Απέναντι στην κοινωνική και πολιτική κρίση στη Νικαράγουα: Αλληλεγγύη με τις λαϊκές διεκδικήσεις, εναντίον της ορτεγκίστικης καταστολής

Η λαϊκή επανάσταση των Σαντινίστας

Το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο Σαντινίστα (FSLN) γεννήθηκε ως μια «πρωτοποριακή οργάνωση» με αντιιμπεριαλιστικό και επαναστατικό προσανατολισμό, όπως αυτό κατοχυρώθηκε στο Ιστορικό του Πρόγραμμα (1969), «ικανό να αναλάβει την πολιτική εξουσία (…) εγκαθιδρύοντας ένα κοινωνικό σύστημα που διώχνει την εκμετάλλευση και την φτώχεια που έχει υποστεί ο λαός μας στην προηγούμενη ιστορία.»

Όταν η δικτατορία του Somoza ηττήθηκε τον Ιούλιο του 1979, το FSLN είχε την ευρεία υποστήριξη του μεγαλύτερου μέρους του πληθυσμού και προσπάθησε να θέσει τα αντικειμενικά και υποκειμενικά θεμέλια ενός επαναστατικού σχεδίου σοσιαλιστικού χαρακτήρα, αν και υπήρχαν μεγάλες προκλήσεις να αντιμετωπιστούν σε μια χώρα με μια πολύ εξαρτημένη οικονομία και βαθιά κοινωνική καταστροφή, για να μην αναφέρουμε την αντεπανάσταση που προώθησαν οι Ηνωμένες Πολιτείες τη δεκαετία του ’80, η οποία ήταν καθοριστική σε αυτό το στάδιο του Σαντινισμού. Η Τέταρτη Διεθνής γιόρτασε αμέσως την ανατροπή της δικτατορίας και ήταν σε πλήρη αλληλεγγύη με το επαναστατικό λαϊκό κίνημα.

Έχοντας επίγνωση του γεγονότος ότι οι ριζοσπαστικοί οικονομικοί και κοινωνικοί μετασχηματισμοί θα ήταν σταδιακοί, το FSLN προώθησε ένα Κυβερνητικό Συμβούλιο Εθνικής Ανασυγκρότησης, όπου εκπροσωπούνταν το μπλοκ των Σαντινίστας και η μπουρζουαζία. Ως εκ τούτου, διακηρύχθηκε ότι οι αρχές της επανάστασης ήταν η μικτή οικονομία, ο πολιτικός πλουραλισμός και η μη-ευθυγράμμιση, ως απαραίτητες βραχυπρόθεσμες στρατηγικές.

Μακροπρόθεσμα, το Ιστορικό Πρόγραμμα του FSLN ήταν το γενικό πλαίσιο που έπρεπε να αναπτυχθεί, αν και δεν εκτελέστηκε στο σύνολό του, αφήνοντας σημαντικά ελλείμματα σε σχέση με την χειραφέτηση των γυναικών (ιδίως αφήνοντας ανέγγιχτους τους περιοριστικούς νόμους για τις αμβλώσεις, οι οποίοι επέτρεπαν τον τερματισμό μόνο εάν η ζωή μιας γυναίκας ήταν σε κίνδυνο) ή με τις διεκδικήσεις της αγροτιάς, καθώς και πολύ σοβαρά λάθη, όπως ο σεβασμός ως προς το εξωτερικό χρέος που είχε αναλάβει ο Somoza και η εφαρμογή των νομισματικών πολιτικών στα τέλη της δεκαετίας του ’80. Ωστόσο, από το 1988, οι ηγέτες των Σαντινίστα εισήγαγαν ένα σχέδιο διαρθρωτικής προσαρμογής που υποβάθμισε τις συνθήκες των φτωχών χωρίς να επηρεάσει τους πλούσιους. Οι πολιτικές αυτές έμοιαζαν πολύ με τις συνήθεις συνθήκες που επιβάλλουν το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα, ενώ ταυτόχρονα, υπό την πίεση της Ουάσιγκτον, τα δύο αυτά θεσμικά όργανα είχαν αναστείλει την βοήθειά τους προς τις αρχές των Σαντινίστα. Αυτές οι πολιτικές προσαρμογής επικρίθηκαν σε μεγάλο βαθμό από ορισμένες τάσεις στο FSLN, επειδή με αυτή την προσπάθεια προσαρμογής επιβάρυναν τις λαϊκές τάξεις.

Ωστόσο, το Πρόγραμμα του FSLN περιλάμβανε την οικοδόμηση μιας Επαναστατικής Κυβέρνησης που επέτρεψε την πλήρη συμμετοχή ολόκληρου του πληθυσμού, τόσο σε εθνικό όσο και σε τοπικό επίπεδο, τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, την ελευθερία οργάνωσης του συνδικαλιστικού κινήματος στις πόλεις και στην ύπαιθρο, την ελευθερία οργάνωσης ομάδων αγροτών, νέων, φοιτητών, γυναικών κλπ. Οι μεγάλες ιδιόκτητες εκτάσεις γης απαλλοτριώθηκαν, η γη αναδιανεμήθηκε και σχηματίστηκαν συνδικάτα και αγροτικές ενώσεις. Έγινε επίσης η εθνικοποίηση εργοστασίων, κτιρίων και άλλων περιουσιακών στοιχείων της ολιγαρχίας του Somoza.

Κατά τα επόμενα έντεκα χρόνια γενικεύτηκε η εκπαίδευση, ανοίχτηκε το πανεπιστήμιο στις λαϊκές τάξεις, δημιουργήθηκαν προγράμματα κοινωνικής βοήθειας, τέθηκε σε λειτουργία ένα καθολικό σύστημα υγείας και άλλες βασικές υπηρεσίες, και ξεκίνησαν οι Επιτροπές Άμυνας των Σαντινίστας (CDS) για να οργανωθεί ο πληθυσμός των γειτονιών.

Το FSLN θέσπισε επίσης μια δίκαιη φορολογική πολιτική, εργατικά δικαιώματα, και ιστορική κοινωνική δικαιοσύνη για τις Ακτές της Καραϊβικής, εξαιτίας της εκμετάλλευσης και των διακρίσεων κατά των αυτόχθονων λαών. Ήταν επομένως ένα σοσιαλιστικά προσανατολισμένο πρόγραμμα που προετοίμασε τις υλικές συνθήκες γι’αυτό, με τακτικές και στρατηγικές προσεγγίσεις, οι οποίες, παρά τις δυσκολίες του πλαισίου και της απειλής του ιμπεριαλισμού των ΗΠΑ, άνοιξαν νέες υποσχέσεις για ρήξη με το ηγεμονικό σύστημα.

Ωστόσο, η αγροτική μεταρρύθμιση δεν πήγε αρκετά μακριά: οι απαλλοτριώσεις επικεντρώθηκαν κυρίως στα περιουσιακά στοιχεία του Somoza και των συμμάχων του, και γλίτωσαν τα συμφέροντα μεγάλων καπιταλιστικών ομάδων και ισχυρών οικογενειών, τις οποίες ορισμένοι ηγέτες των Σαντινίστας ήθελαν να μετατρέψουν σε συμμάχους ή συνοδοιπόρους. Επιπλέον, αντί να δοθεί προτεραιότητα στις μικρές και μεσαίες φάρμες, το FSLN δημιούργησε γρήγορα έναν Κρατικό αγροτικό τομέα και συνεταιρισμούς, κάτι που δεν ήταν σύμφωνο με τις διαθέσεις του αγροτικού πληθυσμού, μέρος του οποίου προσελκύστηκε από τα αντεπαναστατικά Contras.

Η αυτοοργάνωση και ο εργατικός έλεγχος δεν ενθαρρύνθηκαν αρκετά. Μέρος της ηγεσίας του FSLN εκπαιδεύτηκε στην Κούβα την δεκαετία του 1960 -70, η οποία, υπό την επιρροή της Σταλινικής Σοβιετικής Ένωσης, προωθούσε τότε την λαϊκή οργάνωση μέσα σε ένα πολύ ελεγχόμενο και περιορισμένο πλαίσιο. Ως αποτέλεσμα, οι μάζες δεν μπορούσαν να συμμετάσχουν πλήρως στην χειραφέτησή τους.

Η προδοσία του Ιστορικού Προγράμματος του FSLN και η δημιουργία ενός αυταρχικού εταιρικού καθεστώτος

Όταν το FSLN ηττήθηκε εκλογικά το 1990, η νέα διεθνής κατάσταση ευνόησε την δεξιά, καπιταλιστική αποκατάσταση στην Ανατολική Ευρώπη στερώντας τη Νικαράγουα από διεθνείς συμμάχους. Αλλά ο λαός αποθαρρύνονταν όλο και περισσότερο από την κατεύθυνση που έπαιρνε η επαναστατική διαδικασία. Στα απλά μέλη των Σαντινίστα υπήρχε ανησυχία λόγω της γραφειοκρατικοποίησης και της κάθετης οργάνωσης της Εθνικής Διεύθυνσης του FSLN, που εξέλεγε τα μέλη των CDS, τις συνδικαλιστικές θέσεις, τα τοπικά στελέχη και τους ενδιάμεσους διοικητές. Σταδιακά, η απουσία εκδημοκρατισμού σε αυτές τις δομές οδήγησε στην ανάπτυξη μιας γραφειοκρατικής ηγεσίας των Σαντινίστα που απολάμβανε προνόμια που έρχονταν σε αντίθεση με την πραγματικότητα της μεγάλης πλειοψηφίας που κλήθηκε να κάνει οικονομικές και κοινωνικές θυσίες στο όνομα της επανάστασης.

Όταν οι βασικοί διοικητές της Εθνικής Διεύθυνσης, οι δημόσιοι υπάλληλοι και η μεσαία διοίκηση άρπαξαν – αυτό που είναι ευρέως γνωστό ως piñata – τα εδάφη, τις φυτείες καφέ, τα αρχοντικά, τα αγροκτήματα, τα αυτοκίνητα και άλλες κρατικές ιδιοκτησίες που η επανάσταση είχε ανακτήσει στο όνομα της μεγάλης πλειοψηφίας, αυτή η δυσφορία βάθυνε. Τα επιχειρήματα που παρουσιάστηκαν από τους Διοικητές ήταν ότι αυτό έγινε για να εμποδίσει τον εχθρό να πάρει στην κατοχή του αυτό που είχε κοστίσει τόσο πολύ αίμα, αλλά αυτό δεν αρκούσε για να εξηγήσει στον πληθυσμό τον προσωπικό πλουτισμό της τότε αρχόμενης μπουρζουαζίας των Σαντινίστα.

Στη συνέχεια, το FSLN υπό τον Daniel Ortega υιοθέτησε μια στάση που ταλαντευόταν μεταξύ συμβιβασμού και αντιπολίτευσης με την κυβέρνηση της Εθνικής Ένωσης Αντιπολίτευσης (UNO) της Violeta Chamorro. Η Εθνική Διεύθυνση του FSLN, που ελέγχεται κυρίως από το ρεύμα της Δημοκρατικής Αριστεράς του Ντανιέλ Ορτέγκα, ενθάρρυνε από την μία πλευρά τους αγώνες κατά των ιδιωτικοποιήσεων, ενώ από την άλλη, στην Εθνική Συνέλευση, υποστήριξε την κυβέρνηση Chamorro που τις διεξήγαγε.

Στα τέλη της δεκαετίας του 1990, ο Ορτέγκα σύναψε συμφωνία με το Συνταγματικό Φιλελεύθερο Κόμμα (PLC) του Arnoldo Alemán, ο οποίος ήταν πρόεδρος από το 1997, σε μια συνύπαρξη με την πιο συντηρητική και διεφθαρμένη δεξιά. Αυτές ήταν «επικίνδυνες φιλίες» για ένα επαναστατικό σχέδιο. Ωστόσο, ήταν κερδοφόρες για το FSLN του Ντανιέλ Ορτέγκα και το PLC του Alemán, οι οποίοι έλαβαν διαφορετικά οφέλη από αυτές. Αυτό διαπιστώθηκε με την υποστήριξη του PLC στον Ορτέγκα ο οποίος ήταν αντιμέτωπος με την καταγγελία της σεξουαλικής κακοποίησης της θετής του κόρης Zoilamérica Narváez. Και χρόνια αργότερα, όταν ο Alemán, ο οποίος είχε καταδικαστεί σε 20 χρόνια φυλάκισης για την καλπάζουσα διαφθορά της κυβέρνησής του, αφέθηκε να εκτελέσει την ποινή του υπό κατ ‘οίκον περιορισμό χάρη στους άνδρες που είχε βάλει ο Ορτέγκα στο δικαστικό σύστημα, μέχρις ότου το Ανώτατο Δικαστήριο ακύρωσε την καταδίκη το 2009 κατά τη διάρκεια της προεδρίας του Ορτέγκα.

Η μεταρρύθμιση του Εκλογικού Νόμου το 2000, την οποία προώθησαν οι Σαντινίστα και οι φιλελεύθεροι βουλευτές, ήταν ένα άλλο προϊόν του συμφώνου Ortega-Alemán. Η μεταρρύθμιση επέτρεψε να κερδηθεί η προεδρία και η αντιπροεδρία της Δημοκρατίας με ελάχιστο ποσοστό 35% και να ξεπεραστούν οι υποψήφιοι της δεύτερης θέσης κατά πέντε ποσοστιαίες μονάδες. Ο νέος αυτός εκλογικός νόμος επέτρεψε στον Ντανιέλ Ορτέγκα, ο οποίος είχε χάσει αρκετή υποστήριξη από το 1990, να εκλεγεί το 2006 με το 38,07% των ψήφων.

Ως μέρος της αντιπολίτευσης, η κοινοβουλευτική ομάδα των Σαντινίστα ψήφισε το 2006, σε συμφωνία με τους συντηρητικούς βουλευτές, ένα νόμο που απαγορεύει πλήρως την άμβλωση. Αυτό έγινε ως μέρος της συμφωνίας με την δεξιά πτέρυγα που επέτρεψε στο FSLN να επιστρέψει στην προεδρία της δημοκρατίας με τις εκλογές στα τέλη του 2006. Και ήταν υπό την προεδρία του Ντανιέλ Ορτέγκα – ο οποίος αρνήθηκε να ανατρέψει τον νόμο – που η απαγόρευση αυτή συμπεριλήφθηκε στον νέο ποινικό κώδικα που τέθηκε σε ισχύ το 2008. Αυτή η απαγόρευση δεν επιτρέπει καμία εξαίρεση, ακόμη κι εάν η υγεία ή η ζωή της εγκύου βρίσκεται σε κίνδυνο, ή η εγκυμοσύνη είναι αποτέλεσμα βιασμού.

Αυτή η κίνηση συνοδεύτηκε με την πρόοδο που σημειώθηκε στην εδραίωση άλλων επικίνδυνων φιλιών: αυτή τη φορά, με έναν πρώην αντίπαλο του FSLN, τον Cardinal Miguel Obando y Bravo, τον οποίο ο Ορτέγκα επανέφερε στη δημόσια ζωή ως Πρόεδρο της Επιτροπής Ειρήνης και Συμφιλίωσης, έναν φορέα που δημιουργήθηκε για να εξασφαλίζει ότι αυτοί που αποστρατεύτηκαν από τον πόλεμο τηρούν τις συμφωνίες. Αυτή ήταν η αρχή μιας άλλης προνομιακής σχέσης μεταξύ του FSLN του Ορτέγκα και των de facto εξουσιών. Για να κερδίσει τις ψήφους των συντηρητικών, ο Ντανιέλ Ορτέγκα παντρεύτηκε την Rosario Murillo στην εκκλησία πριν από τις εκλογές του Νοεμβρίου 2006, με τον Cardinal Obando να κάνει την λειτουργία.

Και ήταν μετά την επιστροφή του Ορτέγκα στην κυβέρνηση, που το FSLN επισημοποίησε τις συμφωνίες με το COSEP (Ανώτατο Συμβούλιο Ιδιωτικών Επιχειρήσεων), δημιουργώντας μια συμμαχία μεταξύ των δύο αυτών τομέων, που παρουσιάστηκε ως χώρος τριμερούς συμφωνίας μεταξύ της κυβέρνησης, του ιδιωτικού τομέα και των συνδικάτων. Εντούτοις, η συμμετοχή των συνδικαλιστικών οργανώσεων ήταν συμβολική, δεδομένου ότι τα συμφέροντά τους είχαν καπηλευτεί από το FSLN, δηλαδή από την παράταξη Ορτέγκα-Μουρίγιο, όπως αποδεικνύεται από τις θέσεις του Κέντρου Εργατών των Σαντινίστα (CST) στις περιπτώσεις των αγώνων των εργατών εναντίον των μεγάλων εργοδοτών όπως η οικογένεια Pellas, ή στις συμφωνίες για τον ελάχιστο μισθό. Έτσι, σιγά-σιγά, από την διαμόρφωση των νόμων μέχρι τις διαπραγματεύσεις για τους μισθούς, η πολιτική οικονομία της Νικαράγουας υποτάχθηκε στα συμφέροντα του μεγάλου εθνικού κεφαλαίου. Ωστόσο, μια συμφωνία τέτοιας φύσης δεν μπορεί να περιοριστεί στο μεγάλο εθνικό κεφάλαιο, δεδομένου ότι η δική της δυναμική οδηγεί στο διακρατικό κεφάλαιο, ιδίως στην εξορυκτική βιομηχανία και κυρίως στην μετάλλευση. Βασικά, πίσω από όλα αυτά είναι η νεοφιλελεύθερη λογική που επικρατεί στην περιοχή: η διοχέτευση των δημόσιων πόρων στις ιδιωτικές επενδύσεις, η εξωτερική ανάθεση και η ιδιωτικοποίηση των υπηρεσιών, οι φορολογικές απαλλαγές και τα οφέλη για το κεφάλαιο, κλπ.

Η συμφωνία ελεύθερων συναλλαγών με τις Ηνωμένες Πολιτείες υιοθετήθηκε το 2005. Παρόλο που η κοινοβουλευτική ομάδα του FSLN, τότε στην αντιπολίτευση, ψήφισε κατά της κύρωσής της τον Οκτώβριο του 2005, το 2006, οι βουλευτές του FSLN υποστήριξαν αλλαγές σε μια σειρά νόμων που επέτρεψαν στους όρους που επέβαλαν οι ΗΠΑ να επιβεβαιωθούν. Επιπλέον, όταν βρέθηκε στην εξουσία από το 2007, η κυβέρνηση του Ντανιέλ Ορτέγκα δεν προσπάθησε καθόλου να καταργήσει αυτή την συμφωνία ελεύθερων συναλλαγών με την αμερικανική υπερδύναμη. Αυτή υπήρξε μια περαιτέρω μετατόπιση του προσανατολισμού του FSLN, το οποίο είχε κατηγορήσει προηγουμένως την κυβέρνηση του προέδρου Enrique Bolaños ότι υπέταξε την Νικαράγουα στα οικονομικά συμφέροντα της Ουάσινγκτον. Η έγκριση αυτής της συνθήκης από τους βουλευτές του FSLN συνοδεύτηκε από την υποστήριξη αλλαγών σε μια ολόκληρη σειρά νόμων που συμμορφώνονται με τους όρους που επέβαλαν οι ΗΠΑ. Άλλες συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου εγκρίθηκαν με τη στήριξη του FSLN: μία συνθήκη με την Ταϊβάν (η οποία τέθηκε σε ισχύ το 2008), μία που αφορά την Κεντρική Αμερική με το Μεξικό (2011) και μία άλλη μεταξύ της Κεντρικής Αμερικής και της Ευρωπαϊκής Ένωσης (2012).

Το 2006, η Νικαράγουα επωφελήθηκε από την ελάφρυνση του χρέους στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας για τις Υπερχρεωμένες Φτωχές Χώρες (Heavily Indebted Poor Countries) – το ΔΝΤ ακύρωσε χρέος της Νικαράγουα ύψους 206 εκατομμυρίων δολαρίων. Όταν ο Ορτέγκα επέστρεψε στην κυβέρνηση το 2007, το πρόγραμμα του ΔΝΤ είχε λήξει και το Ταμείο δεν είδε την αναγκαιότητα να υπογράψει νέο, δεδομένου ότι θεωρούσε ότι το χρέος της Νικαράγουα είναι βιώσιμο. Ωστόσο, η κυβέρνηση του Ντανιέλ Ορτέγκα επέμεινε στην εφαρμογή ενός νέου προγράμματος προκειμένου να προσελκύσει ξένους επενδυτές. Το ΔΝΤ τελικά συμφώνησε, ζητώντας από την κυβέρνηση να βαθύνει τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές που επιδιώκονται από την Δεξιά και να εφαρμόσει δημοσιονομική λιτότητα για να έχει ένα πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα.

Έτσι, τα θεσμικά όργανα της Bretton Woods δεν έχουν λόγο να προσάψουν κάτι στην κυβέρνηση της Νικαράγουας. Το ΔΝΤ σημειώνει την «επιτυχία της Νικαράγουας στη διατήρηση της μακροοικονομικής σταθερότητας» (Μάρτιος 2016). Κατά την τελευταία επίσκεψη του τεχνικού προσωπικού του (Φεβρουάριος 2018), ο οργανισμός αυτός δήλωσε ότι «οι οικονομικές επιδόσεις το 2017 ήταν πάνω από τις προσδοκίες και οι προοπτικές του 2018 είναι ευνοϊκές». Όσον αφορά την Παγκόσμια Τράπεζα, επέλεξε τον Απρίλιο του 2018 την στιγμή που η κυβέρνηση Ορτέγκα μόλις είχε ανακοινώσει νεοφιλελεύθερα μέτρα σχετικά με την κοινωνική ασφάλιση για να συγχαρεί τον Ορτέγκα για τις υγιείς οικονομικές του πολιτικές. Με άλλα λόγια, η Νικαράγουα έχει λειτουργήσει μέσα στις κατευθυντήριες γραμμές που επιβάλλουν αυτοί οι οργανισμοί στην περιοχή.

Όλα αυτά έγιναν δυνατά με τον πλειοψηφικό έλεγχο της Συνέλευσης από το FSLN. Επιπλέον, τον Νοέμβριο του 2013, ο Ορτέγκα εισήγαγε μια πρωτοβουλία για ένα Νόμο για τη Μεταρρύθμιση του Συντάγματος της Δημοκρατίας, ο οποίος περιελάμβανε την πρόταση για εκλογή του Προέδρου με «σχετική πλειοψηφία» ψήφων, ανεξάρτητα από το ποσοστό που επιτεύχθηκε, και ώστε να επιτρέπεται η επ ‘αόριστον προεδρική επανεκλογή. Επί του παρόντος, το FSLN του Ortega έχει απόλυτο έλεγχο της Συνέλευσης, με 71 βουλευτές από τους 92 συνολικά.

Ωστόσο, παραμένουν δύο μεγάλες προδοσίες από το FSLN του Ιστορικού Προγράμματός του που δεν μπορούν να αφεθούν αναπάντητες. Η πρώτη είναι η αποστράτευση και η καταστροφή του οργανωτικού ιστού της βάσης και των μεγάλων κοινωνικών κινημάτων, τα οποία καπηλεύονται κυρίως από το καθεστώς. Αυτό γίνεται μέσω ελέγχου σε διαφορετικά επίπεδα, από το νομικό κανονιστικό πλαίσιο, με την απαγόρευση εκλογής με ανεξάρτητους καταλόγους, και από τον έλεγχο που ασκείται μέσω των Συμβουλίων Δικαιωμάτων των Πολιτών (CPC), τα οποία είναι κάθετες μορφές οργάνωσης που ασκούν τον έλεγχο στους πολίτες για τους σκοπούς της εξουσίας του προεδρικού ζευγαριού.

Η άλλη προδοσία είναι των δικαιωμάτων των γυναικών τα οποία, δεδομένης της πλήρους απαγόρευσης των αμβλώσεων, της μεταρρύθμισης του νόμου για την αντρική βία, της δίωξης του φεμινιστικού κινήματος που επικρίνει το καθεστώς, της ατιμωρησίας για χρόνια της σεξουαλικής κακοποίησης της Zoilamérica κλπ προκαλούν ολόκληρο το πολιτικό και κοινωνικό σύστημα που χτίστηκε γύρω από τον Ortegismo. Το 2012, μετά από μια μεγάλη εκστρατεία από γυναικείες οργανώσεις βάσης – η οποία ξεκίνησε την εποχή της επανάστασης – η Νικαράγουα εισήγαγε το νόμο 779 κατά της βίας κατά των γυναικών. Αυτός ο νόμος κατάργησε την προηγούμενη απαίτηση για διαμεσολάβηση σε περιπτώσεις κατάχρησης. Αυτός ο νόμος ήταν το αποτέλεσμα μιας προοδευτικής εκστρατείας, αλλά υπήρξε αντίδραση εναντίον του, οδηγούμενη από την ιεραρχία των Καθολικών, η οποία τον χαρακτήριζε ως «αντι-οικογενειακό». Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να αποδυναμώσει σοβαρά τον νόμο με μια τροπολογία που επανάφερε την υποχρεωτική διαμεσολάβηση 15 μήνες μετά την πρώτη διαβίβασή της, χωρίς καμία αντίσταση από το FSLN.

Φεμινιστικά και εργατικό-αγροτικά μέτωπα αγώνα. Κρατική καταστολή ως απάντηση

Σε αυτό το σημείο έχει αποδειχθεί ότι το Ιστορικό Πρόγραμμα του FSLN, το οποίο έχει δεσμευτεί για τα δικαιώματα και την ισότητα μεταξύ των ανθρώπων, είναι σε αντίθεση με την πορεία που έχει πάρει ο “ορτεγκισμός”. Μέσα σε όλα τα ανοιχτά μέτωπα αγώνα, υπήρξαν τα κινήματα των γυναικών, επικριτικά προς την κυβέρνηση, τα οποία δεν παραιτήθηκαν από την καταγγελία των αλλαγών στο νόμο 779, ο οποίος υποβαθμίζει τη γυναικοκτονία στην σφαίρα των σχέσεων των ετεροφυλόφιλων ζευγαριών ή περιλαμβάνει τη διαμεσολάβηση με τους επιτιθέμενους ως μηχανισμό επίλυσης των συγκρούσεων. Με άλλα λόγια, ο νόμος έχει διασυρθεί, όπως και τα σώματα των γυναικών της Νικαράγουα που εκτίθενται σε αυτούς τους νόμους ή διαδηλώνουν στους δρόμους για τα δικαιώματά τους.

Άλλα μέτωπα τοποθετούνται στον αγώνα κατά της εξόρυξης φυσικών πόρων και υπάρχουν διαφορετικά παραδείγματα συγκρούσεων μεταξύ της συσσώρευσης κεφαλαίου και της βιωσιμότητας της ίδιας της ζωής, που προέρχεται από το ασυμβίβαστο που έχει η εξόρυξη φυσικών πόρων ως κινητήριος δύναμη ανάπτυξης που δεν ωφελεί τη μεγάλη πλειοψηφία ούτε τις κοινότητες που υποφέρουν από τις αρνητικές της επιπτώσεις, όπως παρατηρήθηκε στο Rancho Grande ή στη Mina El Limón. Και στις δύο περιπτώσεις, μπροστά στην οργάνωση και κινητοποίηση των κοινοτήτων, η αντίδραση ήταν η καταστολή. Το ίδιο συμβαίνει και με έργα μετάλλευσης, υδροηλεκτρικά και αγροβιομηχανίας.

Όμως, από όλα αυτά τα έργα που αποτελούν απειλή για τις κοινότητες και το περιβάλλον, υπάρχει ένα που προκάλεσε μια σημαντική κινητοποίηση, σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, και το οποίο ο Ορτέγκα δεν μπόρεσε να κρύψει: η προβλεπόμενη κατασκευή ενός δια-ωκεάνιου καναλιού που στοχεύει να χωρίσει την χώρα και την περιοχή στα δύο, από την Καραϊβική Θάλασσα έως τον Ειρηνικό Ωκεανό, διασχίζοντας τη λίμνη Νικαράγουα, το κύριο απόθεμα γλυκού νερού στην Κεντρική Αμερική. Στην περίπτωση αυτή, η απάντηση ήταν η δίωξη, η καταστολή και ο στιγματισμός των κοινωνικών κινημάτων.

Έτσι, η κυβέρνηση, η οποία εξυπηρετεί τα συμφέροντα του ιδιωτικού κεφαλαίου (είτε ανήκει στους τοπικούς «παραδοσιακούς» καπιταλιστές, είτε στους γραφειοκράτες ή στους ξένους), όχι μόνο δρα για να καταστείλει τον λαό υπέρ των πολυεθνικών, αλλά είναι και συνεργός της καταστροφής του περιβάλλοντος και ένοχος εκτεταμένων παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Απρίλιος 2018 και η λαϊκή κινητοποίηση εναντίον του καθεστώτος: ο “ορτεγκισμός” διασχίζει τον Ρουβίκωνα

Έχουν περάσει έντεκα χρόνια από την επιστροφή του Ορτέγκα στην κυβέρνηση, μια περίοδος στην οποία έχει συγκεντρωθεί αρκετή κοινωνική δυσαρέσκεια για δύο γεγονότα που πυροδότησαν την έξαρση του Απριλίου 2018: η αδράνεια της κυβέρνησης απέναντι στην πυρκαγιά στο Καταφύγιο Indio Maíz και η προτεινόμενη μεταρρύθμιση του Ινστιτούτου Ασφάλισης της Νικαράγουα (INSS). Αυτή η μεταρρύθμιση θα μείωνε τα τρέχοντα συνταξιοδοτικά οφέλη κατά 5%, θα περιόριζε την τιμαριθμική αναπροσαρμογή των συντάξεων πάνω από τον πληθωρισμό, και θα εισήγαγε περικοπές στις μελλοντικές συντάξεις για περίπου ένα εκατομμύριο μισθωτούς που θα μπορούσαν να φθάσουν το 13%.

Η κοινωνική έκρηξη έστρεψε το βλέμμα της διεθνούς κοινότητας στη Νικαράγουα και στην λαϊκή δυσαρέσκεια εναντίον του καθεστώτος.

Στις 18 Απριλίου, διαδηλώσεις και διαμαρτυρίες ξέσπασαν αυθόρμητα και ειρηνικά σε σημαντικές πόλεις, όπως η León και η Managua, και απωθήθηκαν αμέσως και βιαίως από την κυβέρνηση. Διάφορες εκθέσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα αναφέρονται σε οργανωμένες φιλοκυβερνητικές ομάδες ή «δυνάμεις σοκ» που προσλήφθηκαν από τη Νεολαία Σαντινίστα, εκτός από τα ΜΑΤ. Αυτή η δυσανάλογη χρήση της βίας τροφοδοτούσε τις διαδηλώσεις και τις κινητοποιήσεις της 19ης Απριλίου μέσω των αποκαλούμενων «autoconvocados» (αυτόκλητων): που αναφέρεται στους νέους, στους σπουδαστές, στους εργαζομένους κλπ., που οργάνωσαν καταλήψεις δρόμων και πόλεων μέσω των «tranques» (οδοφραγμάτων). Αυτό σταδιακά εξαπλώθηκε μέσα στην χώρα σε πόλεις όπως η Masaya, η Granada, η Matagalpa, η Rivas και η Estelí, προσθέτοντας άλλες συλλογικότητες και κινήματα. Από εκείνη την ημέρα, η κυβέρνηση των Ορτέγκα-Μουρίγιο συνέχισε με την αστυνομική και στρατιωτική καταστολή και, ειδικότερα, με τις δράσεις των παραστρατιωτικών ομάδων, που πυροβόλησαν αδιάκριτα τον πληθυσμό. Αυτές οι ομάδες είναι μασκαροφορεμένες, βαριά οπλισμένες και λειτουργούν με πλήρη ατιμωρησία, στο φως της ημέρας και μαζί με τις αστυνομικές δυνάμεις. Αυτό δείχνει ότι ενεργούν σε πλήρη συμφωνία με το καθεστώς.

Στις 22 Απριλίου, δεδομένης της ευρείας συμμετοχής στις διαδηλώσεις, ο Ορτέγκα ακύρωσε τη μεταρρύθμιση του INSS. Στις 24 Απριλίου, η Κυβέρνηση συμφώνησε να ξεκινήσει έναν Εθνικό Διάλογο μέσω της Πολιτικής Συμμαχίας για τη Δικαιοσύνη και τη Δημοκρατία, που αποτελείται από οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών, φοιτητές, αγρότες, ακόμη και τον επιχειρηματικό τομέα, και με την Καθολική Εκκλησία ως μεσολαβητή, με στόχο την επίλυση της σύγκρουσης. Την εποχή εκείνη, τα κοινωνικά κινήματα είχαν ήδη σαφείς απαιτήσεις για να ξεκινήσει ένας διάλογος: καμία διαπραγμάτευση χωρίς παύση της καταστολής, εγγύηση για δικαιοσύνη και αποκατάσταση για τους διαδηλωτές που σκοτώθηκαν τις προηγούμενες ημέρες, και την αποχώρηση του ντουέτου Ορτέγκα-Μουρίγιο από την εξουσία, ως μη διαπραγματεύσιμο στόχοι. Το αίτημα των κοινωνικών κινημάτων ήταν να διαπραγματευτεί μια μετά-Ορτέγκα μετάβαση. Ωστόσο, αφού επέμειναν σε αυτά τα σημεία, η κυβέρνηση αποφάσισε να αναστείλει τον διάλογο. Για το κοινωνικό κίνημα, η συνέχιση των διαπραγματεύσεων στο πλαίσιο αυτό θα σήμαινε την ενίσχυση του ορτεγκισμού και του κατασταλτικού του καθεστώτος.

Ταυτόχρονα, υπήρξε ταχεία αντίδραση από τα κρατικά όργανα για νομιμοποίηση της καταστολής, για παράδειγμα, με την εφαρμογή του Αντι-Τρομοκρατικού Νόμου, ο οποίος ποινικοποιεί και διώκει συγκεκριμένα προφίλ ηγετών των κοινωνικών κινημάτων. Χιλιάδες εξόριστοι και περισσότεροι από 400 νεκροί, καθώς και απέλαση εθνικών και διεθνών οργανώσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένου του ίδιου του ΟΗΕ, καταδεικνύουν το σημείο μη επιστροφής στο οποίο έφθασε το καθεστώς. Μετά την μαζική χρήση τρομοκρατίας που είχε ως στόχο την καταστολή και τον εκφοβισμό του πληθυσμού, η κυβέρνηση ανέλαβε τον έλεγχο των δρόμων μέχρι τα μέσα Ιουλίου. Έκτοτε, αρκετές εκατοντάδες άτομα, που χαρακτηρίζονται ως «τρομοκράτες» από την κυβέρνηση, συνελήφθησαν και εξακολουθούν να φυλακίζονται, χωρίς σεβασμό των δικαιωμάτων τους – οι ενώσεις υπεράσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν επιτρέπεται να έχουν πρόσβαση στις φυλακές, ούτε οι δικηγόροι ορισμένων κρατουμένων. Κάποιοι από αυτούς έχουν εκφοβιστεί και βασανιστεί για να τους αναγκάσουν να δώσουν ψευδείς ομολογίες κάτι που θα υποστήριζε τον ισχυρισμό ότι η κυβέρνηση αντιμετωπίζει μια συνομωσία για να απομακρυνθεί με τη βία.

Ως αποτέλεσμα της καταστολής, τμήματα του πληθυσμού έχουν εκφοβιστεί επαρκώς ώστε να μην συμμετέχουν στις διαδηλώσεις στο δρόμο. Παρ ‘όλα αυτά, έχουν οργανωθεί πολλές διαδηλώσεις, αλλά δεν έχουν συγκεντρώσει τόσους πολλούς συμμετέχοντες όσους από τον Απρίλιο έως τον Ιούλιο του 2018. Οργανώθηκαν από μια ποικιλία κινημάτων και οργανώσεων: συνάθροιση Κοινωνικών Κινημάτων και Οργανώσεων της Κοινωνίας των Πολιτών, της Πολιτικής Συμμαχίας για Δικαιοσύνη και Δημοκρατία , Φοιτητικών Κινημάτων, Κινημάτων της 19ης Απριλίου (σε όλη τη χώρα), κοινοτικών οργανώσεων, των Μητέρων του Απριλίου, των Επιτροπών Πολιτικών Κρατουμένων, Γυναικείων Κινημάτων και φεμινιστικών δικτυών, κολεκτίβων LGTBIQ, Πανεπιστημίων, συνδικάτων και ανεξάρτητων εμπορικών ενώσεων … Υπάρχει όμως η συναίνεση στο ότι ο Ορτέγκα και η Μουρίγιο πρέπει να εγκαταλείψουν την κυβέρνηση και στο ότι υπάρχει ανάγκη να ανοικοδομηθεί ο Σαντινισμός χωρίς τον Ορτέγκα.

Όμως, όλες αυτές οι οργανώσεις είναι επίσης κατά της εξωτερικής παρέμβασης που επιδιώκει μια διέξοδο από τη σύγκρουση προς ένα «ορτεγκισμό χωρίς Ορτέγκα» δηλαδή τη διατήρηση μιας πελατειακής δομής που διασφαλίζει τα οικονομικά συμφέροντα του εθνικού και του διακρατικού κεφαλαίου. Ως εκ τούτου, μια από τις σημαντικότερες τρέχουσες προκλήσεις για τα κινήματα είναι η συζήτηση και η συναίνεση σχετικά με την εν λόγω μετάβαση και πορεία, και το ότι παράγοντες όπως το COSEP, το οποίο σήμερα αποτελεί το κλειδί για την έξοδο των Ορτέγκα-Μουρίγιο, δεν αποτελεί απειλή για ένα χειραφετημένο κοινωνικό και οικονομικό σχέδιο.

Σε αυτό το σημείο μη επιστροφής, το καθεστώς χρησιμοποιεί αντιιμπεριαλιστική ρητορική για να πλαισιώσει μια προσπάθεια για ένα «μαλακό πραξικόπημα» όπως συνέβη σε άλλες χώρες της περιοχής. Ο σημερινός ορθόδοξος αντιιμπεριαλισμός περιορίζεται σε ένα μέσο για αυτο-νομιμοποίηση στη διεθνή σκηνή, αλλά υποβαθμίζει μια σύγκρουση με βαθιές και περίπλοκες ρίζες στην εθνική πραγματικότητα σε εξωτερική παρεμβολή. Εσωτερικά, ωφελεί μόνο μια ομάδα προνομιούχων ανθρώπων που δεν υπόκεινται στις χειρότερες επιπτώσεις του καθεστώτος που έχουν κατασκευάσει στην Νικαράγουα.

Ένα τμήμα της διεθνούς αριστεράς υποστηρίζει αυτή την οπτική της σύγκρουσης. Θεωρεί ότι οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις – αρχής γενομένης των Ηνωμένων Πολιτειών και των συμμάχων τους στην περιοχή – είναι σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνες για την αποσταθεροποίηση της χώρας, και ότι ένα κυρίαρχο τμήμα του κινήματος οδηγείται ή χειραγωγείται από την αντιδραστική δεξιά. Αυτό το κομμάτι της διεθνούς αριστεράς υποπτεύεται τις εκθέσεις που υποστηρίζουν ότι το καθεστώς φέρει την κύρια ευθύνη για τους εκατοντάδες θανάτους που προέκυψαν σε αυτά τα δραματικά γεγονότα, ή ακόμα τις θεωρεί ως εντελώς ψευδείς ισχυρισμούς.

Όμως ο Ortega και οι υποστηρικτές του δεν μπορούν να αποδείξουν αυτή την αποκαλούμενη απόπειρα πραξικοπήματος. Οι περισσότεροι διαδηλωτές δεν έχουν χρησιμοποιήσει τρομοκρατικές μεθόδους. Η κυβέρνηση δεν μπορεί να αποδείξει τη συμμετοχή ούτε ενός ξένου μισθοφόρου. Κανένας τομέας του στρατού δεν καταδικάστηκε από τον Ορτέγκα για υποστήριξη της ιδέας ενός πραξικοπήματος και, τελικά, ο στρατός έχει μείνει με την πλευρά του καθεστώτος έως τώρα.

Αντιμέτωποι με τα γεγονότα που παρουσιάζονται εδώ, είναι απλώς παραπλανητικό να δούμε μαλακά πραξικοπήματα στην υπόθεση της Νικαράγουα. Είναι εξίσου ανεύθυνο να υποστηρίξουμε ότι οι τρέχουσες κινητοποιήσεις μπορούν να υποβαθμιστούν σε βανδαλισμούς από ορισμένους ή ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα, και ειδικά τα δικαιώματα των γυναικών, αποτελούν αντικείμενα διαπραγματεύσεων ή μέσα ανταλλαγής για οποιαδήποτε κοινωνία. Αυτό ισχύει ακόμη λιγότερο στην περίπτωση της κοινωνίας που επιδιώκουμε να οικοδομήσουμε ως επαναστατική αριστερά. Είναι επίσης παραπλανητικό να παρουσιάσουμε την κυβέρνηση του Ορτέγκα ως σοσιαλιστική ή αριστερή κυβέρνηση, δεδομένων των πολιτικών που εφαρμόστηκαν τα τελευταία έντεκα χρόνια υπέρ του κεφαλαίου – όπως φαίνεται από την υποστήριξη του ΔΝΤ, της Παγκόσμιας Τράπεζας και του μεγάλου κεφαλαίου προς τον Ορτέγκα , καθώς και την υποστήριξη από τις καπιταλιστικές δυνάμεις, συμπεριλαμβανομένου του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, μέχρις ότου η καταστολή έγινε υπερβολικά ισχυρή για να συνεχίσουν να υποστηρίζουν δημόσια το καθεστώς. Κανείς δεν πρέπει να ικανοποιηθεί με λιγότερα από τα ευγενέστερα ιδανικά των ελευθεριών, της δημοκρατίας, της κοινωνικής δικαιοσύνης και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που έχουν επιτύχει, στην περίπτωση αυτή, να συνθέσουν τα ιδανικά των Σαντινίστας. Η λογική του μικρότερου κακού καταλήγει να είναι ο συντομότερος δρόμος προς το μεγαλύτερο κακό!

Για όλους αυτούς τους λόγους, η Τέταρτη Διεθνής, η οποία από την αρχή ενίσχυσε την αλληλεγγύη της με την Επανάσταση των Σαντινίστας, στηρίζει τους αριστερούς και δημοκρατικούς τομείς της αντίστασης, της εξέγερσης και της λαϊκής εξουσίας ενάντια στο σημερινό καθεστώς ορτεγκισμού, και επιδεικνύει αλληλεγγύη στους τομείς που αγωνίζονται να αναδιοργανώσουν ένα Σαντινισμό που είναι αντικαπιταλιστικός, δημοκρατικός και σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα, και που είναι ικανός να απαλλαγεί από τον νεοφιλελεύθερο και καταπιεστικό δεσποτισμό που συνθλίβει τις λαϊκές τάξεις της Νικαράγουας.

Σταματήστε την καταστολή των λαϊκών κινητοποιήσεων στην Νικαράγουα! Άμεση απελευθέρωση όλων των πολιτικών κρατουμένων!

Για τα δικαιώματα των γυναικών! Νομιμοποιήστε την έκτρωση τώρα!

Κάτω το εγκληματικό νεοφιλελεύθερο καθεστώς των Ορτέγκα-Μουρίγιο!

Ενάντια σε κάθε είδους ιμπεριαλιστική παρέμβαση στις εσωτερικές υποθέσεις της Νικαράγουα! Για το δικαίωμα των ανθρώπων στη Νικαράγουα, στην Κεντρική Αμερική και πιο πέρα να παίρνουν την μοίρα τους στα χέρια τους!

Για την επανίδρυση των Σαντινίστας! Προς μια οικοσοσιαλιστική εναλλακτική λύση προς το εξορυκτικό μοντέλο προσανατολισμένο στις εξαγωγές και στο καπιταλιστικό σύστημα, η οποία συνεπάγεται μια ρήξη που απαιτεί το υψηλότερο επίπεδο δημοκρατίας και αυτοοργάνωσης!

Θα διατυπώσουμε αυτές τις διεκδικήσεις σε μια εκστρατεία διεθνιστικής αλληλεγγύης με τα θύματα της καταστολής στη Νικαράγουα.

Εκτελεστικό Γραφείο της 4ης Διεθνούς

Άμστερνταμ, 28 Οκτωβρίου 2018

Τέταρτη Διεθνής