Άνιση ανάπτυξη ή δίκαιη απο-ανάπτυξη: Στην ΔΕΕΚΑ η συζήτηση έχει ανοίξει

Πριν από είκοσι χρόνια, η «αποανάπτυξη» θεωρείτο σαν μια «συνθηματική λέξη», με θολή ιδεολογική χροιά: ο Serge Latouche και οι οπαδοί του έλεγαν ότι ήθελαν «να αλλάξουμε φαντασιακό», για «να βγούμε από την οικονομία και από την ανάπτυξη»... Η συζήτηση έχει ξαναφουντώσει σήμερα, αλλά με βάση πολύ πιο αυστηρές παραδοχές.

Περιεχόμενα:

  • Ανάπτυξη και κλίμα είναι ασυμβίβαστα

  • Πολύ γερά επιχειρήματα

  • Υπερκατανάλωση των πλουσίων

  • Μια καλή και άνετη ζωή για όλους(ες)

  • Η δίκαιη αποανάπτυξη διεισδύει στην ΔΕΕΚΑ

  • Καμία θέση εργασίας σε έναν νεκρό πλανήτη

Πράγματι, απέναντι στην κλιματική καταστροφή, είναι πολλοί πλέον οι ειδικοί που έχουν πάψει να πιστεύουν στη δυνατότητα συμβιβασμού ανάμεσα στη μείωση των εκπομπών CO2 και στην αύξηση του ΑΕΠ. Σύμφωνα με αυτούς, το κλίμα δεν μπορεί να σταθεροποιηθεί χωρίς να μειωθεί δραστικά η παγκόσμια κατανάλωση ενέργειας, τόσο που αναγκαστικά θα προϋποθέτει και μια μείωση στην παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών. Η θέση αυτή έχει επιπτώσεις και σε όρους επιλογής κοινωνίας -οι ειδικοί αυτοί υπογραμμίζουν κυρίως την ανάγκη αποανάπτυξης με κοινωνική δικαιοσύνη- αλλά η θεμελίωσή τους είναι επιστημονική, όχι ιδεολογική.

Ανάπτυξη και κλίμα είναι ασυμβίβαστα

Ας αρχίσουμε θυμίζοντας τα δεδομένα του προβλήματος. Για να μην ξεπεράσουμε τους +1,5°C υπερθέρμανσης, πρέπει οι καθαρές εκπομπές CO2 να μειωθούν κατά τουλάχιστον 50% ώς το 2030 και κατά τουλάχιστον 100% ώς το 2100. Οι συγγραφείς της 5ης Έκθεσης αξιολόγησης της ΔΕΕΚΑ [Διακυβερνητική Επιτροπή Ειδικών για την Κλιματική Αλλαγή] (έκθεση ARS του 2014, η οποία χρησιμοποιήθηκε ως βάση για τη συμφωνία του Παρισιού) θεωρούσαν πως μια τέτοια μείωση θα ήταν συμβατή με την οικονομική ανάπτυξη: η αύξηση της ενεργειακής αποτελεσματικότητας και η ανάπτυξη των ανανεώσιμων θα μπορούσε να επιτρέψει να συντονιστεί η εξέλιξη του ΑΕΠ με την εξέλιξη των εκπομπών CO2. Έξι χρόνια μετά, ένας τέτοιος σχετικός συνδυασμός έχει πράγματι ξεκινήσει σε μερικές αναπτυγμένες χώρες. Αλλά ένας τέτοιος απόλυτος συνδυασμός είναι αδύνατος. Πράγματι, για να αυξηθεί η αποτελεσματικότητα και να ξεδιπλωθούν οι ανανεώσιμες, απαιτούνται τεράστιες επενδύσεις, που είναι πολύ ενεργοβόρες, ενώ αυτή η ενέργεια προέρχεται από ορυκτά κατά πάνω από το 80%. Κατά συνέπεια, η ενεργειακή μετάβαση, μέσα σε αναπτυξιακό πλαίσιο, οδηγεί αναγκαστικά σε περισσότερες εκπομπές CO2. Καθώς οι εκπομπές αυτές πρέπει να μειωθούν -όχι σχετικά, αλλά απόλυτα- το συμπέρασμα είναι ακλόνητο: η αύξηση του ΑΕΠ βρίσκεται σε αντίφαση με τη σταθεροποίηση της υπερθέρμανσης σε επίπεδο κάτω του +1,5°C.

Πολλοί ειδικοί θέλησαν να πιστέψουν ότι η αντίφαση θα μπορούσε να ξεπεραστεί αφαιρώντας CO2 από την ατμόσφαιρα, για να αντισταθμιστούν οι εκπομπές. Για να γινόταν αυτό προτάθηκαν δύο πίστες: 1) να αυξηθεί η φυσική απορρόφηση CO2 φυτεύοντας δέντρα. 2) να βρεθούν «τεχνολογίες αρνητικών εκπομπών» (ΤΑΕ), που να αφαιρούν διοξείδιο του άνθρακα από την ατμόσφαιρα αποθηκεύοντάς το στο υπέδαφος. Οι κριτικές αυτής της στρατηγικής δεν είναι καινούργιες. Όμως, ώς τώρα, η ΔΕΕΚΑ δεν τις έπαιρνε υπόψη της. Έτσι, όλα τα σενάρια που δοκιμάστηκαν στο πλαίσιο της Ειδικής Έκθεσης 1,5°C (του 2019) βασίστηκαν στη δυνατότητα «αντιστάθμισης άνθρακα». Όμως, ο άνεμος μοιάζει τώρα να αλλάζει. Και οι φωνές των ερευνητών που υποστηρίζουν πως αυτή η παραγωγικίστικη επιλογή αντιβαίνει την αρχή της σύνεσης δεν μπορούν πλέον να αγνοηθούν.

Πολύ γερά επιχειρήματα

Τα επιχειρήματά τους είναι εξαιρετικά γερά. Για να συμβιβαστεί η αύξηση του ΑΕΠ με ταυτόχρονο σεβασμό του +1,5°C, μερικά σενάρια προβλέπουν να αφαιρεθούν ώς το 2150 έως και 1.000 γιγατόννοι άνθρακα από την ατμόσφαιρα. Δηλαδή εικοσιπέντε φορές οι ετήσιες εκπομπές! Το φύτεμα δέντρων δεν μπορεί να συμβάλει παρά πολύ λίγο (οι εκτάσεις είναι περιορισμένες) και κυρίως παροδικά (τα δέντρα απορροφούν CO2 κατά την ανάπτυξή τους, αλλά μετά επίσης εκπέμπουν, ενώ και η υπερθέρμανση ευνοεί τις πυρκαγιές). Θα έπρεπε έτσι να βασιστούμε κυρίως στις ΤΑΕ, ιδιαίτερα στη «βιοενέργεια με σύλληψη και αποθήκευση του άνθρακα». Η αρχή της είναι πολύ απλή: καύση βιομάζας, αντί των ορυκτών, σύλληψη του CO2 που απελευθερώνεται και θάψιμό του κάτω από τη γη. Καθώς η βιομάζα μεγαλώνει απορροφώντας CO2, θεωρητικά, η ατμοσφαιρική συγκέντρωση CO2 θα πρέπει να μειωθεί... Αλλά, στην πράξη: 1) Αγνοούμε αν αυτό θα λειτουργήσει, καθώς η τεχνολογία αυτή υπάρχει μόνο σε πρωτοτυπική μορφή. 2) Θα πρέπει να φυτευτεί βιομάζα σε γιγαντιαίες εκτάσεις. 3) Θα υπάρξει ανταγωνισμός με την ανθρώπινη διατροφή, με τη βιοποικιλότητα και με την τροφοδοσία πόσιμου νερού. 4) Δεν υπάρχει εγγύηση πως το CO2 δεν θα διαφύγει στην ατμόσφαιρα.

Ένας επιστήμονας πρώτης γραμμή το είπε επισήμως στους αντιπροσώπους μέσα την COP26: πέρα από το 1,5°C, η Γη κινδυνεύει να μετατραπεί σε «πλανήτη χαμάμ», με μια άνοδο κατά 13 μέτρα ή και περισσότερο του επιπέδου των ωκεανών[1]. Και είναι παρανοϊκό να βασιστεί κανείς σε κολπάκια μαθητευόμενου μάγου, για να αποφύγει τον κατακλυσμό. Αλλά, τότε, η δραστική και πολύ γρήγορη μείωση της τελικής κατανάλωσης ενέργειας είναι η μόνη εναλλακτική. Ταυτόχρονα, η οικονομική αυτή αποανάπτυξη είναι αδύνατη χωρίς κοινωνική και κλιματική δικαιοσύνη, δηλαδή χωρίς ριζική μείωση των ανισοτήτων και χωρίς ριζική βελτίωση των συνθηκών ύπαρξης του 50% πιο φτωχού της ανθρωπότητας, στις φτωχές χώρες, αλλά και στις πλούσιες. Αυτός είναι συμπυκνωμένα ο συλλογισμός που οδηγεί όλο και περισσότερους επιστήμονες στο να συνηγορήσουν σε αυτό που θα μπορούσε να ονομαστεί «δίκαιη αποανάπτυξη».

Υπερκατανάλωση των πλουσίων, υπερπαραγωγή στην υπηρεσία των πλουσίων

Η ιδέα που επικρατεί στις κοινωνίες μας είναι πως η ανάπτυξη και η αύξηση της κατανάλωσης ενέργειας είναι αναγκαίες για την απασχόληση και για τα εισοδήματα -με άλλα λόγια για την ευημερία. Όμως, η ιδέα αυτή αμφισβητείται όλο και περισσότερο σε επιστημονικό επίπεδο. Πέρα από την ικανοποίηση των θεμελιωδών αναγκών (ποιοτική διατροφή, καλή στέγη, άνετα ρούχα, αποτελεσματικό σύστημα υγείας, κατάλληλες υποδομές μετακίνησης), η χρησιμότητα μιας αυξημένης κατανάλωσης, στην πραγματικότητα, μειώνεται πολύ γρήγορα. Έτσι, «οι χώρες με υψηλά εισοδήματα θα μπορούσαν να μειώσουν το βιοφυσικό τους αποτύπωμα (και άρα και το ΑΕΠ τους), κρατώντας όμως ταυτόχρονα ή και ακόμα και αυξάνοντας τις κοινωνικές επιδόσεις και φτάνοντας και σε μεγαλύτερη ισότητα ανάμεσα στις χώρες», γράφουν δύο ερευνητές. Η πρόκληση, έτσι, για αυτούς, συνίσταται στο να εφαρμοστεί αποτελεσματικά μια «ισόρροπη μείωση των ροών ενέργειας και των πόρων που να διαπερνάει όλη την οικονομία και να συνδυάζεται με ταυτόχρονη εξασφάλιση της ευημερίας». [2]

Οι ανθρώπινες ανάγκες θα μπορούσαν άραγε να ικανοποιηθούν καλύτερα χρησιμοποιώντας συνολικά πολύ λιγότερη ενέργεια με καλύτερη κατανομή της; That’s the question. Ένα στοιχείο απάντησης βρίσκεται στο χάσμα στις εκπομπές CO2 μεταξύ του 1% πιο πλούσιου και του 50% των πιο φτωχών και του 40% των «μέσων» εισοδημάτων. Αυτό το χάσμα όχι μόνο βαθαίνει, αλλά θα βαθύνει ακόμα περισσότερο ώς το 2030, εξαιτίας των κλιματικών πολιτικών των κυβερνήσεων! Οι προσπάθειες μείωσης των εκπομπών θα είναι αντιστρόφως ανάλογες των εισοδημάτων![3]

Οι κυβερνήσεις μας επαναλαμβάνουν πως «εμείς» πρέπει να αλλάξουμε τις συμπεριφορές μας. Αλλά ποιοί είναι αυτό το «εμείς»; «Η κατανάλωση των πιο πλούσιων νοικοκυριών παγκοσμίως είναι κατά πολύ ο πλέον καθοριστικός παράγοντας και ο πιο γερός επιταχυντής της αύξησης των περιβαλλοντικών και κοινωνικών επιπτώσεων», γράφουν ορισμένοι ερευνητές.[4] Θα πρέπει λοιπόν να απαγορευτεί αυτή η υπερκατανάλωση πολυτελείας: ιδιωτικά αεροπλάνα, σούπερ-θαλαμηγοί, υπερπολυτελείς βίλες, SUV, κλπ. Και, καθώς κάθε κατανάλωση προϋποθέτει μια παραγωγή, θα πρέπει επομένως και να σταματήσουν οι οικονομικές δραστηριότητες που έχουν ως στόχο κυρίως το καπιταλιστικό κέρδος: όπλα, διαφήμιση, ανανέωση αντικειμένων [που συνεχίζουν να δουλεύουν], ...

Μια καλή και άνετη ζωή για όλους και όλες είναι εφικτή

Άλλοι ερευνητές ξεκινούν από τη μέγιστη ποσότητα ενέργειας που κάθε άνθρωπος στον Πλανήτη μπορεί να χρησιμοποιεί, για να γίνει σεβαστό το όριο του +1,5°C υπερθέρμανσης, και αναρωτιούνται ποιές ανάγκες μπορούν να ικανοποιηθούν πάνω σε αυτή τη βάση και με ποιές κοινωνικές προϋποθέσεις.[5] Το μεγάλο ενδιαφέρον της προσέγγισης αυτής είναι ότι δείχνει πως η ικανοποίηση των αναγκών δεν εξαρτάται μόνο από την ποσότητα της καταναλώμενης ενέργειας, αλλά και από διάφορους κοινωνικοοικονομικούς παράγοντες που καθορίζουν τη συσχέτιση ανάμεσα σε ενέργεια και σε ανάγκες. Υπάρχουν μάλιστα παράγοντες που είναι «ωφέλιμοι» καθώς ικανοποιούν καλύτερα στη συσχέτιση ενέργεια και ανάγκες. Τέτοιοι παράγοντες είναι: καλές δημόσιες υπηρεσίες, μια ποιοτική δημοκρατία, μικρότερες εισοδηματικές αποκλίσεις, εγγυημένη πρόσβαση σε ηλεκτρισμό και σε καθαρές ενέργειες, δημόσιο σύστημα υγείας και καλές υποδομές για τις συναλλαγές και τις μεταφορές. Αντίθετα, η ανάπτυξη και ο εξορυκτικισμός είναι «επιζήμιοι» παράγοντες: δαπανούν περισσότερη ενέργεια για να ικανοποιήσουν λιγότερο ανάγκες. Παράδειγμα: οι καλές δημόσιες υπηρεσίες αυξάνουν το προσδόκιμο ζωής μειώνοντας ταυτόχρονα την τελική κατανάλωση ενέργειας. Αντίθετα, ο εξορυκτικισμός μειώνει το πρώτο και αυξάνει τη δεύτερη.

Όλες οι μελέτες τέτοιου τύπου συγκλίνουν: άνετα επίπεδα ζωής μπορούν να εξασφαλιστούν σε όλον τον πλανήτη με μια κατά κεφαλήν κατανάλωση ενέργειας μικρότερη από αυτήν των πλουσίων ανθρώπων και των πλουσίων χωρών. Οι κινητήριες δυνάμεις για υπερβολική ενέργεια στις χώρες αυτές είναι: «Ο εγκλωβισμός των εντατικών σε ενέργεια αναγκών από τη λογική των επιζήμιων παραγόντων. Η κατανάλωση πολυτελείας και οι καταναλωτικές ανισότητες. Η προγραμματισμένη εξάντληση των αντικειμένων. Η υπερπαραγωγή/υπερκατανάλωση. Ο ανταγωνισμός στα κέρδη. Η επέκταση της παραγωγής εξαιτίας των πιέσεων του χρηματοπιστωτικού συστήματος και της εξορυκτικής προσόδου». Το πρόβλημα είναι πως «οι επιζήμιοι παράγοντες προωθούνται ενεργητικά» στο πλαίσιο του σημερινού καθεστώτος, που είναι πλανητικό. Η λύση, επομένως, πρέπει να είναι επίσης «συστημική» και παγκόσμια: «ένας πιο διευρυμένος μετασχηματισμός απαιτείται, για να δοθεί προτεραιότητα στην ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών με λίγη ενέργεια».[6]

Η δίκαιη αποανάπτυξη διεισδύει στην ΔΕΕΚΑ

Η 5η Έκθεση της ΔΕΕΚΑ δήλωνε την ακλόνητη πίστη της στο δόγμα της καπιταλιστικής αγοράς και ανταγωνιστικότητας, επομένως και στην ανάπτυξη: «Τα κλιματικά μοντέλα προϋποθέτουν αγορά που λειτουργούν πλήρως και συμπεριφορές ανταγωνιστικών αγορών». Το δόγμα αυτό δεν στέκεται πλέον, γιατί μας οδηγεί τώρα κατευθείαν στην άβυσσο. Τα τμήματα της 6ης Έκθεσης σε σχέση με την προσαρμοστικότητα στην υπερθέρμανση και με τη μείωση των εκπομπών θα δημοσιευτούν στις αρχές του 2022. Έχει όμως διαρρεύσει το «σχέδιο συμπύκνωσης», προς αυτούς που αποφασίζουν, του τμήματος για τη μείωση των εκπομπών. Εκεί διαβάζουμε, μεταξύ άλλων: «Στα σενάρια που προβλέπουν μείωση της ζήτησης ενέργειας, οι προκλήσεις για τη μείωση των εκπομπών μειώνονται σημαντικά, με λιγότερη εξάρτηση από την απόσυρση CO2 από την ατμόσφαιρα, με μικρότερη πίεση προς τα εδάφη και με πιο χαμηλές τιμές άνθρακα. Τα σενάρια αυτά δεν προδικάζουν μείωση της ευημερίας, αλλά μάλλον παροχή καλύτερων υπηρεσιών».[7]

Θα ήταν πολύ αφελές να συμπεράνουμε πως η 6η Έκθεση της ΔΕΕΚΑ θα πάρει θέση κατά της οικονομίας της αγοράς. Το σχέδιο συμπύκνωσης μεταφράζει απλώς τη δύναμη των επιστημονικών επιχειρημάτων για την αδυναμία να συμβιβαστούν αύξηση του ΑΕΠ και περιορισμός της υπερθέρμανσης σε κάτω του +1,5°C. Η ΔΕΕΚΑ δεν κάνει συστάσεις, θέτει διαπιστώσεις στη βάση της καλύτερης δυνατής επιστήμης. Οι ερευνητές που εργάζονται πάνω στη «δίκαιη αποανάπτυξη» είναι πλέον αναγνωρισμένοι από την επιστημονική τους κοινότητα. Είναι μια νίκη ενάντια στην κυριαρχία της επιστήμης από την καπιταλιστική ιδεολογία του «όλο και περισσότερα».

Είναι, όμως, οι κυβερνήσεις που αποφασίζουν για το δρόμο που πρέπει να ακολουθηθεί. Η συμπύκνωση της έκθεσης πρέπει να επικυρωθεί από αυτές. Μπορούμε να είμαστε βέβαιοι: θα κάνουν τα πάντα για να φύγει η μικρή φρασούλα πιο πάνω από τη συμπύκνωση. Θα το καταφέρουν άραγε; Θα το δούμε. Αλλά, ό,τι και να γίνει με αυτό, η φράση θα παραμείνει στην έκθεση, καθώς αυτή ανήκει στους επιστήμονες!

Καμία θέση εργασίας σε έναν νεκρό πλανήτη

Η αναγνώριση από τη ΔΕΕΚΑ της δίκαιης αποανάπτυξης ως εναλλακτική προς το καπιταλιστικό δόγμα του ανταγωνισμού-κέρδους-ανάπτυξης δίνει ένα στήριγμα και στον αγώνα για μια άλλη κοινωνία. Θα έπρεπε αυτό μάλιστα να ενεργοποιηθεί από το συνδικαλιστικό κίνημα. Έως τώρα, οι ηγεσίες του τελευταίου βασίζονται στην ανάπτυξη, στο όνομα της απασχόλησης. Όμως απατώνται για τη δυνατότητα «δίκαιης μετάβασης» προς έναν «πράσινο καπιταλισμό». Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει πράσινος καπιταλισμός όπως δεν υπάρχει και κοινωνικός καπιταλισμός και η «μετάβαση» είναι απάτη. Οι ανισότητες μεγαλώνουν μαζί με το ΑΕΠ. Ο λογαριασμός της οικολογικής κρίσης θα είναι τσουχτερός και οι κατέχοντες σκοπεύουν ασφαλώς να τον περάσουν στις λαϊκές τάξεις. Απέναντι στην αυξανόμενη απειλή μιας οικολογικής καταστροφής, που θα είναι ταυτόχρονα και πρωτόγνωρη κοινωνική καταστροφή, μόνο οι αγώνες και η σύγκλιση των αγώνων μπορούν να μας σώσουν.

Είναι επείγον ο κόσμος της εργασίας να στρατευτεί πολύ πιο ενεργά δίπλα στη νεολαία, στις γυναίκες, στους ιθαγενείς λαούς, στους μικρούς αγρότες, που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή του αγώνα για τον πλανήτη. Αυτό θα έπρεπε να περάσει από μια βαθιά στρατηγική σκέψη με στόχο την επεξεργασία ενός προγράμματος αντικαπιταλιστικών και αντιπαραγωγικίστικων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Ένα τέτοιο πρόγραμμα θα επέτρεπε, πράγματι, στο συνδικαλισμό να γονιμοποιήσει την ιδέα της «δίκαιης μετάβασης» με τις δικές του προτεραιότητες, τις δικές του διεκδικήσεις, τις δικές του βλέψεις. Ιδιαίτερα τον επαναπροσανατολισμό, δημόσια και συλλογικά, των εργαζομένων (χωρίς μείωση μισθών) προς οικολογικά και κοινωνικά χρήσιμες δραστηριότητες και με μαζική και συλλογική μείωση του χρόνου εργασίας.

Να δουλεύουμε λιγότερο, να δουλεύουμε όλοι και όλες μας, να ζούμε καλύτερα! Δεν υπάρχει απασχόληση σε νεκρό πλανήτη. Το να χάνουμε τη ζωή μας προσπαθώντας να την κερδίσουμε, καταστρέφοντας και τον πλανήτη των παιδιών μας, είναι όσο ποτέ μια απαράδεκτη επιλογή.

Daniel Tanuro

14/12/2021

Οικοσοσιαλιστής συγγραφέας, μέλος της Gauche anticapitaliste / SAP Antikapitalisten [βελγικό τμήμα της 4ης Διεθνούς]

Μετάφραση: ΤΠΤ

Πηγή: Gauche anticapitaliste (Belgique), «Croissance inégalitaire ou décroissance juste: au GIEC, le débat est ouvert»

Αναδημοσίευση και από το Europe solidaire sans frontières (ESSF )

Αγγλική μετάφραση από το International Viewpoint : «Inegalitarian growth or just degrowth: the IPCC has opened the debate».

 

 

Σημειώσεις

[1] Johan Rockström, διευθυντής του Potsdam Institute, https://www.youtube.com/watch?v=iW4fPXzX1S0

[2] «1.5 °C Degrowth Scenarios Suggest the Need for new Mitigation Pathways», Lorenz T. Keyßer & Manfred Lenzen, Nature Communications, (2021)12:2676 :
https://doi.org/10.1038/s41467-021-22884-9
www.nature.com/naturecommunications

[3] Oxfam : Carbon emissions of richest 1% set to be 30 times the 1.5°C limit in 2030, 5/11/2021

 https://www.oxfam.org/en/press-releases/carbon-emissions-richest-1-set-be-30-times-15degc-limit-2030

[4«Scientists Warning on Affluence», Th. Wiedmann, M. Lenzen, L.T. Keyßer, J. Steinberger, Nature Communications (2020)11:3107
https://www.nature.com/articles/s41467-020-16941-y

[5«Socio Economic Conditions for Satisfying Human Needs at low Energy Use: an International analysis of Social Provisioning». J. Vogel, J. Steinberger, D.W. O’Neil, WF Lamb, J. Krishnamukar. Global Environmental Change, 69 (2021).

[6ibidem

[7«El IPCC considera que el decrecimiento es clave para mitigar el cambio climático», Revista Contexto, Juan Bordera & Fernando Prieto, 7/8/2021.

 

Same author