Η αριστερά μπροστά στις εκλογές στην Πορτογαλία

Κατά τα τελευταία χρόνια, η Πορτογαλία κυβερνήθηκε, μοναχικά, από το Σοσιαλιστικό Κόμμα. Βέβαια, καθώς το ΣΚ δεν διέθετε σε καμία στιγμή απόλυτη πλειοψηφία, αναγκάστηκε να προσφύγει σε συμφωνίες με την αριστερά, σε κάτι που λαϊκά ονομάστηκε «geringonça». Ήταν μια εμπειρία γεμάτη εντάσεις και συγκρούσεις, που κατέληξε σε ρήξη όταν το Σοσιαλιστικό Κόμμα αρνήθηκε να συμφωνήσει για τον προϋπολογισμό με το Μπλόκο της Αριστεράς και το Κομμουνιστικό Κόμμα.

Αυτό οδηγεί τη χώρα σε νέες εκλογές και σε ένα περίπλοκο σκηνικό, που σημαδεύεται από την πανδημία και από την άνοδο της άκρας δεξιάς. Εδώ συνομιλούμε με τον Ζόρζε Κόστα, της ηγεσίας και βουλευτή του Μπλόκο της Αριστεράς, για την εκλογική συγκυρία, για τις ιδιομορφίες της πορτογαλικής πολιτικής συγκρότησης, για το ρόλο των κομμάτων και των κοινωνικών κινημάτων, καθώς και για την άνοδο μιας νέας άκρας δεξιάς σε μια χώρα που, ώς τώρα, αυτή παρέμενε περιθωριακή σε σχέση με το γενικότερο φαινόμενο.

Πορτογαλία: Η αριστερά μπροστά στις εκλογές

Brais Fernández: Μετά από τρία χρόνια διακυβέρνησης από το Σοσιαλιστικό Κόμμα, η Πορτογαλία οδηγείται σε νέες εκλογές: Τί συνέβη; Πες μας λίγο για το γενικό πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό σκηνικό για όσους(ες) δεν παρακολουθούν καθημερινά την πορτογαλική πολιτική.

Jorge Costa: Οι εκλογές του 2015, μετά την ανάμειξη της τρόικας, είχαν ένα αποτέλεσμα που δημιούργησε μια νέα κατάσταση. Παρόλο που είχε το μεγαλύτερο ποσοστό, ο συνασπισμός της δεξιάς δεν κατάφερε να έχει πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο. Τότε, το Μπλόκο της Αριστεράς (Bloco de Esquerda) και το Κομμουνιστικό Κόμμα (PCP) δήλωσαν τη διάθεσή τους να εμποδίσουν μια διακυβέρνηση της δεξιάς και αναζήτησαν τις βάσεις πολιτικών συμφωνιών με το ΣΚ «στην προοπτική μιας κοινοβουλευτικής συμφωνίας», όπως το έλεγαν τότε. Μια κοινοβουλευτική συμφωνία διαφέρει από μια κυβερνητική συμφωνία στο μέτρο που δεν συνεπάγεται καμία συμμετοχή στην εκτελεστική εξουσία, αλλά μόνο μια σειρά από προγραμματικές συναινέσεις, με αντάλλαγμα την υπερψήφιση μιας μειοψηφικής κυβέρνησης. Οι συμφωνίες καθόριζαν μέτρα και χρονοδιαγράμματα για την αποκατάσταση των εισοδημάτων -στους μισθούς, τις 35 ώρες εργασίας για τους δημοσίους υπαλλήλους, την αύξηση του ελάχιστου μισθού, την αποκλιμάκωση της φορολόγησης της εργασίας, την άρση του παγώματος και την αποκατάσταση των χαμηλότερων συντάξεων- καθώς και το τέλος σε νέες ιδιωτικοποιήσεις. Η σταθεροποίηση αυτού του πλαισίου επέτρεψε στην αριστερά να επιβάλει, κατά τη διάρκεια της θητείας, και ορισμένα πρόσθετα προχωρήματα με σημαντική εμβέλεια, όπως τη μονιμοποίηση των ελαστικών εργαζομένων στο δημόσιο, την κοινωνική προστασία των «αυτόνομων» (αυτοαπασχολούμενων), τη μείωση των πανεπιστημιακών διδάκτρων, ένα νέο νομοθετικό πλαίσιο βάσης με προοδευτική κατεύθυνση, καθώς και τη διαδικασία αποποινικοποίησης της υποβοηθούμενης ευθανασίας (αυτό δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί).

Το πολιτικό αυτό πλαίσιο, αποκαλούμενο από τη δεξιά περιφρονητικά «geringonça» (= κάτι σαν «το μαραφέτι»), δηλαδή με τη στήριξη των πολιτικών οργανώσεων που έχουν συμφωνήσει, δημιούργησε με τη σειρά του ένα αίσθημα κοινωνικής ανακούφισης και διεκδικητικής διάθεσης, ειδικότερα στους εργαζόμενους του δημόσιου τομέα και στους πιο επισφαλείς τομείς, που αναδύθηκαν στη δημόσια σφαίρα. Επίσης στην ίδια περίοδο αναδύθηκαν και νέα μαζικά κινήματα, με τις μεγαλύτερες φεμινιστικές και αντιρατσιστικές διαδηλώσεις που είχαμε ποτέ δει στην Πορτογαλία, πέρα και από τις σημαντικές νεολαιίστικες κινητοποιήσεις για την κλιματική δικαιοσύνη, ενταγμένες σε ένα παγκόσμιο κίνημα, που κατόπιν ανέκοψε η πανδημία.

Τα όρια του πλαισίου αυτού δεν άργησαν να καταστούν προφανή: το Σοσιαλιστικό Κόμμα υπάκουε στις διαταγές των Βρυξελλών σε αποφάσεις όπως η εφαρμογή των κανονισμών τραπεζικής εξυγίανσης στην περίπτωση της τράπεζας Banco Espírito Santo, στον περιορισμό της δημόσιας επένδυσης σε αναιμικά επίπεδα ή στην άρνηση ουσιαστικής αποκατάστασης των δημοσίων υπηρεσιών που είχαν χτυπηθεί από τις περικοπές της τρόικας. Η εργατική νομοθεσία διατήρησε άθικτες τις παραχωρήσεις της περιόδου που η δεξιά είχε επιτύχει πιο πέρα και από όσα επέβαλαν τα μνημόνια της τρόικας.

Παρόλα αυτά τα διατηρούμενα εμπόδια, η αποκατάσταση των εισοδημάτων, μαζί με την αύξηση της τουριστικής ζήτησης και με την πτώση των επιτοκίων του χρέους που επέφερε η πολιτική της ΚΤΕ, επέτρεψε μια γρήγορη αποκατάσταση στην ανάπτυξη της απασχόλησης, που αντικατοπτρίζεται και στην αύξηση της πρόθεσης ψήφου προς το Σοσιαλιστικό Κόμμα.

Το 2018/2019 άρχισε να είναι προφανής η διάθεση του ΣΚ για πολιτική σύγκρουση που, σε εκλογικούς όρους, θα του επέτρεπε να εξασφαλίσει απόλυτη πλειοψηφία. Ο πρόεδρος του κόμματος, Carlos César, έφτασε μάλιστα στο σημείο να αναφέρεται στις αριστερές δυνάμεις ως «εμπόδιο» για μια καλή κυβέρνηση των σοσιαλιστών. Η προσπάθεια τότε απέτυχε. Τον Οκτώβρη του 2019, τα κόμματα της αριστεράς στην ουσία διατήρησαν τις δυνάμεις τους (το Μπλόκο πήρε 9,5% και διατήρησε τον ίδιο αριθμό βουλευτών, το PCP [Κομμουνιστικό Κόμμα] πήρε 6,3%) και το ΣΚ εξέλεξε 108 βουλευτές, ξεπερνώντας τα δεξιά κόμματα χωρίς όμως να εξασφαλίσει απόλυτη πλειοψηφία -του έλειπαν 7 έδρες. Τότε, ξεκίνησαν αμέσως και νέες διαπραγματεύσεις, αλλά αυτή τη φορά χωρίς το ΣΚ να βρίσκεται στην «κατάσταση ανάγκης» που βρισκόταν το 2015.

Το PCP δήλωσε ότι δεν ήταν διατεθειμένο να διαπραγματευτεί παρά μόνο συγκυριακές συμφωνίες, χωρίς τη βάση μιας αρχικής πολιτικής συμφωνίας. Το Μπλόκο ντε Εσκέρδα πρότεινε να προχωρήσει σε τέτοια συμφωνία, αλλά με μια προϋπόθεση: να καταργηθούν οι υποχωρήσεις που είχε εισάγει η τρόικα στην εργατική νομοθεσία (απαξίωση των υπερωριών, μείωση του αριθμού των ημερών αδείας, μείωση της βάσης υπολογισμού της αποζημίωσης για απόλυση από τις 30 στις 12 μέρες για κάθε έτος εργασίας και άλλα μέτρα). Την επομένη της συνεδρίασης με το Μπλόκο, ο Αντόνιο Κόστα συσκέφτηκε με τις εργοδοτικές συνομοσπονδίες. Είναι επίσης σημαντικό να διευκρινίσουμε ότι η νέα κυβέρνηση δεν μπόρεσε να προχωρήσει σε συμφωνία για τη μεταρρύθμιση του Κώδικα Εργασίας. Έτσι, η μειοψηφική κυβέρνηση πέρασε σε έναν τρόπο διακυβέρνησης του τύπου βλέπουμε και κάνουμε, από προϋπολογισμό σε προϋπολογισμό, εκτοξεύοντας όλο και πιο ανοιχτά έναν εκβιασμό για πολιτική κρίση και για πρώιμες εκλογές και επιδεικνύοντας μια όλο και πιο εχθρική στάση απέναντι στα κόμματα της αριστεράς: εχθρότητα έναντι του Μπλόκο, συγκαταβατικότητα και διάθεση καθυπόταξης προς το PCP.

Brais Fernández: Συγκεκριμένα, ποιά αιτήματα έθεταν τόσο το Μπλόκο της Αριστεράς όσο και το Κομμουνιστικό Κόμμα στο τραπέζι;

Jorge Costa: Αρκετές εβδομάδες μετά τις εκλογές του 2019, ο προϋπολογισμός για το 2020 δεν μπορούσε να υιοθετηθεί εξαιτίας της αποχής των βουλευτών του Μπλόκο και του ΚΚ (καθώς και των τριών βουλευτών του ζωόφιλου κόμματος PAN [Pessoas-Animais-Natureza = Λαός – Ζώα -Φύση]) χωρίς μια σημαντική ενίσχυση της επένδυσης στην υγεία. Όμως ο προϋπολογισμός του 2021 υιοθετήθηκε παρά την καταψήφιση από το Μπλόκο, μετά από μια διαπραγμάτευση στην οποία επικεντρωθήκαμε στην κατάργηση της εργατικής νομοθεσίας της τρόικας και άλλων διαρθρωτικών κοινωνικών πολιτικών.

Με βάση τα μαθήματα της πανδημίας, επίσης προωθήσαμε προτάσεις για έκτακτες παροχές απέναντι στην επείγουσα κατάσταση ανάγκης και στην οξυνόμενη φτώχεια με την προετοιμασία πρόσθετης κοινωνικής στήριξης μεγαλύτερης έκτασης και χωρίς αυθαίρετους αποκλεισμούς.

Μπροστά στην ευάλωτη κατάσταση στην οποία οδήγησε η πανδημία την Εθνική Υπηρεσία Υγείας [SNS = εθνικό σύστημα υγείας], το Μπλόκο πρότεινε ένα νέο σχήμα αμοιβών για αποκλειστική εργασία των επαγγελματιών της υγείας με στόχο να σταματήσει η ανάμειξη δημοσίου/ιδιωτικού και να προσελκυστούν στην Εθνική Υπηρεσία Υγείας οι επαγγελματίες που τώρα ωθούνται προς τα ιδιωτικά νοσοκομεία μέσω καλύτερων προσφορών (ιδιαίτερα για τους γιατρούς και τους νοσοκόμους).

Όλα αυτά η κυβέρνηση τα αρνήθηκε και ο προϋπολογισμός του 2021 υιοθετήθηκε με την αποχή του PCP (του οποίου η κύρια επιτυχία ήταν η εγγύηση πληρωμής του βασικού μισθού, στο 100%, για τους εργαζόμενους σε αναστολή εργασίας) και του PAN. Στη φάση εκείνη, οι κομμουνιστές υποστήριζαν ότι η εργατική νομοθεσία, καθώς δεν είναι αυστηρά ζήτημα προϋπολογισμού, θα έπρεπε να γίνει αντικείμενο διαπραγμάτευσης ανάμεσα στην κυβέρνηση και στα συνδικάτα.

Το PCP άλλαξε τη θέση του αυτή στις διαπραγματεύσεις για τον προϋπολογισμό του 2022, όταν έθεσε στη διαπραγμάτευση την απόσυρση των εργατικών νόμων της τρόικας -όπως το είχε κάνει και το Μπλόκο πολύ έντονα, ήδη από την πρόταση για μετεκλογική συμφωνία το 2019- και την επιτάχυνση της αύξησης του ελάχιστου μισθού. Αυτό ήταν αρκετό για να οδηγήσει σε καταψήφιση.

Απέναντι στην απόρριψη του προϋπολογισμού, ο Αντόνιο Κόστα, που ποτέ δεν έκρυψε τη διάθεσή του να απελευθερωθεί από την ανάγκη διαπραγμάτευσης με την αριστερά, έσπευσε να ζητήσει, ήδη μέσα από τη συζήτηση για τον προϋπολογισμό, νέες εκλογές, για να προσπαθήσει να έχει απόλυτη πλειοψηφία.

Brais Fernández: Το ΣΚ ενισχύεται εκλογικά, όμως σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις δεν του αρκεί αυτό για να εξασφαλίσει απόλυτη πλειοψηφία. Άρα τίθεται το ερώτημα, γιατί θέλησε να πιέσει τις εκλογές; Πώς να χαρακτηριστεί η πολιτική του και η διακυβέρνησή του;

Jorge Costa: Οι επόμενες εκλογές θα είναι ένα δημοψήφισμα για τον πρωθυπουργό. Ο Κόστα θα αντιμετωπίσει σκληρό δίλημμα επιβίωσης εάν δεν καταφέρει να εξασφαλίσει απόλυτη πλειοψηφία έχοντας προκαλέσει πρόωρες εκλογές. Το στοίχημά του, χωρίς το οποίο απέχει πολύ από την πλειοψηφία, είναι να πληρώσουν τα κόμματα της αριστεράς που απέρριψαν τον προϋπολογισμό του, και βέβαια και να αποτύχει η δεξιά, που όμως βρίσκεται σε εσωτερικές διενέξεις ηγεσίας καθώς και υπό την πίεση της άκρας δεξιάς. Αυτός είναι και ο λόγος που πολλοί μετριοπαθείς ψηφοφόροι, παρά τη δυσφορία τους, μπορεί να προτιμήσουν τη συνέχεια από την εναλλαγή. Βέβαια, όλοι αυτοί οι υπολογισμοί είναι προς απόδειξη…

Όπως έχω ήδη αναφέρει, είναι χαρακτηριστικό της κυβέρνησης του ΣΚ η υποταγή στους ευρωπαϊκούς κανόνες. Ακόμα και στην κατάσταση έκτακτης ανάγκης, όπου έχουν ανασταλεί οι κανόνες των δημοσιονομικών συμφώνων, η Πορτογαλία βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις των αναπτυγμένων χωρών σε σχέση με τη δημόσια επένδυση απέναντι στην κρίση. Και αυτό, παρά τα δημοσιονομικά περιθώρια ελιγμών για να προχωρήσει. Η ευθυγράμμιση αυτή επιπλέον εμποδίζει και το οποιοδήποτε μέτρο δεν ευνοεί το μεγάλο κεφάλαιο, είτε πρόκειται για τον κλάδο των ακινήτων, είτε για τα έσοδα των ηλεκτρικών εταιρειών είτε για την ιδιωτική υγεία.

Brais Fernández: Νομίζω πως η πορτογαλική εμπειρία θέτει το ζήτημα της περιπλοκότητας της σχέσης με τα σοσιαλιστικά κόμματα στην Ευρώπη. Από τη μια, είναι κοινωνικο-φιλελεύθερα ή προοδευτικά νεο-φιλελεύθερα κόμματα, ανάλογα με την περίπτωση. Από την άλλη, στο πλαίσιο της ανόδου της άκρας δεξιάς ή της σταθεροποίησης της παραδοσιακής δεξιάς, μοιάζουν να αποτελούν επιλογή για ένα σημαντικό τμήμα του κόσμου της αριστεράς, παρόλο που αρκετά από αυτά έχουν βυθιστεί σε μια κρίση ιστορικών διαστάσεων. Τί είδους σχέση βλέπετε με το ΣΚ;

Jorge Costa: Η σχέση του Μπλόκο ντε Εσκέρδα με το ΣΚ ήταν πάντα έντονης πολιτικής διένεξης. Το Σοσιαλιστικό Κόμμα είναι, μαζί με το PSD, ο κύριος πρωταγωνιστής του μοντέλου συντηρητικού εκσυγχρονισμού που εξηγεί τις αναπαραγόμενες καθυστερήσεις της χώρας, από την ιδιωτικοποίηση των στρατηγικών τομέων της οικονομίας ώς την υιοθέτηση και την παγίωση μέτρων για τη φίμωση των εργαζομένων στην παραγωγή. Με τα χρόνια, η σύγκρουση αυτή άφησε χώρο σε μερικές σημαντικές συγκλίσεις (αποποινικοποίηση της κατανάλωσης ναρκωτικών, δικαιώματα ΛΟΑΤΚΙ), αλλά παρέμεινε σε κρίσιμους τομείς της κοινωνικής και οικονομικής πολιτικής.

Εάν το 2015 πίστευε κανείς, λαθεμένα, ότι θα υπήρχαν επαρκείς προγραμματικές προϋποθέσεις και εμπιστοσύνη για συνύπαρξη υπουργών σε κυβέρνηση συνασπισμού, μια τέτοια κυβέρνηση δεν θα είχε κρατήσει ούτε λίγες εβδομάδες: Το Δεκέμβρη του 2015, μόλις δύο μήνες μετά τις εκλογές, το Σοσιαλιστικό Κόμμα πουλούσε στην Santander μια κρατική τράπεζα, την Banif, με ζημιά για το πορτογαλικό κράτος 3 δισεκατομμυρίων ευρώ. Κανένας αριστερός υπουργός δεν θα μπορούσε να δεχτεί ένα τέτοιο διάταγμα.

Η εμπειρία του «geringonça» (των συμφωνιών 2015-2019) αντιμετωπίστηκε και στη διεθνή συζήτηση ως αν μπορούσε να χρησιμεύσει ως «μοντέλο». Για εμάς δεν ήταν κανένα μοντέλο έτοιμο για εφαρμογή: πολύ περισσότερο ήταν καρπός πολύ ιδιαίτερων εθνικών συγκυριών. Ήταν μια μειοψηφική κυβέρνηση ενός κεντρώου κόμματος και όχι μια αριστερή κυβέρνηση. Η κοινοβουλευτική του βάση ήταν το αποτέλεσμα σημαντικών συμβιβασμών για μια πολιτική αλλαγή: για να τελειώσει η λιτότητα και για την αποκατάσταση των εισοδημάτων του πληθυσμού. Η πλατφόρμα αυτή ξέμεινε σε αυτό και το Σοσιαλιστικό Κόμμα αρνήθηκε να δεχτεί τις απαιτήσεις της αριστεράς που ήθελε η στήριξή της στην κυβέρνηση να αντιστοιχιστεί με την αποκατάσταση των χαμένων εργασιακών δικαιωμάτων (το οποίο είναι και το αναγκαίο για να διορθωθεί η παρατεταμένη στασιμότητα των μέσων μισθών) και με τη δημιουργία προϋποθέσεων για τη συνέχιση της Εθνικής Υπηρεσίας Υγείας (SNS), που έχει υποβιβασθεί από τις ιδιωτικές αρπακτικότητες.

Brais Fernández: Από την άλλη μεριά, η Πορτογαλία έμοιαζε να είναι μία από τις τελευταίες χώρες της Ευρώπης χωρίς ισχυρή άκρα δεξιά. Όμως, είδαμε την άνοδο του φαινομένου Chega, κάτι που μοιάζει εντυπωσιακό σε μια χώρα της οποίας το Σύνταγμα γεννήθηκε μέσα από την ανατροπή μιας δικτατορίας από μια συμμαχία ανάμεσα σε τμήματα του στρατού και των λαϊκών τάξεων. Πώς είναι η πορτογαλική άκρα δεξιά και ποιές είναι οι αιτίες της ανόδου της;

Jorge Costa: Στη σημερινή αναδιοργάνωση της πορτογαλικής δεξιάς, ξεχωρίζουν δύο νέοι πόλοι: ο ένας είναι η άκρα δεξιά και ο άλλος είναι ο ακραιοφιλελεύθερος. Και οι δύο συμμερίζονται το ίδιο οικονομικό πρόγραμμα, που βασίζεται στις φορολογικές εκπτώσεις για τους πλούσιους και στην ιδιωτικοποίηση των δημοσίων υπηρεσιών. Η ριζοσπαστικοποίηση του συνόλου της δεξιάς είναι μια κληρονομιά της τρόικας, με εχθρότητα απέναντι στο κοινωνικό κράτος και, στην περίπτωση του κόμματος Chega [chega = αρκετά], και με ανοιχτό ρατσισμό. Όμως είναι μια διαδικασία διεθνών διαστάσεων. Η θητεία του Τραμπ στις ΗΠΑ προσέφερε κουλτούρα και πόρους στο ρεύμα αυτό που ενισχύθηκε από αυτή τη ριζοσπαστικοποίηση. Και είναι κυρίως αυτή η διεθνής δυναμική που ώθησε την άνοδο του Chega.

Με βάση αυτή την ώθηση, μια χούφτα ακτιβιστές ακροδεξιών ομάδων και μερικών απογοητευμένων από το PSD (που απομακρύνθηκαν από το κόμμα αυτό στα τέλη της θητείας του τέως πρωθυπουργού Passos Coelho) ρίχτηκαν στο σχέδιο να στηθεί ένα νέο κόμμα. Οι συντηρητικοί τομείς των δύο παραδοσιακών κομμάτων (PSD και CDS) θεώρησαν ότι είχε έρθει η στιγμή να διατυπωθεί ένα υπεραντιδραστικό και υπερφιλελεύθερο πρόγραμμα. Αυτοί κατάφεραν να μαζέψουν γύρω τους έναν πολιτικό κύκλο χαμηλού επιπέδου αλλά ικανό να εμφανιστεί σε μεγάλο τμήμα της χώρας και να απορροφήσει την εκλογική πελατεία του ετοιμοθάνατου CDS, πετυχαίνοντας αρκετά καλά σκορ στις δημοτικές εκλογές. Ένα τμήμα της εκλογικής επιρροής του Chega εντοπίζεται στις λαϊκές περιφέρειες που συνήθιζαν να απέχουν, αλλά ένα άλλο τμήμα είναι η παλιά υπερσυντηρητική ή σαλαζαρική εκλογική πελατεία που συγκατοίκησε για πολλά χρόνια με τα χρώματα της παραδοσιακής δεξιάς. Πρέπει να δούμε και το πόσο θα αντισταθεί στη χρήσιμη ψήφο προς το PSD, αλλά είναι μια δύναμη που ήδη έχει κερδίσει το δικό της χώρο.

Η τεράστια πλειονότητα του πορτογαλικού πληθυσμού δεν έχει άμεση θύμηση της δικτατορίας ή του πολέμου, που τέλειωσε πριν από σχεδόν μισό αιώνα. Το εκλογικό σώμα του Chega είναι κατά κύριο λόγο άντρες και ηλικιωμένοι, αν και η νοσταλγική πλευρά του λόγου του είναι λιγότερο εμφανής απ’ό,τι για παράδειγμα στο ισπανικό Vox. Είναι μια δεξιά επιθετικού ματσισμού, που εκμεταλλεύεται τις εντάσεις στις περιφερειακές συνοικίες, το μίσος για τους τσιγγάνους και τους μουσουλμάνους, και γενικότερα για τους φτωχούς, για όσους κατονομάζει ως «επιδοτοεξαρτώμενους».

Στη νεολαία πολύ πιο σημαντική είναι η ανάπτυξη της Iniciativa Liberal, μιας δεξιάς με βάναυση ατομιστική και «αξιοκρατική» ρητορική, ελευθεριακή στα ήθη και αντικομουνιστική, που προέρχεται επίσης από τμήματα του PSD και του CDS. Κατέβηκε στις εκλογές πρώτη φορά το 2019 και εξέλεξε μόνο μία έδρα, όμως έχει προοπτικές ανάπτυξης.

Το Μπλόκο αντιμετωπίζει την κατατμημένη δεξιά ξεκινώντας από την κοινή της πηγή -την πολιτική της τρόικας- και την προοπτική της για ιδιωτικοποίηση. Η πανδημία ανέδειξε την προφανή απειλή αυτού του προγράμματος για την ευημερία της πλειονότητας του πληθυσμού, όπως και το ρόλο του κράτους για την υγεία, την παιδεία ή τη στήριξη της απασχόλησης, στοιχεία που έκαναν τη δεξιά προπαγάνδα να λουφάξει.

Όσο για την πάλη κατά του Chega, πέρα από την ανάδειξη των σχέσεων του κόμματος με εξαιρετικά ανεπιθύμητα τμήματα της οικονομικής ελίτ ή του πιο φανατικού και επικίνδυνου αρνητισμού του, το Μπλόκο κράτησε στην ατζέντα του τις θεματικές της μετανάστευσης και των προσφύγων, του ρατσισμού και της ιστορικής μνήμης, τα οποία και αρνιόμαστε να απαλύνουμε κάτω από την πίεση μιας αναδυόμενης, βίαιης και αναθεωρητικής, κοινής γνώμης. Είναι σημαντική η κοινωνική παρουσία ενός νέου μαύρου κινήματος, πιο νεαρού, που εμπνέεται από το βορειοαμερικάνικο Black Lives Matter, με το οποίο το Μπλόκο διατηρεί πολύ στενές σχέσεις.

Brais Fernández: Πώς τοποθετούνται το Partido Social Demócrata (όπως λέγεται το κύριο κόμμα της κεντροδεξιάς στην Πορτογαλία) και η υπόλοιπη δεξιά στις εκλογές;

Jorge Costa: Σήμερα η δεξιά περνάει μια περίοδο κατάτμησης, με τις αμφισβητήσεις για την ηγεσία του PSD, την εξαφάνιση του CDS, την εμφάνιση ενός νέου υπερφιλελεύθερου κόμματος και την γερή παρουσία του Chega που με την ηγεσία ενός αποστάτη του PSD βρίσκει στο ισπανικό Vox το κόμμα με τη μεγαλύτερη συγγένεια. Είναι σαν, μετά την παρέμβαση της τρόικας, να μην μπορεί η δεξιά να ξεπεράσει το κατώφλι του ενός τρίτου των ψήφων.

Έτσι, οι φιλοδοξίες της δεξιάς για την εξουσία μοιάζουν αδύναμες και η άνοδος του Chega το επιδεινώνει ακόμα περισσότερο, έστω και αν, όσο απόλυτες και να φαίνονται οι διαβεβαιώσεις των ηγετών της δεξιάς πως ποτέ οι ρατσιστές δεν θα συμμετάσχουν σε κυβέρνησή τους, ένα τμήμα του εκλογικού σώματος του «κέντρου», που παλαντζάρει ανάμεσα στο PS και στο PSD, φοβάται πως μια ψήφος προς την παραδοσιακή δεξιά θα μπορούσε να καταλήξει σε ανύψωση της άκρας δεξιάς στη σφαίρα της εξουσίας. Για την ώρα, οι εκλογικές προοπτικές της δεξιάς είναι αδύναμες.

Brais Fernández: Η Πορτογαλία αποτελεί την εξαίρεση στο ότι δύο αριστερές, μία πιο φιλοσοβιετική (το PCP) και μια άλλη που προέρχεται από τις ριζοσπαστικές παραδόσεις που αναδύθηκαν κατά την περίοδο μετά το 1968 (BE), είναι σε θέση να ενισχύονται σε περίοδο πλήρους νεοφιλελευθερισμού. Πώς είναι οι σχέσεις μεταξύ τους;

Jorge Costa: Οι σχέσεις μεταξύ Μπλόκο και ΚΚ είναι απόμακρες. Το PCP έχει μια βαθιά «καμπιστική» ανάγνωση της παγκόσμιας κατάστασης, το οποίο και το οδηγεί στο να υπερασπίζεται καθεστώτα που πάνε από το κινεζικό ΚΚ ώς τον πουτινισμό και από τη συριακή δυναστεία των Αλ Ασάντ έως τμήματα της ολιγαρχίας της Αγκόλα που βρίσκονται σε δυσμένεια. Στο χώρο των δικαιωμάτων και των ελευθεριών, ας αναφέρω ορισμένα παραδείγματα απόκλισης: το PCP είναι ενάντια στην ευθανασία και στην αποποινικοποίηση της κάνναβης, απορρίπτει την ποσόστωση των γυναικών στις εκλογικές διαδικασίας, αρνείται την ύπαρξη διαρθρωτικού προβλήματος ρατσισμού στη χώρα και μόνο πρόσφατα υιοθέτησε ένα ευρύτερο πρόγραμμα για ζητήματα ΛΟΑΤΚΙ.

Παρά τις διαφωνίες αυτές, συμπίπτουμε στην τεράστια πλειονότητα των ψηφοφοριών στο κοινοβούλιο οικονομικού ή κοινωνικού χαρακτήρα. Αυτό θα μπορούσε να είχε αποτελέσει τη βάση μιας δυνατότητας πολιτικής συνάρθρωσης κατά τα τελευταία χρόνια, αλλά δυστυχώς το PCP αρνιέται από πάντα όχι μόνο τις τριμερείς διαπραγματεύσεις με το ΣΚ, σε σχέση με τις συμφωνίες, αλλά και τις όποιες διμερείς μορφές συνάρθρωσης που θα μπορούσαν να είχαν ενισχύσει τις διαπραγματευτικές προσπάθειες και την κινηματική τους ατζέντα. Επιπλέον, οι συνδικαλιστές του PCP έχουν βαλθεί τα τελευταία χρόνια να αποκλείουν από τις θέσεις ευθύνης όσους αγωνιστές συνδέονται με το Μπλόκο ή με άλλα συνδικαλιστικά ρεύματα, σε σημείο μάλιστα που αρνούνται ακόμα και τις συζητήσεις που ζητάνε μειοψηφίες της ηγεσίας του CGTP [Confederação Geral dos Trabalhadores Portugueses = Γενική Συνομοσπονδία Πορτογάλων Εργαζομένων].

Brais Fernández: Ποιά είναι η κατάσταση στους χώρους της κοινωνικής κινητοποίησης; Ποιοί αγώνες και ποιοί τομείς βρίσκονται σήμερα στην πρωτοπορία της ανασύνθεσης του ανταγωνιστικού στρατοπέδου στην Πορτογαλία, μέσα από τους οποίους θα μπορούσε η αριστερά να ανασυνθέσει μια εναλλακτική προς τη δεξιά αλλά και προς τον σοσιαλφιλελευθερισμό;

Jorge Costa: Η πανδημία είχε πολύ ισχυρό αντίκτυπο για τα κινήματα και τους κοινωνικούς αγώνες. Τα απανωτά lokcdowns και η κοινωνική απομόνωση οδήγησαν σε γενικευμένη αποκινητοποίηση και σε ρήξη στις σχέσεις με τους ακτιβιστές.

Υπήρξαν συγκυριακοί αγώνες στους υγειονομικούς, στις δημόσιες υπηρεσίες και στα ευάλωτα επαγγέλματα, όπως η ασφάλεια και η καθαριότητα. Ιδιαίτερα στις δημόσιες υπηρεσίες, η αναγγελία των εκλογών οδήγησε σε αναστολή πολλών προγραμματιζόμενων απεργιών. Είναι νωρίς ακόμα να εκτιμήσουμε ακριβώς τις συνέπειες της πανδημίας για την επιδείνωση του μακρύτερου κύκλου αποσυνδικαλιστικοποίησης και εξασθένισης της κοινωνικής συγκρουσιακότητας, που βάζει δύσκολα ερωτήματα σε μια ανταγωνιστική αριστερά, από τα οποία επηρεάζεται η συγκρουσιακότητα της συνάρθρωσης ανάμεσα στο κοινοβουλευτικό και στο κοινωνικό επίπεδο των σχεδιαζόμενων κινητοποιήσεων με φιλοδοξίες πλειοψηφικής εμβέλειας στην κοινωνία.

Τους τελευταίους μήνες υπάρχουν σημάδια ανάκαμψης του κινήματος για την κλιματική δικαιοσύνη και της πάλης κατά του ρατσισμού και της αφρικάνικης καταγωγής (σε αυτό διοργανώθηκε η μεγαλύτερη διαδήλωση στην περίοδο της πανδημίας, σε σύνδεση και με τις παγκόσμιες διαμαρτυρίες ενάντια στη δολοφονία του Τζορτζ Φλόυντ, στις 6 Ιουνίου 2020), αλλά το φεμινιστικό κίνημα δεν κατάφερε ακόμα να ξαναπιάσει τον ανοδικό κύκλο του της περιόδου αμέσως πριν από τον covid, όταν γνώριζε πρωτόγνωρη παρουσία στους δρόμους.

Brais Fernández: Τελευταίο, η συζήτηση στο ζήτημα της Ευρώπης πήρε μια νέα τροπή με την πανδημία. Πώς εκτιμάς την κατάσταση σε ευρωπαϊκό επίπεδο;

Jorge Costa: Η κρίση της πανδημίας βαθαίνει τις ασυμμετρίες μεταξύ των κρατών του ενιαίου νομίσματος. Οι πόροι για οικονομική ανάκαμψη δίνονται πολύ αργά, είναι ανεπαρκείς και, στην πλειοψηφία τους, δημιουργούν και νέα χρέη. Πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι το γερμανικό ταμπού απέναντι στην αμοιβαιοποίηση του χρέους έχει εν μέρει αρθεί. Όμως, τη στιγμή που η γερμανική οικονομία επωφελείται από μαζικές κρατικές ενισχύσεις, οι κυβερνήσεις των πιο χρεωμένων χωρών υποβάλλονται εθελοντικά σε δημοσιονομικό πνίξιμο, καθώς προβλέπουν ότι τα ελλείμματα που σήμερα επιτρέπονται θα πυροδοτήσουν μέτρα λιτότητας στο αμέσως επόμενο διάστημα. Δεν έχουν αρθεί τα ταμπού ούτε της άμεσης χρηματοδότησης των κρατών από την κεντρική τράπεζα (ΕΚΤ), ούτε των δημοσιονομικών κανόνων που, κρίση με την κρίση, έχουν αποδειχτεί αντιπαραγωγικά. Με τέτοιους κανόνες, οι χρηματοδοτικοί πόροι που κινητοποιούνται σήμερα μπορεί να οξύνουν περαιτέρω τις ασυμμετρίες που υπάρχουν στην Ένωση, όπως το αποδεικνύουν και οι διαφοροποιήσεις ανάμεσα στα εθνικά προγράμματα απάντησης στην κρίση.

Κανένα πρόγραμμα ανοικοδόμησης δεν θα είναι επαρκές αν δεν περιλαμβάνει την αναδιάρθρωση των δημοσίων χρεών (ιδιαίτερα του χρέους που βρίσκεται στα χέρια της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας) και τη ρήξη με τα νεοφιλελεύθερα σύμφωνα που επιτίθενται στις δημόσιες υπηρεσίες και στην κρατική επένδυση.

Η συνέντευξη του Jorge Costa δόθηκε στον Brais Fernández και δημοσιεύτηκε στα ισπανικά στο Jacobin – America latina, στις 10/11/2021. Επίσης αναδημοσιεύτηκε, στις 12/11/21, και από το ισπανικό Viento Sur.

Μετάφραση: ΤΠΤ

 

Ο Jorge Costa [από το τεταρτοδιεθνιστικό Rede Anticapitalista] είναι μέλος της ηγεσίας και βουλευτής του πορτογαλικού Bloco de Esquerda.

Ο Brais Fernández είναι μέλος της ισπανικής Anticapitalistas (τμήματος της 4ης Διεθνούς στο Ισπανικό Κράτος) και μέλος της συντακτικής επιτροπής της επιθεώρησης Viento Sur.

Same author