Κλίμα, ανισότητες και πάλη των τάξεων

Κατά τη διάρκεια της Cop26, στη Γλασκόβη, μια πληροφορία σοκ δόθηκε στους εκπροσώπους από τον διευθυντή του Potsdam Institute (PIK), Johan Rockström1: Για να παραμείνουμε κάτω του +1,5°C2 στην υπερθέρμανση, σεβόμενοι την κλιματική δικαιοσύνη, θα πρέπει, ώς το 2030, το πιο πλούσιο 1% του παγκόσμιου πληθυσμού να μειώσει τις εκπομπές του κατά 30 φορές. Και ταυτόχρονα, οι πιο φτωχοί 50% θα μπορούν, αντίστροφα, να τις αυξήσουν κατά 3 φορές3.

Για να συλλάβουμε την επίπτωση των αριθμών αυτών, πρέπει να πάρουμε υπόψη μας ότι δόθηκαν στις επίσημες αντιπροσωπείες από έναν επιστήμονα πρώτης γραμμής, στη συμπύκνωση των δέκα πιο πρόσφατων πορισμάτων της επιστήμης της κλιματικής αλλαγής. Η υπηρεσία τύπου του PIK με παράπεμψε στις πηγές που χρησιμοποίησε ο διευθυντής του και κάθησα να μελετήσω το άρθρο αναφοράς4, για να μάθω περισσότερα. Πρόκειται για μια μελέτη που είχε παραγγείλει η Oxfam και που έγινε από τον Tim Gore, παλαιότερα υπεύθυνο αυτής της ΜΚΟ και, εδώ και λίγο καιρό, υπεύθυνο του τμήματος «Χαμηλός άνθρακας και κυκλική οικονομία» του Ευρωπαϊκού Ινστιτούτου για την Περιβαλλοντική Πολιτική (IEEP). Το περιεχόμενό του αξίζει ταυτόχρονα και να διαδοθεί πλατιά και να εξεταστεί κριτικά.

Το ζήτημα της κλιματικής αδικίας συνήθως προσεγγίζεται ανά χώρα, με βάση τις ιστορικές ευθύνες του παγκόσμιου Βορρά και του παγκόσμιου Νότου: ο πρώτος είναι πλούσιος και υπεύθυνος, ο δεύτερος είναι φτωχός και θύμα. Όμως, οι φτωχοί Αμερικάνοι ή Ευρωπαίοι δεν είναι πλούσιοι και οι πλούσιοι Κινέζοι ή Ινδοί δεν είναι φτωχοί... Η μελέτη της Oxfam προσπαθεί να συνυπολογίσει αυτή την ταξική πραγματικότητα. Είναι το κυριότερο πλεονέκτημά της.

Αλλά ας αρχίσουμε παρουσιάζοντας τη μεθοδολογία που χρησιμοποιήθηκε.

Μεθοδολογία

Ο συγγραφέας συγκρίνει τις εκπομπές CO2 στη σφαίρα της κατανάλωσης. Οι εκπομπές επομένως αποδίδονται στη χώρα όπου καταναλώνονται τα αγαθά και υπηρεσίες, όχι στη χώρα όπου παράγονται. Εκφράζονται σε τόνους CO2 ανά άτομο ετησίως, αριθμός που βρίσκεται διαιρώντας τις εκπομπές της χώρας διά του πληθυσμού. Το αποτέλεσμα περιλαμβάνει όλες τις πηγές εκπομπών: νοικοκυριά, επιχειρήσεις, δημόσιες υπηρεσίες, αλλά διορθώνεται με βάση τα αποτελέσματα των εθνικών ερευνών για τις συνθήκες ζωής των νοικοκυριών5. Αυτή ακριβώς είναι η διόρθωση που επιτρέπει να εντοπιστεί η κλιματική ανισότητα όχι μόνο σε όρους Βορρά-Νότου αλλά και σε όρους φτωχών και πλουσίων στο ίδιο το εσωτερικό των χωρών, είτε είναι φτωχές είτε πλούσιες.

Το κείμενο, εξάλλου, υπογραμμίζει την αυξανόμενη σημασία μιας τέτοιας προσέγγισης: «Παρόλο που η ανισότητα άνθρακα είναι συχνά πιο μεγάλη στο παγκόσμιο επίπεδο6, οι ανισότητες μέσα στις χώρες είναι εξίσου πολύ σημαντικές. Αυτές επηρεάζουν όλο και περισσότερο την ενίσχυση των παγκόσμιων ανισοτήτων και ίσως να έχουν και μεγαλύτερη επίδραση στην κοινωνική και πολιτική αποδοχή των εθνικών προσπαθειών για μείωση των εκπομπών» [υπογράμμιση του συγγραφέα, DT]. Θα επανέλθουμε αργότερα στο σημείο αυτό, που μπορεί να είναι στρατηγικής σημασίας για την πάλη για το κλίμα.

Η κλιματική πολιτική οξύνει τις ανισότητες

Έχουμε, έτσι, μια εκτίμηση για το πόσο συμβάλλει στις σημερινές εκπομπές η κατανάλωση των διάφορων πληθυσμιακών ομάδων: το πιο πλούσιο 1%, το πιο πλούσιο 10%7, το 40% «μέσων» εισοδημάτων και το πιο φτωχό 50%. Στη βάση των «Εθνικά καθορισμένων συμβολών» των κρατών8 και στη βάση των νέων δεσμεύσεων που αυτά δημοσίευσαν ακριβώς πριν από την COP26, μπορεί να υπολογιστεί ο πιθανός όγκος εκπομπών το 2030, επομένως και η απόκλιση ανάμεσα σε αυτό τον όγκο και στην τροχιά μείωσης που έπρεπε να υπάρχει για να επιτευχθούν οι «μηδενικές καθαρές εκπομπές» το 20509. Επίσης μπορούμε να εκτιμήσουμε και την πιθανή εξέλιξη των μεριδίων εκπομπών της κάθε εισοδηματικής ομάδας, να τις ανάγουμε στον αριθμό των ανθρώπων της κάθε αυτής ομάδας και να πάρουμε, έτσι, τους μέσους κατά κεφαλήν όγκους εκπομπών για κάθε ομάδα, καθώς και παγκόσμια και σε εθνικό επίπεδο. Τέλος, μπορούμε να συγκρίνουμε τους όγκους αυτούς με τον μέσο ατομικό όγκο εκπομπών που είναι πλανητικά συμβατός με το στόχο του μέγιστου 1,5°C, δηλαδή 2,3 τόνους CO2 ανά άτομο ετησίως10. Με τον τρόπο αυτόν μπορούμε όχι απλώς να απεικονίσουμε τη σημερινή κλιματική αδικία, αλλά και να δούμε προς ποιά κατεύθυνση την ωθεί η σημερινή πολιτική, ώς το 2030, παγκοσμίως και κατά ομάδα.

Τα αποτελέσματα μπορούν να συμπυκνωθούν με τη μορφή πίνακα:


Τάξεις (*)

Αριθμός ανθρώπων (περίπου) σε εκατομμύρια

Μέσο εισόδημα κατ’άτομο ετησίως

Συμμετοχή στις παγκόσμιες εκπομπές το 1990

Συμμετοχή στις παγκόσμιες εκπομπές το 2030

Απόκλιση το 2030 σε σχέση με το 2,3 τόνοι CO2 κατ’άτομο ετησίως.

1 %

79

> 172.000 $

13 %

16 %

+ 67,7

10 %

790

> 55.000 $

37 %

32 %

+ 18,7

40 %

1.975

> 9.800 $

42 %

43 %

+ 2,5

50 %

3.400

< 9800 $

8 %

9 %

– x (**)

 

 

 

 

 

 

(*) Το 1% εντάσσεται και στο 10%.

(**) Το 50% υπολείπεται εξαιρετικά του 2,3 τόνους CO2/κατ’άτομο/ετησίως. Σύμφωνα με τη μελέτη, θα εξακολουθούσαν να βρίσκονται κάτω από αυτό, ακόμα και αν οι εκπομπές τους αυξάνονταν κατά 200% (δηλαδή 3-πλασιασμός) ώς το 2030.


Για να μην παρερμηνευτούν οι αριθμοί, πρέπει να υπογραμμίσουμε το γεγονός ότι εδώ δεν αποτιμάται η κοινωνική ανισότητα, αποτιμάται η ανισότητα άνθρακα. Έτσι, η αναμενόμενη μείωση το 2030 της συμμετοχής στις παγκόσμιες εκπομπές που αποδίδεται στο 10% δεν προέρχεται προφανώς από το γεγονός ότι οι πλούσιοι θα είναι λιγότερο πλούσιοι σε δέκα χρόνια. Εκφράζει περισσότερο το γεγονός ότι τα μέλη της παγκόσμιας ομάδας των 10% πιο πλουσίων ζουν κυρίως σε αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, όπου η ένταση άνθρακα θα μειωθεί πιο γρήγορα απ’ό,τι στον υπόλοιπο κόσμο και ότι αυτές έχουν, περισσότερο από τις υπόλοιπες χώρες, τα μέσα για να αποκτήσουν πράσινες τεχνολογίες.

Θα επανέλθουμε αργότερα στον τρόπο με τον οποίο θα πρέπει να ερμηνευτεί το γεγονός ότι οι εκπομπές του πλουσιότερου 1% συνεχίζουν να αυξάνουν. Για την ώρα, ας επικεντρωθούμε στους πολύ πλούσιους και στους φτωχούς.

Η μελέτη επιβεβαιώνει αυτό που η Oxfam επαναλαμβάνει εδώ και χρόνια: το ότι το πλουσιότερο 1% του παγκόσμιου πληθυσμού εκπέμπει σχεδόν το διπλάσιο όσων εκπέμπει το φτωχότερο 50%. Αλλά διαπιστώνουμε, επιπλέον, ότι οι κλιματικές πολιτικές που υιοθετούνται από τις κυβερνήσεις μετά την COP21 (2015, Παρίσι) βαθαίνουν την αδικία αυτή: πράγματι, η συμμετοχή των παγκόσμιων εκπομπών που αποδίδονται στην κατανάλωση του πλουσιότερου 1% αυξήθηκε από το 13% το 1990 στο 15% το 2015 και θα συνεχίσει να αυξάνει για να φτάσει το 16% το 2030. Θα είναι δηλαδή τότε κατά 25% υψηλότερη απ’ό,τι ήταν το 1990 και 16 φορές μεγαλύτερη από τον παγκόσμιο μέσον όρο. Το 2030, ο καθένας που ανήκει στην παγκόσμια ομάδα των πολύ πλουσίων θα εκπέμπει πάνω από τις 30 φορές τους 2,3 τόνους CO2 ανά άτομο ετησίως που είναι συμβατό με το σεβασμό του +1,5°C ως μέγιστου. Αντίθετα, το 50% των πιο φτωχών, δεν θα καταγράψουν καμία αλλαγή: η συμμετοχή τους στις παγκόσμιες εκπομπές θα περάσει από το 8% στο 9% ετησίως, ενώ οι κατά κεφαλήν εκπομπές τους θα παραμένουν κάτω των 2,3 τόνων CO2 ανά άτομο ετησίως.

Η μείωση των εκπομπών είναι αντίστροφα ανάλογη του εισοδήματος

Η εικόνα μιας επιδείνωσης της παγκόσμιας κλιματικής αδικίας μετά την COP21 συγκεκριμενοποιείται όταν συγκρίνουμε την εξέλιξη, από το 2015 ώς το 2030, των κατά κεφαλήν εκπομπών της κάθε ομάδας, αφενός όπως αυτές καταγράφονται με βάση τις σημερινές πολιτικές με την εξέλιξη, αφετέρου, που θα έπρεπε να καταγράψουν οι εκπομπές των αντίστοιχων ομάδων για να παραμείνουμε κάτω από το +1,5°C υπερθέρμανσης με κλιματική δικαιοσύνη:



 

Τάξεις

Εξέλιξη των κατά κεφαλήν εκπομπών 2015-2030 στη βάση των σημερινών πολιτικών

Εξέλιξη των κατά κεφαλήν εκπομπών 2015-2030 στη βάση κλιματικής δικαιοσύνης

1 %

-5 %

-97 %

10 %

-11 %

-90 %

40 %

-9 %

-57 %

50 %

17 %

233 %

 


Οι κατά κεφαλήν εκπομπές το 2030 παγκοσμίως θα είναι μειωμένες κατά 7% σε σχέση με το 2015 (εάν βέβαια τα κράτη σεβαστούν τις δεσμεύσεις τους!). Ξέρουμε ότι η μείωση αυτή είναι πολύ μικρότερη από τη μέση κατά κεφαλήν μείωση που απαιτείται για να παραμείνουμε κάτω από το +1,5°C, που είναι 52%. Το νέο στοιχείο που αναδεικνύεται εδώ είναι ότι, επιπλέον και από το να επιδεινώνουν την παγκόσμια ανισότητα, οι προσπάθειες που εγγράφονται στις κλιματικές πολιτικές των κυβερνήσεων είναι και αντιστρόφως ανάλογες των εισοδημάτων. Σε σχέση με το τι θα απαιτούσε η κλιματική δικαιοσύνη, το πλουσιότερο 1% θα κάνει μόνο το ένα εικοστό της απαιτούμενης προσπάθειας (97/5), το πλουσιότερο 10% θα κάνει το ένα όγδοο (90/11) και το 40% των μεσαίων εισοδημάτων το ένα έκτο (57/9). Υπάρχει, επομένως, ήδη μια αδικία ανάμεσα στις τρεις αυτές τάξεις (με το 40% των «μέσων» εισοδημάτων να είναι αυτοί που θα πλησιάζουν περισσότερο το στόχο). Αλλά υπάρχει και μια ακόμα μεγαλύτερη αδικία καθώς το ήμισυ του παγκόσμιου πληθυσμού δεν θα μπορεί να διαθέτει παρά μόνο το ένα δέκατο τρίτο (233/17) της ποσότητας άνθρακα που θα είχε δικαίωμα εάν ίσχυε η αρχή «διαφοροποιημένες ευθύνες και ικανότητες»11.

Η εξέλιξη της συμμετοχής στις εκπομπές του πλουσιότερου 10%, καθώς και του 40% με «μέσο» εισόδημα αξίζει μεγαλύτερης προσοχής, καθώς η πρώτη ομάδα ορίζεται με εισόδημα 55.000 ώς 172.000 δολάρια ετησίως και η δεύτερη με εισόδημα 9.800 ώς 55.000 δολάρια ετησίως. Πράγματι, οι δύο αυτές κατηγορίες περιλαμβάνουν σημαντικά, ίσως και πλειοψηφικά, τμήματα των μισθωτών στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες και στις λεγόμενες «αναδυόμενες» χώρες12. Η μελέτη περιλαμβάνει και ένα πολύ διαφωτιστικό γράφημα που συγκρίνει τρεις τροχιές εξέλιξης των κατά κεφαλήν εκπομπών ανάλογα με τα εισοδήματα, από τους πιο φτωχούς μεταξύ των φτωχών έως τους πιο πλούσιους μεταξύ των πλουσίων. Οι 3 αυτές καμπύλες αφορούν την εξέλιξη από το 1990 ώς το 2015 η πρώτη, την προβολή από το 2015 ώς το 2030 η δεύτερη και την εξέλιξη, πάλι από το 2015 ώς το 2030, που θα ήταν συμβατή με το μέγιστο +1,5°C με κλιματική δικαιοσύνη. Τα δύο συμπεράσματα της μελέτης είναι απολύτως σαφή:

1) «Οι μεσαίες τάξεις παγκοσμίως (το 40%), που είδαν τα ποσοστά εκπομπών τους να αυξάνονται το πιο γρήγορο κατά την περίοδο 1990-2015, θα υποστούν την πιο σημαντική αντιστροφή τάσης κατά την περίοδο 2015-2030».

2) «Οι πιο βαθιές μειώσεις [εκπομπών -DT] θα προέλθουν από τους ανθρώπους με τα χαμηλότερα εισοδήματα στις πλούσιες χώρες».

Υποσχέσεις για «δίκαιη μετάβαση»: στάχτη στα μάτια

Εξετάζοντας την κλιματική δικαιοσύνη σε όρους εισοδηματικών ομάδων μπορούμε να αντιληφθούμε πραγματικότητες που διαφεύγουν της ανάλυσης όταν το θέμα εξετάζεται απλώς σε όρους πλουσίων και φτωχών χωρών. Αυτό είναι που αναδεικνύει την αυξανόμενη ευθύνη των πλουσίων, και κυρίως των πολύ πλουσίων, όχι μόνο στο Βορρά αλλά και στο Νότο, παγκοσμίως. Όπως το γράφει και η μελέτη, «είναι αξιοσημείωτο ότι σε όλες τις μεγάλες σε ρύπους χώρες, οι προβολές για το 2030 του πλουσιότερου 10% και του πλουσιότερου 1% σε εθνικό επίπεδο αφήνουν αποτύπωμα ατομικής κατανάλωσης ουσιαστικά υψηλότερο από το συμβατό με το κατά κεφαλήν παγκόσμιο +1,5°C» [εγώ υπογραμμίζω -DT]. Ας το εξετάσουμε από πιο κοντά :

  • Η Ινδία είναι η μόνη μεγάλη χώρα ρυπαντής στην οποία οι μέσες κατά κεφαλήν εκπομπές το 2030 θα παραμείνουν κάτω των 2,3 τόνους CO2 κατά κεφαλήν ετησίως που είναι συμβατό με το μέγιστο +1,5°C. Είναι και η μόνη χώρα όπου οι εκπομπές του φτωχότερου 50% θα παραμείνουν σαφώς κάτω από το επίπεδο αυτό. Αλλά οι εκπομπές των 10% πλουσιότερων Ινδών θα το ξεπερνάει κατά 5 φορές, ενώ του 1% των πλουσιότερων θα το ξεπερνάει κατά 20 φορές.

  • Το 50% των πιο φτωχών στις ΗΠΑ δεν θα ξεπεράσει παρά μόνο ελάχιστα το κατώφλι του 2,3 τόνους CO2 κατ’άτομο ετησίως. Όμως το 1% των πιο πλουσίων θα εκπέμπει 55 φορές περισσότερα (127 τόνους) και το πλουσιότερο 10% 15 φορές περισσότερα (35 τόνους περίπου).

  • Στην Κίνα, οι εκπομπές του φτωχότερου 50% θα παραμείνουν το 2030 κάτω από το όριο αυτό. Αλλά οι εκπομπές του πλουσιότερου 10% θα είναι δεκαπλάσιες του ορίου και οι εκπομπές του 1% των πιο πλούσιων θα είναι 30 φορές πάνω (82 τόνοι).

  • Οι προβολές για την Ευρωπαϊκή Ένωση και το Ηνωμένο Βασίλειο είναι επίσης πολύ διδακτικές: το 2030, οι εκπομπές του φτωχότερου 50% θα πλησιάζουν τον μέσο παγκόσμιο όγκο που είναι συμβατός με το +1,5°C, αλλά οι εκπομπές του 10% των πιο πλούσιων θα είναι 5 με 6 φορές πάνω από αυτόν, ενώ οι εκπομπές του πλουσιότερου 1% θα ξεπερνάει το 15-απλάσιό του.

Τα δεδομένα αυτά δείχνουν με μεγάλη σαφήνεια πως οι δεσμεύσεις για «δίκαιη μετάβαση», που περιλαμβάνεται στις επίσημες αποφάσεις των COP, δεν είναι παρά στάχτη στα μάτια. Μπλα, μπλα, μπλα. Στην πραγματικότητα, αυτό που παρατηρείται είναι μια διπλή τάση: 1) η κλιματική αδικία οξύνεται και 2) η τάξη των υπερπλουσίων και υπερρυπαντών ανταμείβεται για την άνοδο του Κεφαλαίου στην Ασία.

Στο εσωτερικό της ομάδας αυτής, δεν θα ήταν υπερβολή να λέγαμε πως υπάρχει και καμπή. Πράγματι, το 2015, το 1% το πιο πλούσιο του πλανήτη εξέπεμπε το 15% του παγκόσμιου CO2. Οι πλούσιοι Κινέζοι (και Κινέζες) συνέβαλαν κατά 14%, οι πλούσιοι Αμερικάνοι κατά 37%, οι Ευρωπαίοι κατά 11% και οι Ινδοί κατά 5%. Σύμφωνα με τις προβολές της μελέτης, το 2030, το 1% των πιο πλούσιων θα έχει αυξήσει ακόμα περισσότερο το μερίδιό του στο παγκόσμιο CO2, φτάνοντας στο 16%. Αλλά οι πλούσιοι Κινέζοι θα συμμετέχουν πλέον κατά 23%, ενώ οι πλούσιοι Αμερικάνοι μόνο κατά 19% και οι Ευρωπαίοι κατά 4%, και οι Ινδοί πλούσιοι να φτάνουν στο 11%13. Μια σύνθεση αυτών των αριθμών βρίσκεται στον από κάτω πίνακα:


 

Συμμετοχή στις εκπομπές CO2 παγκοσμίως του πλουσιότερου 1%

 

Το 2015

Το 2030

Κόσμος

15 %

16 %

Κίνα

14 %

23 %

ΗΠΑ

37 %

19 %

ΕΕ

11 %

4 %

Ινδία

5 %

11 %


 


Ο συγγραφέας της μελέτης δεν το επισημαίνει, αλλά είναι εντυπωσιακό επίσης ότι, στην άλλη άκρη της πυραμίδας των εισοδημάτων, διαπιστώνεται μια αρκετά σαφής σύγκλιση των αποτυπωμάτων άνθρακα: το 50% των πιο φτωχών στις ΗΠΑ, στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στη Μεγάλη Βρετανία και στην Κίνα θα εκπέμπουν κατά κεφαλήν, το 2030, μια σχετικά ανάλογη ποσότητα CO2, λίγο πάνω - λίγο κάτω του 2,3 τόνοι κατά κεφαλήν ετησίως14.

Μια ατελής εικόνα

Παρά το μεγάλο της ενδιαφέρον, η μελέτη της Oxfam δεν δίνει ωστόσο πλήρη εικόνα των κλιματικών ευθυνών των διάφορων εισοδηματικών τάξεων. Και είναι και μάλλον πιθανόν ότι υποτιμάει τις εκπομπές των πιο πλούσιων, ενώ ταυτόχρονα υπερεκτιμάει τις εκπομπές του μεσαίου εισοδηματικά 40% και ίσως ακόμα και μιας μερίδας του 10% των πιο πλούσιων. Πράγματι, υπάρχουν δύο δυσκολίες.

Πρώτον, οι εκπομπές που αποδίδονται στο πιο πλούσιο 1% είναι εξίσου δύσκολο να εντοπιστούν όσο και οι περιουσίες τους και για τον ίδιο λόγο: τραπεζικό απόρρητο, φοροδιαφυγή και απουσία περιουσιολογίου. Ο συγγραφέας σημειώνει: «Παρόλο που υπάρχουν αυστηρές μέθοδοι για να εκτιμηθούν τα ατομικά αποτυπώματα με την εφαρμογή συντελεστών άνθρακα στα αγαθά και στις υπηρεσίες, που εντοπίζονται στις απογραφές του πληθυσμού, είναι ωστόσο πλατιά αποδεκτό ότι οι μέθοδοι αυτές υποαντιπροσωπεύουν την κατανάλωση των πιο πλουσίων». Για να ξεπεραστεί το πρόβλημα αυτό, η μελέτη βασίζεται στις εργασίες ερευνητών που έχουν διαφωτίσει διάφορες πραγματικότητες. Για παράδειγμα:

  • Τα διαθέσιμα στοιχεία σε σχέση με τα αυτοκίνητα, τα σπίτια, τα αεροπλάνα και τα πλοία δείχνουν πως οι εκπομπές που οφείλονται στην κατανάλωση των δισεκατομμυριούχων φτάνουν εύκολα πολλές χιλιάδες τόνους CO2 κατ’άτομο ετησίως. Οι σούπερ-θαλαμηγοί, των οποίων οι πωλήσεις έχουν εκτιναχθεί εν μέσω πανδημίας, είναι ίσως οι κύριες πηγές αυτών των ρύπων (μια σούπερ θαλαμηγός εκπέμπει περίπου 7.000 τόνους CO2 ετησίως15.

  • Οι μετακινήσεις είναι η μεγαλύτερη πηγή εκπομπών των πιο πλούσιων. Ιδιαίτερα οι αεροπορικές: σύμφωνα με μερικές μελέτες, το 50% των πτήσεων επιβατών οφείλονται στο 1% του παγκόσμιου πληθυσμού. Στη βάση των ταξιδίων των διασημοτήτων, μπορούμε να θεωρήσουμε πως το αποτύπωμα «αεροπλάνο» των πιο πλούσιων φτάνει σε χιλιάδες τόνους CO2 ετησίως. Η παρανοϊκή ανάπτυξη του «διαστημικού τουρισμού» προφανώς απλώς αυξάνει την τάση αυτήν16.

Ωστόσο, αυτή η υπερκατανάλωση της υπερπολυτέλειας είναι απλώς η κορυφή του παγόβουνου. Γιατί δεν συλλαμβάνει τις εκπομπές που οφείλονται στις καπιταλιστικές επενδύσεις του πιο πλούσιου 1%. Ο συγγραφέας εντάσσει μελέτες που εκτιμούν σε 70% τη συμμετοχή του αποτυπώματος άνθρακα των πιο πλουσίων που οφείλεται στις καπιταλιστικές τους επενδύσεις. Αλλά αυτή είναι απλώς μια εκτίμηση, που περιπλέκεται και από την αδιαφάνεια του χρηματοπιστωτικού τομέα.

Δεύτερον, ακόμα και αν εφαρμόζαμε στις εκπομπές των νοικοκυριών το συντελεστή άνθρακα που αναφέρεται πιο πάνω, η κατανομή των εκπομπών των επιχειρήσεων και του δημόσιου τομέα στο σύνολο του πληθυσμού είναι πολύ συζητήσιμη μέθοδος. Γιατί δεν παίρνει υπόψη της το γεγονός -που ωστόσο αναφέρεται από τη μελέτη- ότι οι πιο μεγάλοι ρυπαντές CO2 (το 1% των πιο πλούσιων) ασκούν στις αποφάσεις «μια δυσανάλογη επιρροή εξαιτίας της θέσης τους, της πολιτικής τους εξουσίας και της πρόσβασής τους στους πολιτικούς που αποφασίζουν». Για να πάρουμε ένα παράδειγμα: το σχέδιο για αεροδρόμιο στην Notre-Dame-des-Landes ικανοποιούσε τις ανάγκες της Vinci και των μετόχων της, αλλά όχι των λαϊκών τάξεων. Ο ίδιος συλλογισμός εφαρμόζεται και για τις στρατιωτικές δαπάνες και για μια σειρά άλλα σχέδια, χωρίς καν να μιλήσουμε για τις δημόσιες επιδοτήσεις στις επιχειρήσεις.

Όρια της ανάλυσης μέσω κατανάλωσης

Εδώ φτάνουμε στα όρια μια προσέγγισης της κλιματικής καταστροφής με βάση την κατανάλωση των διαφορετικών εισοδηματικών κατηγοριών. Στην πραγματικότητα, καθώς κάθε κατανάλωση προϋποθέτει και μια παραγωγή, τα καταναλωτικά επίπεδα των εισοδηματικών ομάδων πρέπει να αναλυθούν στο φως των θέσεων που οι ομάδες αυτές κατέχουν στην παραγωγή. Τη «δυσανάλογη επιρροή» του πλουσιότερου 1% την ξαναβρίσκουμε παντού, επειδή τα μέλη της ομάδας αυτής είναι ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής. Είναι η κυρίαρχη τάξη και το κράτος είναι το εργαλείο της κυριαρχίας τους. Οι λαϊκές τάξεις βρίσκονται σε τελείως άλλη κατάσταση: αυτές υφίστανται τις αποφάσεις των επιχειρήσεων και των οργανισμών στους οποίους δεν έχουν καμία πρόσβαση, και παράγουν πιο πολλά από τις ανάγκες τους για το κέρδος των καπιταλιστών. Αυτές υφίστανται, επομένως, έναν όγκο εκπομπών που προέρχεται από την παραγωγικίστικη δυναμική του Κεφαλαίου, όχι από τη δική τους ελεύθερη βούληση.

Απέναντι στη μυστικοποίηση του κυρίαρχου λόγου που μας καλεί αδιάκριτα «να αλλάξουμε τις συμπεριφορές» μας, η μελέτη της Oxfam έχει την τεράστια αξία να στρέφει τους προβολείς προς τις τεράστιες καταναλωτικές ανισότητες και να τις εκφράζει σε όρους ευθυνών για τις εκπομπές CO2. Επιπλέον, αναδεικνύει το ότι η πολιτική των κυβερνήσεων, παρόλα τα μπλαμπλά για «δίκαιη μετάβαση», ενισχύει την κλιματική αδικία.

Ταυτόχρονα, διαπιστώνουμε πολύ εύκολα ότι η λύση δεν μπορεί να προέλθει από μέτρα που παίρνονται μόνο στη σφαίρα της κατανάλωσης. Ας κάνουμε την παρανοϊκή υπόθεση ότι, ώς το 2030, το 1% ή και το 10% των πιο πλούσιων μείωναν τις εκπομπές τους στους 2,3 τόνους CO2 κατ’άτομο ετησίως. Στην περίπτωση αυτήν, θα χρειαζόταν ακόμα, για να παραμείνουμε στην περιοχή του κάτω του +1,5°C, και το 40% της υποτιθέμενης «μεσαίας τάξης» να μειώσουν τις εκπομπές τους κατά πάνω από 2 φορές στην ΕΕ και στη Μεγάλη Βρετανία, κατά 3 φορές στην Κίνα και κατά περίπου 4 φορές στις ΗΠΑ17. Πώς; Παρό,τι αναγκαία, μια ριζική αναδιανομή του πλούτου (όπως την προτείνει ο Thomas Piketty) δεν θα επέτρεπε να λυθεί το πρόβλημα -απλώς θα το μετέθετε. Η πρόκληση δεν μπορεί να απαντηθεί παρά μόνο αν ξαναοριστούν οι πραγματικές ανάγκες της κοινωνικής πλειοψηφίας, οργανώνοντας την παραγωγή με βάση αυτές και καταργώντας τις παραγωγές που είναι άχρηστες και βλαβερές.

«Η κοινωνική αποδοχή» παραπέμπει σε σκληρές προσπάθειες που θα έπρεπε να υποστούμε. Και για τη μεγάλη πλειοψηφία ισοδυναμεί με απωθητικότατα. Βαθιές αλλαγές είναι ασφαλώς αναγκαίες και δεν αρκεί «να πληρώσουν οι πλούσιοι». Αλλά πρέπει να τολμήσουμε να σκεφτόμαστε σε όρους «επιθυμιών». Να παράγουμε λιγότερα, για τις ανάγκες. Να μεταφέρουμε λιγότερα, να δουλεύουμε λιγότερο, να μοιραζόμαστε περισσότερο. Να φροντίζουμε περισσότερο τους ανθρώπους και τα οικοσυστήματα. Να διαχειριζόμαστε με μεγαλύτερη σύνεση, συλλογικά και δημοκρατικά, τους πόρους, για να ζούμε όλοι και όλες μας μια καλή και άνετη ζωή. Νά ποια είναι η οικοσοσιαλιστική προοπτική που μπορεί να θεμελιώσει ένα σχέδιο μεταρρυθμίσεων αντικαπιταλιστικής αναδιάρθρωσης που να είναι προσαρμοσμένο στον 21ο αιώνα. Γιατί ένα πράγμα είναι βέβαιο: δεν υπάρχει διέξοδος αν δεν αμφισβητηθεί ο ανταγωνισμός για το κέρδος, που είναι η κινητήρια δύναμη του παραγωγισμού ο οποίος πηγάζει από το καπιταλιστικό ιδιοκτησιακό δίκαιο.

Daniel Tanuro
8/12/2021

Μετάφραση ΤΠΤ

Από το γαλλικό πρωτότυπο: Daniel Tanuro «Climat, inégalités et lutte des classes, Gauche Anticapitaliste», 9/12/2021


1Η σχετική ανακοίνωση συμπερασμάτων από τον Ρόσκτρομ στην COP26 (στα αγγλικά) υπάρχει στο youtube, στη διεύθυνση: https://youtu.be/iW4fPXzX1S0 , με το επίμαχο σημείο να βρίσκεται στο 5:00 – 5:15 λεπτά.

2Ενδεχομένως με ένα μικρό προσωρινό ξεπέρασμα, σύμφωνα με τον Rockström.

3Βλέπε τη δική μου αποτίμηση για την “COP26: Νεοφιλελεύθερη αποθέωση”.

5Εφαρμόζοντας ένα «συντελεστή άνθρακα» στα αγαθά και υπηρεσίες που καταναλώθηκαν.

6Οι ανισότητες μεταξύ χωρών θεωρείται ότι συμβάλλουν κατά 70% στις παγκόσμιες ανισότητες άνθρακα.

7Το 1% εντάσσεται στο 10%.

8ΕΚΣ, με άλλα λόγια τα «εθνικά προγράμματα» για το κλίμα.

9Η απόκλιση αυτή ονομάζεται, στα αγγλικά, «emissions gap».

10Για έναν πληθυσμό 7,9 δισεκατομμυρίων το 2030.

11Ο μελετητής επιβεβαιώνει, έτσι, ένα συμπέρασμα που το είχε ήδη παρουσιάσει σε μια προηγούμενη έκθεση: Ότι το ένα τρίτο του ισοζυγίου άνθρακα που θα ήταν συμβατό με τη συμφωνία του Παρισιού σπαταλιέται στο να επεκτείνει την κατανάλωση του πλουσιότερου 10% του παγκόσμιου πληθυσμού.

12Εκφρασμένο σε ισοδύναμο πλήρους ωραρίου, το μέσο ετήσιο ακαθάριστο εισόδημα των μισθωτών είναι περίπου 44.000 δολάρια ετησίως στη Δυτική Ευρώπη και 63.000 στις ΗΠΑ. Και κυμαίνεται, ανάλογα με την πηγή, από 9.200 ώς 14.000 δολάρια ετησίως στην Κίνα, στη Βραζιλία και στη Νότιο Αφρική.

13Δεδομένης της σημασίας του κάρβουνου στην Κίνα και στην Ινδία, αυτή η «μεταβολή στη γεωγραφία της ανισότητας άνθρακα», όπως το γράφει η μελέτη, θα μπορούσε να εξηγήσει και γιατί η συμμετοχή στις παγκόσμιες εκπομπές του πλουσιότερου 1% θα συνεχίσει να αυξάνει, αντίθετα από του πλουσιότερου 10%.

14Η Ινδία είναι η μόνη από τις χώρες με μεγάλη ρύπανση στην οποία οι εκπομπές του φτωχότερου 50% θα παραμείνουν πολύ πιο κάτω από το 2,3 τόνοι -στα ίδια επίπεδα με τις λεγόμενες «αναπτυσσόμενες» χώρες.

16Δεδομένης της εξάρτησης των αεροπορικών συγκοινωνιών από τα ορυκτά καύσιμα, η εντατική χρήση του αεροπλάνου από το 1% μπορεί να είναι μια δεύτερη εξήγηση του γεγονότος ότι η συμμετοχή του 1% στις παγκόσμιες εκπομπές θα συνεχίσει να αυξάνει, αντίθετα από του 10%.

17Η Ινδία είναι η μόνη από τους μεγάλους ρυπαντές, σύμφωνα με τη μελέτη, όπου οι εκπομπές του 40% θα παραμείνουν κάτω από τους 2,3 τόνους CO2 κατ’άτομο ετησίως.

Daniel Tanuro