Ο Λίβανος και η ισραηλινή στρατηγική εκφοβισμού

[Το άρθρο αυτό γράφτηκε λίγες ώρες πριν από τη μαζική τρομοκρατική ενέργεια εναντίον μελών της Χεζμπολλάχ μέσω βομβητών το απόγευμα της 17ης Σεπτεμβρίου, ενισχύοντας έτσι την επικαιρότητα του τίτλου του.]

 

 

Τις τελευταίες ημέρες, οι ισραηλινές απειλές σχετικά με επικείμενη επίθεση στο Λίβανο έχουν πολλαπλασιαστεί, ιδίως μετά την προληπτική επίθεση του Ισραήλ κατά της Χεζμπολλάχ στις 25 Αυγούστου, την οποία ακολούθησε η επίθεση του κόμματος σε αντίποινα για τη δολοφονία του στρατιωτικού διοικητή Φουάντ Σουκρ. Από εκείνη την ημέρα, μια χορωδία άρχισε να κατηγορεί τον Μπέντζαμιν Νετανιάχου για το μέγεθος της προληπτικής επιχείρησης, το οποίο ορισμένοι σιωνιστές σχολιαστές θεωρούν μικρότερο από το απαιτούμενο, καθώς επιθυμούν μια επίθεση που θα ξεπερνά τους στρατιωτικούς στόχους και θα αποκτά αποτρεπτικές διαστάσεις, εξαπολύοντας εντατική καταστροφή στα πληθυσμιακά κέντρα στα οποία κυριαρχεί το κόμμα.

Το αξιοσημείωτο είναι ότι οι επιρρίψεις ευθυνών δεν περιορίστηκαν μόνο στα πιο ακραία μέλη της σιωνιστικής ακροδεξιάς, υπέρμαχους της μόνιμης υπερπλειοδοσίας, αλλά συμπεριέλαβαν και το σιωνιστικό «κέντρο» που εκπροσωπείται από τον Μπένι Γκαντζ, έναν από τους ηγέτες της αντιπολίτευσης στον Νετανιάχου, πρώην αρχηγό του επιτελείου του ισραηλινού στρατού και μέλος του πολεμικού υπουργικού συμβουλίου που συγκροτήθηκε για να επιβλέψει την ανακατάληψη της Γάζας μέχρι την παραίτησή του από αυτό τον περασμένο Ιούνιο, προκαλώντας έτσι τη διάλυσή του. Ο Γκαντζ σχολίασε την επίθεση ως «πολύ λίγη, πολύ αργά». Ένας σχολιαστής της Maariv, της εφημερίδας που εκπροσωπεί τις απόψεις της σιωνιστικής «κεντροδεξιάς», έγραψε ότι δεν αρκεί η αποτροπή όσων ετοιμάζει η Χεζμπολλάχ, αλλά απαιτείται μάλλον μια μεγάλης κλίμακας αεροπορική εκστρατεία που θα αποτρέψει το κόμμα από το να συνεχίσει να ανταλλάσσει πυραύλους πέρα από τα σύνορα, επιτρέποντας στους Ισραηλινούς που έχουν εκτοπιστεί από την αρχή του σημερινού πολέμου να επιστρέψουν στα σπίτια τους.

Η συζήτηση έκτοτε κλιμακώθηκε στους σιωνιστικούς κύκλους, ενώ οι πυλώνες της σιωνιστικής ακροδεξιάς έσπευσαν να απομακρύνουν την κατηγορία από τον σύμμαχό τους Νετανιάχου, που τους έφερε στην εξουσία, επιδιώκοντας να εκτρέψουν την κριτική στον υπουργό πολέμου, αντίπαλο του Νετανιάχου στην κυβέρνηση και εντός του κόμματος Λικούντ, Γιοάβ Γκαλάντ. Η απάντηση του τελευταίου ήταν να ξεπεράσει τους επικριτές του, τονίζοντας την ανάγκη να διευρυνθεί το πεδίο εφαρμογής του πολέμου με τη Χεζμπολλάχ και να του δοθεί προτεραιότητα έναντι του πολέμου στη Γάζα, του οποίου οι κύριοι στόχοι, κατά τη γνώμη του, έχουν επιτευχθεί. Ο σημερινός αρχηγός του ισραηλινού επιτελείου, Χερζί Χαλεβί, τόνισε έκτοτε την αποτελεσματικότητα των επιθέσεων που έχουν εξαπολύσει και εξακολουθούν να εξαπολύουν οι δυνάμεις του, ενώ προετοιμάζονται για έναν πόλεμο μεγάλης κλίμακας εναντίον της Χεζμπολλάχ, συμπεριλαμβανομένων των ασκήσεων που διεξήχθησαν στα τέλη του περασμένου μήνα και περιλάμβαναν εκπαίδευση πεζικού για χερσαία επίθεση στο Λίβανο.

Ο ίδιος ο Νετανιάχου συνέβαλε στο να χτυπάνε τα τύμπανα για τον επερχόμενο πόλεμο κατά του Λιβάνου, μέσω ενός στενού του συνεργάτη στο κόμμα Λικούντ, ο οποίος του απέδωσε την πρόθεση να ξεκινήσει ένας πόλεμος που θα κάνει το προάστιο της Βηρυτού «να μοιάζει με τη Γάζα», όπως είπε ο άνθρωπος αυτός, και που θα προηγηθεί μια «προληπτική» επίθεση παρόμοια με εκείνη της 25ης Αυγούστου, αλλά διάρκειας μερικών ημερών και όχι μόνο μερικών λεπτών ή ωρών. Ο διοικητής της Βόρειας Διοίκησης του Ισραήλ, υποστράτηγος Όρι Γκορντίν, βετεράνος μιας μακράς σειράς πολέμων που ξεκινούν από την τελευταία φάση της σιωνιστικής κατοχής του νότιου Λιβάνου (1985-2000), συμμετείχε σε αυτόν τον αγώνα πλειοδοσίας. Σύμφωνα με τις ειδήσεις που διέρρευσαν από το περιβάλλον του, ο Γκορντίν ζήτησε το πράσινο φως για την επανακατάληψη μιας νεκρής ζώνης στο νότιο Λίβανο από τον σιωνιστικό στρατό. Δεδομένου ότι η ίδια πηγή πληροφοριών ανέφερε ότι ο Γκαλάντ και ο Χαλεβί διαφώνησαν με τον Γκορντίν στο θέμα της εξαπόλυσης ενός πολέμου μεγάλης κλίμακας στο Λίβανο την παρούσα χρονική στιγμή, το θέμα φαίνεται να εμπίπτει στη διελκυστίνδα μεταξύ Νετανιάχου και Γκαλάντ. Η διαμάχη μεταξύ των δύο ανδρών έφτασε στο σημείο να κυκλοφορούν φήμες ότι ο πρώτος πρόκειται να αποπέμψει τον δεύτερο από την υπουργική του θέση.

Η κυβέρνηση Μπάιντεν φοβήθηκε ότι αυτός ο πλειοδοτικός ανταγωνισμός θα οδηγούσε σε μια μεγάλη ισραηλινή επίθεση στον Λίβανο την παρούσα χρονική στιγμή, κάτι που δεν επιθυμεί για δύο λόγους: πρώτον, επειδή βρίσκεται σε κατάσταση «κουτσής πάπιας» που δεν θα της επέτρεπε να ελέγξει την κατάσταση και δεύτερον, επειδή ένας νέος πόλεμος θα εμφανιζόταν ως αποτυχία των προσπαθειών της, κάτι που ο αντίπαλός της, Ντόναλντ Τραμπ, θα εκμεταλλευτεί στην προεκλογική του εκστρατεία εις βάρος της νυν αντιπροέδρου του Μπάιντεν και υποψηφίας του κόμματός του για να τον διαδεχθεί στην προεδρία. Η Ουάσινγκτον έστειλε εσπευσμένα τον ειδικό απεσταλμένο της για τη σύγκρουση μεταξύ Ισραήλ και Χεζμπολλάχ, τον Άμος Χόχσταϊν, ο οποίος συναντήθηκε με τον Γκαλάντ τη Δευτέρα. Ο υπουργός Πολέμου ανέβασε τους τόνους, τονίζοντας κατά τη διάρκεια της συνάντησης ότι ο πόλεμος κατά του Λιβάνου είναι επικείμενος και ότι δεν εμπιστεύεται πλέον την πιθανότητα να επιτευχθεί ειρηνικά αυτό που η Ουάσινγκτον προσπαθεί να επιτύχει μέσω διαπραγματεύσεων. Η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει ταχθεί υπέρ της επιστροφής στην απόφαση 1701 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ που υιοθετήθηκε στο τέλος του πολέμου του 2006, δηλαδή με την αποχώρηση των δυνάμεων της Χεζμπολλάχ από τον νότιο Λίβανο μέχρι βόρεια του ποταμού Λιτάνι και την αντικατάστασή τους από τον τακτικό στρατό του Λιβάνου, επιπλέον των δυνάμεων του ΟΗΕ που βρίσκονται εκεί.

Πού είναι η αλήθεια σε όλο αυτό το παιχνίδι πλειοδοσίας και εκφοβισμού; Δεν μπορούμε παρά να επαναλάβουμε εδώ αυτό που τονίζαμε στα τέλη του περασμένου Ιουνίου, ότι δηλαδή «και οι δύο πλευρές, ο Νετανιάχου και η αντιπολίτευση, πιστεύουν ότι δεν υπάρχει τρίτη επιλογή στο βόρειο μέτωπό τους, παρά μόνο η Χεζμπολλάχ να συναινέσει και να δεχτεί να αποσυρθεί βόρεια..., ή να διεξάγουν έναν σκληρό πόλεμο εναντίον της Χεζμπολλάχ με υψηλό κόστος, τον οποίο όλοι θεωρούν απαραίτητο για να ενισχύσουν την αποτρεπτική ικανότητα του κράτους τους, που έχει υποβαθμιστεί σημαντικά στο μέτωπο του Λιβάνου μετά την 7η Οκτωβρίου». («Τα τύμπανα του πολέμου που ηχούν στο μέτωπο Ισραήλ/Λιβάνου είναι το προοίμιο ενός ολοκληρωτικού πολέμου;», 25 Ιουνίου 2024). Δεδομένου ότι το σιωνιστικό κράτος δεν μπορεί να εξαπολύσει έναν πόλεμο μεγάλης κλίμακας στο Λίβανο χωρίς την πλήρη συμμετοχή των ΗΠΑ, ιδίως όταν η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει προειδοποιήσει ότι ένας τέτοιος πόλεμος θα μετατρεπόταν σε περιφερειακή ανάφλεξη, είναι δύσκολο είτε για τον Νετανιάχου είτε για τον Γκαλάντ να υποστηρίξουν την πρωτοβουλία να εξαπολύσουν μια αιφνιδιαστική επίθεση μεγάλης κλίμακας στο Λίβανο χωρίς το πράσινο φως της Ουάσινγκτον. Το Ισραήλ δεν θα ήταν σε θέση ούτε καν να διεξάγει τον γενοκτονικό του πόλεμο στη Γάζα χωρίς τη συμμετοχή των ΗΠΑ, και η Χεζμπολλάχ είναι πολύ ισχυρότερη από τη Χαμάς και τους συμμάχους της στο εσωτερικό της Λωρίδας.

Επομένως, ο Νετανιάχου ενεργεί σήμερα με το βλέμμα στραμμένο στις αμερικανικές εκλογές: Εάν αισθάνεται ότι ο Τραμπ θα κερδίσει, θα περιμένει να επιβεβαιωθεί το γεγονός, ή ακόμη και την επιστροφή του Τραμπ στον Λευκό Οίκο, προτού εξαπολύσει έναν πόλεμο κατά του Λιβάνου σε συνεννόηση μαζί του, ως προοίμιο για μια ευρείας κλίμακας επίθεση κατά των πυρηνικών αντιδραστήρων στο ίδιο το Ιράν. Αν, από την άλλη πλευρά, θεωρήσει ότι η νίκη της Καμάλα Χάρις είναι η πιο πιθανή, ή αν αυτό συμβεί στις εκλογές της 5ης Νοεμβρίου, αυτό θα τον ωθήσει να εκμεταλλευτεί τον εναπομείναντα χρόνο της παρουσίας του Μπάιντεν στον Λευκό Οίκο για να κλιμακώσει και να οδηγήσει σε κατάσταση πολέμου. Είναι πιθανό ότι στη συνέχεια θα επιδιώξει να εξασφαλίσει ότι ο Μπάιντεν θα εμπλακεί στην υποστήριξη της επίθεσης, δίνοντας στη Χεζμπολλάχ τελεσίγραφο με συγκεκριμένη και σύντομη προθεσμία για να υποκύψει στις πιέσεις και να αποχωρήσει.

Οι πρόσφατες θέσεις του Νετανιάχου, συμπεριλαμβανομένης της απόρριψης της εκεχειρίας στη Γάζα και της ανταλλαγής αιχμαλώτων που επιδιώκει η κυβέρνηση Μπάιντεν, δεν μπορούν πράγματι να κατανοηθούν χωρίς να ληφθούν υπόψη οι αμερικανικές εκλογές. Σε αντίθεση με τις αναλύσεις που επικεντρώνονται μόνο στην ισραηλινή εσωτερική πολιτική, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η άρνηση του Νετανιάχου να παραχωρήσει στη διοίκηση Μπάιντεν αυτό που θα φαινόταν ως πολιτικό επίτευγμα εν μέσω της τρέχουσας αμερικανικής προεκλογικής εκστρατείας είναι μια μεγάλη υπηρεσία προς τον Τραμπ, τους καρπούς της οποίας ο Νετανιάχου θα επιδιώξει να καρπωθεί αν ο τελευταίος κερδίσει για δεύτερη φορά την προεδρία.

 

Μετάφραση: elaliberta.gr

11 Σεπτεμβρίου 2024, جلبير الأشقر , « لبنان واستراتيجية التهويل الإسرائيلية » , القدس العربي

https://www.alquds.co.uk/%d9%84%d8%a8%d9%86%d8%a7%d9%86-%d9%88%d8%a7%d8%b3%d8%aa%d8%b1%d8%a7%d8%aa%d9%8a%d8%ac%d9%8a%d8%a9-%d8%a7%d9%84%d8%aa%d9%87%d9%88%d9%8a%d9%84-%d8%a7%d9%84%d8%a5%d8%b3%d8%b1%d8%a7%d8%a6%d9%8a%d9%84/

Gilbert Achcar, “Lebanon and the Israeli Strategy of Intimidation”, جلبير الأشقر / Gilbert Achcar, 17 Σεπτεμβρίου 2024, https://gilbert-achcar.net/lebanon-and-israeli-intimidation. Αναδημοσίευση: Gilbert Achcar, “Lebanon and the Israeli Strategy of Intimidation”, International Viewpoint, 18 Σεπτεμβρίου 2024, https://internationalviewpoint.org/spip.php?article8676.

 

Gilbert Achcar