Απέναντι στον νεοφασιστικό κίνδυνο του FN/RN [Εθνικό Μέτωπο/Εθνική Συσπείρωση -όλες οι αγκύλες είναι σημειώσεις του μεταφραστή], το αποτέλεσμα του 2ου γύρου των πρόωρων βουλευτικών εκλογών έδωσε μια ανάσα. Αυτή η ανάπαυλα είναι ουσιαστική, καθώς αποφεύχθηκε η παράδοση των κρατικών μηχανισμών σε αυτό, αλλά δεν εξαφανίζει τις θεμελιώδεις διεργασίες που εκφράστηκαν στις ευρωεκλογές και τις βουλευτικές εκλογές.
Η ευνοϊκότερη πολιτική κατάσταση αμέσως μετά τις εκλογές μάς επέτρεψε να αναδείξουμε τις απαντήσεις του NFP [Νέου Λαϊκού Μετώπου] και τις συζητήσεις γύρω από τις προτάσεις του. Αυτό όμως δεν πρέπει να μας τυφλώνει για τον πραγματικό συσχετισμό δυνάμεων, που σημαίνει ότι πρέπει να αντιμετωπίσουμε ορισμένα μείζονα στρατηγικά ζητήματα.
Ο Patrick Le Moal κάνει μια αναδρομή στις πρόσφατες εκλογικές εξελίξεις για να βγάλει συμπεράσματα σε σχέση με τα άμεσα καθήκοντα: ενότητα, ανασυγκρότηση ενός χειραφετητικού ορίζοντα, ανάγκη για μια πολιτική δύναμη... για να μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε στον νεοφασισμό.
Ο κίνδυνος της νεοφασιστικής εξουσίας είναι μπροστά μας
Στον πρώτο γύρο των βουλευτικών εκλογών του 2017 (51% των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων), το FN είχε πάρει περίπου 3 εκατομμύρια ψήφους, ενώ στον πρώτο γύρο των βουλευτικών εκλογών του 2022 (52,5% των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων), το RN πήρε 4,2 εκατομμύρια ψήφους, στις οποίες μπορούμε να προσθέσουμε το εκατομμύριο ψήφους που πήρε το Reconquête, δηλαδή πάνω από 5 εκατομμύρια ψήφους για τη νεοφασιστική ακροδεξιά. Στον πρώτο γύρο των βουλευτικών εκλογών του 2024 (66,7% των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων), το RN πήρε 9,4 εκατομμύρια ψήφους, συν 1 εκατομμύριο ψήφους για τις διάφορες ακροδεξιές λίστες, δίνοντας στη νεοφασιστική ακροδεξιά μεταξύ 10 και 11 εκατομμυρίων ψήφων.
Μέσα σε 7 χρόνια, ο αριθμός των ανθρώπων που την ψήφισαν αυξήθηκε κατά 3,6 φορές, και αντιπροσωπεύει πλέον το 30% των ψήφων και το 20% των εγγεγραμμένων. Κάπου 10 και 11 εκατομμύρια ψήφοι έχουν πλέον παγιωθεί για το RN και τις θυγατρικές του, και όταν οι απέχοντες επανέρχονται στην κάλπη, ο αριθμός τους αυξάνεται, όπως έδειξε το 13 εκατομμύριο υπέρ της Λεπέν στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών του 2022, όταν είχε ψηφίσει το 72%.
Είναι πολύ σημαντικοί οι αριθμοί και, για εμάς, είναι ακόμα πιο ανησυχητικό καθώς το μεγαλύτερο τμήμα αυτών των ψήφων προέρχεται από τις λαϊκές τάξεις, τους εκμεταλλευόμενους και τους καταπιεσμένους, και ότι το ζεύγος Λεπέν/Μπαρντελά τους επέτρεψε να επιτύχουν σημαντικά αποτελέσματα σε νέα τμήματα του εκλογικού σώματος: σε ηλικιακά νέους, σε νέους ψηφοφόρους, στα στελέχη και "CSP+" [μεσαία και σχετικά εύπορα τμήματα], που προστίθενται στους ψηφοφόρους από τη Νότιο Γαλλία και από τις κατεστραμμένες βιομηχανικές περιοχές.
Τα αποτελέσματα αυτά δίνουν στους νεοφασίστες τα μέσα για να κερδίσουν την πλειοψηφία στις μεγάλες εκλογές των επόμενων ετών, τόσο στις προεδρικές όσο και στις βουλευτικές.
Παρόλο που το "δημοκρατικό μέτωπο" [front républicain= δηλαδή οι αμοιβαίες παραιτήσεις υποψηφίων προκειμένου να μην εκλεγεί το RN] που ξεκίνησε από το NFP απέτρεψε τώρα αυτό το ενδεχόμενο, ωστόσο το ισχύον εκλογικό σύστημα επιτρέπει σε μια πολιτική δύναμη με 30-35% των ψήφων στον πρώτο γύρο να πάρει την απόλυτη πλειοψηφία στη Βουλή. Το RN είναι επομένως σε θέση να καταλάβει κρίσιμες θέσεις στον κρατικό μηχανισμό, γεγονός που θα άλλαζε σημαντικά την ισορροπία δυνάμεων και θα αποτελούσε έναν κίνδυνο ποιοτικά διαφορετικό από αυτόν που γνωρίσαμε μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Αυτά τα εκλογικά αποτελέσματα δεν έχουν ακόμη μεταφραστεί σε δημιουργία ενός μαζικού νεοφασιστικού κόμματος: εκτός των εκλογών, οι νεοφασιστικές μαχητικές ομάδες του RN έχουν μικρή παρουσία στην καθημερινή ζωή ή στους κοινωνικούς αγώνες.
Όμως το κλίμα που δημιούργησαν οι εκλογικές νίκες του RN και η διαρκώς αυξανόμενη βία των θέσεων που έχει λάβει και οι πολεμικές που έχει προκαλέσει έχουν απελευθερώσει ρατσιστικές, ξενοφοβικές, ισλαμοφοβικές, ομοφοβικές, τρανσφοβικές, κλιματοσκεπτικιστικές και άλλες παρόμοιες πρακτικές από σαφώς φασιστικές οργανώσεις και βίαιες ακροδεξιές ομάδες, καθώς και από μεμονωμένα άτομα. Έχουμε δει χιλιάδες παραδείγματα αυτού του φαινομένου τους τελευταίους μήνες: βλέπουμε να εκφράζονται πλέον απενεχοποιημένα ρατσιστικές συμπεριφορές και ιδέες γύρω μας, στους εργασιακούς χώρους, ακόμα και σε χώρους με ισχυρή αριστερή παράδοση (π.χ. στους σιδηροδρομικούς), ενώ επίσης πολλαπλασιάζονται σχετικοί εκφοβισμοί, που φτάνουν έως και δολοφονικές απειλές, στα κοινωνικά δίκτυα. Όλα αυτά δείχνουν τι θα σήμαινε μια νίκη των νεοφασιστών για όλους/-ες, ακόμη και αν το εκλογικό αποτέλεσμα περιόρισε προσωρινά κάπως αυτές τις πραγματικές και δυνητικές επιθέσεις.
Από την ίδια σκοπιά, πρέπει να αποτιμήσουμε και το ρόλο που διαδραματίζει σήμερα η Coordination rurale [Αγροτικός Συντονισμός] ανησυχώντας για το βάρος της στις ενέργειές της κατά των οικολογικών κινητοποιήσεων, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια των κινητοποιήσεων ενάντια στις γιγαντιαίες δεξαμενές νερού ή ενάντια στον αυτοκινητόδρομο Α69.
Σε σύγκριση με τα φασιστικά ρεύματα της δεκαετίας του 1930, το RN δεν έχει πάρει την επαναστατική τους πτυχή, την οικοδόμηση ενός "νέου ανθρώπου", την ανατροπή της κοινωνίας. Το βάθος του όμως είναι κοινό με τον φασισμό, καθώς υπερασπίζεται την επιχειρηματική ελευθερία, τις επιχειρήσεις, τον παραγωγισμό σε όλες τις μορφές του, ενάντια σε κάθε αυτόνομη ταξική δράση, ενάντια στις δημοκρατικές, συνδικαλιστικές, συνδικαλιστικές και πολιτικές οργανώσεις, έχοντας ως ιδεολογικό κέντρο βάρους την εθνική προτίμηση, την ταυτότητα, τον ρατσισμό, σε μια χώρα βαθιά σημαδεμένη από την αποικιακή της ιστορία.
Σήμερα, το RN οικοδομείται κυρίως ως θεσμική δύναμη, η οποία ενσωματώνεται όλο και περισσότερο στις εργασίες των συνελεύσεων και των δήμων όπου έχει εκλεγμένους αντιπροσώπους. Μια από τις κύριες ανησυχίες τους σήμερα είναι να καταλάβουν αρκετές εκατοντάδες δήμους το 2026 για να εδραιώσουν γερά αυτή την ανάπτυξη.
Έχει ήδη άλλωστε ισχυρά ερείσματα στον κρατικό μηχανισμό, όπως αποδεικνύεται από την επιρροή της στα πλειοψηφικά συνδικάτα της αστυνομίας και του στρατού. Ας μην ξεχνάμε το άρθρο που δημοσιεύτηκε στο Valeurs Actuelles, ένα χρόνο πριν από τις προεδρικές εκλογές του 2022, από περίπου είκοσι στρατηγούς, εκατό ανώτερους αξιωματικούς και χίλιους άλλους στρατιωτικούς, με το οποίο κατήγγειλαν την "αποσύνθεση" της Γαλλίας, ιδίως "μέσω ενός ορισμένου αντιρατσισμού", "του ισλαμισμού και των ορδών στα προάστια", και δήλωναν την προθυμία τους να υποστηρίξουν τις πολιτικές "υπεράσπισης του έθνους". Τέλος, προσέθεταν: "Αν δεν γίνει τίποτα, η χαλαρότητα θα συνεχίσει να εξαπλώνεται αμείλικτα στην κοινωνία, προκαλώντας τελικά μια έκρηξη και την παρέμβαση των συντρόφων μας στην ενεργό υπηρεσία σε μια επικίνδυνη αποστολή για την προστασία των αξιών του πολιτισμού μας και τη διαφύλαξη των συμπατριωτών μας στο εθνικό έδαφος". Η Λεπέν έσπευσε να προσυπογράψει αυτές τις αναλύσεις και να καλέσει τους συγγραφείς να συμμετάσχουν στη δράση της.
Έκτοτε, ο αριθμός των υψηλόβαθμων δημοσίων υπαλλήλων που συντάσσονται με το RN και τις προοπτικές του έχει αυξηθεί, και είναι πλέον αποδεκτό ότι σχεδόν ολόκληρος ο κρατικός μηχανισμός θα υπηρετούσε "πιστά" μια κυβέρνηση υπό την ηγεσία νεοφασιστών, όπως συνέβη όταν ο Πεταίν ήρθε στην εξουσία το 1940.
Σε μια σειρά από δομικά πολιτικά ζητήματα, το RN έχει εγκαθιδρύσει την ηγεμονία του, που αναμεταδίδεται από όλα σχεδόν τα μέσα ενημέρωσης και τις κυβερνήσεις, στο "μεταναστευτικό πρόβλημα", την ισλαμοφοβία, την ασφάλεια και τις κατασταλτικές πολιτικές που υπονομεύουν τις ελευθερίες, την “τιμωρητική” οικολογία [σύμφωνα με την ιδέα ότι τα περιβαλλοντικά μέτρα θα “τιμωρούσαν” τους ανθρώπους], τον γουοκισμό [wokisme= από τα αφροαμερικάνικα: ευαισθησία στις κοινωνικές αδικίες και ανισότητες] κ.λπ. Γινόμαστε μάρτυρες μιας "ακροδεξιοποίησης" της δεξιάς και του μακρονισμού. Αρκεί να δούμε τις συνθήκες κάτω από τις οποίες σχηματίστηκε η κυβέρνηση Μπαρνιέ. Σε αυτό προστίθεται η συστηματοποίηση των ξεδιάντροπων ψεμάτων, των λεκτικών επιθέσεων και μιας συμβολικής επιθετικότητας με τα οποία οι κυβερνώντες κακοποιούν βάναυσα τους λαϊκούς χώρους -είναι μια ολόκληρη γκάμα πολιτικής βίας που είναι βέβαιο ότι κάποια στιγμή θα εκφραστεί και σε πολιτικό και εκλογικό επίπεδο.
Ένα τμήμα της αστικής τάξης τάσσεται υπέρ μιας ελευθεριακής εξέλιξης του νεοφιλελευθερισμού, με επίκεντρο την καταστροφή όσων έχουν απομείνει από το "κοινωνικό κράτος" και με περιορισμό της κρατικής οντότητας στην καταστολή. Αυτό βλέπει ευνοϊκά τους νεοφασίστες, τους οποίους θεωρεί χρήσιμους για την υλοποίηση αυτού του σχεδίου. Πέρα από αυτό το ρεύμα, έχει εξελιχθεί και η σχέση μεταξύ των εργοδοτικών οργανώσεων και του RN, επειδή οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές που στρέφονται ενάντια στις λαϊκές τάξεις επιβάλλουν όλο και πιο σκληρές ταξικές συγκρούσεις, και σε αυτές ένα τέτοιο ρεύμα θα μπορούσε να φανεί χρήσιμο. Αν το 2022 το Medef [ο γαλλικός ΣΕΒ -συνομοσπονδία εργοδοτών] καλούσε σε ψήφο υπέρ του Μακρόν για να μπλοκάρει το FN στον 2ο γύρο των προεδρικών εκλογών με το σκεπτικό ότι το πρόγραμμά του κινδύνευε να βάλει τη χώρα "σε αδιέξοδο", τίποτα ανάλογο δεν συνέβη το 2024, όταν η πιθανότητα να κερδίσει το RN την πλειοψηφία ήταν πολύ μεγαλύτερη. Σύμφωνα με έρευνες, σχεδόν το 20% των εργοδοτών του Medef ψήφισαν το RN στον πρώτο γύρο, και η CGPME [Συνομοσπονδία Μικρο-μεσαίων Επιχειρήσεων] διαπίστωνε απλοϊκά ότι το RN είναι λιγότερο τρομακτικό για τις επιχειρήσεις από το NFP. Οι επίσημες και ανεπίσημες συναντήσεις μεταξύ του RN και των εκπροσώπων των εργοδοτών και οι “λογικές” δηλώσεις του Μπαρντελά στο Medef επιβεβαιώνουν αυτή την εξέλιξη.
Ένας δείκτης είναι αδιαμφισβήτητος: η άνοδος του χρηματιστηρίου την επομένη του πρώτου γύρου των βουλευτικών εκλογών, στις οποίες το RN αναδείχθηκε πρώτο κόμμα.
Αυτή η γενική τάση δεν είναι ίδιο για τη Γαλλία: σήμερα κυριαρχούν στον κόσμο αυταρχικές, ακόμη και δικτατορικές, κυβερνήσεις και εξουσίες, πολλές από τις οποίες έχουν παρόμοιες αναφορές με το RN. Πρόκειται πράγματι για μια παγκόσμια εξέλιξη του τρόπου κυριαρχίας του κεφαλαίου και η άνοδος του RN αποτελεί μέρος αυτής.
Εάν ο κίνδυνος είναι πράγματι υπαρκτός, το ζήτημα δεν είναι να θρηνήσουμε, είναι να αποτιμήσουμε την κατάσταση, να κατανοήσουμε τις αιτίες και τις κινητήριες δυνάμεις της, έτσι ώστε να δράσουμε αποτελεσματικά. Η ιστορία δεν γράφεται ποτέ εκ των προτέρων, εξαρτάται βασικά από τη δράση των από κάτω, εκείνων που αρνούνται να αποδεχθούν την κυρίαρχη τάξη πραγμάτων.
Η ενωμένη αριστερά έχει ξεπεραστεί από το RN σε εκλογικούς όρους
Στον πρώτο γύρο των βουλευτικών εκλογών του 2017 (με συμμετοχή 51%), οι διάφορες λίστες όσων αποτελούν σήμερα το NFP είχαν πάρει πάνω από 6 εκατομμύρια ψήφους, αριθμός που ήταν διπλάσιος από τις ψήφους του FN. Η Ανυπότακτη Γαλλία [LFI] από μόνη της, με 2,5 εκατομμύρια ψήφους, πλησίαζε πολύ κοντά στο FN (3 εκατομμύρια).
Στις βουλευτικές εκλογές του 2022 (με συμμετοχή 52,5%), το NUPES [ενωμένη αριστερά] έλαβε 5,8 εκατομμύρια ψήφους, στο οποίο θα μπορούσε να προστεθεί ένα ακόμη εκατομμύριο ψήφους που πήγε κατόπιν στο NFP. Αυτό εξακολουθεί να ξεπερνάει τα 5 εκατομμύρια ψήφους που πήγαν στη νεοφασιστική ακροδεξιά, αλλά απέχει πολύ από το να είναι το διπλάσιο!
Στον πρώτο γύρο των βουλευτικών εκλογών του 2024 (ψήφισε το 66,7% των εγγεγραμμένων), το NFP έλαβε 9 εκατομμύρια ψήφους, αλλά για πρώτη φορά στην ιστορία έλαβε λιγότερες ψήφους από τη νεοφασιστική ακροδεξιά.
Μέσα σε 7 χρόνια, ενώ ο αριθμός των ψηφοφόρων των νεοφασιστών πολλαπλασιάστηκε, κατά 3,6 φορές, από 3 σε 10/11 εκατομμύρια, ενώ ο αριθμός των ψηφοφόρων της πολιτικής αριστεράς, όλων των τάσεων μαζί, αυξήθηκε μεν αλλά μόνο από 6 σε 9 εκατομμύρια. Αυτή είναι η ωμή πραγματικότητα, μακριά από ποσοστά και από αριθμούς βουλευτών, τα οποία μπορεί να είναι παραμορφωτικά.
Μπορούμε να αξιοποιήσουμε την πολιτική δυναμική που δημιουργεί αυτή η παραμόρφωση εξαιτίας του εκλογικού συστήματος της 5ης Δημοκρατίας, το οποίο επιτρέπει στο NFP, με 9 εκατομμύρια ψήφους, να έχει 178 βουλευτές, ενώ το RN, με 9,4 εκατομμύρια ψήφους, να έχει μόνο 125, για να μην αναφέρουμε το γεγονός ότι οι μακρονιστές του Ensemble, με 6,5 εκατομμύρια ψήφους στον πρώτο γύρο, πήραν 150 βουλευτές. Αλλά δεν μπορούμε να παίρνουμε την παραμόρφωση για πραγματικότητα, γιατί αυτή με τον έναν ή τον άλλο τρόπο θα μας επιβληθεί.
Για να καθορίσουμε τη δράση μας σε μια κατάσταση όπου το NFP, το οποίο συγκεντρώνει όλες τις αριστερές δυνάμεις, από τη σοσιαλφιλελεύθερη αριστερά μέχρι την "αριστερά της ρήξης", έχει λιγότερες ψήφους από το RN, πρέπει να ξεκινήσουμε από αυτή την πραγματικότητα, χρησιμοποιώντας όλα τα μέσα που έχουμε στη διάθεσή μας, για να αλλάξουμε αυτόν τον συσχετισμό δυνάμεων, να αποδομήσουμε τις πιο βίαιες επιθέσεις κατά των εργατικών τάξεων τα τελευταία χρόνια και να επιτύχουμε κάποιες βελτιώσεις που θα αλλάξουν τον συσχετισμό δυνάμεων μεταξύ των τάξεων υπέρ των εκμεταλλευόμενων και των καταπιεσμένων.
Η αστική τάξη βγάζει το συμπέρασμά της: οτιδήποτε άλλο εκτός από το NFP
Οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές συνέτριψαν το εκλογικό βάρος των θεσμικών δεξιών αστικών κομμάτων και του μακρονισμού, προσθέτοντας επίσης ότι ο τελευταίος ενσωμάτωσε το πιο δεξιό τμήμα των σοσιαλιστών που συσπειρώθηκαν στο νεοφιλελευθερισμό. Το 2017, από μόνος του ο πόλος αυτός ήταν μεγαλύτερος από τους άλλους δύο μαζί, με περισσότερους από 12 εκατομμύρια ψήφους (εκ των οποίων 6,4 εκατομμύρια μόνο για το République en marche του ίδιου του Μακρόν) έναντι 6 εκατομμυρίων για την αριστερά συνολικά και 3 εκατομμυρίων για το FN.
Μεταξύ 2017 και 2024, ο πόλος αυτός έχασε πάνω από 3 εκατομμύρια ψήφους, ενώ η αριστερά συνολικά κέρδισε 3 εκατομμύρια και το RN κέρδισε πάνω από 7 εκατομμύρια.
Σήμερα οι τρεις αυτοί πόλοι κυμαίνονται μεταξύ 9 και 11 εκατομμυρίων, αλλά αυτός της δεξιάς και του μακρονισμού έχει γίνει μικρότερος από τους άλλους δύο και η ριζοσπαστικοποίηση των ψήφων έχει ωφελήσει περισσότερο τους νεοφασίστες.
Τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών και, κυρίως, των βουλευτικών εκλογών του 2024 επιτεύχθηκαν χωρίς τη δυναμική που έχουν οι προεδρικές εκλογές, αλλά δείχνουν ότι η εκλογική αστάθεια έχει τα όριά της. Υπήρξε πράγματι μια θεμελιώδης αλλαγή στην πολιτική κατάσταση, η οποία υπερβαίνει κατά πολύ την πολιτική κρίση της οποίας αποτελεί απλώς μια απεικόνιση. Η συναίνεση προς την καπιταλιστική τάξη πραγμάτων και τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές έχει κλονιστεί, αλλά αυτό ωφέλησε κυρίως τους νεοφασίστες. Αν υπήρχε πάντα μια δεξιά ψήφος μέσα στον κόσμο της εργασίας1, ωστόσο “αυτό το συντηρητικό τμήμα, το οποίο ήταν ντεγκωλικό, μετακινήθηκε σε μεγάλο βαθμό προς την ακροδεξιά. Ένα άλλο τμήμα, που παραδοσιακά έτεινε προς την αποχή, επίσης άλλαξε. Πάνω απ' όλα, όμως, υπάρχει ένα φαινόμενο γενεών”2.
Αυτό το έχει καταλάβει η αστική τάξη, και σε αυτή την κατάσταση θα προτιμά πάντα το RN από το NFP, και επομένως θα προτιμά να οργανώνει την ταξική της κυριαρχία με το RN.
Και αυτό άρχισε ήδη, έστω κάπως περιθωριακά με την ευθυγράμμιση του Ciotti με το RN, ενώ επίσης μπορούμε να δούμε ότι η μεταφορά ψήφων του LR προς το RN ήταν μεγαλύτερη από εκείνη προς την LFI όταν βρέθηκαν σε αντιπαράθεση.
Το γεγονός ότι τα δείπνα των Le Pen/Bardella με τον Édouard Philippe και τον Lecornu (υπουργός Ενόπλων Δυνάμεων) στο σπίτι ενός πρώην του LR και στενού συμβούλου του Μακρόν δεν προκάλεσαν κρίση, ούτε καν κάποια αναταραχή στο εσωτερικό της δεξιάς και του μακρονισμού, μαρτυρά επίσης για το ίδιο.
Ούτε και υπήρξε και καμία αντίδραση στη δημοσίευση των πληροφοριών σχετικά με το “σχέδιο Περικλής”3, για την οργάνωση της εγκαθίδρυσης σε όλα τα επίπεδα της εξουσίας μιας συμμαχίας RN/συντηρητική δεξιά. Αυτό περιλαμβάνει την επένδυση 150 εκατομμυρίων ευρώ σε 10 χρόνια για να καταστούν οι ιδέες τους πλειοψηφικές, ιδίως με τη δημιουργία δεξαμενών σκέψης (“think tanks”) και μέσων ενημέρωσης, τον προσδιορισμό εκλογών προτεραιoτήτων (βοηθώντας να κερδίσουν περισσότερους από 1.000 δήμους, με 300 για το RN, πριν από τις προεδρικές/νομοθετικές εκλογές του 2027) και την παροχή μιας δεξαμενής πολιτικού προσωπικού μέσω ειδικών σχολών κατάρτισης.
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η ακροδεξιά, που ενίοτε αυξάνει σημαντικά τον αριθμό των ψήφων της (Γαλλία, Ιταλία, Γερμανία, Ισπανία, Πορτογαλία), ήδη ηγείται δύο κυβερνήσεων, στην Ουγγαρία και την Ιταλία, και συμμετέχει σε αρκετές κυβερνήσεις μαζί με την κοινοβουλευτική δεξιά, στη Φινλανδία, την Ολλανδία, τη Σουηδία και την Κροατία4.
Καιρός για να αναρωτηθούμε, να σκεφτούμε, να δράσουμε
Για εμάς που αγωνιζόμαστε ενάντια στην εκμετάλλευση και την καταπίεση με οποιαδήποτε μορφή, η απόλυτη προϋπόθεση για οποιαδήποτε συζήτηση -γιατί υπάρχουν πραγματικές διαφορές απόψεων στην αριστερά σε πολλά ζητήματα- είναι να αρνηθούμε να συνεχίσουμε όπως πριν, σαν να μην υπήρχε αυτός ο κίνδυνος, σαν η προηγούμενη δράση μας να ήταν στο ύψος αυτού του κινδύνου. Ας αρνηθούμε να χώνουμε το κεφάλι μας στην άμμο!
Πολλές επιλογές, πολλές συμπεριφορές, δείχνουν ότι η νεοφασιστική απειλή δεν λαμβάνεται σοβαρά υπόψη από πολλά πολιτικά ρεύματα5. Και όμως, παρόλο που η σημερινή κατάσταση είναι προφανώς προϊόν των εξελίξεων στον καπιταλισμό, των οικολογικών κρίσεων και των αλλαγών στον παγκόσμιο συσχετισμό δυνάμεων, είναι επίσης σε κάποιο βαθμό προϊόν των πολιτικών που εφαρμόζει η αριστερά, όλη η αριστερά, από τα πιο δεξιά ρεύματα μέχρι τις πιο ριζοσπαστικές οργανώσεις!
Η αφετηρία της συζήτησης για τις πολιτικές και κοινωνικές προθεσμίες που έχουμε μπροστά μας δεν μπορεί παρά να είναι η ιδέα ότι έχουμε αποτύχει και ότι όλοι μας, ο καθένας ανάλογα με το μέγεθός του, τα μέσα και τις ευθύνες του, καλούμαστε να αναλάβουμε τις ευθύνες μας για να αποτρέψουμε αυτή την προέλαση των νεοφασιστών στην πολιτική σκηνή. Το να συνεχίσουμε όπως πριν, δεν ανταποκρίνεται στο τρέχον διακύβευμα: να αποτραπεί η κατάληψη της κρατικής εξουσίας από το RN.
Για τα πλειοψηφικά ρεύματα μέσα στο NFP, θα μπορούσαμε άραγε να πούμε ότι οι διαιρέσεις και οι μικροκομματικοί ελιγμοί, που βιώσαμε κατά τη διάρκεια των ευρωεκλογών, είναι πλέον οριστικά παρελθόν; Πίσω από τη συγκρότηση του NFP ήταν άραγε κυρίως το κίνητρο του να μπλοκαριστεί το RN, όπως ήταν η επιθυμία της συντριπτικής πλειοψηφίας των λαϊκών ψηφοφόρων της αριστεράς (και όπως εκφράστηκε από την πίεση που ασκήθηκε τότε στα επιτελεία), ή μήπως ήταν για να σωθούν όσο το δυνατόν περισσότερες θέσεις βουλευτών στη Βουλή; Σε ποιο βαθμό η πολιτική αριστερά χρησιμοποίησε την απειλή για να διασωθεί η ίδια περισσότερο απ' ό,τι έλαβε υπόψη της τη σοβαρότητα της κατάστασης; Τουλάχιστον, το ερώτημα τίθεται όταν είδαμε, ακόμα και στην ίδια την προεκλογική περίοδο, την ενέργεια που δαπανήθηκε για τις εκκαθαρίσεις στην LFI, την άρνηση πολλών υποψηφίων να διεξάγουν ενωτικές εκστρατείες, το κάθε κόμμα να κάνει εκστρατεία χωρίς να επιδιώκει να εμπλέξει τα άλλα, πολύ περισσότερο με τη δημιουργία ανοιχτών επιτροπών υποστήριξης, ή ακόμη και με την παράλειψη να αναφερθεί στο NFP, παρόλο που αυτό ήταν η λαϊκή επιδίωξη, και γενικότερα την απουσία οποιασδήποτε αναφοράς στον κίνδυνο του RN σε πολλές δηλώσεις πίστης και σε διακηρύξεις.
Ενώ η οικοδόμηση της LFI επέτρεψε να εκφραστεί σε μαζική κλίμακα μια πολιτική απάντηση στον νεοφιλελευθερισμό και επαναπροσδιόρισε τον συσχετισμό δυνάμεων στο εσωτερικό της αριστεράς, το PS βγήκε αναζωογονημένο από τα τελευταία επεισόδια, με μια αναβίωση του σοσιαλφιλελευθερισμού που ενσωματώθηκε ακόμη και μέσα στο NFP (Hollande-Glucksman), και, πάνω απ' όλα, η νέα ισορροπία στην αριστερά δεν ανέτρεψε την σύλληψη της διαμαρτυρίας κατά της καθεστηκυίας τάξης πραγμάτων για απορροφάται κυρίως από τους νεοφασίστες.
Οι σοσιαλφιλελεύθεροι, διχασμένοι σε εκείνους που ήταν έτοιμοι να διαπραγματευτούν μια θέση στην κυβέρνηση και σε εκείνους που πιστεύουν ότι μόνο το NFP μπορεί να τους δώσει τη δυνατότητα να ανασυγκροτηθούν, διαγράφοντας τις κυβερνητικές τους πολιτικές των τελευταίων 30 ετών, προετοιμάζονται ήδη για τις προεδρικές εκλογές, με κάθε ομάδα να επιδιώκει να εκτοξεύσει έναν υποψήφιο που θα μπορούσε να περάσει στον δεύτερο γύρο μπροστά από την LFI.
Η στρατηγική της LFI επικεντρώνεται στις προεδρικές εκλογές και στην προοπτική ενός δεύτερου γύρου μεταξύ του Jean-Luc Mélenchon (JLM) και της Marine Le Pen, οπότε όλες οι επιθέσεις επικεντρώνονται στον Μακρόν. Ωστόσο, αυτό το σχέδιο φαίνεται εξαιρετικά επικίνδυνο χωρίς μια αλλαγή στην ισορροπία δυνάμεων, η οποία είναι δυνατή μόνο χάρη σε ισχυρές λαϊκές κινητοποιήσεις. Δεν μπορεί το 2027 να ξαναπαιχτεί η ίδια πολιτική με το 2022, επειδή η θέση του JLM έχει επιδεινωθεί. Αλλά όλες οι πολιτικές επιλογές της LFI βασίζονται στην αναπαραγωγή του ίδιου σεναρίου. Και ακόμη και αν πετύχαινε η νίκη, θα χρειαστεί επιπλέον να επιτευχθεί και η απόλυτη πλειοψηφία στην Εθνοσυνέλευση, η οποία είναι όλο και λιγότερο πιθανή, μια πλειοψηφία που εξάλλου δεν θα εμπόδιζε την αστική τάξη και τους ιμπεριαλιστικούς θεσμούς να αντισταθούν σθεναρά σε κάθε αντιφιλελεύθερη πολιτική.
Στην άκρα αριστερά, η ύπαρξη ενός ενωτικού και αντικαπιταλιστικού ρεύματος επέτρεψε την προβολή μιας σοσιαλιστικής και οικοσοσιαλιστικής απάντησης, χωρίς όμως να μπορεί να επηρεάσει τους συνολικούς συσχετισμούς δυνάμεων.
Για τα συνδικάτα, διχασμένα και αποδυναμωμένα, οι ήττες που συσσωρεύτηκαν μετά από τη νίκη του κινήματος της νεολαίας ενάντια στις CPE [“Συμβάσεις πρώτης εργασίας”] το 2006, παρά τις πολύ μαζικές κινητοποιήσεις το 2010, το 2015 και το 2023, για παράδειγμα, σημαίνουν ότι πρέπει να επαναπροσδιορίσουμε τις μεθόδους δράσης. Μετά την επιτυχία του 1995, οι κινητοποιήσεις κατάφεραν να καθυστερήσουν και να εμποδίσουν τις αντιμεταρρυθμίσεις και τις επιθέσεις κατά των εργαζομένων και να περιορίσουν τις ζημιές, αλλά ποτέ δεν οδήγησαν σε πραγματική νίκη.
Οι φεμινιστικές και περιβαλλοντικές κινητοποιήσεις έχουν οδηγήσει σε μερικές νίκες (NDDL [αγώνας ενάντια στο αεροδρόμιο του Notre-Dame-des-Landes], το κύμα Mee Too) και επέτρεψαν κάποιες προόδους σε πολιτικούς αγώνες και σε ιδεολογικές μάχες, αλλά σήμερα δεν παίζουν ρόλο στη διάρθρωση του κοινωνικού κινήματος σε μαζική κλίμακα.
Η τεράστια κινητοποίηση των Κίτρινων Γιλέκων [Gilets Jaunes], εξαιτίας τόσο του αυθόρμητου χαρακτήρα της όσο και της καθυστέρησης του οργανωμένου εργατικού κινήματος και των χειραφετητικών ρευμάτων στο να κατανοήσουν τη σημασία της, όχι μόνο δεν είχε θετικές πολιτικές επιπτώσεις, αλλά και εκλογικά ωφέλησε σε μεγάλο βαθμό το RN, το οποίο ωστόσο είχε κρατηθεί σε απόσταση.
Οι κινητοποιήσεις κατά του συστημικού ρατσισμού και της αστυνομικής βίας έδειξαν τη διαθεσιμότητα ενός τμήματος της νεολαίας, αλλά και αυτή έξω από σημαντικές διαρθρώσεις.
Για τις αιτίες αυτής της κατάστασης, όπως τις βλέπουν οι κυριαρχούμενοι
Αισθανόμαστε πάντα τις βαθιές επιπτώσεις των νεοφιλελεύθερων πολιτικών καταστροφής των συγκεντρώσεων εργαζομένων, επιβολής μιας μαζικής ανεργίας, φτωχοποίησης μεγάλων τμημάτων των λαϊκών τάξεων, επαναλαμβανόμενων επιθέσεων στα κεκτημένα των αγώνων του εικοστού αιώνα και στις οργανώσεις που αναπτύχθηκαν από αυτούς, καταστροφής των συλλογικοτήτων εργασίας μέσα από τις πολιτικές ατομικοποίησης των εργαζομένων, με αποτέλεσμα οι χώροι εργασίας να είναι όλο και λιγότερο δομημένοι για συλλογική δράση.
Η αποδοχή του νεοφιλελεύθερου πλαισίου από τη σοσιαλδημοκρατία, ταυτόχρονα με την εξαφάνιση των λεγόμενων "σοσιαλιστικών" κοινωνιών που προέκυψαν από τις επαναστάσεις του εικοστού αιώνα, μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου και τη μετάβαση της Κίνας στον καπιταλισμό, έχουν εξαφανίσει σε μαζική κλίμακα την ιδέα ότι είναι δυνατόν να οικοδομηθεί, από τους από κάτω, μια κοινωνία ειρηνική, απαλλαγμένη από εκμετάλλευση και καταπίεση, μια χειραφετημένη οικοσοσιαλιστική κοινωνία. Και υπάρχει και ένας νέος παράγοντας που βαραίνει σημαντικά: οι οικολογικές κρίσεις, οι οποίες πλήττουν τόσο τις σημερινές κοινωνίες όσο και το ίδιο το σοσιαλιστικό σχέδιο. Δεν μπορεί να υπάρξει χειραφέτηση χωρίς έναν σε βάθος μετασχηματισμό του παραγωγικού συστήματος με μείωση της υλικής παραγωγής.
Ο συνδυασμός αυτών των διαδικασιών, συνοπτικά, εξηγεί και εκτροχιασμούς σημαντικού μέρους των λαϊκών τάξεων. Χωρίς καμία ελπίδα για έναν καλύτερο κόσμο που θα οικοδομηθεί από κοινού, η άρνηση ή ο φόβος της υποβάθμισης και η αναζήτηση ενός ξένου αποδιοπομπαίου τράγου έχουν εγκατασταθεί. Η ψήφος για το RN, ιδιαίτερα στις λαϊκές τάξεις, τροφοδοτείται από αυτούς τους φόβους, καθώς και από μια σειρά άλλους, όπως η άρνηση να εξαφανιστεί ένας κόσμος όπου οι δημόσιες υπηρεσίες επιτρέπουν μια καλύτερη ζωή, όπου οι εργαζόμενοι δημιουργούν πρόοδο με την εργασία τους, όπου οι αγρότες κυριαρχούν στη φύση, όπου η σκληρή δουλειά οδηγεί σε ένα σπίτι, όπου οι θυσίες των γονέων χαρίζουν στα παιδιά τους ένα καλύτερο μέλλον, αλλά και όπου οι άνδρες κυριαρχούν στις γυναίκες, όπου η Γαλλία δεν κυβερνάται από Ευρωπαίους τεχνοκράτες, όπου οι λευκοί είναι ανώτεροι από τους έγχρωμους άνδρες και γυναίκες, όπου η "δική μας χώρα" κυριαρχεί στις αποικίες για να τις εκπολιτίσει.... Είναι μια ψήφος κατά της παρακμής, κατά της απώλειας αυτού που μπορεί να φαίνεται ως λύση για μια καλύτερη ζωή.
"Σε μια περίοδο κατά την οποία μια κοινωνία ή ένα κράτος φαίνεται να βρίσκεται σε μη αναστρέψιμη παρακμή, τα πολιτικά, οικονομικά και πολιτιστικά συστήματά της αδυνατούν να προσαρμοστούν ή να προοδεύσουν ... για τα άτομα αυτό μεταφράζεται σε μια αίσθηση απογοήτευσης και αδυναμίας, καθώς ανώτερες ιστορικές δυνάμεις καθιστούν τις προσωπικές προσπάθειες φαινομενικά μάταιες, οδηγώντας σε επαναλαμβανόμενες αποτυχίες στις προσδοκίες τους για μια ευημερούσα ζωή”6.
Γιατί άραγε οι αριστεροί ακτιβιστές, όποιοι και αν είναι, δεν αποτίμησαν το μέγεθος του νεοφασιστικού εκλογικού κύματος που μόλις εξαπλώθηκε; Για να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα πρέπει να αναρωτηθούμε για την ίδια τη φύση της σχέσης που έχουμε, ο καθένας στο δικό του επίπεδο, με τη μάζα των εκμεταλλευόμενων και καταπιεσμένων.
Και όμως υπήρχαν πολλές και πολλαπλές προειδοποιήσεις. Οι έρευνες για την κοινωνιολογία της ψήφου δείχνουν μια σταθερή αύξηση των ψήφων υπέρ των νεοφασιστών μεταξύ των εργατών και των υπαλλήλων από το 1988, από 17% σε 57% για τους εργάτες και από 14% σε 44% για τους υπαλλήλους. Μέχρι το 2012, οι ψήφοι για όλους μαζί τους αριστερούς υποψηφίους ήταν υψηλότερες από εκείνες για τους νεοφασίστες σε αυτές τις δύο κατηγορίες (υπάλληλοι 47/22% εργάτες 42/29% εργάτες 42/29%).
Από το 2017, οι ψήφοι για τους νεοφασίστες έχουν εξισωθεί ή ξεπεράσει τις ψήφους για την αριστερά και στις δύο αυτές κατηγορίες. Φέτος, μεταξύ των εργατοϋπαλλήλων, η ψήφος του RN είναι υπερδιπλάσια από την ψήφο του NFP (57/21%), και πολύ υψηλότερη μεταξύ των υπαλλήλων (44/30%). Η ψήφος του NFP είναι υψηλότερη από την ψήφο του RN μόνο μεταξύ των μεσαίων επαγγελμάτων (35/31%) και των διευθυντών (34/21%), μεταξύ των νέων κάτω των 24 ετών (48/33%) και των ηλικιών 24-35 ετών (38/32%).
Αυτό επιβεβαιώνει το γεγονός ότι τα αριστερά κόμματα των οποίων οι σχέσεις επικεντρώνονται στις εκλογές και τα οποία δημιουργούν δεσμούς στο πλαίσιο της λειτουργίας των θεσμών (κοινοβούλιο, δημαρχεία κ.λπ.) έχουν μια μακρινή σχέση με τη μεγάλη μάζα των εργαζομένων. Μαζί και με την LFI, η αριστερά που έρχεται σε ρήξη με τον σοσιαλφιλελευθερισμό και που έχει πραγματική συμμετοχή σε πολλές κινητοποιήσεις, με πραγματική αγωνιστική δυναμική, παραμένει ωστόσο επικεντρωμένη σε εκλογικές προθεσμίες και ρυθμούς, με κεντρικό ρόλο για τους αιρετούς της. Το να προσπαθείς να δημιουργήσεις έναν θόρυβο στα δίκτυα και να πάρεις ψήφους στις εκλογές δεν είναι το ίδιο πράγμα με το να εργάζεσαι για την οργάνωση των καθημερινών αγώνων, των χώρων εργασίας και του περιβάλλοντος διαβίωσης και να προσπαθείς να κερδίσεις την εμπιστοσύνη μέσα από τη συλλογική δράση.
Και τα αντικαπιταλιστικά ρεύματα είναι πολύ αδύναμα για να καταλάβουν αποτελεσματικά αυτό το χώρο.
Στους τομείς όπου είναι παρόντα, τα συνδικάτα είναι πολύ πιο κοντά στους εργαζόμενους, γεγονός που εξηγεί και τις αντιδράσεις που είδαμε, τις εκκλήσεις για ψηφοφορία και τις διάφορες θέσεις που υιοθετήθηκαν: οι ηγέτες τους γνωρίζουν την πίεση της νεοφασιστικής ψήφου στους χώρους εργασίας.
Τα συνδικάτα κινητοποιήθηκαν για τις εκλογές του 2024 με τρόπο που δεν είχε συμβεί ποτέ στο παρελθόν. Το αποτέλεσμα ήταν συνολικά θετικό, καθώς η ψήφος υπέρ των υποψηφίων του NFP στον πρώτο γύρο των βουλευτικών εκλογών από τα άτομα που δήλωσαν ότι βρίσκονται κοντά σε κάποιο συνδικάτο ήταν πλειοψηφική στην FSU (76%), την CGT (61%), τη Solidaires (52%), πρώτη στην FO (37%), στην CFDT ( 35%... αν και 29% για τους μακρονιστές). Η ψήφος για το RN παραμένει υψηλή, 17% για όσους βρίσκονται κοντά στις CFDT, CGT και Solidaires, 27% για την FO και 26% για την UNSA, η οποία ωστόσο κάλεσε να ηττηθεί το RN. Μόνο η FSU ξεφεύγει από αυτή την κατάσταση (το 4% όσων βρίσκονται κοντά της ψηφίζει RN).
Οι εξελίξεις των τελευταίων 10 ετών είναι ενδιαφέρουσες και δείχνουν ότι η δουλειά απέναντι στη νεοφασιστική απειλή μπορεί να έχει αντίκτυπο.
Για όσους βρίσκονται κοντά στην CGT, η ψήφος προς το FN/RN (17%) μειώθηκε από τον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών του 20227 όταν έφτανε το 26% (με 15% το 2017 και 9% το 2012).
Για όσους βρίσκονται κοντά στο CFDT, η αριστερή ψήφος είχε χάσει την πλειοψηφία από το 2002 (με εξαίρεση την ευρεία υποστήριξη προς τον Ολάντ το 2012: 56%), η ψήφος προς τους μακρονιστές, η οποία έφτασε το 48% το 2017 και 44% το 2022, έπεσε παραμένοντας πάντως στο 29%, και η ψήφος προς το FN/RN ανέβηκε από 7% το 2017 σε 18% το 2022, και παραμένει στο 17% σήμερα.
Είναι σημαντικό να ξέρουμε ότι οι συνδικαλιστικές οργανώσεις δεν έχουν μόνιμη και άμεση επαφή με όλους τους εργαζόμενους: δεδομένου του κατακερματισμού του εργατικού δυναμικού τα τελευταία τουλάχιστον 30 χρόνια, περισσότεροι από τους μισούς εργαζόμενους εργάζονται σε μικρές επιχειρήσεις τόσο στον τομέα των υπηρεσιών όσο και στον βιομηχανικό τομέα. Ο κατακερματισμός όλων των δομών εργασίας, η εξατομίκευση των ωραρίων, η τηλεργασία και οι ατομικές εργολαβίες [ubérisation] αυξάνουν αυτή την απόσταση.
Ωστόσο, οι εργατικές τάξεις είναι ενεργές σε αυτή τη χώρα, σε αντίθεση με πολλές άλλες στην Ευρώπη. Και το κάνουν σε όλα τα μέτωπα, με τις πιο διαφορετικές μορφές: Κίτρινα Γιλέκα, νέοι από εργατικές γειτονιές που έρχονται αντιμέτωποι με την αστυνομική βία και, πιο πρόσφατα, σε κινητοποιήσεις αλληλεγγύης στην Παλαιστίνη, κινητοποιήσεις για την υπεράσπιση των συντάξεων, περιβαλλοντικές διαδηλώσεις και δράσεις, φεμινιστικά κινήματα, κινήματα ΛΟΑΤΚΙ, αγροτικά κινήματα... δεν υπάρχει ούτε ένα στρώμα εκμεταλλευόμενων και καταπιεσμένων που να μην αντιδρά στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές.
Πααρόλο που οι νεοφασίστες δεν είναι ορατοί στις κοινωνικές κινητοποιήσεις, αυτό δεν σημαίνει ότι εξαφανίζονται από την συνολική πολιτική σκηνή. Η καθαρά οικονομική κινητοποίηση, ασύνδετη με τον συνολικό πολιτικό αγώνα, δεν αρκεί από μόνη της για να παραγάγει μια χειραφετητική πολιτικοποίηση: πόσοι εργαζόμενοι κατά της συνταξιοδοτικής μεταρρύθμισης ψήφισαν RN;
Πρέπει να αντιμετωπίσουμε τα άμεσα πολιτικά ζητήματα κατά μέτωπο, καθώς η απλή δαιμονοποίηση των νεοφασιστών, ενώ επιτρέπει την ομογενοποίηση ενός τμήματος των μη προνομιούχων, δεν αρκεί για να αλλάξει το συνολικό συσχετισμό δυνάμεων. Είναι απαραίτητο να δράσουμε στις πηγές της λαϊκής ψήφου των νεοφασιστών, να δώσουμε μάχη για το δικαίωμα στην ελεύθερη μετακίνηση, επειδή η μετανάστευση είναι καλό για την κοινωνία και δεν αποτελεί πρόβλημα, να αντιταχθούμε στις αντιλήψεις περί κοσμικότητας που εμπεριέχουν καταπιέσεις και αποκλεισμούς, να υπερασπιστούμε τη διεθνή αλληλεγγύη, τις κοινωνικές πολιτικές, τις δημόσιες υπηρεσίες κ.λπ. και να επανασυνδεθούμε με αυτά τα τμήματα των εργαζομένων τάξεων στη βάση των αναγκών, χωρίς παραχωρήσεις επί της ουσίας.
Πώς μπορούν οι εκμεταλλευόμενοι και οι καταπιεσμένοι να αντισταθούν σε αυτό το πνεύμα της εποχής, να αποφύγουν την καταστροφή και να ξαναχτίσουν ένα συλλογικό χειραφετητικό σχέδιο, να ξαναχτίσουν μια διαφορετική πολιτική ηγεμονία;
“Πρέπει να οικοδομήσουμε την ηγεμονία στην αριστερά και ταυτόχρονα στη χώρα. Αλλά η ηγεμονία είναι το αντίθετο του αποκλεισμού: προϋποθέτει τη συγκέντρωση διάφορων πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων, ασκώντας τους ταυτόχρονα αυτό που ο Γκράμσι ονόμασε ικανότητα ηγεσίας και τους επιβάλλοντας τις θεματικές μας”8.
Μέτωπο με την ευρύτερη δυνατή πολιτική και κοινωνική ενότητα
Μπροστά στον κίνδυνο, η αμυντική εκλογική ανάταση που απέτρεψε την κατάληψη της εξουσίας από το RN ένωσε πολύ περισσότερα από απλώς τα πολιτικά κόμματα μέλη του NFP που στήθηκε σε λίγες μέρες, για να εξασφαλίσει την επιτυχία των υποψηφίων του. Όλοι οι κύκλοι αγωνιστών μπόρεσαν να συσπειρωθούν στις γραμμές του, παρά τις διαφορές τους, τις πολλές και μεγάλες αποκλίσεις τους, σε μια σπάνια ενότητα και επιτρέποντας και συνοδεύοντας μια εξαιρετική κινητοποίηση των λαϊκών χώρων που ανησυχούσαν για τις συνέπειες μιας ήττας.
Έτσι επιβεβαιώθηκε και η ενότητα του στρατοπέδου των από τα κάτω ως ο μόνος πραγματικός πόλος αντίστασης. Το RN στην εξουσία θα περιόριζε αυτό το στρατόπεδο, καταστέλλοντας όλα τα μέλη του, με τη μία ή την άλλη μορφή, συμπεριλαμβανομένων ρευμάτων ακόμα και ρεφορμιστικών και δεξιών όπως το PS και οι Οικολόγοι. Θα ήμασταν όλοι στην ίδια βάρκα.
Έπρεπε να ενταχθούμε σε αυτό το ισχυρό κίνημα για τη νίκη του NFP, το οποίο ήταν απαραίτητη ως άμεσο ανάχωμα. Αλλά δεν πρέπει να σταματήσουμε σε αυτή την πολιτική στιγμή.
Η κατάσταση που διαμορφώνεται είναι μια εξαιρετικά ασταθής πολιτική κατάσταση, χωρίς καθαρή πλειοψηφία στο κοινοβούλιο, με έναν πρόεδρο και ηγέτες έτοιμους να κάνουν τα πάντα για να διατηρήσουν τις εξουσίες τους και με μια αστική τάξη αποφασισμένη να συνεχίσει να επιβάλλει τις απόψεις της, μεταξύ άλλων και με το RN.
Η ενότητα που προέκυψε σχεδόν φυσιολογικά κατά τη διάρκεια των εκλογών πρέπει να εδραιωθεί μακροπρόθεσμα, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι πολιτικές κρίσεις που βρίσκονται μπροστά μας.
Για να γίνει αυτό, πρέπει να ξεκινήσουμε από όσα επιτεύχθηκαν σε λίγες εβδομάδες. Το διακύβευμα των επόμενων εβδομάδων και μηνών είναι να επιτύχουμε μια διαρκή κοινή δράση κατά του κοινού εχθρού μέσα στο ευρύτερο δυνατό ενιαίο πλαίσιο, στο οποίο οι επιτροπές με αναφορά το NFP να οργανώνονται σε επίπεδο βάσης και στη συνέχεια σε εθνικό επίπεδο σε μεγάλες κοινές πρωτοβουλίες, συμπεριλαμβάνοντας όλες τις μορφές αντίστασης στον νεοφασιστικό κίνδυνο, συνδικάτα, ενώσεις, όλες τις υπάρχουσες συλλογικές μορφές, στις οποίες τα πολιτικά κόμματα, τόσο οι οργανώσεις που έρχονται σε ρήξη με τον νεοφιλελευθερισμό και τον καπιταλισμό όσο και οι πιο ρεφορμιστικές, να αποτελούν μόνο μία από τις συνιστώσες, χωρίς να επιβάλλουν την ατζέντα τους και τις ανάγκες τους. Η διάρθρωση της ενότητας σε όλα τα επίπεδα απαιτεί να μην επικεντρώνεται στην υποστήριξη της δράσης των βουλευτών, αλλά στην ελάχιστη εφαρμογή του προγράμματος του NFP, και να υποστηρίζει οτιδήποτε κινείται προς αυτή την κατεύθυνση, ενώνοντας στη δράση γύρω από τις κύριες απαιτήσεις του προγράμματος του NFP που αντιτίθενται τόσο στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές των μακρονιστών όσο και στο σχέδιο του RN.
Είναι άραγε τα κόμματα-μέλη του NFP, όσο διαφορετικά και αν είναι, έτοιμα να εμπλακούν σε μια τέτοια προοπτική; Όλα τους είναι εκλογικές μηχανές και κανένα από αυτά δεν επιδιώκει να στηριχθεί σε μόνιμες, δημοκρατικά οργανωμένες συλλογικότητες ακτιβιστών, που να επιδιώκουν τη μόνιμη διάρθρωση λαϊκών τομέων, με στόχο την οργάνωση των από κάτω με βάση τις καθημερινές τους ανάγκες, το οποίο θα έσπαγε την απομόνωση και την απελπισία. Τα πράγματα λοιπόν πρέπει να αλλάξουν!
Ένα τέτοιο ενιαίο πολιτικό και κοινωνικό μέτωπο είναι απαραίτητο για να αλλάξει ο συνολικός συσχετισμός δυνάμεων, για να σπάσουν όλες οι διαδικασίες εξατομίκευσης, για να ξαναχτιστούν παντού μαχητικές ομάδες που θα ξαναπλέκουν συλλογικές απαντήσεις σε καθημερινή βάση, στους χώρους εργασίας και διαβίωσης, σε μαζική κλίμακα, χωρίς να περιμένουν εκλογικές προθεσμίες.
Το NFP δημιούργησε μια ορισμένη ελπίδα και μια κινητοποίηση, η οποία δεν πρέπει να απογοητευτεί. Εάν η διαίρεση επανέλθει για δεύτερη φορά μετά το Nupes, η αποτυχία θα είναι ακόμη πιο μεγάλη και οι μεσοπρόθεσμες εκλογικές συνέπειες θα είναι ακόμη πιο σοβαρές. Είναι στο χέρι όλων μας να το αποφύγουμε αυτό.
Να διασπαστεί το απέναντι στρατόπεδο, των "όλα εκτός του NFP"
Ο συνολικός συσχετισμός δυνάμεων δεν είναι υπέρ μας και πρέπει να κάνουμε ό,τι μπορούμε για να ενισχύσουμε το στρατόπεδό μας και να αποδυναμώσουμε όσο το δυνατόν περισσότερο το στρατόπεδο των “οτιδήποτε εκτός από το NFP”.
Η ενοποίηση του στρατοπέδου μας είναι το σημείο εκκίνησης, αλλά για να προχωρήσουμε παραπέρα πρέπει να μπορέσουμε και να διασπάσουμε το απέναντι στρατόπεδο, κάνοντας ό,τι μπορούμε για να οξύνουμε τις μεταξύ τους διαιρέσεις, χωρίς ψευδαισθήσεις, με ad hoc συμμαχίες, επίσημες ή ανεπίσημες, σε κάθε ευκαιρία, σε κάθε έδαφος.
Είτε πρόκειται για ανεπίσημα ζητήματα όπως η τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων, είτε για τα λεγόμενα κοινωνικά ζητήματα, είτε για τις διεθνείς επιλογές, κάθε πολιτική ευκαιρία που παρουσιάζεται και τονίζει τις διαφορές εντός του αντίπαλου μπλοκ είναι μια καλή ευκαιρία να αξιοποιηθεί.
Ανασυγκρότηση μιας χειραφετητικής προοπτικής
Πρόκειται για ένα μακροπρόθεσμο έργο, που πρέπει να εκτελεστεί με την πλάτη στον τοίχο, αλλά είναι αναπόφευκτο αν ο στόχος μας είναι να αντιστρέψουμε πραγματικά την ισορροπία δυνάμεων. Το ζήτημα μιας νέας πολιτικής έκφρασης για τους εκμεταλλευόμενους και τους καταπιεσμένους, της ανοικοδόμησης ενός χειραφετητικού κινήματος για τον 21ο αιώνα, ήταν στο επίκεντρο των συζητήσεων όταν ξεκίνησε το NPA. Η αποτυχία του NPA δεν αίρει την ανάγκη, που είναι σήμερα περισσότερο από ποτέ απαραίτητη για τους από κάτω, να οικοδομήσουν μια “τάξη για τον εαυτό της”.
Το σοσιαλιστικό πρόταγμα πρέπει να επανιδρυθεί ευρέως σε μια εποχή “διπλής ιστορικής κρίσης: της κρίσης της σοσιαλιστικής εναλλακτικής λύσης μπροστά στην πολύμορφη κρίση του καπιταλιστικού ‘πολιτισμού’”9. Η οικολογική κρίση προκαλεί την ικανότητά μας να φανταστούμε το μέλλον. Η υπόσχεση ενός λαμπρού μέλλοντος χάρη στην πρόοδο και τον βιομηχανικό πολιτισμό δημιούργησε μια ισχυρή φαντασίωση που τώρα βρίσκεται πίσω μας. Πρέπει να αναδημιουργήσουμε ένα αξιόπιστο, ελκυστικό κοινό πεπρωμένο, μια ενοποίηση των κυριαρχούμενων γύρω από ένα θετικό σχέδιο, γύρω από επιθυμητούς άξονες, μια οικοσοσιαλιστική επανάσταση, για να “βάλουμε τέλος στις κοινωνικές και δημοκρατικές οπισθοδρομήσεις που συνοδεύουν την παγκόσμια καπιταλιστική επέκταση, αλλά και για να σώσουμε την ανθρωπότητα από μια οικολογική καταστροφή που δεν έχει προηγούμενο στην ανθρώπινη ιστορία. Αυτοί οι δύο στόχοι είναι άρρηκτα συνδεδεμένοι”10. Οι μη δογματικοί επαναστάτες μαρξιστές, οι οποίοι τροφοδοτούν τους προβληματισμούς τους με τις εμπειρίες των αγώνων, μπορούν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στην επεξεργασία ενός τέτοιου σχεδίου, αρκεί να επιδείξουν ταπεινότητα, διότι επανίδρυση μπορεί να υπάρξει μόνο με τη συμμετοχή όλων των κινημάτων που αγωνίζονται ενάντια σε όλες τις μορφές κυριαρχίας και καταπίεσης.
Ο στόχος που πρέπει να θέσουμε στους εαυτούς μας είναι να οικοδομήσουμε ένα κίνημα, μια συσπείρωση, μια συμμαχία, ένα μέτωπο, ... ένα κόμμα με χειραφετητικό πρόταγμα, που θα προσφέρει μια προοπτική ρήξης με τον καπιταλισμό και τον παραγωγισμό και θα οικοδομήσει μια χειραφετημένη, οικοσοσιαλιστική κοινωνία, και που θα θέτει στο επίκεντρο της δραστηριότητάς του την απάντηση στις λαϊκές προσδοκίες μέσω της κινητοποίησης, μέσω της αυτοοργάνωσης στις επιχειρήσεις, στις γειτονιές, στους συλλόγους και στη συλλογική ζωή, χωρίς να τις υποτάσσει σε εκλογικούς ρυθμούς, κατανοώντας ότι και αυτές οι προθεσμίες είναι σημαντικές για τον συσχετισμό δυνάμεων.
Ένα πολιτικό εργαλείο αυτού του είδους, το οποίο στοχεύει στην οργάνωση δεκάδων και εκατοντάδων χιλιάδων καταπιεσμένων ανθρώπων για να είναι αποτελεσματικό, μπορεί να γεννηθεί μόνο μέσα από μια διαδικασία ωρίμανσης μέσα από τις πιο διαφορετικές πολιτικές, κοινωνικές και συνδικαλιστικές εμπειρίες και όχι με την εγγραφή σε ένα σχέδιο με το κλειδί στο χέρι, όσο έξυπνο και αν είναι. Πρέπει να επανεξετάσει τη σχέση μεταξύ όλων των μορφών δράσης ενάντια στο σύστημα: στις εκλογές, στους θεσμούς, στο οικονομικό μέτωπο, στη συλλογική οργάνωση στους χώρους εργασίας, στις γειτονιές, στους συνεταιρισμούς, στις συγκεκριμένες δράσεις αλληλεγγύης, με άλλα λόγια, αμφισβητώντας τη μορφή και τη λειτουργία ολόκληρου του παραδοσιακού ρεπερτορίου, Αυτό σημαίνει, για παράδειγμα, επαναπροσδιορισμό και αναδιάταξη των λειτουργιών μιας συνάντησης, μιας συγκέντρωσης, μιας διαδήλωσης, μιας απεργίας, ενός φυλλαδίου, μιας αφίσας, μιας ιστοσελίδας, δράσεων πολιτικής ανυπακοής, άμεσης δράσης, έτσι ώστε να δοθεί ένα σφαιρικό νόημα σε αυτό που πολύ συχνά ασκείται με τελετουργικό τρόπο. Ο στόχος θα πρέπει να είναι ένας πολυδιάστατος επαναπροσδιορισμός του νοήματος και της θέσης των πολιτικών πρωτοβουλιών και εκστρατειών. Να καθοριστεί ο στόχος (οι στόχοι) κάθε πρωτοβουλίας και να μετρηθεί τι έχει επιτευχθεί ή τουλάχιστον τι έχει προωθηθεί. Να σκεφτόμαστε τις δράσεις και τα εργαλεία έτσι ώστε να μας επιτρέπουν να βιώσουμε τη συλλογική μας δύναμη, και επομένως να την ενισχύσουμε, με την αυτοοργάνωση να παίζει καθοριστικό ρόλο. Είναι στην κίνηση μπρος-πίσω μεταξύ προβληματισμού και πρακτικής που μπορεί να γεννηθεί μια πολιτική εναλλακτική λύση. Η εφευρετικότητα της “Soulèvements de la terre” [Εξεγέρσεις για τη Γη] μας δείχνει το δρόμο.
Για να αντεπεξέλθουμε σε αυτό το έργο, πρέπει να μετρήσουμε πλήρως τις δυσκολίες που προκύπτουν.
Η LFI έχει κεντρική και αναπόφευκτη θέση ως δύναμη της αντιφιλελεύθερης αριστεράς. Η ύπαρξή της κατέστησε δυνατή την καταπολέμηση των πολιτικών της σοσιαλφιλελεύθερης αριστεράς, την ανάδειξη βουλευτών από το κοινωνικό κίνημα και την κινητοποίηση ενός τμήματος των νέων. Έχει ένα πραγματικό κοινό σε ορισμένες γειτονιές της εργατικής τάξης, αλλά η σχετική της θέση στην αριστερά έχει υποχωρήσει, αναμφίβολα εν μέρει ως αποτέλεσμα και των πρακτικών της απέναντι στο κοινωνικό κίνημα.
Κατά την έναρξη της τεράστιας κινητοποίησης κατά της μεταρρύθμισης των συντάξεων το 2023, ο JLM πίστεψε ότι θα ήταν σε θέση να ηγηθεί του κινήματος χωρίς τα συνδικάτα, και η LFI πήρε την πρωτοβουλία για μια μεγάλη διαδήλωση, αλλά αυτό δεν είχε καμία σχέση με την κινητοποιητική ικανότητα της δια-συνδικαλιστικής επιτροπής. Και όταν, υπό την ηγεσία της τελευταίας, το κίνημα πήρε την πλήρη έκταση του, η πολιτική της LFI να παρεμποδίσει κοινοβουλευτικά11 κάθε δυνατότητα συντονισμένης δουλειάς ανάμεσα σε βουλευτές της NUPES και στη διασυνδικαλιστική, απαγόρεψε να καταστεί ο φυσικός πολιτικός ανταποκριτής της κινητοποίησης, παρόλο που η ενότητα στους δρόμους ήταν τεράστια και το κίνημα είχε ηγεμονία στην κοινωνία. Αυτή η στάση της LFI οδήγησε στο να καταγγελθεί ότι ήθελε να “οικειοποιηθεί το κοινωνικό κίνημα για να υποβιβάσει τα συνδικάτα στο περιθώριο”, γεγονός που προφανώς έχει αφήσει τα ίχνη του.
Γενικότερα, η LFI δεν είναι σε θέση να αποτελέσει το χωνευτήρι για τη συγκρότηση μιας νέας πολιτικής έκφρασης για δύο θεμελιώδεις λόγους, οι οποίοι συνδέονται στενά μεταξύ τους.
Το πρώτο είναι ότι διαθέτει μόνο ένα εκλογικό πρόγραμμα, το οποίο σίγουρα έρχεται σε ρήξη με τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές και επιτρέπει σημαντικές κοινωνικές προόδους, αλλά δεν έρχεται σε ρήξη με τον καπιταλισμό. Όμως, το πρόγραμμα ενός κόμματος είναι κάτι πολύ περισσότερο από ένα εκλογικό μανιφέστο. Σε μια ιμπεριαλιστική χώρα όπως η Γαλλία, δεν μπορούμε να βασιστούμε στο γεγονός ότι η δυναμική της σύγκρουσης με τον νεοφιλελευθερισμό θα μετατρέψει αυτόματα την LFI σε εργαλείο επαναστατικής αλλαγής, η οποία μπορεί να είναι μόνο συνειδητή και οργανωμένη. Και μια εξέλιξη της LFI μέσα από εσωτερικές συζητήσεις είναι αδύνατη για τον δεύτερο λόγο.
Είναι η σχέση με τη δημοκρατία. Η LFI είναι ένα εναέριο κίνημα, όχι μια οργάνωση με μέλη, όργανα και οργανωμένες συζητήσεις, όχι μια δημοκρατική δομή στην οποία υπάρχουν συζητήσεις, αντιπαραθέσεις, ψηφοφορίες και αλλαγές. Διοικείται πλήρως από μια πολύ μικρή ομάδα γύρω από τον JLM που επιβάλλει τις επιλογές του χωρίς καμία συζήτηση. Εξ ου και ο σκανδαλώδης χειρισμός της ενδοοικογενειακής βίας ενός από τους προστατευόμενους του JLM, του Quatennens, εξ ου και οι εκκαθαρίσεις βουλευτών που τόλμησαν να εκφράσουν δημόσια τη διαφωνία τους, οι αποχωρήσεις άλλων, και κυρίως η βία των ανταλλαγών και των προσβολών σε αυτές τις περιπτώσεις. Τι είδους κοινωνία μπορεί να παράγει έναν τέτοιο πολιτικό προσανατολισμό; Τίποτα που να μοιάζει με μια κοινωνία που διοικείται δημοκρατικά από όλες και όλους12. Αυτή η έλλειψη δημοκρατίας εμποδίζει τους αντικαπιταλιστές να εξετάσουν το ενδεχόμενο ανασύνταξης στο εσωτερικό της για διάφορους λόγους: καταστολή, αδυναμία επιρροής σε εσωτερικές συζητήσεις που δεν υπάρχουν...
Ας προσθέσουμε ότι ένα εναέριο κίνημα “δεν θα αντέξει τον φασισμό που έρχεται”, όπως γράφουν όσοι θέλουν αλλαγή στην LFI: “αν θέλουμε να τον πολεμήσουμε αποτελεσματικά και γενικότερα να δημιουργήσουμε τις συνθήκες για μετασχηματισμό μέσα στον κρατικό μηχανισμό και την κοινωνία στο σύνολό της, δεν μπορούμε να το κάνουμε χωρίς να χτίσουμε μια οργάνωση που να αξίζει το όνομά της”13. Όσο η επιλογή της ηγεσίας της LFI παραμένει αυτή του "εναέριου" κινήματος, τα εναέρια αποτελέσματα δεν θα μεταφράζονται σε μια δημοκρατική οργάνωση των εκμεταλλευόμενων και καταπιεσμένων αυτής της χώρας.
Όταν δημιουργήσαμε το NPA, πιστεύαμε ότι η κρίση της σοσιαλδημοκρατίας που στράφηκε προς τον σοσιαλφιλελευθερισμό θα άνοιγε έναν πολιτικό χώρο για την οικοδόμηση μιας ριζοσπαστικής δύναμης στην αριστερά και ότι τα εκλογικά αποτελέσματα είχαν επαρκή προωθητική δύναμη γι' αυτό. Στην πραγματικότητα, εξαιτίας των λαθών μας και των κοινωνικών ηττών, ο χώρος αυτός έχει καταληφθεί από την LFI, και μάλιστα χωρίς να εξαφανιστούν οι σοσιαλδημοκράτες. Αλλά, πάνω απ' όλα, δεν μπόρεσε να προσφέρει μια προοπτική στις λαϊκές τάξεις που απορρίπτουν τον κόσμο που φτιάχνει ο καπιταλισμός και που στράφηκαν μαζικά στο νεοφασισμό.
Σήμερα βρισκόμαστε σε εντελώς διαφορετικές συνθήκες.
Πρέπει να ξεκινήσουμε από την αρχή, με την παραδοχή ότι το σοκ μιας νεοφασιστικής κυβέρνησης στο κατώφλι μας είναι τέτοιο που αλλάζει την προσέγγιση του πολιτικού αγώνα από τους πολιτικούς φορείς και τα κοινωνικά κινήματα και αναγκάζει τους αντικαπιταλιστές να αναθεωρήσουν τις πολιτικές τους πρακτικές από την κορυφή ως τη βάση, ώστε να τις ευθυγραμμίσουν με την τρέχουσα κατάσταση.
Η βασική ιδέα που πρέπει να έχουμε για να προχωρήσουμε μπροστά είναι να πείσουμε τους εαυτούς μας και να πείσουμε τους άλλους ότι όλοι πρέπει να αμφισβητήσουμε τους εαυτούς μας, να ξεκινήσουμε από την ιδέα ότι όλοι έχουμε αποτύχει σε κάποιο βαθμό και ότι αυτό που κάνουμε ο καθένας μας στη δική του γωνιά δεν είναι αρκετό.
Από την αντικαπιταλιστική πλευρά, πρέπει να εργαστούμε για να φέρουμε κοντά, με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο, τα ρεύματα που αρνούνται να συμπεριφέρονται σαν πολιτικές σέκτες που πιστεύουν ότι έχουν δίκιο παρά τις αντιξοότητες και ότι, αν αυτό δεν έχει δουλέψει ακόμα, είναι επειδή οι άλλοι δεν έχουν καταλάβει. Από τη στιγμή που όλοι αποδέχονται να επανεξετάσουν ακόμα και τις δικές τους επιλογές και ότι οι αυτοδημιούργητες ρουτίνες τους πρέπει και αυτές να αμφισβητούνται, τότε οτιδήποτε περιορίζει την απομόνωση σε περισσότερο ή λιγότερο περιορισμένους κύκλους (σε κοινωνική κλίμακα) μόνο θετικό μπορεί να είναι, ακόμα και αν συνεχίσουν να υπάρχουν συγκεκριμένες δεξαμενές σκέψης. Το ουσιαστικό είναι να μην δουλεύουμε σε φράξιες πάνω στις πολιτικές αποφάσεις, αλλά να τις θεωρούμε ως συμβολή στη συλλογική σκέψη.
Αν όλοι μας είμαστε πεπεισμένοι για το μέγεθος των ευθυνών μας, τότε θα υπάρχει η δυνατότητα για όσους έχουν διατηρήσει μια αντικαπιταλιστική και επαναστατική προοπτική να διαδραματίσουν θετικό ρόλο στην πολύ γενικότερη διαδικασία ανασυγκρότησης μιας ταξικής οργάνωσης.
Μπορεί επίσης να ξεκινήσει μόνο από αυτό που ήδη υπάρχει. Όταν αθροίζετε όλες τις χειραφετητικές πολιτικές και κοινωνικές πρακτικές που λειτουργούν σήμερα, υπάρχουν ορυχεία δημιουργικότητας, εφευρετικότητας και νεανικότητας.
Για να συγκεντρώσουμε τα καλύτερα στοιχεία της ριζοσπαστικοποίησης σε όλα τα μέτωπα, πρέπει να καταρρίψουμε πολλά εμπόδια και να πιστέψουμε ότι κάθε δράση, όσο θετική και αν είναι, αποκτά το πλήρες της νόημα μόνο σε μια συνολική προοπτική, συνδεδεμένη με όλες τις άλλες, χωρίς ιεραρχία ή επιβολή πλειοψηφιών.
Σήμερα, αυτό που είναι ίσως πιο κοντά μας είναι η δημιουργία ενός χώρου, ενός δικτύου, ενός στρατοπέδου αντίστασης στο νεοφασισμό και τον παραγωγιστικό νεοφιλελευθερισμό, που θα συγκεντρώνει ευέλικτα όλα τα μέρη του και όταν δρα σε παρατεταμένες εκστρατείες, θα το κάνει με μια συναίνεση δράσης, όπως αυτή που υπάρχει σε πολλές περιβαλλοντικές κινητοποιήσεις.
Δουλεύοντας από κοινού σε όλους αυτούς τους χώρους, από την ευρύτερη δυνατή ενότητα δράσης με την υπάρχουσα αριστερά, με όλους τους περιορισμούς της, μέχρι τη δουλειά της ανοικοδόμησης μιας μορφής έκφρασης για την καθημερινή πολιτική και κοινωνική δράση γύρω από ένα αντικαπιταλιστικό, αντιπαραγωγικό πρόταγμα, θα είμαστε χρήσιμοι στο να μπλοκάρουμε τον νεοφασιστικό κίνδυνο και να θέσουμε σε κίνηση μια χειραφετητική δυναμική ικανή να αναδιοργανώσει το στρατόπεδο των εκμεταλλευόμενων και καταπιεσμένων σε ευρεία κλίμακα, γιατί η χειραφέτηση δεν προσφέρεται ποτέ, κερδίζεται μέσα από την κοινή δράση.
Patrick Le Moal
Rouen, 30 Σεπτεμβρίου 2024
Πρωτοδημοσιεύτηκε στο Contretemps.eu.
Θα θέλαμε να ευχαριστήσουμε όλους όσοι διάβασαν μια πρώτη έκδοση αυτού του κειμένου και τα σχόλιά τους συνέβαλαν στη βελτίωσή του.
Μετάφραση ΤΠΤ – “4”
- 1Υπολογίζεται ότι το 1981, το 30% της εργατικής τάξης ψήφισε τον Ζισκάρ ντ' Εστέν στον δεύτερο γύρο κατά του Μιτεράν.
- 2", Mediapart, 28 Ιουλίου 2024.
- 3” 19 Ιουλίου 2024.
- 4Léon Cremieux "Εκλογές στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο: αντιδραστική ώθηση και πυρήνες αντίστασης"; Inprecor, Ιούλιος-Αύγουστος 2024.
- 5".
- 6" Courrier International, 22 Ιουλίου 2024.
- 7"
- 8", Contretemps, 22 Ιουλίου 2024.
- 9".
- 10.
- 11undefined
- 12undefined
- 13undefined