Ο εκπρόσωπος της CADTM International, ο Éric Toussaint, απαντάει στα ερωτήματα που του έθεσε το γαλλικό εβδομαδιαίο περιοδικό L’Anticapitaliste.
Οι μαρξιστές δίστασαν για κάποιο διάστημα στην αρχή να χαρακτηρίσουν τη σημερινή οικονομική κρίση: Είναι άραγε μια βασικά κλασική καπιταλιστική κρίση, της οποίας τα χαρακτηριστικά ήταν ήδη προφανή, ή μήπως είναι μια ειδική κρίση που πηγάζει από την πανδημία; Μετά τα πρόσφατα γεγονότα, τί πιστεύεις εσύ σήμερα;
Οι οικονομολόγοι που αρνούνται την ιδιαιτερότητα των επιπτώσεων της πανδημίας στην οικονομία κάνουν λάθος, όπως επίσης λάθος κάνουν και αυτοί(-ες) που λένε ότι η κρίση οφείλεται σε εξωγενές σοκ.
Η απάντηση είναι απλής και σαφής: οι δύο εξηγήσεις δεν είναι αντιφατικές και ο συνδυασμός τους μας επιτρέπει να κατανοήσουμε αυτά που συμβαίνουν μπροστά στα μάτια μας. Πριν την πανδημία του Covid, είχε ήδη ξεκινήσει μια κλασική καπιταλιστική κρίση: Το 2019, είχαμε σημαντική μείωση της βιομηχανικής παραγωγής στη Γερμανία και σε πολλούς τομείς της βιομηχανίας στις ΗΠΑ και οικονομική επιβράδυνση στην Κίνα. Η χρηματοπιστωτική κρίση ξεκίνησε στις ΗΠΑ από το Σεπτέμβρη του 2019, με μείωση της παραγωγικότητας στις κύριες οικονομίες, στασιμότητα ή και μείωση του ποσοστού του κέρδους,... Η κλασική αυτή κρίση που επιδεινωνόταν ακολουθήθηκε, από το Δεκέμβρη του 2019 στην Κίνα και μετά από το Μάρτη του 2020 στη δυτική Ευρώπη, στη Βόρειο Αμερική και κατόπιν σε όλο τον κόσμο, από μια τεράστια υγειονομική κρίση, που προκάλεσε ρήξη στις αλυσίδες παραγωγής, τροφοδοσίας και διανομής. Οι οικονομολόγοι που αρνούνται τις ειδικές επιπτώσεις της πανδημίας στην οικονομία κάνουν λάθος, όπως επίσης κάνουν λάθος και όσοι υποστηρίζουν πως οφείλεται σε εξωγενές σοκ, δηλαδή στις επιπτώσεις της πανδημίας στην οικονομία.
Αντίθετα από τις αυταπάτες ορισμένων απέναντι στη χαλάρωση των θεσμικών καταναγκασμών (ΕΕ, ΔΝΤ, ...) και τη μείωση των επιτοκίων, οι περιορισμοί που συνδέονται με το δημόσιο χρέος δεν εξαφανίστηκαν. Πώς βλέπεις την κατάσταση, στο βορά και στο νότο, «μετά τον covid»;
Είναι αλήθεια αυτό που λες, ότι ορισμένοι στην αριστερά τείνουν προφανώς να παρουσιάσουν ως μια σημαντική θετική στροφή τη νέα πολιτική των κεντρικών τραπεζών και των κυβερνήσεων, που συνίσταται, από το Μάρτιο του 2020, στο να αυξάνουν το δημοσιονομικό έλλειμμα και το δημόσιο χρέος. Αυτό είναι επικίνδυνο, γιατί μπορεί να τους κάνει να χαραλώσουν την προσοχή τους και να απαλύνουν τις κριτικές των οικονομικών πολιτικών που εφαρμόζονται και των θεσμών, όπως η ΕΚΤ, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και οι εθνικές κυβερνήσεις. Όμως η αύξηση των δημοσίων ελλειμμάτων στοχεύει σε κοινωνικές απορροφήσεις (επιδόματα ανεργίας, έκτακτες ενισχύσεις στα νοικοκυριά και σε ορισμένους τομείς που υπέστησαν μεγάλες απώλειες, ...), χωρίς φορολόγηση των καπιταλιστών και των επιχειρήσεων. Και δεν υπάρχει ούτε και καμιά αληθινή ενίσχυση της χρηματοδότησης για το δημόσιο τομέα της υγείας. Οι περιορισμοί για το δημόσιο χρέος χαλάρωσαν πολύ, αλλά προσωρινά, περιμένοντας την αντιστροφή του κύματος και τα νέα μέτρα διαρθρωτικής λιτότητας σε ένα ή δύο χρόνια. Όταν θα απαιτηθεί και πάλι πειθαρχία από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, για την εφαρμογή των συμφώνων, το δημόσιο χρέος θα έχει τόσο πολύ αυξηθεί που θα είναι πολύ ισχυρές οι απαιτήσεις για νέες σαφείς περικοπές στις δημόσιες και τις κοινωνικές δαπάνες, καθώς και η απαίτηση για νέες αντιμεταρρυθμίσεις στο χώρο των δικαιωμάτων των μισθωτών και όσων βασίζονται σε κοινωνικές παροχές.
Το πρόγραμμα ανάκαμψης των δημοσίων δαπανών είναι, τελικά, πολύ περιορισμένο και πλήρως χρηματοδοτούμενο με προσφυγή στο χρέος.
Θα έπρεπε να αυξηθεί το δημόσιο έλλειμμα για να χρηματοδοτηθεί ένα ευρύ πρόγραμμα δαπανών, εφαρμόζοντας όμως ταυτόχρονα και συμπληρωματικά φορολόγηση του 1% του πιο πλούσιου της κοινωνίας, τόσο στο επίπεδο της περιουσίας όσο και των εισοδημάτων.
Μεταξύ των νέων επιθέσεων στις οποίες θα πρέπει να αντισταθούμε είναι:
-
Επιτάχυνση της αυτοματοποίησης / ρομποτοποίησης της εργασίας.
-
Γενίκευση της τηλε-εργασίας, όπου οι μισθωτοί είναι απομονωμένοι, δεν μπορούν να ελέγξουν καν το χρόνο εργασίας τους και πρέπει να αναλαμβάνουν οι ίδιοι και ένα τμήμα του συνολικού κόστους που συνδέεται με τα εργαλεία δουλειάς, το οποίο δεν θα το είχαν εάν δούλευαν φυσικά μέσα στην επιχείρηση.
-
Νέες επιθέσεις ενάντια στη δημόσια εκπαίδευση και ανάπτυξη της διδασκαλίας από μακρυά, που αυξάνει τις πολιτιστικές και κοινωνικές ανισότητες.
-
Ενίσχυση του ελέγχου στην ιδιωτική ζωή και στα προσωπικά δεδομένα.
-
Ενίσχυση της καταστολής.
-
...
Τέλος, είναι σαφές ότι η πανδημία του κορονοϊού αύξησε ακόμα περισσότερο την ανισότητα στην κατανομή των εισοδημάτων και της περιουσίας. Η ανισότητα απέναντι στην αρρώστια και απέναντι στο θάνατο αυξήθηκε επίσης δραματικά.
Οι κυβερνήσεις και το Μεγάλο Κεφάλαιο δεν θα σταματήσουν την επίθεσή τους αυτή ενάντια στα συμφέροντα της συντριπτικής πλειοψηφίας του πληθυσμού παρά μόνο εάν πολύ ισχυρές κινητοποιήσεις τους εξαναγκάσουν να κάνουν υποχωρήσεις ή αν θριαμβεύσει μια κοινωνική επανάσταση.
Οι αγώνες που ξέσπασαν σε πολλές ηπείρους τον Ιούνιο του 2020, ιδιαίτερα οι μαζικοί αντιρατσιστικοί αγώνες για το Black Lives Matter δείχνουν πως οι λαϊκές τάξεις και η νεολαία δεν δέχονται το status quo να συνεχίσει.
Το 2021, οι τεράστιες λαϊκές κινητοποιήσεις στην Κολομβία, τα εκλογικά προχωρήματα στη Χιλή και στο Περού, και πιο πρόσφατα, στα τέλη Μαΐου, και στις 3 Ιουλίου, οι αγώνες κατά του Μπολσονάρο στη Βραζιλία δείχνουν και πάλι ότι οι λαοί της λατινικής Αμερικής αντιστέκονται μαζικά.
Πρέπει να συμβάλουμε όσο μπορούμε περισσότερο στο να μπορέσει ένα νέο ισχυρό κοινωνικό και πολιτικό κίνημα να οδηγήσει σε σύγκλιση των κοινωνικών αγώνων και στην επεξεργασία ενός προγράμματος ρήξης με τον καπιταλισμό, προωθώντας λύσεις που να είναι αντικαπιταλιστικές, αντιρατσιστικές, οικολογικές, φεμινιστές και σοσιαλιστικές.
Απέναντι στην πολυδιάστατη κρίση του καπιταλισμού και στην πορεία του προς την άβυσσο μέσω της οικολογικής κρίσης, ένα μαστόρεμα στο εσωτερικό του καπιταλισμού δεν αποτελεί αληθινή επιλογή, γιατί θα ήταν ένα μικρότερο κακό που δεν θα πρόσφερε τις ριζικές λύσεις που απαιτεί η κατάσταση.
Σε ένα πρόσφατο άρθρο σου, αναφέρεσαι στον Λισαγκαρέ, τον ιστορικό και αγωνιστή της Κομμούνας, που γράφει, σε σχέση με την Τράπεζα της Γαλλίας: «Η Κομμούνα προσέκρουσε στο χρηματοκιβώτιο της αστικής τάξης». Το ερώτημα είναι πάντα επίκαιρο: πώς θα το έθετες εσύ σήμερα;
Η Τράπεζα της Γαλλίας βρισκόταν στην καρδιά της Κομμούνας του Παρισιού. Μετά από τα γεγονότα του Μαρτίου 1871, οι κομμουνάροι δεν καταλαμβάνουν την τράπεζα, που παραμένει στα χέρια του Θιέρσου και που συνεχίζει να τον χρηματοδοτεί (θα πάρει πάνω από 350 εκατομμύρια φράγκα, 20 φορές περισσότερα απ’ό,τι η Κομμούνα).
Είναι ο προυντονικός Σαρλ Μπεσλέ [Charles Beslay], εκπρόσωπος της Κομμούνας στην Τράπεζα της Γαλλίας, που πείθει την Κομμούνα να μην «παραβιάσει» (sic!) ούτε να αναλάβει τον έλεγχο της Τράπεζας. Ο Μπεσλέ, έτσι, επέτρεψε στην Τράπεζα της Γαλλίας να συνεχίσει να χρηματοδοτεί τον Θιέρσο, ο οποίος μπόρεσε, με τη σειρά του, να αναδιοργανώσει το στρατό του και να καταστείλει την Κομμούνα. Για τον Μπεσλέ, η Τράπεζα ήταν περιουσία της Γαλλίας και, αν την καταλάμβαναν, θα επερχόταν το χάος. Εξάλλου, ο Μπεσλέ είναι ο μόνος από τους ηγέτες της Κομμούνας που δεν εκτελέστηκε, φυλακίστηκε ή εξορίστηκε. Κατέφυγε στην Ελβετία με άδεια του Θιέρσου.
Όμως, έπρεπε να είχε καταληφθεί η Τράπεζα της Γαλλίας, με φυσικό τρόπο. Αυτό ήταν απολύτως εφικτό και χωρίς καμία αιματοχυσία. Και έπρεπε να την θέσουν στην υπηρεσία της Κομμούνας και να εμποδίσουν τον Θιέρσο να την χρησιμοποιήσει για να ετοιμάσει την καταστολή της Κομμούνας.
Το επιχείρημα του χάους... είναι το ίδιο επιχείρημα εδώ και αιώνες. Ακούσαμε το ίδιο πράγμα και στην Ελλάδα, με τον Βαρουφάκη που, μαζί με τον Τσίπρα, αποφάσισε να αφήσει στη θέση του τον διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας, που ήταν ο πιστός σύμμαχος της Τρόικας και των Ελλήνων τραπεζιτών. Αντίθετα, οι κουβανοί επαναστάτες ανέλαβαν αμέσως μετά τη νίκη της επανάστασης το 1959 τον έλεγχο της Τράπεζας της Κούβας και ο Τσε Γκεβάρα γίνεται διοικητής της. Από την πλευρά της επίσης η κυβέρνηση των σοβιέτ απαλλοτρίωσε όλες τις ρώσικες τράπεζες το Δεκέμβριο του 1917.
Σε σχέση με το ζήτημα της κεντρικής τράπεζας, των ιδιωτικών τραπεζών και γενικότερα του χρηματοπιστωτικού τομέα, διαπιστώνουμε μια μεγαλύτερη και σοβαρή φτώχεια στα προγράμματα των οργανώσεων που διεκδικούν αριστερό προσανατολισμό. Το 2019, το Μανιφέστο του Εργατικού Κόμματος, με την προεδρεία του Τζέρεμυ Κόρμπιν, παρό,τι ριζοσπαστικό σε διάφορα σημεία, όπως με τις επανεθνικοποιήσεις και τη διαγραφή των φοιτητικών χρεών, μένει τελείως σιωπηλό στο ζήτημα του City του Λονδίνου και για την Τράπεζα της Αγγλίας. Το πρόγραμμα του Μπέρνι Σάντερς, το 2019-2020, ριζοσπαστικό στα ζητήματα της φορολόγησης και των φοιτητικών χρεών, έμενε επίσης σιωπηλό στο θέμα της Κεντρικής Τράπεζας (της FED) και για τις μεγάλες ιδιωτικές τράπεζες. Το πρόγραμμα και άλλων πολιτικών οργανώσεων όπως οι Podemos, το Diem25, το Die Linke, είτε είναι σιωπηλά, είτε πολύ ήπια, δηλαδή απολύτως ακατάλληλα, όταν αγγίζουν το ζήτημα της κεντρικής τράπεζας, των μεγάλων ιδιωτικών τραπεζών, του χρήματος και του δημοσίου χρέους.
Γενικότερα στα χρηματοπιστωτικά θέματα, η λύση είναι σαφής: πρέπει να ανασταλούν όλες οι πληρωμές και να ακυρωθούν όλες οι ρήτρες για καθυστέρηση. Πέρα από την αναστολή πληρωμών, πρέπει να διεξαχθεί σε κάθε χώρα έλεγχος του χρέους, με την ενεργή συμμετοχή των πολιτών, για να καθοριστεί ποιό τμήμα του είναι αθέμιτο, επονείδιστο, παράνομο και/ή μη βιώσιμο και να ακυρωθεί. Στο επίπεδο του CADTM, το οποίο είναι ένα παγκόσμιο δίκτυο που κυρίως δραστηριοποιείται στο Νότο του πλανήτη, αλλά και στο Βορρά, η ανάγκη προσφυγής σε αναστολή πληρωμών και σε διαγραφή των χρεών δεν αφορά μόνο τις αναπτυσσόμενες χώρες, αναδυόμενες ή όχι. Αφορά επίσης και τις χώρες του Νότου.
Και πρέπει επίσης να τολμήσουμε να μιλήσουμε για διαγραφή των καταχρηστικών χρεών που απαιτούνται από τις λαϊκές τάξεις.
Eric Toussaint
Πηγή: « Les exigences de nouvelles coupes dans les dépenses publiques et sociales vont être très fortes », L’Anticapitaliste hebdo, 7/7/2021