Η κυβέρνηση του Χονγκ Κονγκ, μπροστά στο μαζικό κίνημα αντίστασης από τις αρχές Ιουνίου, τελικά υποσχέθηκε να αποσύρει ολοκληρωτικά το νομοσχέδιο για την έκδοση στην Κίνα στις αρχές Σεπτεμβρίου. Ωστόσο, ο λαός αρνήθηκε να σταματήσει το κίνημα. Συνεχίζει να πιέζει για τα πέντε αιτήματά του, που διατυπώθηκαν τον Ιούλιο. Τα τέσσερα πρώτα αφορούν την άμεση κατάσταση (πλήρης απόσυρση του νομοσχεδίου, δημιουργία ανεξάρτητης εξεταστικής επιτροπής για την αστυνομική συμπεριφορά, ανάκληση του χαρακτηρισμού «ταραχές» για την περιγραφή των διαδηλώσεων, αμνηστία για τους συλληφθέντες διαδηλωτές), και η πέμπτη είναι το καθολικό δικαίωμα ψήφου – κάτι που υποσχέθηκε το Πεκίνο στο βασικό νόμο του (1997). Συνέχισαν τις διαδηλωσεις τους επειδή ο αγώνας των τριών μηνών αποκάλυψε ένα απλό γεγονός: η κρυφή ατζέντα του Πεκίνου είναι να τελειώσει εντελώς η αυτονομία του Χονγκ Κονγκ. Αυτή η κατανόηση τους ώθησε να συνεχίσουν τον αγώνα, ο οποίος έχει κλιμακωθεί σε μια μεγάλη μάχη για να σώσει τη αυτονομία του Χονγκ Κονγκ.
Η κυβέρνηση του Χονγκ Κονγκ, μια μαριονέτα του Πεκίνου, ξεκίνησε ένα νέο γύρο επιθέσεων στις 4 Οκτωβρίου απαγορεύοντας στους διαδηλωτές να φορούν μάσκες μέσω της επίκλησης του διατάγματος του 1922 περί κατάστασης έκτακτης ανάγκης. Κατά ειρωνικό τρόπο, η τότε βρετανική αποικιακή κυβέρνηση θέσπισε νόμο για την καταστολή, χωρίς επιτυχία, της γενικής απεργίας που καθοδήγησε το ναυτεργατικό συνδικάτο – τότε υπό την ηγεσία του Κ.Κ.Κ. Αυτή τη φορά ο αποικιακός νόμος επιβάλλεται πάλι από μια κινέζικη κυβέρνηση του Χονγκ Κονγκ για να καταστείλει τους «συμπατριώτες της».
Ο λαός του Χονγκ Κονγκ πάντα στερούνταν το δικαίωμά του να διαχειρίζεται τις δικές του υποθέσεις, είτε υπό τη βρετανική είτε από την κυριαρχία του Πεκίνου. Σε αντίθεση με τους Βρετανούς, το Πεκίνο υποσχέθηκε την καθολική ψηφοφορία στον λαό του Χονγκ Κονγκ, μόνο που ποτέ δεν μπήκε στον κόπο να τιμήσει αυτήν την υπόσχεση. Στην πραγματικότητα, έχει αποδειχθεί, από την άποψη της «εθνικής ταυτότητας», ότι είναι πιο καταπιεστικό από τους Βρετανούς. Χρόνια πριν από το νομοσχέδιο για την έκδοση στην Κίνα, το Πεκίνο είχε ήδη προσπαθήσει να επιβάλει τη δική του σοβινιστική εκδοχή «εθνικής ταυτότητας» στο Χονγκ Κονγκ, κάτι που οι Βρετανοί δεν είχαν κάνει: προσπάθησε να κάνει την κυβέρνηση του Χονγκ Κονγκ να επιβάλει το «Εθνικό πρόγραμμα σπουδών» και το «νομοσχέδιο για τον εθνικό ύμνο», και υπήρξαν επίσης προσπάθειες αντικατάστασης της Καντονέζικης με την Μανδαρίνικη ως γλώσσα διδασκαλίας. Αυτές οι προσπάθειες νικήθηκαν με διαδηλώσεις. Επομένως, όταν κατατέθηκε το νομοσχέδιο για την έκδοση στην Κίνα, ο λαός του Χονγκ Κονγκ γνώριζε πολύ καλά ότι μια αποφασιστική αναμέτρηση με το Πεκίνο ήταν πλέον αναπόφευκτη.
Τα 1,7 εκατομμύρια συμμετέχοντες στην πορεία της 16ης Ιουνίου έδειξαν ότι το κίνημα έχει την υποστήριξη της πλειοψηφίας. Το κίνημα δεν απαιτεί ανεξαρτησία, όπως ισχυρίζεται το Πεκίνο. Όπως όλοι λαοί των πρώην αποικιών, ο λαός του Χονγκ Κονγκ δικαιούται επίσης το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση, συμπεριλαμβανομένης της επιλογής της ανεξαρτησίας. Ωστόσο, το κίνημα του Χονγκ Κονγκ είναι ενωμένο κάτω από τα πολύ μετριοπαθή «πέντε αιτήματα». Υπάρχει ένα μικρό και χαλαρό ρεύμα που έχει σαν φιλοδοξία την ανεξαρτησία, αλλά δεν έχει καμία επιρροή στο κίνημα.
Σε αντίθεση με τις προηγούμενες γενιές, οι νέοι λαχταρούν μια ιδιαίτερη ταυτότητα του Χονγκ Κονγκ, αλλά αυτό δεν σημαίνει αναγκαστικά ότι θέλουν ανεξαρτησία. Είναι ακριβώς μια αντίδραση στις ολοένα και πιο εθνικιστικές και σοβινιστικές πολιτικές του Πεκίνου. Η Κίνα, στο πλαίσιο του Κ.Κ.Κ., έχει εξελιχθεί σήμερα σε μια κατασταλτική κοινωνία με την οποία λίγοι στο Χονγκ Κονγκ θέλουν να έχουν σχέση, και από εδώ προκύπτει η φιλοδοξία για ένα «ελεύθερο Χονγκ Κονγκ». Η ανάδυση της «ταυτότητας του Χονγκ Κονγκ» επίσης δεν είναι ένα μεμονωμένο γεγονός. Υπήρξε ανάδυση του εθνικού συναισθήματος μεταξύ των Ταϊβανέζων, των Θιβετιανών και των Ουιγούρων. Όπως και στο Χονγκ Κονγκ, αυτό αποτελεί επίσης απάντηση στο σοβινισμό του Πεκίνου. Θα μπορούσε να ειπωθεί με βεβαιότητα ότι σήμερα το Πεκίνο είναι η αιτία μιας μεγάλης φυγόκεντρης δύναμης που τώρα σφίγγει την Κίνα. Πριν μπορέσει να επιτύχει το στόχο της εθνικής ενοποίησης και δόξας, χάνει ήδη την καρδιά της Ταϊβάν, του Θιβέτ, του «Ξιν Τζιάνγκ» και του Χονγκ Κονγκ.
Η απουσία ενός σημαντικού αριστερού ρεύματος στο Χονγκ Κονγκ αντικατοπτρίζει ένα εξαιρετικά αδύναμο εργατικό κίνημα. Οι φρικτές πρακτικές του Κ.Κ.Κ., στο όνομα του «κομμουνισμού» και του «σοσιαλισμού», δυσφημίζουν συνεχώς τις αριστερές ιδέες, δημιουργώντας ένα εχθρικό περιβάλλον εναντίον τους. Αυτό εξηγεί γιατί το σημερινό κίνημα εξακολουθεί να περιορίζεται στα πέντε αιτήματα και δεν αναδεικνύει κοινωνικοοικονομικά αιτήματα παρά τις τεράστιες ανισότητες στην πόλη. Ωστόσο, η νεολαία αναγκάστηκε να προσφύγει στην εργατική τάξη κατά τη διάρκεια του αγώνα και η κοινή προσπάθεια της νεολαίας και των συνδικάτων κατέστησε δυνατό, για πρώτη φορά σε μισό αιώνα, το ξέσπασμα μιας γενικής απεργίας που παρέλυσε το μισό Χονγκ Κονγκ στις 5 Αυγούστου. Όσο περισσότερο η αριστερά μπορεί να αποδείξει τη δύναμη της εργατικής τάξης στην πραγματική πάλη, τόσο περισσότερο θα είναι σε θέση να αποδείξει τη χρησιμότητά της για άλλη μια φορά.
Το Πεκίνο κατηγορεί το κίνημα ότι είναι πράκτορας «ξένης παρέμβασης». Λαμβάνοντας υπόψη την αποικιακή κληρονομιά του Χονγκ Κονγκ, τα παν-δημοκρατικά κόμματα έχουν μακροχρόνιους δεσμούς με τα αμερικανικά και τα βρετανικά κόμματα της άρχουσας τάξης. Ωστόσο, δεν έχουν καθόλου ηγετικό ρόλο στο σημερινό κίνημα. Παίζουν μόνο υποστηρικτικό ρόλο. Κανείς δεν μπορεί να διαγράψει το γεγονός ότι καθοδηγείται κυρίως από χιλιάδες ριζοσπαστικούς νεολαίους που δίνουν στο κίνημα την κατεύθυνση του. Δεν συνδέονται καθόλου με τα σημερινά πολιτικά κόμματα και θαυμάζουν τον αυθορμητισμό τόσο πολύ που δεν εμπιστεύονται καθόλου τις οργανώσεις και τα κόμματα και έχουν σχεδόν μηδενική πολιτική εμπειρία. Η απειρία τους οδήγησε ορισμένους από αυτούς να πιστεύουν ότι οι ΗΠΑ είναι μια πραγματικά δημοκρατική χώρα. Έκαναν λάθη, αλλά δεν ελέγχονται από «ξένες δυνάμεις». Στην πραγματικότητα, δεν μπορούν να ελεγχθούν από κανέναν.
Μια πρόσφατη έρευνα έδειξε ότι σχεδόν το 40% των φοιτητών ισχυρίζονται ότι είναι «τοπικιστές», αλλά το πώς το ερμηνεύει αυτό η ριζοσπαστική νεολαία ποικίλλει στο εσωτερικό της. Πολύ πριν από αυτό το κίνημα η εθνοκεντρική ερμηνεία είχε τη μεγαλύτερη επιρροή μεταξύ εκείνων που ισχυρίζονται ότι είναι «τοπικιστές». Ωστόσο, όταν το κίνημα αυτό εξελίχθηκε σε τεράστια κινητοποίηση, εμφανίστηκαν απαραίτητα πολλαπλές και αντιφατικές τάσεις. Ενώ υπάρχει ένα εθνοκεντρικό ρεύμα που εκδηλώνει αντι-ηπειρωτικό αντι-μεταναστευτικό συναίσθημα, υπήρξε επίσης ένα πολύ μεγαλύτερο ρεύμα που προσπάθησε να κερδίσει τους κινέζους μετανάστες από την ηπειρωτική Κίνα. Η ευθύνη της αριστεράς είναι να ενταχθεί στον αγώνα και να πείσει τη νεολαία με τη δημοκρατική και ενωτική θέση της και όχι να βρεθεί έξω από αυτόν.
Αυτό δεν σημαίνει ότι «ξένες δυνάμεις» είναι εντελώς άσχετες ή ότι δεν ενδιαφέρονται να παρέμβουν στο Χονγκ Κονγκ. Αλλά το Χονγκ Κονγκ δεν είναι συγκρίσιμο με την Ουκρανία. Ενώ η ΕΕ και το ΝΑΤΟ είναι νέοι παίκτες στην αναταραχή της Ουκρανίας από τις αρχές του αιώνα, το Ηνωμένο Βασίλειο και οι ΗΠΑ αναγνωρίζονταν πάντοτε σιωπηρά από το Πεκίνο ως έχοντες συμφέροντα στο Χονγκ Κονγκ. Η αποκαλούμενη «μία χώρα, δύο συστήματα», που κατοχυρώθηκε αρχικά στην κοινή Σινο-Βρετανική δήλωση του 1984 και στη συνέχεια στο βασικό νόμο του 1997, ήταν από την αρχή ένας ιστορικός συμβιβασμός του Πεκίνου με τη Δύση με αντάλλαγμα την άδεια από την δεύτερη να επανενσωματωθεί στον παγκόσμιο καπιταλισμό. Η επίσημη υπόσχεση του βασικού νόμου ότι «το προηγούμενο καπιταλιστικό σύστημα και ο τρόπος ζωής θα παραμείνει αμετάβλητος για 50 χρόνια» σκοπεύει πρώτα απ’ όλα για να κατευνάσει τη δυτική επιρροή και τα επιχειρηματικά συμφέροντα. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο ο βασικός νόμος επιτρέπει στο Χονγκ Κονγκ να τηρεί το δικό του βρετανικό δίκαιο, επιτρέποντας στα δικαστήρια του να προσλαμβάνουν αλλοδαπούς δικαστές (άρθρο 92) και ακόμη και στο βαθμό που επιτρέπει στους αλλοδαπούς να υπηρετούν ως δημόσιοι υπάλληλοι από χαμηλές έως υψηλές θέσεις στο υπουργικού και στο ανώτατο εκτελεστικό επίπεδο (άρθρο 101). Οι ρήτρες αυτές προστατεύουν αποτελεσματικά τα δυτικά εμπορικά και πολιτικά συμφέροντα εκεί. Ως εκ τούτου, δεν είναι προς το συμφέρον τους η αποσταθεροποίηση του Χονγκ Κονγκ. Αυτό εξηγεί επίσης γιατί το Ηνωμένο Βασίλειο και οι ΗΠΑ ειδοποίησαν σιωπηρά τους παν-δημοκράτες του Χονγκ Κονγκ να δεχθούν το πακέτο πολιτικών μεταρρυθμίσεων του Πεκίνου το 2014 πριν από το ξέσπασμα του κινήματος της ομπρέλας.
Είναι η μονομερής αλλαγή στην πολιτική του Πεκίνου για το Χονγκ Κονγκ και ιδιαίτερα η προσπάθειά του να καταθέσει το νομοσχέδιο για την έκδοση στην Κίνα, που είναι άμεσα υπεύθυνο τόσο για την αναταραχή του Χονγκ Κονγκ όσο και για τη δυτική κριτική κατά του Πεκίνου για το νομοσχέδιο. Εξάλλου, το νομοσχέδιο δεν αφορά μόνο τους Κινέζους, αλλά και κάθε ξένο που τυχαίνει να βρίσκεται στο Χονγκ Κονγκ. Κατά τύχη υπάρχει τώρα ένα κοινό συμφέρον με την στενή έννοια του όρου, μεταξύ της Δύσης και του λαού του Χονγκ Κονγκ για το θέμα του νομοσχεδίου περί εκδόσεων στην Κίνα. Και οι δύο θέλουν να αποσυρθεί το νομοσχέδιο. Αλλά ακόμα και μετά την απόσυρση του νομοσχεδίου, η αυτονομία του Χονγκ Κονγκ εξακολουθεί να κινδυνεύει, επομένως εξακολουθεί να υφίσταται μια δύσκολη κατάσταση: αν και τα συμφέροντα του εργαζόμενου λαού του Χονγκ Κονγκ διαφέρουν θεμελιωδώς από αυτά των δυτικών κυβερνήσεων, παρόλα αυτά εμφανίζονται και οι δύο να απαιτούν από το Πεκίνο να τιμήσει την υπόσχεσή του έναντι της αυτονομίας του Χονγκ Κονγκ. Το νομοσχέδιο των Ηνωμένων Πολιτειών για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και τη Δημοκρατία στο Χονγκ Κονγκ δείχνει ότι οι κυβερνώσες ελίτ των ΗΠΑ εξακολουθούν να προσπαθούν να συνδέσουν το ζήτημα του Χονγκ Κονγκ με τη δική τους εξωτερική πολιτική. Η αριστερά πρέπει να υπενθυμίσει στον λαό του Χονγκ Κονγκ ότι αυτό δείχνει ότι η αυτοκρατορία των ΗΠΑ δεν είναι ποτέ ο πραγματικός τους φίλος. Και ότι οι δημοκρατικοί τους φίλοι πρέπει να βρεθούν ανάμεσα στα εκατομμύρια των αμερικανών εργαζομένων που αντιτίθενται στον Τραμπ.
Ενώ τόσο η ηπειρωτική Κίνα όσο και το Χονγκ Κονγκ είναι καπιταλισμοί, υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ των δύο, όσον αφορά την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των δικαιωμάτων των εργαζομένων. Ενώ το τελευταίο επιτρέπει, αν και με σαφή όρια, την ύπαρξη ενός κοινωνικού κινήματος, η πρώτη δεν επιτρέπει κανένα. Στην πραγματικότητα, αυτό το χαρακτηριστικό του Χονγκ Κονγκ ανησυχεί όλο και περισσότερο το Πεκίνο. Από την αρχή του αιώνα, όλο και περισσότεροι άνθρωποι στην ηπειρωτική χώρα έχουν αρχίσει να μιμούνται το κοινωνικό κίνημα του Χονγκ Κονγκ και άρχισαν να οργανώνονται, άτυπα ή μέσω ΜΚΟ. Αυτή ήταν η τιμή που έπρεπε να πληρώσει το Πεκίνο για να χρησιμοποιήσει το Χονγκ Κονγκ σαν βοήθεια στην οικοδόμηση του νέου καπιταλισμού της Κίνας. Όλο και περισσότερο το Πεκίνο διαπιστώνει ότι η τιμή είναι πολύ υψηλή και από τότε που ο Ξι Τζιπίνγκ ήρθε στην εξουσία το 2012, το Πεκίνο πρέπει να είχε σκεφτεί ότι είχε γίνει αρκετά ισχυρό ώστε να σκίσει τον Βασικό Νόμο. Αυτός ο νόμος προσπαθεί να κρατήσει παγωμένο ένα είδος καπιταλισμού που βασικά παράγει διακρίσεις και εκμεταλλεύεται τους εργαζόμενους και είναι επομένως αντιδραστικός. Ωστόσο, περιέχει επίσης ρήτρες που προστατεύουν τα ανθρώπινα και εργασιακά δικαιώματα. Η διεθνής αριστερά πρέπει να υποστηρίξει τον αγώνα του λαού του Χονγκ Κονγκ να υπερασπιστεί και να επεκτείνει τα δικαιώματά του, όχι μόνο λόγω της εγγενούς αξίας του αγώνα του, αλλά και επειδή ο αγώνας του συνεχίζει να εμπνέει το κοινωνικό κίνημα της Κίνας, όσο μικρό και καταπιεσμένο και αν είναι τώρα.
Όποιες και αν είναι οι αδυναμίες που έχει επιδείξει το κίνημα κατά του νομοσχεδίου για την έκδοση, έχει μεγάλη ιστορική σημασία: πρόκειται για το πρώτο δημοκρατικό κίνημα σε ένα μέρος της Κίνας που είναι ταυτόχρονα μαζικό, ριζοσπαστικό και επαναστατικό, τόσο ισχυρό που εξαναγκάζει ακόμη και την κυβέρνηση που υποστηρίζεται από το Πεκίνο να υποχωρήσει. Είναι η νέα αφύπνιση μιας δημοκρατικής συνείδησης, ντυμένη με μια «ταυτότητα του Χονγκ Κονγκ». Η πολιτική απεργία έχει επίσης αφήσει ένα βαθύ σημάδι στη συνείδηση των εργαζομένων: τους διδάσκει τη μεγάλη αξία της μη συμμόρφωσης. Το κίνημα του Χονγκ Κονγκ εκθέτει επίσης τη μεγάλη αδυναμία του «τέλειου αυταρχισμού» της Κίνας. Για περισσότερο από τέσσερις μήνες το Πεκίνο δεν είναι σε θέση να αποκαταστήσει την τάξη σε αυτή την πόλη. Το Χονγκ Κονγκ, με την αποικιακή κληρονομιά του, για καλό ή για κακό, έχει γίνει ένα οδυνηρό αγκάθι στη σάρκα του δράκου. Ο δράκος είναι ήδη σε όλο και πιο κακή κατάσταση. Ο θάνατος αυτού του θηρίου στα χέρια του προοδευτικού κοινωνικού κινήματος είναι καθοριστικής σημασίας για τον μελλοντικό δημοκρατικό μετασχηματισμό της Κίνας. Αυτό εξελίσσεται σε ένα από τα πιο σημαντικά ζητήματα στον 21ο αιώνα. Από την μια πλευρά, η άνοδος του κινεζικού καπιταλισμού δημιούργησε τη μεγαλύτερη εργατική τάξη στον κόσμο και στην ιστορία, ενώ από την άλλη, ο αυταρχικός καπιταλισμός του αποτελεί επίσης μια από τις μεγαλύτερες απειλές για την ανθρωπότητα και το κλίμα του πλανήτη. Ένας δημοκρατικός μετασχηματισμός στην Κίνα αποτελεί προϋπόθεση για την επίλυση όλων αυτών των προβλημάτων. Αυτό επίσης κάνει την υποστήριξή μας στον αγώνα του λαού του Χονγκ Κονγκ για δημοκρατία και δικαιοσύνη ακόμα πιο επείγουσα από ποτέ.
- Είμαστε στο πλευρό του λαού του Χονγκ Κονγκ!
- Πέντε αιτήματα, ούτε ένα λιγότερο!
- Μποϊκοτάζ στις κινέζικες υπερπόντιες επενδύσεις!
- Δημοκρατία στο Χονγκ Κονγκ και στην ηπειρωτική Κίνα!
- Κάτω η μονοκομματική δικτατορία!
- Απορρίπτουμε τις παρεμβάσεις των κυβερνήσεων Τραμπ και Τζόνσον!
- Διεθνής αλληλεγγύη μεταξύ των εργαζομένων και όλων των προοδευτικών δυνάμεων!
Εκτελεστικό Γραφείο της Τέταρτης Διεθνούς
21 Οκτωβρίου 2019