικές, να παρέχουν τον απαραίτητο χώρο για την αυτοοργάνωση των κοινωνικών κινημάτων, να είναι στην υπηρεσία των λαϊκών απαιτήσεων και να θέτουν τις εμπειρίες θεσμικής διοίκησης στην υπηρεσία αυτού του κοινωνικού κινήματος, ενώ ταυτόχρονα θα επιτίθενται στην οικονομική δύναμη των καπιταλιστών. Σε αυτό το επίπεδο, οι τελευταίες εμπειρίες είναι ελάχιστα θετικές.
Την πρώτη δεκαετία αυτού του αιώνα, μόνο η Λατινική Αμερική έγινε μάρτυρας της εκλογής κυβερνήσεων που προσδιορίστηκαν ως η επέκταση αυτών των κοινωνικών κινημάτων, αλλά χωρίς αυτό να μετατρέψει τις συνθήκες διαβίωσης των πληθυσμών σε τέτοιο βαθμό ώστε να αναζωογονηθούν οι προοπτικές για κοινωνική χειραφέτηση. Η εξέλιξη των κυβερνήσεων του Ισημερινού, της Βολιβίας και της Βενεζουέλας οδηγεί σήμερα σε αλλαγή του κύκλου και στην ανάγκη ρήξης με τις προοπτικές που βασίζονται, κυρίως, στις πολιτικές εξόρυξης. Τα συνδικαλιστικά και κοινωνικά κινήματα βρίσκονται σε κατάσταση αντίστασης απέναντι σε πολιτικούς που δεν τήρησαν τις υποσχέσεις τους.
Με έναν άλλο τρόπο στο Μαγκρέμπ (Βόρεια Αφρική) και την Αίγυπτο, τα λαϊκά κινήματα, βασισμένα στην κινητοποίηση των δυνάμεων της νεολαίας και των συνδικάτων, επέτρεψαν την ανατροπή δικτατορικών καθεστώτων. Βρίσκονται επίσης τώρα σε θέση αντίστασης. Ωστόσο, μπορούμε να δούμε την ανάδειξη στοιχείων περιφερειακής δυναμικής μεταξύ των κινημάτων στις χώρες του Μαγκρέμπ και εκείνων της Υπο-Σαχάριας Αφρικής.
Στην Ελλάδα, η προδοσία από την κυβέρνηση Τσίπρα, που ήρθε στην εξουσία στο όνομα της απόρριψης των πολιτικών λιτότητας, αφήνει τώρα το κοινωνικό κίνημα με την ευθύνη της ανοικοδόμησης μιας πολιτικής εναλλακτικής λύσης με τα ριζοσπαστικά αριστερά πολιτικά ρεύματα. Στο ισπανικό κράτος, οι Podemos, που προέρχονται άμεσα από τις κοινωνικές κινητοποιήσεις των Indignados, αντιμετωπίζουν σήμερα το κοινωνικό κίνημα σε μια παρόμοια κατάσταση. Οι στρατηγικές συζητήσεις που διεξήγαγαν οι Anticapitalistas στους Podemos για ένα πρόγραμμα άμεσης σύγκρουσης με τις πολιτικές λιτότητας, αποτελούν αντανάκλαση των απαιτήσεων που πρόβαλε το κοινωνικό κίνημα.
Συμπερασματικά, στις διάφορες περιοχές όπου έγιναν πολιτικές αλλαγές μέσω της κοινωνικής κινητοποίησης, τα κοινωνικά κινήματα αντιμετωπίζουν μια αμυντική κατάσταση σε ένα πλαίσιο ανάπτυξης ισχυρών αγώνων αντίστασης που είναι σημάδια ελπίδας.
Το βασικό ζήτημα των προσεχών ετών δεν θα είναι απλά το επίπεδο οργάνωσης για την αντιμετώπιση των επιθέσεων που υφίστανται, αλλά επίσης και η πολιτική ικανότητα για την οικοδόμηση, σε σύνδεση με τις κοινωνικές κινητοποιήσεις, ενός πολιτικού κινήματος για χειραφέτηση ικανού να συγκρουστεί μετωπικά με τον καπιταλισμό.
* Η απόφαση αυτή εγκρίθηκε από το 17ο Παγκόσμιο Συνέδριο της IV Διεθνούς, Φεβρουάριος 2018, με 108 ψήφους υπέρ, 5 κατά και 1 αποχή.