Κίνα versus ΗΠΑ: κλιμάκωση της έντασης

Η επίσημη αναγνώριση από την Ταϊβάν της παρουσίας στο έδαφός της βορειοαμερικανικών στρατευμάτων αύξησε την ένταση με την Κίνα. Νέοι ελιγμοί των υπερδυνάμεων εξηγούν επικίνδυνες διεθνείς κινήσεις που κλονίζουν και πάλι την παγκόσμια σκακιέρα.

Η επιβεβαίωση από την πρόεδρο της Ταϊβάν, Τσάι Ινγκβέν, της στρατιωτικής παρουσίας των ΗΠΑ στο έδαφος του νησιού ...«για να ενισχύσουν την αμυντική ικανότητα και να εκπαιδεύσουν τα ταϊβανέζικα στρατεύματα» αντιμετωπίστηκε ως πρόκληση από την Κίνα, η οποία κάλεσε τις ΗΠΑ να μην παρεμβαίνει στην Ταϊβάν. «Όσοι ξεχνούν την καταγωγή τους, προδίδουν την πατρίδα τους και διαιρούν τη χώρα δεν θα έχουν καλή κατάληξη. Η αναζήτηση και η υποστήριξη της ανεξαρτησίας της Ταϊβάν είναι καταδικασμένη σε αδιέξοδο». «Δεν μπορεί να αλλάξει το αμετάκλητο γεγονός ότι η Ταϊβάν είναι τμήμα της Κίνας», πρόσθεσε ο Βενγκ Βενμπίν, εκπρόσωπος τύπου του υπουργού εξωτερικών της Λαϊκής Δημοκρατίας.

Η σχέση Κίνας και Ταϊβάν περνάει, έτσι, τη χειρότερη στιγμή της των τελευταίων τεσσάρων δεκαετιών.

Νέες σχέσεις

Με το τέλος του εμφυλίου πολέμου, το 1949, και τον θρίαμβο των κομμουνιστικών δυνάμεων με την ηγεσία του Μάο Τσετούνγκ, ο Τσανγκ Καϊσέκ, επικεφαλής του ηττημένου εθνικιστικού τομέα, εγκαταστάθηκε στο νησί και εκεί οικοδόμησε μια ανεξάρτητη εξουσία, με την προφανή συνεργασία των δυτικών δυνάμεων.

Όμως, ήδη από τη δεκαετία του 1970, με την επίσκεψη του Ρίτσαρντ Νίξον στο Πεκίνο, οι αμερικανο-κινεζικές σχέσεις μπήκαν σε νέα φάση. Από τότε, η σχέση των ΗΠΑ με το νησί βρέθηκαν σε αυτό που ονομάστηκε «στρατηγικό διφορούμενο» -δεν έχει επίσημη διπλωματική αντιπροσωπεία, αλλά έχει πάρα πολλές ημι-επίσημες σχέσεις-, ενώ παράλληλα συμφωνήθηκε με τον Ντενγκ Ξιάοπινγκ να ισχύσει το «Μία Κίνα, δύο συστήματα», το οποίο ρυθμίζει ώς τώρα τις σχέσεις με την Ταϊβάν (όπως και με τον Χονγκ Κονγκ και το Μακάο), το οποίο από πάντα είχε καταγγελθεί από τις αρχές του νησιού.

Με τη συμφωνία αυτή του «μία χώρα, δύο συστήματα» αποκλείστηκε η οποιαδήποτε ενδεχόμενη κήρυξη ανεξαρτησίας από το νησί, ενώ ταυτόχρονα εμποδίστηκε και μια κινεζική προώθηση σε αυτό που θεωρεί «εξεγερμένη επαρχία». Η πολιτική αυτή της «διπλής αποθάρρυνσης», σύμφωνα με τον καθηγητή του Χάρβαρντ Joseph S. Nye, άρχισε να εξασθενίζει από τις πράξεις της αμερικανικής κυβέρνησης με τις οποίες θέλει να περιορίσει την κινεζική προώθηση και τις αντιδράσεις της Λαϊκής Δημοκρατίας. Πριν λίγες μέρες, ο Πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζό Μπάιντεν, δήλωσε ότι «δεσμεύεται» να υπερασπίσει στρατιωτικά την Ταϊβάν, ενώ και ο Ξι Ζινπίν δεν δίστασε να πράξει εξίσου, δηλώνοντας: «Η επανενοποίηση μπορεί και θα γίνει».

Κινήσεις εντυπώσεων

Η νέα κλιμάκωση της έντασης έχει ως πλαίσιο τη μετάβαση της παγκόσμιας εξουσίας -άνοδος της Λαϊκής Δημοκρατίας / παρακμή των ΗΠΑ- και θέτει σοβαρές προκλήσεις στη φιλελεύθερη αρχιτεκτονική που ρυθμίζει ώς τώρα την παγκόσμια τάξη πραγμάτων.

Η σκλήρυνση των διεθνών θέσεων των ΗΠΑ συμπίπτει με μια εξασθένιση της διοίκησης Μπάιντεν -την ίδια αυτή εβδομάδα υπέστη μια γερή εκλογική ήττα (τα ποσοστά αποδοχής του είναι ήδη παρόμοια με του Ντόναλντ Τραμπ) και του χρόνου θα έχει τις εκλογές στο ήμισι της θητείας του- με την οποία διακινδυνεύεται η κυβερνητική του ατζέντα, τόσο στο χώρο των υποδομών (1,2 τρισεκατομμυρίων δολαρίων) όσο και της κοινωνικής και περιβαλλοντικής του πολιτικής, με το όνομα Build Back Better [«καλύτερη ανοκοδόμηση»] (1,75 τρισεκατομμύρια δολάρια, όπου συμπεριλαμβάνονται και 555 δισεκατομμύρια δολάρια για τη μείωση των αερίων του θερμοκηπίου).

Όσο για την Κίνα, η επανενοποίηση με την Ταϊβάν δεν είναι μόνο μια ιστορική διεκδίκηση, αλλά και στρατηγική διεκδίκηση, στον ανταγωνισμό ισχύος. Πάνω στο νησί είναι εγκατεστημένο το μεγαλύτερο παγκοσμίως εργοστάσιο ημι-αγωγών (TSMC), η τροφοδοσία του οποίου είναι κρίσιμη για την τεχνολογική επικράτηση της Λαϊκής Δημοκρατίας επί των ΗΠΑ.

Μιλιταρισμός και ελεύθερη αγορά

Οι ΗΠΑ βγαίνουν από την «ατλαντική επικέντρωση», που συνάρθρωνε τη διεθνή τους παρουσία μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, και την αντικαθιστούν από μια νέα «επικέντρωση Ασίας-Ειρηνικού». Η στρατηγική σύνδεση που μόλις πρόσφατα αναγγέλθηκε ανάμεσα στις ΗΠΑ, τη Μεγάλη Βρετανία και την Αυστραλία και ονομάστηκε με το ακρώνυμό της στα αγγλικά, AUKUS, παρουσιάστηκε ως μια συμμαχία για την υπεράσπιση των συμφερόντων των τριών χωρών στην ινδο-ειρηνική περιοχή, όμως είναι στην ουσία μια στρατιωτική συμμαχία. Που ξαναπιάνει, ωστόσο, παράλληλα και τον τετραμερή Διάλογο για την Ασφάλεια (ΗΠΑ, Ιαπωνία, Ινδία, Αυστραλία).

Εάν η απόσυρση από το Αφγανιστάν ήταν κυρίως αμυντική πράξη, αυτές είναι σαφώς επιθετικές κινήσεις και έχουν ως στόχο να περιορίσουν τις κινήσεις της Κίνας (την επέκτασή της, και στρατιωτική και πυρηνική) και να εγγυηθούν την «ελεύθερη ναυσιπλοΐα» στην περιοχή. Τόσο η απόσυρση στρατευμάτων όσο και η στρατηγική σύνδεση έγιναν χωρίς να τα πληροφορηθούν οι ευρωπαίοι σύμμαχοι.

Από τη μεριά της, η Κίνα απάντησε με το αίτημα ένταξης στην «Εμπορική συμφωνία δι-ειρηνικής συνεργασίας» (Trans-Pacific Partnership Agreement, TPP). Εάν το αίτημα αυτό προχωρήσει, θα ενίσχυε την ηγετική της παρουσία παγκοσμίως, καθώς πρόκειται για εμπορική συμφωνία παγκόσμιας διάστασης, τη στιγμή που οι ΗΠΑ έχουν αποσυρθεί από αυτήν, με τον απομονωτισμό της κυβέρνησης Τραμπ. Ούτως ή άλλως συμπληρώνεται από την ένταξή της ήδη στην «Παγκόσμια οικονομική περιφερειακή συνεργασία» (Regional Comprehensive Economic Partnership, RCEP), καθώς και από το δικό της σχέδιο για «Νέους δρόμους μεταξιού» (Belt and Road Initiative, BRI). Την ίδια στιγμή οι ΗΠΑ προωθούν στο G7, για να ανταγωνιστούν ακριβώς τους «Νέους δρόμους μεταξιού», μια «Καλύτερη Παγκόσμια Ανοικοδόμηση» ή Build Back Better Word (B3W).

Η μετάβαση της παγκόσμιας εξουσίας, στο πλαίσιο του στρατηγικού ανταγωνισμού ανάμεσα σε ΗΠΑ και σε Κίνα, συνδυάζει στρατιωτικές συμμαχίες με εμπορικές συμφωνίες. Οι ΗΠΑ κρατιούνται από το μιλιταρισμό, εγκαταλείποντας τις πολυμερείς εμπορικές πρακτικές, ενώ η Κίνα επωφελείται από τις συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου, την ίδια ώρα που ενισχύει την στρατιωτική και πυρηνική της δύναμη.

Η κλιμάκωση της παγκόσμιας έντασης, με αφορμή την περίπτωση της Ταϊβάν, αποδεικνύει ότι ένα πολεμικό σενάριο δεν μπορεί πλήρως να αποκλειστεί στη μεταβατική αυτή περίοδο.

Eduardo Lucita

5/11/2021

(*) Μέλος του EDI (Economistas de Izquierda)

 

Μετάφραση ΤΠΤ

Same author