Ιταλία: ένα σχέδιο αντιδραστικής και φιλελεύθερης παλινόρθωσης

Με τη νίκη του συνασπισμού της δεξιάς στις πολιτικές εκλογές της 25ης Σεπτεμβρίου, με τον κυρίαρχο ρόλο να τον έχει η άκρα δεξιά των Fratelli d’Italia, ανοίγει μια φάση γεμάτη κινδύνους για το εργατικό κίνημα και τα πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά δικαιώματα των πολιτών, ανδρών και γυναικών1.

Βρισκόμαστε μπροστά σε ένα αντιδραστικό σχέδιο συντηρητικής και ταυτοτικής παλινόρθωσης της κοινωνίας, που εκφράζεται από το τρίπτυχο «Θεός, Πατρίδα, Οικογένεια», στο εκπεφρασμένο πλαίσιο μιας υπερ-φιλελεύθερης πολιτικής που θέτει τις επιχειρήσεις στο κέντρο της, πράγμα που η εφημερίδα Il Manifesto το χαρακρήρισε ως μια «διαβολική ένωση μεταξύ ακροδεξιάς και νεοφιλελεύθερου δόγματος».

Η εκλογή στην προεδρεία της Γερουσίας (δεύτερη θέση στην κρατική ιεραρχία) του Ignazio Benito La Russa, ενός κληρονόμου της φασιστικής ιστορίας, όπως και στην προεδρεία της Βουλής (τρίτη θέση) του Lorenzo Fontana, ενός αντιδραστικού, ομόφοβου, κατά των αμβλώσεων, εχθρού των γυναικών και των μεταναστών, καθώς και η σύνθεση της νέας κυβέρνησης της Τζόρτζια Μελόνι των Fratelli d’Italia, ενσαρκώνει τέλεια ένα σχέδιο αλλαγής σε βάθος της ιταλικής κοινωνίας, που είχε ήδη συντριβεί από τις ήττες του εργατικού κινήματος και των πολιτικών λιτότητας των προηγούμενων κεντροδεξιών και κεντροαριστερών κυβερνήσεων.

Πρόκειται για μια κυβέρνηση μετριοτήτων, αυτοανακηρυγμένων και μεταφασιστικών αντιδραστικών (έντεκα από τα μέλη της συμμετείχαν ήδη κατά την περίοδο του Μπερλουσκόνι), το οποίο αντιστοιχεί στην πολιτική, ιδεολογική και υλική πραγματικότητα της δεξιάς μιας μικροαστικής και σάπιας Ιταλίας, που ταυτόχρονα και έρχεται από μια μακρινή ιστορία αλλά και συνδέεται με τις διάφορες εξουσίες, εθνικές και διεθνικές, που κυριαρχούν στην παρούσα φάση του καπιταλισμού2.

Η δεξιά αυτή αναδείχτηκε πάνω στις αποτυχίες των εργαζομένων και στις πολιτικές που διεξήγαν οι κεντροαριστερές κυβερνήσεις, οι οποίες και αποπροσανατόλισαν και απογοήτευσαν πλατιά τμήματα του πληθυσμού. Θα χρησιμοποιήσει πλήρως τις πολιτικές και θεσμικές εξουσίες που διαθέτει.

Τα πρώτα μέτρα

Τα πρώτα μέτρα της κυβέρνησης είναι σαφέστατα: ελευθεριοκτόνοι νόμοι ενός αστυνομικού κράτους που ποινικοποιούν κάθε διαδήλωση ή κατάληψη χώρων ή κτιρίων από πάνω από 50 άτομα «που μπορεί να δημιουργήσουν επικίνδυνη κατάσταση» προβλέποντας όχι μόνο στρατοσφαιρικά πρόστιμα για τους συμμετέχοντες, αλλά, και κυρίως, ποινές φυλάκισης που μπορεί να φτάνουν έως και έξι χρόνια. Το μέτρο αυτό παρουσιάστηκε ως μέτρο κατά των ρέιβ πάρτις, αλλά στην πραγματικότητα μπορεί να πλήξει και τις απεργίες, τις απεργιακές επιτροπές, τις καταλήψεις σχολείων και σχολών (οι φοιτητές/τριες του Πανεπιστημίου της Ρώμης χτυπήθηκαν ήδη άγρια αμέσως μετά την ανάληψη της νέας κυβέρνησης) και ακόμα περισσότερο τις καταλήψεις εργοστασίων3.

Στο χώρο της πάλης κατά της πανδημίας, όλα τα μέτρα πρόληψης, ακόμα και ήπια, καταργήθηκαν, με τη διαβεβαίωση ότι δεν θα υπάρξουν πλέον περιορισμοί. Οι γιατροί που είχαν αρνηθεί το εμβόλιο μπόρεσαν να ξαναπιάσουν δουλειά αμέσως, για να δοθεί ένα μήνυμα «ελευθερίας για όλους» καθώς και ένα «ευχαριστώ» στους antivax, με τους οποίους η δεξιά φλέρταρε από πάντα και από τους οποίους επίσης άντλησε πολλές ψήφους.

Οι προγραμματικές προθέσεις της κυβέρνησης

Παρουσιάζοντας το πρόγραμμά της, η Τζιόρτζια Μελόνι, πρόσθεσε και μια τέταρτη θεότητα στο συνηθισμένο της τρίπτυχο «Θεός, Πατρίδα, Οικογένεια», για την οποία θα πρέπει όλοι να θυσιαστούν : την επιχείρηση. Η Μελόνι την παρουσιάζει ως το απόλυτο κέντρο του κόσμου σε πλήρη συνέχεια με τις οικονομικές πολιτικές της κυβέρνησης Ντράγκι, με την οποία, κατά τους τελευταίους μήνες, συζητούσε από πάντα, παρό,τι ήταν τυπικά στην αντιπολίτευση. Η επιχειρηματική δραστηριότητα των εργοδοτών δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να εμποδίζεται, σε σημείο που το σύνθημα είναι «να μην ενοχλούνται όσοι θέλουν να δρουν». Η Μελόνι ξαναπροτείνει τα μέτρα που η κεντροδεξιά και η κεντροαριστερά εφαρμόζουν εδώ και πολλά χρόνια ανεπιτυχώς (για τους εργαζόμενους, όχι για τα αφεντικά): μείωση της φορολογικής πίεσης, αφορολόγητο για τις υπερωρίες, μείωση των φόρων για τις επιχειρήσεις που προσλαμβάνουν, επιδοτήσεις των επιχειρήσεων, απλοποίηση των κανόνων και, άρα, και των ελέγχων. Και προσθέτει και το flat tax και την απελευθέρωση των πληρωμών σε ρευστό, που ανοίγει την πόρτα στην φοροδιαφυγή και όχι μόνο…

«Ελευθερία, ελευθερία, ελευθερία», λέει η Μελόνι… αλλά θα έπρεπε να προσθέτει «εκμετάλλευσης»

Στην κατάσταση αυτή θα έπρεπε να επισημαίνεται και μια ιταλική ιδιαιτερότητα : το μέγεθος και ο ρόλος της μικρής και μεσαίας αστικής τάξης, πολύ σημαντικότερης από άλλων χωρών, με πολλές επιχειρήσεις, εμπορικές, τουριστικές, εστίασης, να έχουν επιβιώσει του καπιταλιστικού ανταγωνισμού μόνο χάρη στη γερή αύξηση της εκμετάλλευσης των εργαζομένων, στη φοροδιαφυγή και στην εισφοροαποφυγή, στις φορολογικές αμνηστεύσεις και στη στήριξη του κράτους. Πρόκειται για εκατομμύρια ανθρώπους, που αποτελούν και τη μαζική βάση των δεξιών δυνάμεων, ιδιαίτερα της Λίγκας και των Φρατέλι ντ’Ιτάλια. Οι άνθρωποι αυτοί αισθάνονται έντονα να απειλούνται από τη βαθιά οικονομική κρίση. Και έχουν θυμώσει με τα κόμματα, με την κοινωνική δυσφορία, με τις εξεγέρσεις. Είναι ένας χώρος στον οποίο οι Φρατέλι ντ’Ιτάλια βρήκαν μεγάλη στήριξη. Για να τους ικανοποιήσει, η Μελόνι πρέπει έτσι πλέον να κόψει πόρους που δίνονταν αλλού, ιδιαίτερα πλήττοντας το «ελάχιστο εισόδημα»4, ένα πολύ μικρό επίδομα -που στοιχίζει μόνο 7 δισεκατομμύρια ετησίως, το οποίο είναι ελάχιστο σε σχέση με τα δεκάδες δισεκατομμύρια που δίνονται στους εργοδότες και τους μικρούς επιχειρηματίες-, το οποίο ωστόσο επέτρεψε σε μερικά εκατομμύρια ανθρώπους, ιδιαίτερο στο Νότο, να μπορέσουν να επιβιώσουν5.

Δεν υπάρχει χώρος για να δοθεί σημασία στα πέντε εκατομμύρια ανθρώπους που βρίσκονται σε κατάσταση απόλυτης φτώχειας, στα άλλα πέντε εκατομμύρια που βρίσκονται σε κατάσταση σχετικής φτώχειας, ούτε στην τεράστια έκταση της ανεργίας και της επισφάλειας, στους χαμηλούς μισθούς και στις συντάξειας που έχουν περικοπεί από έναν πληθωρισμό που αγγίζει πλέον το 12%.

Θα δούμε κατά τις επόμενες ημέρες ποιά μέτρα θα παρθούν για τις τιμές της ενέργειας.

Από το συνολικό σύστημα και από τις δικές του αυταρχικές ροπές πηγάζουν επίσης και οι προτάσεις για θεσμικές αλλαγές στο κράτος, που εξάλλου συμβαδίζουν και με τις τάσεις γενικότερα των καπιταλιστικών χωρών: είναι ο προεδρισμός, αλλά και η διαφοροποιημένη αυτονομία των διάφορων περιοχών, η οποία διασπάει ακόμα περισσότερο τις διάφορες επαρχίες. Επίσης έντονη είναι η ανανέωση του εθνικιστικού και ιμπεριαλιστικού ρόλου της Ιταλίας, που θα πρέπει περισσότερο από ποτέ να διατηρεί στρατεύματα παγκοσμίως για να υπερασπίσει τα συμφέροντά της. Απαραίτητη είναι και μια γερή αύξηση των στρατιωτικών δαπανών, που το Κοινοβούλιο, με σχεδόν ομοφωνία, ήδη αποφάσισε, αυξάνοντάς τες από τα 25 στα 38 δισεκατομμύρια ετησίως. Είναι πλήρης η στήριξη του ιταλικού στρατιωτικοβιομηχανικού συμπλέγματος. Όλα αυτά εντάσσονται στο πλαίσιο της συμμαχίας με τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ: ο ιταλικός ιμπεριαλισμός παραμένει στενά ενσωματωμένος στο δυτικό ιμπεριαλισμό.

Η οικογένεια, για την κυβέρνηση, δεν είναι παρά παράδοση και πρέπει να υποστηριχτεί μέσα από “ένα μαζικό σχέδιο επιστροφής στην ομορφιά της συγγένειας”.

Για τους νέους, πολύ άθλημα, κάποια πολιτιστικά, και κυρίως, εν προκειμένω, “επιχειρηματική κουλτούρα” και σπουδές με δανεισμό. Εάν οι νέοι εξεγείρονται μετά κατά της σημερινής τάξης πραγμάτων, θα πρέπει να βρουν απέναντί τους τις παλαιότερες και τις νεώτερες κατασταλτικές διευθετήσεις.

Για τους μετανάστες, αυτό που προβλέπεται είναι η άγρια εκμετάλλευση για όσους κατάφεραν να φτάσουν στην Ιταλία και η προσπάθεια, που ήδη εφαρμοζόταν ώς τώρα, να μπλοκαριστούν οι μετανάστες στην άλλη πλευρά της Μεσογείου: όσοι φεύγουν από τους πολέμους και τους λιμούς μπορούν να πεθάνουν, αλλά μακρυά από τα δικά μας μάτια.

Μετά από τρία χρόνια πανδημίας, με το τεράστιο κοινωνικό του δράμα των 180.000 θανάτων, με ένα σύστημα περίθαλψης που έχει χρεοκοπήσει, η δημόσια υγεία θα έπρεπε να βρίσκεται στο κέντρο των κυβερνητικών προθέσεων, επενδύοντας τους μαζικούς πόρους που είναι αναγκαίοι για την ανάκαμψή της: αντί αυτού, τίποτα, εκτός από τη συνέχιση της ιδιωτικοποίησης της υγείας.

Πάταξη των αγώνων και της εναλλακτικής σκέψης

Η Μελόνι δεν θέλει να επαναστατικοποιήσει το καπιταλιστικό σύστημα: απλώς θέλει να γονιμοποιήσει τις πιο αρνητικές του τάσεις, μέσα στο πλαίσιο μιας ιδεολογικής και υλικής του παλινόρθωσης.

Από την άποψη αυτήν, πολλοί αναλυτές έχουν αναφέρει την γκραμσιανή έννοια της παθητικής επανάστασης και της υπονόμευσης των αρχουσών τάξεων απέναντι στις αντιφάσεις του συστήματος. Στην πραγματικότητα, η ιταλική αστική τάξη διεξάγει εδώ και κάποιο καιρό μια νέα παθητική επανάσταση (εγώ νομίζω πως ορθότερο θα ήταν να μιλήσουμε για αντεπανάσταση), αντιστρέφοντας τους συσχετισμούς δύναμης που αναδύθηκαν κατά την περίοδο των αγώνων της δεκαετίας του 1970 και καταστρέφοντας ένα μεγάλο τμήμα των κατακτήσεων των εργαζόμενων τάξεων. Ακόμα και αν το πρόβλημά της είναι ότι δεν έχει καταφέρει να ξεπεράσει την κρίση πολιτικής ηγεσίας, με μια επιβολή θεσμικών δομών και κομμάτων που να εγγυώνται μια κατάλληλη κοινωνική σταθερότητα, παραμένει δύσκολο να σκεφτεί κανείς πως οι Φρατέλι ντ’Ιτάλια θα μπορούσαν, αν τα πάρουμε όλα υπόψη μας, να γίνουν για την αστική τάξη ο εγγυητής μιας περιόδου σταθερότητας, έστω και αν αυτή τους χρησιμοποιήσει όσο μπορεί περισσότερο ενάντια στην εργατική τάξη.

Η Μελόνι εμφανίζει μια γελοιογραφική αναπαράσταση των γεγονότων της δεκαετίας του 1970, ξεχνώντας τις τρομερές σφαγές που έκαναν οι φασιστικές δυνάμεις, με τη συνδρομή του κρατικού μηχανισμού, για να σταματήσουν την άνοδο του εργατικού κινήματος. Στην πρόθεσή της να αποκαταστήσει τη χώρα εντάσσεται και η διαγραφή της ιστορίας των κοινωνικών και δημοκρατικών αγώνων και, άρα, και της δημοκρατικής, προοδευτικής, σοσιαλιστικής και κομμουνιστικής σκέψης, όλων των αποχρώσεων, καθώς και των ιδεωδών της ελευθερίας και της ισότητας, που μας θυμίζει το Σύνταγμα του 1948, μια κληρονομιά για την κοινή γνώμη που είναι κοινή και κάπως σχεδόν κοσμικής θρησκείας, την οποία είχαν αναδείξει, πρώτα, η αντιφασιστική αντίσταση και, κατόπιν, οι μεγάλοι συνδικαλιστικοί αγώνες και τα μεγάλα κοινωνικά και δημοκρατικά κινήματα. Όλα αυτά είχαν ενσαρκωθεί και οργανωθεί όχι μόνο από τα συνδικάτα και τα κόμματα της αριστεράς, αλλά και από συλλογικές δομές όπως η ARCI (Associazione Ricreativa Culturale) και η ANPI (Associazione Nazionale Partigiani) και από άλλες μορφές κινημάτων. Είναι μια κοινωνική και πολιτική κουλτούρα, την οποία μισούν και έχουν καταπολεμήσει όλες οι μορφές δεξιάς, επειδή αποτελεί μια απόλυτη εναλλακτική στο φασισμό και στην αντίδραση, ένα όραμα ελευθερίας, δημοκρατικών δικαιωμάτων και κοινωνικής δικαιοσύνης που πολλοί ήλπιζαν να δουν να πραγματοποιείται πλήρως με το ξεπέρασμα του καπιταλισμού.

Για να πούμε την αλήθεια, είναι πολλά χρόνια που σχεδόν σύσσωμη η άρχουσα τάξη και οι μιντιακές της εκφράσεις δουλεύουν προς την κατεύθυνση της απόκρυψης όχι μόνο της ιστορίας αυτής και των ιδεωδών για μια πιο δίκαιη και εναλλακτική κοινωνία, αλλά και για να οδηγήσουν σε υποχώρηση και για να νικήσουν το κίνημα των εργαζομένων. Οι δυνάμεις της κεντροαριστεράς, που έχουν εγκαταλείψει κάθε ιδέα για μετασχηματισμό της πραγματικότητας, επίσης προς την ίδια κατεύθυνση δούλεψαν, υιοθετώντας τα νεοφιλελεύθερα δόγματα και ιδιαίτερα συμμετέχοντας στη συρρίκνωση της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Σήμερα, η ιστορία παρουσιάζει το λογαριασμό της με την άκρα δεξιά που θέλει να εκδικηθεί, θέλει πλήρη εθνικιστική και ταυτοτική παλινόρθωση, ακόμα περισσότερο που βρίσκεται μέσα στην ιστορική, περιβαλλοντική και πολιτιστική κρίση που γνωρίζει σήμερα το καπιταλιστικό καθεστώς.

Απάντηση στο σχέδιο της δεξιάς

Έως σήμερα, η απάντηση των συνδικαλιστικών δυνάμεων, που είχαν υποταχθεί στις πολιτικές του κεφαλαίου όλα αυτά τα χρόνια, ήταν ανύπαρκτη. Υιοθέτησαν διφορούμενες θέσεις αναμονής, όπως “θα κρίνουμε την κυβέρνηση στη βάση αυτών που θα κάνει”.

Ωστόσο, πολλές πολιτικές, κοινωνικές, συλλογικές και συνδικαλιστικές δυνάμεις, αλλά ακόμα και δημοκρατικές και “προοδευτικές”, τίθενται ήδη σε κίνηση για να οικοδομήσουν απαντήσεις στους διάφορους αυτούς χώρους στους οποίους εκδηλώνονται οι αντιφάσεις του καπιταλισμού και οι κυβερνητικές πολιτικές. Ο κατάλογος των πρωτοβουλιών και των διαδηλώσεων που έχουν προγραμματιστεί είναι τεράστιος και άξιος να προσεχτεί. Η πρόκληση θα είναι αν θα καταφέρουν να βρουν μια μαζική απάντηση, καθώς και τις απαραίτητες συνέργειες ώστε να είναι και αποτελεσματικές και να μπορέσουν να βαρύνουν στη συνολική σύγκρουση.

Είναι ουσιαστικό να ανοικοδομηθεί ένα κίνημα των εργαζομένων που να είναι σε θέση να αντισταθεί στο σοκ που έρχεται και να βρει σημείο συνάντησης για όλους τους κοινωνικούς αγώνες. Πρέπει να απαιτήσουμε από τα συνδικάτα, αρχίζοντας από το μεγαλύτερο, δηλαδή την CGIL, να αλλάξουν ρότα, οικοδομώντας μια πλατιά ενότητα της εργατικής τάξης και των εκμεταλλευόμενων, των οργανώσεών τους, έως και ενότητα και με τα μαχητικά σωματεία βάσης (που από τη μεριά τους είχαν ήδη καλέσει σε εθνική απεργία για τις 2 Δεκεμβρίου), γύρω από μια πλατφόρμα αγώνα για γερές αυξήσεις στους μισθούς, για κινητή κλίμακα μισθών, για κατάργηση των νομοθεσιών επισφάλειας και για μείωση του χρόνου εργασίας με διατήρηση των μισθών, για ένα δημόσιο σχέδιο για τη δημιουργία εκατομμυρίων θέσεων εργασίας (υγεία, εκπαίδευση, κλπ.), για φόρο περιουσίας και για έντονα προοδευτική φορολόγηση των εισοδημάτων και για κατάργηση των στρατιωτικών δαπανών.

Η κατεύθυνση είναι να συνδεθούν οι οικονομικές και κοινωνικές μάχες με τις μάχες για το περιβάλλον και τα πολιτικά δικαιώματα, αδιάσπαστο πλαίσιο μιας προοπτικής ενότητας εναλλακτικά προς το σύστημα. Ενάντια στον καπιταλισμό που δημιουργεί εξαθλίωση, εκμετάλλευση και πολέμους, πρέπει να οικοδομήσουμε μια εναλλακτική κοινωνία που να βασίζεται στη δικαιοσύνη, στην αλληλεγγύη, στα πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα, σε μια αντικαπιταλιστική προοπτική. Και αυτό δεν είναι δυνατόν να το πετύχουμε παρά μόνο μέσα από την κινητοποίηση, την αυτοοργάνωση στους χώρους εργασίας και με τη λαϊκή συμμετοχή, θέτοντας σε αμφισβήτηση τους μηχανισμούς εργοδοτικής εκμετάλλευσης και κέρδους. Η συλλογικότητα GKN (τέως FIAT) της Φλωρεντίας, που εδώ και ένα χρόνο αγωνίζεται για την υπεράσπιση του εργοστασίου, προτείνει και εργάζεται για τη σύγκλιση όλων αυτών των εξεγέρσεων, δηλαδή των κοινωνικών, συνδικαλιστικών, εδαφικών, περιβαλλοντικών αγώνων και για την ενοποίηση των στόχων τους. Είναι μια συσσώρευση δυνάμεων που μπόρεσε ήδη να οργανώσει μεγάλες διαδηλώσεις με πολυποικιλία υποκειμένων (12.000 συμμετείχαν στην Μπολόνια στις 22 Οκτωβρίου). Είναι ο δρόμος που όλες οι ταξικές δυνάμεις που καταπολεμούν την κυβέρνηση αυτή θα πρέπει να πάρουν.

Franco Turigliatto

Ο Franco Turigliatto βρίσκεται στην ηγεσία της Sinistra Anticapitalista.

 

Μετάφραση: ΤΠΤ- “4”

 

Σημειώσεις:

1Τα κύρια στοιχεία των εκλογών αυτών ήταν: ρεκόρ αποχής, με μόνο 17 εκατομμύρια ψηφοφόρους (το απλώς 63% των εγγεγραμμένων). Ο συνασπισμός της δεξιάς πήρε το 44% των ψήφων, όπως και το 2018, αλλά στο εσωτερικό του, υπήρξε μαζική μετατόπιση προς την άκρα δεξιά με εκατομμύρια ψήφους να περνούν στους Fratelli d’Italia (FdI) της Τζόρτζια Μελόνι, που πήραν 7.300.000 ψήφους (26%). Η Λίγκα του Σαλβίνι περιορίστηκε σε 2.464.000 (8,77%) και η Forza Italia (FI) του Μπερλουσκόνι σε 2.278.000 (8,11%). Η διάσπαση των άλλων πολιτικών δυνάμεων επέτρεψε στη δεξιά να πάρει σχεδόν το σύνολο των μονοεδρικών -σύμφωνα με τον εκλογικό νόμο, υπάρχουν και μονοεδρικές περιφέρειες και περιφέρειες με αναλογική εκλογή. Είναι ένας αντιδημοκρατικός νόμος, που επιβλήθηκε από την εποχή των PD, FI και Λίγκας του Βορρά, ο οποίος κατάφερε να εξασφαλίσει συντριπτικές πλειοψηφίες στη δεξιά τόσο στη Βουλή (237 σε 400 βουλευτές) όσο και στη Γερουσία (115 στους 206). Το Δημοκρατικό Κόμμα του Τζιάνι Λέτα πήρε 5.356.000 (19,07%. Το κίνημα των 5 Αστέρων (M5S) του Γκιουζέπε Κόντε 4.333.000 (15,43%). Η συμμαχία των Πράσινων και της Αριστεράς 1.018.000 (3,63%).

2Η κυβέρνηση αποτελείται από 24 υπουργούς, από τους οποίους οι 9 προέρχονται από τους FdI, 5 από τη Λίγκα, 5 από την FI και 5 “ανεξάρτητους τεχνοκράτες” -δηλαδή συντηρητικούς που συνδέονται με τη δεξιά. Υπάρχουν μόνο 6 γυναίκες. Ένας παλιός συντηρητικός δικαστής, ο Nordio, είναι υπουργός δικαιοσύνης, ο νομικός Giorgetti, φίλος των εργοδοτών του Βορρά, είναι υπουργός οικονομίας. Ο άνθρωπος εμπιστοσύνης της Μελόνι, ο Crosetto, ένας ισχυρός επιχειρηματίας της στρατιωτικής βιομηχανίας, είναι υπουργός άμυνας! Υπουργός εσωτερικών είναι ο Piantedosi, νομάρχης της Ρώμης, ο οποίος είχε την ευθύνη για τη δημόσια τάξη στην πρωτεύουσα όταν οι φαλαγγίτες της Forza Nuova επιτέθηκαν ανενόχλητοι στην κεντρική έδρα της εργατικής συνομοσπονδίας CGIL. Η Eugenia Roccella, υπουργός οικογένειας, με τις θέσεις της, αντιπροσωπεύει μια κήρυξη πολέμου κατά των δικαιωμάτων των γυναικών. Η Marina Calderoni, υπουργός εργασίας, ήταν πρόεδρος των συμβούλων εργασίας, δηλαδή αυτών που στηρίζουν τις επιχειρήσεις κατά των εργαζομένων. Ο κουνιάδος της Μελόνι έγινε υπουργός γεωργίας.

3Τα μέτρα αυτά εγγράφονται στη συνέχεια των κατασταλτικών διευθετήσεων κατά των κοινωνικών αγώνων που είχαν υιοθετηθεί πριν από πολύ καιρό από την κεντροαριστερά και που ποτέ δεν καταργήθηκαν στο ενδιάμεσο.

4Στα ιταλικά: “reddito di cittadinanza”. Παρά το όνομά του, πρόκειται για ένα είδος επιδόματος ενίσχυσης σε καταστάσεις ακραίας φτώχειας που δίνεται με την αίρεση προϋποθέσεων [σημείωση ελληνικής μετάφρασης].

5Αυτό που λέει η δεξιά είναι το ακόλουθο: “οι φτωχοί είναι φτωχοί επειδή είναι ή τεμπέληδες ή ανίκανοι. Οι πλούσιοι είναι πλούσιοι χάρη στην αξία τους και επειδή έχουν κάνει προσπάθεια”.

Franco Turigliatto