Καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση, ιμπεριαλισμοί, γεωπολιτικό χάος και οι επιπτώσεις τους

Η παρούσα απόφαση υιοθετήθηκε από το 17ο Παγκόσμιο Συνέδριο της 4ης Διεθνούς με 109 ψήφους υπέρ, 5 κατά και 1 αποχή.

Περιεχόμενα

Εισαγωγή

Ι. Ένας νέος ιμπεριαλιστικός γαλαξίας

ΙΙ. Μια χρόνια γεωπολιτική αστάθεια

ΙΙΙ. Παγκοσμιοποίηση και κρίση κυβερνησιμότητας

IV. Οι νέοι (πρωτο), (υπο) ιμπεριαλισμοί

V. Νέες ακροδεξιές, νέοι φασισμοί

VI. Αυταρχικά καθεστώτα, δημοκρατική απαίτηση και αλληλεγγύη

VII. Καπιταλιστική επέκταση και κλιματική κρίση

VIII. Ένας κόσμος διαρκών πολέμων

IX. Τα όρια της υπερδύναμης

X. Διεθνισμός κατά καμπισμού

XI. Ανθρωπιστική κρίση

XII. Παγκοσμιοποιημένος κοινωνικός πόλεμος

Οι κάτωθι “θέσεις” δεν φιλοδοξούν να είναι ούτε εξαντλητικές ούτε και να συμπυκνώσουν οριστικά συμπεράσματα. Έχουν κυρίως για στόχο να τροφοδοτήσουν μια διεθνή διαδικασία συλλογικής σκέψης. Στηρίζονται συχνά σε επιχειρήματα που ήδη συμμεριζόμαστε, αλλά επιχειρούν να ωθήσουν πιο πέρα τη συζήτηση για τις επιπτώσεις τους. Για το λόγο αυτόν, και με τον κίνδυνο να υπεραπλουστευτούν σύνθετες πραγματικότητες, εμφανίζουν ως “καθαρές” σημερινές εξελίξεις, για να αναδειχθεί κυρίως τί αυτές έχουν το καινούργιο.

Οι μετασχηματισμοί αυτοί είναι βαθιοί, μπορεί να παρουσιάζουν ορισμένες αντιφατικές πλευρές και έχουν επιπτώσεις σε όλους τους τομείς. Δεν βρισκόμαστε μπροστά σε μια τακτοποιημένη εφαρμογή ενός νέου τύπου σταθερής ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας. Το βασίλειο του παγκοσμιοποιημένου κεφαλαίου τροφοδοτεί την αστάθεια. Η εξέλιξη των συσχετισμών ανάμεσα σε δυνάμεις δεν ήταν εκ των προτέρων δεδομένη και παραμένει διακύβευμα έντονων συγκρούσεων, των οποίων η κατάληξη δεν μπορεί να προβλεφθεί. Αντίθετα, μπορούμε να εντοπίσουμε τις αλλαγές της περιόδου που ξεκίνησε στη δεκαετία του 1990, να αναλύσουμε τις σημερινές δυναμικές και την πολιτική τους εμβέλεια.

Ι. Ένας νέος ιμπεριαλιστικός γαλαξίας

Πρώτη διαπίστωση, η παγκόσμια γεωπολιτική είναι σήμερα αρκετά διαφορετική από ό,τι συνέβαινε στις αρχές του 20ου αιώνα ή στην περίοδο 1950-1980. Ένα τέταρτο αιώνα μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ και την απογείωση της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης, η δυναμική των συγκρούσεων ανάμεσα σε δυνάμεις είναι πρωτόγνωρη και έχει επιπτώσεις που είναι ιδιαίτερα επικίνδυνες. Τα μεγάλα χαρακτηριστικά τους: Η σημερινή κατάσταση κατά πολύ διαρθρώνεται γύρω από τη σύγκρουση μεταξύ της κύριας κατεστημένης δύναμης, των ΗΠΑ, και μιας ανερχόμενης καπιταλιστικής δύναμης, της Κίνας, που απαιτεί να εισχωρήσει στη λέσχη των πολύ μεγάλων. Η διένεξη αυτή διεξάγεται σε όλες τις ηπείρους και σε όλους τους τομείς: οικονομικό, χρηματοπιστωτικό, νομισματικό, διπλωματικό, γεωστρατηγικό (έλεγχο πόρων και επικοινωνιακών οδών), για την ηγεσία μέσα στους διεθνείς οργανισμούς… Σε όρους στρατιωτικής έντασης, η διένεξη ανάμεσα σε ΗΠΑ και Κίνα κρυσταλλώνεται στην ανατολική Ασία. Το Πεκίνο μπόρεσε, μετά το 2013, να εξασφαλίσει την παρουσία του στη θάλασσα της νοτίου Κίνας. Η Ουάσιγκτον χρησιμοποιεί την κορεατική κρίση για να ξανακερδίσει την πρωτοβουλία. Για να επαναβεβαιώσει την ηγεμονία των ΗΠΑ, ο Ντόναλντ Τραμπ δεν διστάζει να υψώσει την απειλή πυρηνικής επέμβασης. Για πρώτη φορά μετά από πολλές δεκαετίες, η χρήση του ατομικού όπλου αποτελεί πραγματικό κίνδυνο και οι ΗΠΑ έχουν την κύρια ευθύνη. Έχουν επίσης την ευθύνη για μια νέα κούρσα στους εξοπλισμούς. Η εγκατάσταση στη Νότιο Κορέα των αντιπυραυλικών συστοιχιών Thaad εξουδετερώνει κατά πολύ, πράγματι, την πυρηνική ικανότητα της Κίνας, η οποία σε αντίδραση προετοιμάζει την ανάπτυξη ωκεανικού στόλου στρατηγικών υποβρυχίων.

Αυτή η νέα κούρσα εξοπλισμών πάει από την κατασκευή νέων αεροπλανοφόρων και υποβρύχιων στόλων ώς τον “εκσυγχρονισμό” του πυρηνικού όπλου από χώρες όπως οι ΗΠΑ ή η Γαλλία, που θέλουν να τους καταστήσουν λειτουργικούς και πολιτικά αποδεκτούς στο πλαίσιο τοπικών συγκρούσεων.

Η Ρωσία δεν διαθέτει τη βάση και τα οικονομικά ή χρηματοδοτικά μέσα της Κίνας. Όμως, αντίστροφα, διοικεί το δεύτερο πυρηνικό οπλοστάσιο του κόσμου (στο οποίο συγκαταλέγεται ένας ωκεανικός στόλος στρατηγικών υποβρυχίων), το οποίο και αποτελεί σημαντικό χαρτί στο γενικό κλίμα στρατιωτικοποίησης του πλανήτη, ο οποίος βρίσκεται σε διαρκή πολεμική κατάσταση. Παρόλο που η εμβέλεια δράσης της είναι μικρότερη από του Πεκίνου, η Μόσχα παίζει κρίσιμο ρόλο στη Συρία, όπου έχει γίνει απαραίτητη. Η επιρροή της ενισχύεται ιδιαίτερα στη Μέση Ανατολή και στην Ανατολική Ευρώπη και οι σχέσεις της με το δυτικό στρατόπεδο γίνονται όλο και πιο συγκρουσιακές.

Η νέα αυτή κατάσταση παραπέμπει σε βαθιές εξελίξεις. Πέρα από την επιβεβαίωση των νέων πρωτο-ιμπεριαλισμών, Κίνας και Ρωσίας (βλ. Κεφάλαιο IV), ας επισημάνουμε ιδιαιτέρως:

  • Διαφοροποίηση της θέσης των παραδοσιακών ιμπεριαλισμών: Αμερικάνικη (ΗΠΑ) “υπερδύναμη”. Αποτυχία της οικοδόμησης ενός ενσωματωμένου ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού. “Εξασθένιση” των ιμπεριαλισμών της Γαλλίας και της Μ. Βρετανίας. Στρατιωτικά “κουτσουρεμένοι” ιμπεριαλισμοί (κυρίως Γερμανία, αλλά και Ισπανία απέναντι στη Λατινική Αμερική). Διατήρηση υποταγμένης θέσης του γιαπωνέζικου ιμπεριαλισμού (ο οποίος, παρά το σημαντικό στρατό που διαθέτει, δεν διαθέτει, ωστόσο, ούτε πυρηνικό όπλο ούτε και αεροπλανοφόρα). Κρίσεις κοινωνικής αποσύνθεσης σε ορισμένες δυτικές χώρες (Ελλάδα), που ανήκαν ιστορικά στην ιμπεριαλιστική σφαίρα…
  • Σημαντικές αλλαγές στο διεθνή καταμερισμό της εργασίας, με τη “χρηματιστηριοποίηση” της οικονομίας, την αποβιομηχάνιση ορισμένων δυτικών χωρών, ιδιαίτερα των ευρωπαϊκών, μεταφορά του κέντρου της παγκόσμιας παραγωγής εμπορευμάτων ιδιαίτερα στην Ασία -χωρίς να παραμελούμε ωστόσο το γεγονός ότι οι ΗΠΑ, η Γερμανία, η Ιαπωνία παραμένουν κύριες βιομηχανικές δυνάμεις.
  • Ανισόμερη ανάπτυξη του κάθε ιμπεριαλισμού, που μπορεί να είναι ισχυρός σε ορισμένους τομείς, αδύναμος σε άλλους. Η ιεραρχία των ιμπεριαλιστικών κρατών είναι, κατά συνέπεια, πολύ πιο σύνθετη, απ’ό,τι στο παρελθόν, για να εντοπιστεί. Οι ΗΠΑ παραμένουν προφανώς ο υπαριθμόν ένα ιμπεριαλισμός: είναι η μόνη χώρα που είναι σε θέση να διεκδικεί τη πρωτιά σε σχεδόν όλους τους τομείς, αλλά καταγράφουν ωστόσο ταυτόχρονα και μια σχετική παρακμή στο οικονομικό επίπεδο και προσκρούουν και σε περιορισμούς της παγκόσμιας ισχύος τους (βλ. κεφάλαιο IX.).

Ο χαρακτηρισμός των νέων δυνάμεων (Κίνα, Ρωσία) δεν είναι, επομένως, το μόνο ζήτημα που μας τίθεται. Πρέπει επίσης να επανεξετάσουμε καλύτερα τη μεταβαλλόμενη θέση των παραδοσιακών ιμπεριαλισμών -καθώς και την παγκόσμια ιμπεριαλιστική τάξη στο σύνολό της. Κλασικές έννοιες, όπως “κέντρο” και “περιφέρεια”, ή “Βορράς” και “Νότος”, πρέπει να αναπροσαρμοστούν σε σχέση με μια αυξανόμενη εσωτερική διαφοροποίηση σε κάθε ένα από αυτά τα γεωπολιτικά σύνολα.

ΙΙ. Μια χρόνια γεωπολιτική αστάθεια

Δεύτερη διαπίστωση: η καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση δεν έχει οδηγήσει σε σταθερή διεθνή “νέα τάξη”. Αντίθετα:

Υπάρχει ένα κυρίαρχο ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο, που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε “ατλαντικό μπλοκ” -γιατί διαρθρώνεται γύρω από τον άξονα Βόρειος Αμερική / Ευρωπαϊκή Ένωση-, με την επιφύλαξη ότι δίνουμε σε αυτό τον όρο γεωστρατηγική και όχι γεωγραφική διάσταση, καθώς ενσωματώνει και την Αυστραλία, τη Νέα Ζηλανδία και την Ιαπωνία. Είναι ένα ιεραρχημένο στρατόπεδο, κάτω από την ηγεμονία των ΗΠΑ. Το ΝΑΤΟ είναι ο ένοπλος και διαρκής βραχίονάς του. Η εκτύλιξή του στα ευρωπαϊκά σύνορα με τη ρώσικη “σφαίρα” επιρροής δείχνει ότι η αρχική του λειτουργία δεν έχει χάσει την επικαιρότητά της, τη στιγμή που τα σύνορα αυτά έχουν ξαναγίνει περιοχές συγκρούσεων.

Το ΝΑΤΟ θέλησε να παρέμβει πιο ανατολικά, αλλά χωρίς μεγάλη επιτυχία. Η κρίση στη Μέση Ανατολή αποδεικνύει ότι ο οργανισμός δεν αποτελεί επιχειρησιακό πλαίσιο που να είναι σε θέση να επιβάλει το νόμο του παντού. Οι εντάσεις είναι έντονες με τον περιφερειακό φύλακα, την Τουρκία. Οι συμμαχίες που πλέχτηκαν σε κάθε θέατρο επιχειρήσεων είναι κυμαινόμενης γεωμετρίας και με καθεστώτα που αντιτίθενται μεταξύ τους, όπως η Σαουδική Αραβία και το Ιράν. Η στρατιωτική συμβολή των ευρωπαίων μελών του είναι περιθωριακή. Η κατάσταση αυτή τροφοδότησε τις επιθέσεις σε αυτό από τον Ντόναλντ Τραμπ, στο ξεκίνημα της θητείας του.

Σε ιδεολογικό επίπεδο, οι κυρίαρχες τάξεις αντιμετωπίζουν μια κρίση νομιμοποίησης και, συχνά, και σημαντικές θεσμικές δυσλειτουργίες -χάνουν τον έλεγχο εκλογικών διαδικασιών ακόμα και σε χώρες κλειδιά όπως οι ΗΠΑ (εκλογή του Τραμπ) ή στο Ηνωμένο Βασίλειο (νίκη του brexit).

Η σημερινή χρόνια κρίση έχει πολλές αιτίες.

  • Τα ιμπεριαλιστικά κράτη έχουν πάντα για ρόλο να εξασφαλίσουν ευνοϊκές συνθήκες για τη συσσώρευση του κεφαλαίου, αλλά το παγκοσμιοποιημένο κεφάλαιο λειτουργεί απέναντί τους με πολύ πιο ανεξάρτητο, απ’ό,τι στο παρελθόν, τρόπο. Αυτή η αποσύνδεση έχει καταστήσει πορώδεις τις τέως σφαίρες σχεδόν αποκλειστικής επιρροής των παραδοσιακών ιμπεριαλισμών στον κόσμο (έστω και αν αυτό ισχύει λιγότερο στη Λατινική Αμερική). Η πολύ μεγάλη κινητικότητα του κεφαλαίου έχει καταστροφικές επιπτώσεις στην ισορροπία των κοινωνιών, πράγμα που υπονομεύει και τις δυνατότητες σταθεροποιητικής δράσης των κρατών. Η καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση, η χρηματιστηριοποίηση, η αυξανόμενη διεθνοποίηση των αλυσίδων παραγωγής μειώνουν και την ικανότητα των κρατών να εφαρμόσουν οικονομικές πολιτικές, εν ονόματι των συλλογικών συμφερόντων των κυρίαρχων τάξεων.
  • Το πρωτόγνωρο επίπεδο χρηματιστηριοποίησης, η ανάπτυξη του λεγόμενου “πλασματικού” κεφαλαίου, εσώτερου στο σύγχρονο καπιταλισμό, πήρε τα τελευταία χρόνια σημαντικές διαστάσεις. Χωρίς να έχει κοπεί η σχέση τους, ωστόσο, οδηγεί σε ανώτερο βαθμό απομάκρυνσης των παραγωγικών διαδικασιών, ενώ και η σχέση ανάμεσα σε αρχικό δανειστή και αρχικό δανειζόμενο χαλαρώνει. Η χρηματιστηριοποίηση έχει στηρίξει την καπιταλιστική ανάπτυξη, αλλά η δική της υπερανάπτυξη ενισχύει τις αντιφάσεις.
  • Το σύστημα του χρέους λειτουργεί πλέον τόσο στο Βορρά όσο και στο Νότο. Αποτελεί εργαλείο κλειδί για τη δικτατορία που επιβάλει το κεφάλαιο στις κοινωνίες και παίζει άμεσα πολιτικό ρόλο, όπως το επιβεβαιώνει η περίπτωση της Ελλάδας, για να επιβληθεί η διατήρηση και η εμβάθυνση της νεοφιλελεύθερης τάξης: το δημόσιο χρέος χρησιμοποιείται ως πρόσχημα για να χτυπηθούν οι κοινωνικές κατακτήσεις και να αποδιαρθρωθούν οι δημόσιες υπηρεσίες, για να επιβληθεί μια απόσυρση των κρατών από την άσκηση της επικυριαρχίας τους.. Μαζί με τις συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου, εμποδίζει την εφαρμογή, από μια κυβέρνηση, εναλλακτικών πολιτικών που θα επέτρεπαν μια διέξοδο από την κοινωνική κρίση.
  • Η εσωτερική χρέωση των χωρών του Νότου αναπτύσσεται έντονα υπέρ του τοπικού κεφαλαίου στα χέρια μιας αστικής τάξης που διατηρεί ορισμένα κομπραδόρικα χαρακτηριστικά. Το δημόσιο χρέος δεν αναπτύσσεται μόνο με τη μορφή εξωτερικού δανεισμού, στο πλαίσιο κυριαρχίας του Βορρά πάνω στο Νότο ή του κέντρου πάνω στην περιφέρεια. Χρησιμοποιείται επίσης και ως εργαλείο συσσώρευσης και κυριαρχίας από την αστική τάξη των κυριαρχούμενων χωρών.
  • Η κρίση του 2007-2008 για πολλές χώρες του Νότου δεν είχε τις ίδιες καταστροφικές συνέπειες που είχε στο Βορρά. Οι χώρες αυτές προστατεύτηκαν σχετικά από τη συσσώρευση συναλλάγματος που είχε επιτρέψει η φάση που ξεκίνησε το 2003 με την αύξηση των τιμών των πρώτων υλών -και από τη διατήρηση των επιτοκίων σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα. Ωστόσο, από το 2008 το δημόσιο χρέος αυξήθηκε κατά 50% σε παγκόσμιο επίπεδο, ευνοούμενο από ένα σύστημα πρόσβασης σε δανεισμό που παραμένει το ίδιο παρά την κρίση και, στο Βορρά, από την κοινωνικοποίηση των ζημιών των ιδιωτικών τραπεζών. Σε αυτή την κατάσταση, μια νέα διευρυμένη χρηματοπιστωτική κρίση θα έχει βίαιες επιπτώσεις στο σύνολο του πλανήτη.
  • Μέσα από μια επιθετική πολιτική χορήγησης δανείων συναρτημένων με την πρόσβαση σε πρώτες ύλες, η Κίνα ανήλθε στη σειρά των κύριων πιστωτών του δημόσιου χρέους, δίπλα στους παραδοσιακούς ιμπεριαλισμούς, στους διεθνείς χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς και στο μεγάλο χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο. Σε περίπτωση κρίσης, θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τις δυσκολίες πληρωμών των χρεωμένων κρατών για να ιδιοποιηθεί γρήγορα υλικούς τους πόρους και να ενισχύσει έτσι τη φιλοδοξία της να γίνει μία από τις κύριες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις.
  • Ένας αληθινός “νομισματικός πόλεμος” (συναλλάγματα) έχει ξεκινήσει. Πρόκειται για την μια πλευρά των διιμπεριαλιστικών συγκρούσεων, καθώς η προσφυγή σε ένα νόμισμα καθορίζει τις ζώνες επιρροής.
  • Οι γεωπολιτικές συμμαχίες ήταν προηγουμένως “παγωμένες” από τις διενέξεις αφενός Ανατολής και Δύσης και αφετέρου Κίνας και ΕΣΣΔ. Αυτές έχουν ξαναγίνει πιο ρευστές και αβέβαιες,
  • Η άνοδος των επαναστατικών διαδικασιών στην αραβική περιοχή και, κατόπιν, και των αντεπαναστάσεων που ώθησαν ανταγωνιστικοί μεταξύ τους πόλοι συνέβαλε στο να δημιουργηθεί μια ανεξέλεγκτη κατάσταση σε μια τεράστια περιοχή που επεκτείνεται από τη Μέση Ανατολή ώς το Σαχέλ -και ακόμα πιο πέρα, σε τμήμα της υποσαχάριας Αφρικής.
  • Σε μια πρώτη φάση, μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, οι αστικές τάξεις και τα (παραδοσιακά) ιμπεριαλιστικά κράτη υπήρξαν πολύ κατακτητικά: διείσδυση στις αγορές της Ανατολής, επέμβαση στο Αφγανιστάν (2001) και στο Ιράκ (2003)… Κατόπιν, υπήρξε στρατιωτικό λίμνασμα, χρηματοπιστωτική κρίση, άνοδος νέων δυνάμεων, επαναστάσεις στην αραβική περιοχή, …, με όλα αυτά να καταλήγουν σε απώλεια δυνατότητας πρωτοβουλιών και γεωπολιτικού ελέγχου: Η Ουάσιγκτον αντιδράει σήμερα περισσότερο πυροσβεστικά παρά σχεδιάζοντας την επιβολή της τάξης της.
  • Σε αυτό το πλαίσιο, ο ρόλος των περιφερειακών δυνάμεων γίνεται πιο σημαντικός: Τουρκία, Ιράν, Σαουδική Αραβία, Ισραήλ, Αίγυπτος, Αλγερία, …, Νότιος Αφρική, Βραζιλία, Ινδία, Νότιος Κορέα, … Αυτές, παρά την υποταγμένη τους θέση στο εσωτερικό του παγκόσμιου συστήματος κυριαρχίας κάτω από την ηγεμονία των ΗΠΑ, παίζουν επίσης και το δικό τους παιχνίδι, επιπλέον από το να αποτελούν τους τοπικούς χωροφύλακες (όπως η Βραζιλία στην Αϊτή) [βλ.κεφάλαιο IV].

Οι χρηματοπιστωτικές κρίσεις του 1997-1998 και του 2007-2008 έφεραν στο φως τις εσώτερες αντιφάσεις της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης, τόσο σε πολιτικό επίπεδο (απονομιμοποίηση του συστήματος κυριαρχίας), όσο και σε κοινωνικό (πολύ βίαιες στις χώρες που επλήγησαν άμεσα), καθώς και σε δομικές επιπτώσεις -ιδιαίτερα με την έκρηξη των χρεών. Βρίσκονται στο βάθος των μεγάλων δημοκρατικών κινημάτων που αναδείχτηκαν λίγα χρόνια μετά (κατάληψη πλατειών), αλλά και των ανοιχτά αντιδημοκρατικών αντιδραστικών εξελίξεων, που τροφοδοτούνται από το μεγάλο φόβο των “μεσαίων τάξεων” (βλέπε για παράδειγμα την Ταϊλάνδη).

Σε συνδυασμό με την οικολογική κρίση και με τις μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών, η δομική αστάθεια της παγκοσμιοποιημένης τάξης δημιουργεί νέες μορφές φτώχειας (βλέπε ιδιαίτερα τις Φιλιππίνες), που αναγκάζουν τις προοδευτικές οργανώσεις να προσαρμόσουν σε αυτές τις πολιτικές τους.

ΙΙΙ. Παγκοσμιοποίηση και κρίση κυβερνησιμότητας

Οι ιμπεριαλιστικές αστικές τάξεις θέλησαν να επωφεληθούν από την κατάρρευση του σοβιετικού στρατοπέδου και από το άνοιγμα της Κίνας στον καπιταλισμό, για να δημιουργήσουν μια παγκόσμια αγορά με ενιαίους κανόνες που να τους επιτρέπει να ξεδιπλώνουν τα κεφάλαιά τους όπως θέλουν. Οι επιπτώσεις της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης αναγκαστικά υπήρξαν πολύ βαθιές –και επιπλέον ενισχύθηκαν από εξελίξεις που, στην ευφορία τους, αυτές οι ιμπεριαλιστικές αστικές τάξεις δεν θέλησαν τις να προβλέψουν.

Πράγματι, το σχέδιο αυτό συνεπαγόταν:

  • Να αφαιρεθεί από τους εκλεγμένους θεσμούς (κοινοβούλια, κυβερνήσεις, …) η δυνατότητα απόφασης στις βασικές επιλογές, αναγκάζοντάς τους να μεταφράσουν στη νομοθεσία τους μέτρα που αποφασίζονται αλλού: Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ), διεθνείς συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου, θεσμοί της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κλπ. Αυτό φέρνει ένα τελικό πλήγμα στην κλασική αστική δημοκρατία -πράγμα που μεταγράφηκε, σε ιδεολογικό επίπεδο, με την αναφορά στην “κυβερνησιμότητα”, αντί -και στη θέση- της δημοκρατίας.
  • Να καταστήσει παράνομους, στο όνομα του επικρατούντος δικαίου του “ανταγωνισμού”, τους “προσαρμοσμένους τρόπους” αστικής δημοκρατίας που προήλθαν από τις ιδιαίτερες ιστορίες των χωρών και των περιοχών (ιστορικός συμβιβασμός ευρωπαϊκού τύπου, λαϊκισμοί λατινο-αμερικάνικου τύπου, κρατική καθοδήγηση ασιατικού τύπου, πελατειακές αναδιανομές διάφορων τύπων, …). Πράγματι, όλοι τους αντιβαίνουν τις σχέσεις που επιβάλλονται από την παγκόσμια αγορά, δημιουργώντας εμπόδια στην ελεύθερη εκτύλιξη του ιμπεριαλιστικού κεφαλαίου.
  • Να υποτάξει το κοινό δίκαιο στο δίκαιο των επιχειρήσεων, για τις οποίες τα κράτη θα πρέπει να εγγυώνται τα κέρδη τους σε μια επένδυση, σε βάρος του δικαιώματος του πληθυσμού σε υγεία, σε υγιεινό περιβάλλον, σε μια ζωή χωρίς επισφάλειες. Πρόκειται για το ένα από τα κύρια διακυβεύματα της νέας γενιάς συμφωνιών ελεύθερων συναλλαγών, που συμπληρώνουν τις διευθετήσεις που συγκρότησαν οι μεγάλοι διεθνείς οργανισμοί, όπως ο ΠΟΕ, το ΔΝΤ, η Παγκόσμια Τράπεζα.
  • Να κλιμακώνει χωρίς τέλος την κατάργηση των κοινωνικών δικαιωμάτων. Οι παραδοσιακές ιμπεριαλιστικές αστικές τάξεις βασίστηκαν στην εξασθένιση και στην κρίση του εργατικού κινήματος στις λεγόμενες χώρες του “κέντρου”. Στο όνομα της “ανταγωνιστικότητας” στην παγκόσμια αγορά, τη χρησιμοποίησαν για να διεξάγουν μια συνεχή, συστηματική, επίθεση, για να καταργήσουν τα συλλογικά δικαιώματα που είχαν κατακτηθεί ιδιαίτερα στην περίοδο μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Δεν θέλουν να επιβάλουν ένα νέο “κοινωνικό συμβόλαιο” που να τους είναι πιο ευνοϊκό, θέλουν να τελειώσουν με τέτοιους συμβιβασμούς και να αρπάξουν όλους τους δυνητικά κερδοφόρους τομείς που, ανήκοντας στις δημόσιες υπηρεσίες, τους διέφευγαν, όπως η υγεία, η εκπαίδευση, η συνταξιοδότηση, οι συγκοινωνίες, …
  • Να προωθήσει τη διαδικασία μαζικής αποστέρησης των εκμεταλλευομένων και των καταπιεσμένων -την οποία διευκολύνει η ιδιωτικοποίηση των δημοσίων υπηρεσιών και η αύξηση της ιδιωτικής χρέωσης-, που τους βυθίζει, όλο και σε περισσότερες περιπτώσεις, σε μια κατάσταση που θυμίζει τη μοίρα που γνώριζαν στην Ευρώπη του 19ου αιώνα τα λαϊκά στρώματα. Στη συνέχεια ιδιαίτερα της έκρηξης της φούσκας των ακινήτων στην Ιαπωνία (δεκαετία του 1990), στις ΗΠΑ (2006-2007), στην Ιρλανδία και στην Ισλανδία (2008), στην Ισπανία (2009), δεκάδες εκατομμύρια νοικοκυριών των λαϊκών τάξεων εκδιώχτηκαν από τα σπίτια τους. Στην Ελλάδα, στο πλαίσιο του τρίτου μνημονίου του 2015, οι τράπεζες είδαν τα χέρια τους να απελευθερώνονται για να διώξουν τις οικογένειες που δεν είναι σε θέση να ξεπληρώσουν τα στεγαστικά τους δάνεια. Από τις ΗΠΑ ώς τη Χιλή, από το Ηνωμένο Βασίλειο ώς τη Νότιο Αφρική, το κόστος των ανώτερων σπουδών πολλαπλασιάστηκε από τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές, εξαναγκάζοντας δεκάδες εκατομμύρια νέους των λαϊκών τάξεων να χρεωθούν σε δραματικό βαθμό. Πρόκειται για μεγάλη καμπή μετά την επέκταση της πρόσβασης στα πανεπιστήμια τον περασμένο αιώνα. Η αγροτική χρέωση επεκτείνεται επίσης παντού στον κόσμο, σε κυριολεκτικά απάνθρωπη κλίμακα: πάνω από 300.000 αυτοκτονίες αγροτών ιδιοκτητών έχουν αναφερθεί στην Ινδία από το 1995 (αριθμός που δεν συμπεριλαμβάνει τις αυτοκτονίες των ακτημόνων ούτε των γυναικών). Γενικότερα, η ιδιωτική χρέωση επιδεινώνει την καταπίεση των πιο περιθωριοποιημένων πληθυσμών -για παράδειγμα η εκδίωξη από τα σπίτια αγγίζει κατά πλειοψηφία τις μονογονεϊκές οικογένειες όπου επί κεφαλής του νοικοκυριού είναι γυναίκα με παιδιά.
Ένας νέος τύπος κυριαρχίας

Η παγκοσμιοποίηση συνεπάγεται επίσης: Να αλλάξει το ρόλο που αποδίδεται στα κράτη και τη σχέση μεταξύ ιμπεριαλιστικών κεφαλαίων και εδαφών. Εκτός μερικών εξαιρέσεων, οι κυβερνήσεις δεν είναι πλέον συνέταιροι σε μεγάλα βιομηχανικά σχέδια ή στην ανάπτυξη κοινωνικών υποδομών (εκπαίδευση, υγεία, …). Εάν συνεχίζουν να υποστηρίζουν στον κόσμο τις “δικές τους” πολυεθνικές, οι τελευταίες (δεδομένης της δύναμής τους και της διεθνοποίησής τους) δεν αισθάνονται εξαρτώμενες από τις χώρες προέλευσής τους όπως στο παρελθόν: η σχέση είναι πιο “ασύμμετρη” από ποτέ… Ο ρόλος του κράτους, που εξακολουθεί να είναι ουσιαστικός, περιορίζεται στο να συμβάλει στην επιβολή κανόνων καθολικοποίησης της κινητικότητας των κεφαλαίων, να ανοίγει το δημόσιο τομέα στις ορέξεις του κεφαλαίου, να συμβάλει στη διάλυση των κοινωνικών δικαιωμάτων και στη διατήρηση του πληθυσμού του σε αναμμένα καρφιά.

  • Έχουμε επομένως να κάνουμε με δύο ιεραρχικά συστήματα που δομούν τις παγκόσμιες σχέσεις κυριαρχίας: την ιεραρχία των ιμπεριαλιστικών κρατών, που είναι ήδη αρκετά περίπλοκη, όπως το επισημάναμε (κεφάλαιο Ι), καθώς και την ιεραρχία των μεγάλων ροών κεφαλαίων που περιβάλλουν τον πλανήτη με τη μορφή δικτύων. Τα δύο αυτά συστήματα έχουν πάψει να αλληλοκαλύπτονται, έστω και αν τα κράτη βρίσκονται στην υπηρεσία των δεύτερων.

Η καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση αποτελεί νέο παγκόσμιο τρόπο ταξικής κυριαρχίας, ανολοκλήρωτο και δομικά ασταθή. Πράγματι, οδηγεί σε ανοιχτές κρίσεις νομιμοποίησης και ακυβερνησίας σε πολλές χώρες και ολόκληρες περιοχές, σε κατάσταση διαρκούς κρίσης… Τα υποτιθέμενα κέντρα παγκόσμιας ρύθμισης (ΠΟΕ, Συμβούλια Ασφαλείας του ΟΗΕ, …) είναι ανίκανα να εκπληρώσουν αποτελεσματικά το ρόλο τους και η πολιτική “America First” του Ντόναλντ Τραμπ εξασθενίζει τους οργανισμούς που χρησιμοποιούνται ως πλαίσια συνεννόησης της διεθνούς αστικής τάξης.

Μια τάξη δεν μπορεί να κυριαρχεί με διάρκεια σε μια κοινωνία χωρίς κοινωνικές διαμεσολαβήσεις και συμβιβασμούς, χωρίς πηγές νομιμοποίησης ιστορικής, δημοκρατικής, κοινωνικής, επαναστατικής προέλευσης, … Οι ιμπεριαλιστικές αστικές τάξεις διαλύουν ολόκληρους αιώνες “τεχνογνωσίας” στο χώρο αυτό, στο όνομα της ελευθερίας κίνησης του κεφαλαίου, την ίδια στιγμή που η επιθετικότητα των νεοφιλελεύθερων πολιτικών θρυμματίζει τον κοινωνικό ιστό σε μια αυξανόμενη σειρά από χώρες. Το ότι σε μια δυτική χώρα όπως η Ελλάδα, ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού βλέπει να αποκόβεται από την πρόσβαση στην περίθαλψη και στις υπηρεσίες υγείας, λέει πολλά για την “ακρότητα” (να το τραβήξουν ώς το τέλος) των ευρωπαϊκών αστικών τάξεων.

Την εποχή των αυτοκρατοριών, έπρεπε να εξασφαλιστεί η σταθερότητα των αποικιακών κατακτήσεων -καθώς και (έστω και σε μικρότερο βαθμό) των ζωνών επιρροής κατά τον ψυχρό πόλεμο. Σήμερα, εξαιτίας της κινητικότητας και της χρηματιστηριοποίησης, αυτό εξαρτάται από το μέρος και τη στιγμή… Έτσι, ολόκληρες περιοχές μπορεί να εισέλθουν σε χρόνια κρίση κάτω από τα χτυπήματα της παγκοσμιοποίησης. Η εφαρμογή των νεοφιλελεύθερων διαταγών από φθαρμένα δικτατορικά καθεστώτα προκάλεσε τις λαϊκές εξεγέρσεις του αραβικού κόσμου και μεγάλες κινητοποιήσεις στην Αφρική, ανοιχτές καθεστωτικές κρίσεις και αντεπαναστατικές βίαιες αντιδράσεις, που κατέληξαν σε έντονη αστάθεια.

Η ιδιαιτερότητα του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού είναι ότι βολεύεται με την αστάθεια ως διαρκή κατάσταση: η αστάθεια γίνεται ουσιαστικό στοιχείο της κανονικής λειτουργίας του νέου παγκόσμιου συστήματος κυριαρχίας. Στην προηγούμενη περίοδο, μια έντονη αστάθεια συνδεόταν με την έκρηξη μιας οικονομικής κρίσης, δηλαδή μιας ιδιαίτερης στιγμής ανάμεσα σε μακριές περιόδους “κανονικότητας”, δηλαδή σχετικής σταθερότητας. Οι κρίσεις εξακολουθούν, βέβαια, πάντα να υπάρχουν, αλλά σε διαφορετικό περιβάλλον.

IV. Οι νέοι (πρωτο), (υπό) ιμπεριαλισμοί

Οι παραδοσιακές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις θεώρησαν, μετά το 1991, ότι θα εισέρχονταν στην αγορά των τέως λεγόμενων “σοσιαλιστικών” χωρών σε βαθμό που φυσιολογικά θα τις υπέτασσαν -και αναρωτήθηκαν, τότε, ακόμα και αν το ΝΑΤΟ θα εξακολουθούσε να είχε ένα ρόλο απέναντι στη Ρωσία. Η υπόθεση αυτή δεν ήταν παράλογη, όπως το αποδεικνύει η κατάσταση της Κίνας στην καμπή της δεκαετίας του 2000 και οι όροι για την ένταξη της χώρας αυτής στον ΠΟΕ (πολύ ευνοϊκοί για το διεθνές κεφάλαιο). Αλλά τα πράγματα πήραν διαφορετική τροπή -και αυτό δεν φαίνεται ότι είχε αρχικά ή σοβαρά παρθεί υπόψη από τις κύριες δυνάμεις.

Για πρώτη φορά μετά από ενάμισι αιώνα (με την Ιαπωνία), μια νέα μεγάλη καπιταλιστική δύναμη γεννήθηκε, και πάλι στην Ασία: η Κίνα. Είναι ένα από τα κύρια συμβάντα, προϊόν μιας ιδιαίτερης ιστορίας.

Στην Κίνα, μια νέα αστική τάξη συγκροτήθηκε από το εσωτερικό της χώρας και του καθεστώτος, μέσω κυρίως της “αστικοποίησης” της γραφειοκρατίας, με αυτή την τελευταία να αυτομετασχηματίζεται σε κατέχουσα τάξη μέσα από μηχανισμούς που σήμερα ξέρουμε καλά. Ανασυγκροτήθηκε πάνω σε μια βάση ανεξαρτησίας (κληρονομιά της μαοϊκής επανάστασης) και όχι σαν αστική τάξη εξαρχής οργανικά υποταγμένη στον ιμπεριαλισμό. Η Κίνα έγινε έτσι μια καπιταλιστική δύναμη, που είναι εξάλλου διαρκές μέλος του συμβουλίου ασφαλείας του ΟΗΕ με δικαίωμα βέτο (τα ίδια ισχύουν και για τη Ρωσία), έστω και αν ο κοινωνικός σχηματισμός της παραμένει ιδιόμορφος (η αναλυτική δουλειά για την κοινωνία αυτή που προήλθε από μια πρωτόγνωρη και πολύ ειδική ιστορία, δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί).

Όσο ευάλωτα και να είναι τόσο το καθεστώς όσο και η οικονομία της, η Κίνα έχει γίνει η δεύτερη παγκόσμια δύναμη. Από το 2013, με την ώθηση του Ξι Τζινπίνγκ, το Πεκίνο ξεδιπλώνει μια διεθνή πολιτική που είναι όλο και πιο φιλόδοξη, επιθετική, με έντονα ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα: στρατιωτικό ξεδίπλωμα (με τη βάση στο Τζιμπουτί, ιδιαίτερα), σταθεροποίηση ζωνών επιρροής και υποταγή κυβερνήσεων, ιδιοποίηση εδαφών και ορυκτών πόρων, εξαγωγή κεφαλαίων και απόκτηση ελέγχου επιχειρήσεων στο εξωτερικό, αποστέρηση και καταστροφή τοπικών πληθυσμών… Σε σημαντικό αριθμό χωρών, οι λαϊκές τάξεις υφίστανται μετωπικά τις επιπτώσεις των μέτρων αυτών. Από το 2017, το γιγαντιαίο πρόγραμμα επέκτασης προς τη δύση, το λεγόμενο “οι νέοι δρόμοι του μεταξιού” (ή “μια ζώνη, ένας δρόμος”, εν συντομία: Obor, από τα αρχικά του One Belt One Road) έχει για στόχο να πολλαπλασιάσει την οικονομική, χρηματοπιστωτική, πολιτική και ασφαλείας κινεζική παρουσία στον Ινδικό Ωκεανό, τη Μέση Ανατολή και την Αφρική, την Κεντρική Ασία και την Ευρώπη, τη Λατινική Αμερική.

Η κινεζική περίπτωση είναι μοναδική. Η Ρωσία παραμένει οικονομικά εξαρτημένη από τις εξαγωγές της σε αγαθά πρώτων υλών (τα πετρελαϊκά προϊόντα αποτελούν τα δύο τρίτα). Η διεθνής της θέση στηρίζεται κατά πολύ στην έκταση του πυρηνικού της οπλοστασίου (ισορροπία παγκόσμιων δυνάμεων) και στην αποτελεσματικότητα της στρατιωτικής της δύναμης κρούσης σε περιφερειακό επίπεδο (Κριμαία, Συρία). Εφαρμόζει ιμπεριαλιστικές πολιτικές χωρίς όμως ταυτόχρονα να έχει την ικανότητα να οδηγήσει στη γέννηση, όπως το κάνει η Κίνα, μιας νέας ώριμης ιμπεριαλιστικής δύναμης (εξού και ο όρος “πρωτο” για να την χαρακτηρίσουμε).

Οι λεγόμενες BRICS προσπάθησαν να παίξουν από κοινού στην αρένα της παγκόσμιας αγοράς, αλλά χωρίς μεγάλη επιτυχία. Οι χώρες που αποτελούν το εύθραυστο αυτό “στρατόπεδο” δεν βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο. Η Βραζιλία, η Ινδία, η Νότιος Αφρική μπορούν πιθανώς να χαρακτηριστούν ως υπο-ιμπεριαλισμοί -μια έννοια που προέρχεται από τη δεκαετία του 1970- και ως περιφερειακοί χωροφύλακες, αλλά με μια σημαντική διαφορά σε σχέση με το παρελθόν: διαθέτουν πολύ μεγαλύτερη ελευθερία εξαγωγής κεφαλαίων (βλέπε το “μεγάλο παιχνίδι” που έχει ανοίξει στην Αφρική με τον ανταγωνισμό μεταξύ ΗΠΑ, Καναδά, Μεγάλης Βρετανίας, Γαλλίας, Ινδίας, Βραζιλίας, Νοτίου Αφρικής, Κίνας, Κατάρ, Τουρκίας, Νιγηρίας, Αγκόλας, …).

Ο αγώνας δρόμου προς την Αφρική

Όταν πρόκειται για ληστεία και για κλοπή φυσικών πόρων, για αποστερήσεις, για κράτη σε κρίση, για αποδιάρθρωση κοινωνικού ιστού, για ένοπλες συγκρούσεις και για στρατιωτικοποίηση της πολιτικής, τότε ο υπόλοιπος κόσμος ορμάει στην Αφρική.

Στο πλαίσιο της πολυδιάστατης πολιτιστικής κρίσης που αντιμετωπίζει η ανθρωπότητα, ένας νέος αγώνας δρόμου προς την αφθονία των φυσικών πόρων βρίσκεται σε εξέλιξη. Από την αποικιακή περίοδο ώς σήμερα, η εξόρυξη φυσικών πόρων στην Αφρική κυριάρχησε στις οικονομίες της. Όπως το περιγράφει ο Ουόλτερ Ρόντνι για την προηγούμενη περίοδο, η εξόρυξη σιδήρου, ουρανίου, διαμαντιών, χρυσού και καουτσούκ, μεταξύ άλλων πολυτίμων πρώτων υλών, τροφοδότησε τον εκβιομηχανισμό και την επέκταση του καπιταλισμού στη Δύση, σε βάρος της αφρικανικής οικονομίας και της κοινωνικής ανάπτυξης, τροφοδοτώντας τη διαφθορά της πολιτικής διαδικασίας.

Το 2013, για παράδειγμα, έξι από τις δέκα πιο σημαντικές ανακαλύψεις πετρελαίου βρίσκονται στην Αφρική.

Σήμερα, η όρεξη για στρατηγικά ορυκτά, πετρέλαιο και άλλα προϊόντα, πλήττει ολόκληρη την ήπειρο. Η αναζήτηση κερδών και κυριαρχίας συνεχίζει να τροφοδοτεί τον ανταγωνισμό της εξόρυξης, όποιες και να είναι οι επιπτώσεις στις συνθήκες ύπαρξης των λαών και του περιβάλλοντος. Ο καταστροφικός χαρακτήρας που αυτό αποκτάει για τον αφρικανικό πληθυσμό μπορεί να απεικονιστεί με πολλά παραδείγματα, αλλά η περίπτωση της Δημοκρατίας του Κονγκό, που είναι πλούσια σε πόρους, είναι εντυπωσιακή. Στο υπέδαφος του Κονγκό βρίσκονται 24 τρισεκατομμύρια δολάρια (εκτίμηση σύμφωνα με τις τιμές του 2011) σε φυσικούς πόρους, εκ των οποίων πλούσια αποθέματα πετρελαίου, χρυσού, διαμαντιών, κολτάν, που χρησιμοποιείται στα τσιπς των υπολογιστών, κοβαλτίου και νικελίου, για τους αεροπορικούς κινητήρες και τις μπαταρίες αυτοκινήτων, χαλκού, για τις σωληνώσεις, ουρανίου, για τις βόμβες και για την ηλεκτροδότηση, σιδήρου για σχεδόν τα πάντα. Ο πλούτος αυτός είναι πηγή κρυφών δεινών, που προκαλούν πλατιές αναγκαστικές μετακινήσεις πληθυσμού.

Με βάση την ασυλία που έχει στήσει το ΔΝΤ και πάνω στις διαρθρωτικές προσαρμογές και τα προγράμματα σταθεροποίησης της Παγκόσμιας Τράπεζας, όπως και στις εμπορικές και επενδυτικές συμφωνίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των ΗΠΑ, η Αφρική έγινε και πάλι μια περιοχή κλειδί για τους ανταγωνισμούς μεταξύ των δυνάμεων. Οι νέες εξουσίες προσπαθούν να διατυπώσουν τις φιλοδοξίες τους συμμετέχοντας στη νέα ορμή προς την ήπειρο αυτήν. Η Κίνα, που έχει γίνει ο μεγαλύτερος καθαρός επενδυτής στην Αφρική, συναντιέται με τη Ρωσία, την Ινδία, τη Βραζιλία και τη Νότιο Αφρική -όχι με τη μορφή κοινής πρωτοβουλίας όπως οι BRICS, αλλά παρά τη συμμετοχή τους στη λέσχη αυτήν (πράγμα που ταυτόχρονα δείχνει και την κενότητα του σχεδίου αυτού).

Σύμφωνα με μια έκθεση του 2016, η Κίνα έχει επενδύσει σε 293 προγράμματα ΑΞΕ (άμεσων ξένων επενδύσεων στο εξωτερικό, FDI στα αγγλικά) στην Αφρική από το 2005, φτάνοντας σε ένα σύνολο 66,4 δισεκατομμυρίων δολαρίων -στην πλειονότητά τους μεγάλα σχέδιο που καταστρέφουν το περιβάλλον, στα οποία έχει την ευθύνη για το ένα τέταρτο περίπου των επενδύσεων. Το πρόγραμμα της Αφρικανικής Ένωσης για την Ανάπτυξη των Υποδομών στην Αφρική συναντάει εδώ το κινεζικό πρόγραμμα Obor.

Μερικά ενδιάμεσα συμπεράσματα
  • Ο οικονομικός ανταγωνισμός μεταξύ καπιταλιστικών δυνάμεων έχει αναζωογονηθεί. Και πρόκειται για πραγματικές διενέξεις μεταξύ καπιταλιστικών δυνάμεων, επομένως για ποιοτική διαφοροποίηση σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο. Και μπορεί να οδηγήσει σε πραγματικούς εμπορικούς πολέμους.
  • Σε σχέση με την ελευθερία κίνησης των κεφαλαίων, οι αστικές τάξεις (ακόμα και οι υποταγμένες) και οι πολυεθνικές του “Νότου” μπορούν να χρησιμοποιούν τους κανόνες που χαράχτηκαν μετά το 1991 από τις παραδοσιακές αστικές τάξεις, ιδιαίτερα στο χώρο των επενδύσεων, καθιστώντας πιο σύνθετο απ’ό,τι στο παρελθόν τον ανταγωνισμό στην παγκόσμια αγορά. Σε σχέση με την πώληση εμπορευμάτων, ο γενικευμένος ανταγωνισμός των εργαζομένων εξακολουθεί να προωθείται ασφαλώς από τις επιχειρήσεις των παραδοσιακών ιμπεριαλιστικών κέντρων και είναι αυτές ακριβώς που ελέγχουν την πρόσβαση στις καταναλωτικές αγορές των αναπτυγμένων χωρών και όχι οι εταιρείες των παραγωγικών χωρών. Ωστόσο, αυτό ισχύει όλο και λιγότερο στην περίπτωση της Κίνας ή και της Ινδίας ή της Βραζιλίας. Τα περιθώρια ελιγμών των “περιφερειακών” δυνάμεων δεν είναι αναγκαστικά κάτι το κεκτημένο, όπως το δείχνει σήμερα η περίπτωση της Βραζιλίας όπου ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός επαναδιατυπώνει την επιρροή του.
  • Δεν υπάρχει μόνο κρίση νομιμοποίησης των κυρίαρχων τάξεων, αλλά και ιδεολογική κρίση. Αυτή εκδηλώνεται μέσα από την έκταση της θεσμικής κρίσης, όταν οι “κακοί” υποψήφιοι επιβάλλονται σε βάρος και ενάντια στο κατεστημένο, όταν οι ίδιες οι εκλογές χάνουν κάθε φερεγγυότητα στα μάτια αυξανόμενης μερίδας του πληθυσμού. Μην μπορώντας να απαντήσουν σε αυτό, θα καταφεύγουν αναγκαστικά όλο και περισσότερο στο “διαίρει και βασίλευε”, χρησιμοποιώντας το ρατσισμό, την ισλαμοφοβία και τον αντισημιτισμό, την ξενοφοβία και το στιγματισμό, είτε πρόκειται για τους Κορεάτες στην Ιαπωνία ή τους Αφροαμερικανούς στις ΗΠΑ και στη Βραζιλία, είτε για τους μουσουλμάνους στην Ινδία, για τους σιίτες, τους σουνίτες ή τους χριστιανούς σε μουσουλμανικές χώρες… Ο αγώνας κατά του ρατσισμού και της ξενοφοβίας είναι περισσότερο από ποτέ ουσιαστικός χώρος αντίστασης σε διεθνή κλίμακα. Το ίδιο συμβαίνει και με τις άλλες μορφές διακρίσεων (σεξιστικές, κοινωνικές, …).

V. Νέες ακροδεξιές, νέοι φασισμοί

Μία από τις πρώτες επιπτώσεις της τρομαχτικά αποσταθεροποιητικής δύναμης της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης είναι η εξίσου θεαματική άνοδος νέων ακροδεξιών και νέων φασισμών με (δυνητικά) μαζική βάση. Ορισμένες παίρνουν σχετικά κλασικές (ναζιστικές) μορφές, όπως η Χρυσή Αυγή στην Ελλάδα, το γερμανικό NDP ή το ουγγαρέζικο Jobbik. Άλλες πάλι καρποφορούνπάνω σε νέες ξενοφοβίες και σε ταυτοτικές αναδιπλώσεις. Η ανάπτυξή τους είναι ιδιαίτερα σημαντική σε ένα τμήμα των ευρωπαϊκών χωρών (δεν ισχύει αυτό στην Ισπανία ή στην Πορτογαλία), όπως, ιδιαίτερα, το ολλανδικό PVV, το γαλλικό Εθνικό Μέτωπο (FN), η ιταλική Λίγκα του Βορά, το αυστριακό FPÖ, οι “αληθινοί Φιλανδοί”, το βρετανικό UKIP,… Αυτοί όλοι επωφελούνται από μια τριπλή κρίση: κοινωνική, θεσμική και ταυτοτική. Το οικονομικό τους πρόγραμμα ποικίλει, αλλά έχουν για κοινό στοιχείο έναν ιδιαίτερα βίαιο αντιμεταναστευτικό λόγο και έναν ισλαμόφοβο ρατσισμό.

Στην Ολλανδία, αλλά και στη Γαλλία και σε άλλες χώρες, η άκρα δεξιά κατάφερε να σπάσει την ιδεολογική της περιθωριοποίηση τροποποιώντας περιφερειακά τον πολιτικό της λόγο και οι θεματικές της αναπαράγονται από την κλασική δεξιά ώς την κεντροαριστερά. Οι κυβερνήσεις προσπαθούν να κερδίσουν έτσι μια νέα νομιμοποίηση φυσώντας στη φωτιά του εθνικισμού και του εξωτερικού κινδύνου: “επιδρομή” από ξένα κεφάλαια ή από μετανάστες. Στις ΗΠΑ, η εκλογική καμπάνια του Ντόναλντ Τραμπ, ενός πολιτικού αουτσάιντερ, ρίζωσε οργανικά μέσα στην λευκή υπεροχή.

Άλλες ακροδεξιές γεννιόνται με τη μορφή θρησκευτικών φονταμενταλισμών, και αυτό συμβαίνει με όλες τις “μεγάλες” θρησκείες (χριστιανική, βουδιστική, ινδουιστική, μουσουλμανική, …), ή “εθνο-θρησκειών”, όπως η σιωνιστική άκρα δεξιά, … Τα ρεύματα αυτά αντιπροσωπεύουν σήμερα σημαντική απειλή σε χώρες όπως η Ινδία, η Σρι Λάνκα, το Ισραήλ.

Έχουν καταφέρει να επηρεάσουν την πολιτική κυβερνήσεων τόσο σημαντικών όσο των ΗΠΑ την περίοδο Μπους. Στη Γαλλία, τα πιο αντιδραστικά τμήματα των καθολικών βάρυναν πολύ στη διάρκεια της προεδρικής καμπάνιας (υποστήριξη στον Φιγιόν) και κατέχουν κεντρική θέση σε πολλές ανατολικοευρωπαϊκές χώρες, όπως η Ουγγαρία. Ο χριστιανικός ριζοσπαστικός ευαγγελισμός κάνει θραύση στην Λατινική Αμερική και στην Αφρική. Ο μουσουλμανικός κόσμος δεν έχει, επομένως, το μονοπώλιο στο χώρο αυτόν. Αλλά σε αυτόν πήρε μια ιδιαίτερα διεθνή διάσταση, με “διασυνοριακά” κινήματα όπως το Ισλαμικό Κράτος ή οι ταλιμπάν, με δίκτυα που συνδέονται πάνω-κάτω και τυπικά από το Μαρόκο ώς την Ινδονησία και τις νότιες Φιλιππίνες.

Η άκρα δεξιά συντονίζεται επίσης σε διεθνές επίπεδο με ετερογενείς μορφές. Έτσι, η “ευρασιατική κίνηση” του Αλεξάντρ Ντούγκιν ενσωματώνει νέες δεξιές, φασιστικές, “συνομωσιολογικές”, “καμπιστικές” καθώς και διάφορους θρησκευτικούς φονταμενταλισμούς, ένα δίκτυο ανοικτό σε επικίνδυνες συμμαχίες “κόκκινου-μαύρου”.

Από γενική άποψη, πρέπει να αναλύσουμε περισσότερο τις νέες ακροδεξιές, είτε είναι είτε όχι θρησκευτικές: δεν είναι απλώς αντίγραφα του παρελθόντος: εκφράζουν τη σημερινή εποχή! Είναι σημαντικό να χαρακτηριστούν πολιτικά, για να κατανοηθεί ο ρόλος που παίζουν (ας θυμίσουμε ότι όχι και τόσο παλιά ένα μη αμελητέο τμήμα της διεθνούς ριζοσπαστικής αριστεράς έβλεπε στον ισλαμικό φονταμενταλισμό την έκφραση ενός “αντικειμενικά” προοδευτικού ρόλου, έστω και ιδεολογικά αντιδραστικού). Αυτό είναι απαραίτητο για να καταπολεμηθούν οι ερμηνείες για “ουσίες” από τη “σύγκρουση των πολιτισμών”.

Πρόκειται για ακροδεξιά και αντιδραστικά ρεύματα. Συνέβαλαν, έτσι, στο να δοθεί ένα κρίσιμο πλήγμα και να σταματήσει η δυναμική των λαϊκών επαναστάσεων που γεννήθηκαν στην “αραβική άνοιξη”. Δεν έχουν το μονοπώλιο ούτε της ακραίας βίας (βλέπε το καθεστώς Ασάντ!) ούτε της “βαρβαρότητας” (η ιμπεριαλιστική τάξη είναι “βάρβαρη”). Αλλά ασκούν στην κοινωνία έναν έλεγχο και μια τρομοκρατία που έρχεται “από τα κάτω” και που θυμίζει σε πολλές περιπτώσεις τους μεσοπολεμικούς φασισμούς, πριν ανέλθουν στην εξουσία.

Όπως όλοι οι πολιτικοί όροι, έτσι και ο φασισμός έχει συχνά παραποιηθεί ή ερμηνευτεί με διάφορους τρόπους. Ωστόσο, οι δικές μας οργανώσεις συζητούν για το ζήτημα αυτό -πώς εξελίσσονται τα φονταμενταλιστικά κινήματα και οι εθνικιστικές ακροδεξιές που μπορούν να χαρακτηριστούν ή όχι ως φασιστικές- για παράδειγμα σε χώρες όπως το Πακιστάν (ο χώρος των ταλιμπάν) ή η Ινδία (RSS), επιπλέον από το Ισλαμικό Κράτος για παράδειγμα. Ο “θεοφασισμός” θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως γενικός όρος για τέτοιο τύπο ρευμάτων, όλων των θρησκειών.

Όποιες και να είναι οι πιο κατάλληλες ονομασίες για να χαρακτηριστούν οι νέες ακροδεξιές, η άνοδός τους θέτει στη δική μας γενιά αγωνιστών πολιτικά προβλήματα με τα οποία δεν είχαμε να αναμετρηθούμε στην προηγούμενη περίοδο -“αντιφασιστική” αντίσταση σε πλατιά κλίμακα. Πρέπει να δουλέψουμε σε αυτό και χρειάζεται, για αυτό, να συλλογικοποιήσουμε τις εθνικές ή περιφερειακές αναλύσεις και εμπειρίες.

Γενικότερα, η ανανέωση των ριζοσπαστικών δεξιών τροφοδοτεί μια πολύ επικίνδυνη αντιδραστική ώθηση που έχει για στόχο να θέσει σε αμφισβήτηση ιδιαίτερα τα θεμελιώδη δικαιώματα των γυναικών και των LGBTI, με τη στήριξη συχνά των θεσμικών εκκλησιών σε θέματα όπως η έκτρωση (Ισπανία, όπου ένα άθλιο νομοσχέδιο για την κατάργηση των εκτρώσεων αποσοβήθηκε, Ιταλία, Πολωνία, Νικαράγουα, …) ή η κατοχύρωση της οικογένειας (που προβλέπει επιστροφή σε πολύ συντηρητική αντίληψη για το ρόλο της γυναίκας, ..), ακόμα και σε αληθινό κυνήγι μαγισσών ενάντια στους ομοφυλόφιλους (Ιράν, ορισμένες αφρικανικές χώρες όπου είναι ισχυρά τα ευαγγελικά ρεύματα, …) ή και σε τρανς. Η αντίδραση επιτίθεται, έτσι, μετωπικά στο δικαίωμα αυτοδιάθεσης των γυναικών και των ατόμων (αναγνώριση της ποικιλίας σεξουαλικής κατεύθυνσης), δικαιώματα που έχουν κατακτηθεί με μακριούς αγώνες.

Τα κινήματα αυτά στοχεύουν ιδιαίτερα τις γυναίκες, που υφίστανται διπλή καταπίεση, και φύλου και σεξουαλική. Στις περισσότερες δυτικές χώρες, η πρόοδος των κινημάτων αυτών οφείλεται στην ισλαμόφοβη προπαγάνδα (ακόμα και αν δεν είναι αυτό το μοναδικό χαρακτηριστικό των αντιδραστικών κινημάτων και κομμάτων), ιδιαίτερα κατά των μουσουλμάνων γυναικών, αυτών που φοράν φουλάρι, οι επιθέσεις εναντίον τους αυξήθηκαν.

Την ώρα που ορισμένα από τα κινήματα αυτά επιτίθενται σαφώς κατά των γυναικών και των ανθρώπων LGBTI, παρατηρούμε ένα νέο φαινόμενο ομοεθνικισμού και γυνεθνικισμού στις ευρωπαϊκές χώρες, στις ΗΠΑ και στο Ισραήλ. Με πρόσχημα την προστασία των γυναικών και των ανθρώπων LGBTI, επιτίθενται σε ορισμένα τμήματα του πληθυσμού, όπως οι μετανάστες(-τριες) ή οι μουσουλμάνοι(-νες), κατηγορώντας τα ότι βιάζουν γυναίκες ή ορίζουν το ισλάμ ως να ήταν κατά της ομοφυλοφιλίας. Τα κινήματα αυτά ενισχύονται εδώ και μερικά χρόνια και συνδέονται, στην πράξη, με την άκρα δεξιά. Κατά συνέπεια, η άκρα δεξιά στις ιμπεριαλιστικές χώρες γνωρίζει συχνά εντάσεις ανάμεσα στα ρεύματα που θέλουν να μιλήσουν στο σεξισμό και την ετεροφυλοφιλία της βάσης τους και σε αυτά που επιχειρούν να ενισχύσουν τη δική τους υπόθεση για τα δικαιώματα των γυναικών και των LGBTI, ενισχύοντας την ισλαμοφοβία και τις αντιμεταναστευτικές προκαταλήψεις.

Παρόλο που ο ομοεθνικισμός των ρευμάτων της άκρας δεξιάς στις ιμπεριαλιστικές χώρες και οι καμπάνιες κατά των LGBTI των δυνάμεων της άκρας δεξιάς στις κυριαρχούμενες χώρες μοιάζουν να αντικρούονται, στην πραγματικότητα αλληλοενισχύονται. Συγκλίνουν στο να θεωρήσουν την ομοφυλοφιλία και τα δικαιώματα LGBTI σαν προϊόντα εξαγωγής των ιμπεριαλιστικών χωρών. Το ψέμα αυτό πρέπει να καταπολεμηθεί με κινήματα όπως η διεθνής καμπάνια queer ενάντια στο pinkwashing του Ισραήλ.

Απέναντι στην εσώτερη και στη συνεχιζόμενη φονταμενταλιστική θρησκευτική ιδεολογία των δικών μας κρατών, εμείς επαναβεβαιώνουμε τη σημασία της κοσμικότητας του κράτους, όπως και της ελευθερίας στη θρησκευτική πρακτική για όλους.

Το κράτος πρέπει να είναι κοσμικό, χωρίς να κοσμικοποιεί τις κοινότητες ούτε να χρησιμοποιεί την κοσμικότητα ως εργαλείο για να πλήττει τα δικαιώματα των μειονοτήτων (Γαλλία).

Ένα κοσμικό κράτος δεν σημαίνει κοσμικοποίηση των κοινοτήτων και των ατόμων, με τρόπο που πλήττει τα ανθρώπινα δικαιώματά τους.

Η θρησκευτική ελευθερία δε σημαίνει ότι οι θρησκευτικοί ηγέτες έχουν την ελευθερία να ασκούν εξουσία και έλεγχο μέσα από τους κρατικούς μηχανισμούς. Η θρησκευτική ελευθερία σημαίνει απλώς την ελευθερία να ασκεί κανείς την πίστη του. Πράγμα που σημαίνει ότι η θρησκευτική ελευθερία στο Λίβανο δεν θα έπρεπε να επιτρέπει οι θρησκευτικοί ηγέτες να ασκούν τη δική τους έκδοση ενός “κράτους θρησκευτικών δικαιωμάτων”.

Πρέπει να πάρουμε υπόψει μας το γεγονός ότι, στις δύο αυτές προαναφερόμενες πρακτικές υπάρχουν εξουσιαστικές σχέσεις καταπίεσης που επιβάλλονται στις γυναίκες, στο σώμα τους και στη ζωή τους, και να αναφερθεί ότι οι θρησκευτικοί νόμοι εξαρτώνται κατά πολύ από την οικογενειακή μονάδα και από την κατάτμηση των ρόλων που αποδίδονται στους άντρες και στις γυναίκες. Για παράδειγμα, στο Λίβανο, οι νόμοι που θα πλαισίωναν μια ατομική θέση προστατευόμενη από το κράτος δεν υπάρχουν, αφού οι μόνοι υπαρκτοί νόμοι είναι θρησκευτικοί και προστατεύονται από τις αιρέσεις.

Σε χώρες όπως η Ιταλία ή το Μεξικό, όπου ο χωρισμός ανάμεσα σε Εκκλησία και Κράτος ήταν ιστορική κατάκτηση, πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι ο χωρισμός αυτός αμβλύνεται συνεχώς καθώς οι δημόσιες σχέσεις ανάμεσα στις ανώτερες κυβερνητικές πολιτικές σφαίρες και στους θρησκευτικούς ηγέτες πολλαπλασιάζονται, ιδιαίτερα για ζητήματα δικαιωμάτων των γυναικών και των LGBTI.

Με αυτό τον τύπο δράσης και σχέσεων, παρόλο που δεν εμφανίζεται έτσι, επιχειρείται να υιοθετηθούν κοινές αποφάσεις για τα ζητήματα του σώματος των γυναικών και των δικαιωμάτων τους. Αυτό είναι, για παράδειγμα, η περίπτωση των εκτρώσεων στο Μεξικό. Οι αποφάσεις αυτές θέτουν προφανώς τις ζωές μας σε κίνδυνο.

Ο νεοφιλελεύθερος συντηρητισμός, που προσπαθεί να ενισχύσει την πατριαρχική οικογένεια σε βάρος των γυναικών και που εμποδίζει τα διαζύγια, έχει σημαντικά αυξήσει την οικιακή βία ενάντια στις γυναίκες. Μαζί και με την ατιμωρησία, και οι δημοσιονομικές περικοπές στην υλική στήριξη προς τα θύματα της συζυγικής βίας έχουν δημιουργήσει ένα κοινωνικό περιβάλλον που τροφοδοτεί την αρρενωπή βία.

Τα “θεοφασιστικά” κινήματα χρησιμοποιούν συστηματικά τη σεξουαλική βία κατά των γυναικών και των ανηλίκων στις περιοχές που ελέγχουν, ιδιαίτερα με τη μορφή βιασμού και σεξουαλικής δουλείας. Χρησιμοποιούν αυτά για να στρατολογήσουν νέα μέλη και να καταπολεμήσουν άλλες ομάδες. Στο Ιράκ και στη Συρία, χιλιάδες γυναίκες γιεζιντίς και κούρδες πιάστηκαν και βιάστηκαν από μέλη του Ισλαμικού Κράτους.

VI. Αυταρχικά καθεστώτα, δημοκρατική απαίτηση και αλληλεγγύη

Αυτή η επάνοδος των αντιδραστικών δεξιών ευνοείται από την ιδεολογία της ασφάλειας που προωθούν σήμερα οι αστικές κυβερνήσεις στο όνομα της μάχης κατά της τρομοκρατίας ή της “παράνομης” μετανάστευσης. Συμπληρωματικά, αυτές οι κυβερνήσεις χρησιμοποιούν τους φόβους που έτσι τροφοδοτούνται για να σκληρύνουν το κατασταλτικό κράτος, να εγκαθιδρύσουν όλο και πιο αστυνομικά καθεστώτα και να καταστήσουν αποδεκτά τα ελευθεριοκτόνα μέτρα τους: ολόκληροι πληθυσμοί βρίσκονται πλέον σε καθεστώς “υπόπτου” και υποβάλλονται σε παρακολούθηση.

Στην περιοχή του κόσμου που γνώρισε τις επιπτώσεις της επαναστατικής διαδικασίας που ξεκίνησε από την Τυνησία και την Αίγυπτο, οι νέοι μηχανισμοί που λειτούργησαν για να σπάσουν το λαϊκό αγώνα για τη χειραφέτηση χρησιμοποίησαν όλη την πανοπλία των πιο άγριων πρακτικών, με τη βία τους να πολλαπλασιάζεται από τον ανταγωνισμό μεταξύ μεγάλων δυνάμεων. Στη Συρία, την Υεμένη, τη Λιβύη και ιδιαίτερα στο Ιράκ, είναι με τον ολοκληρωτικό πόλεμο που αφενός οι καρικατούρες κρατικής εξουσίας και οι σύμμαχοί τους (Ιράν και Ρωσία από τη μια, μοναρχίες του Κόλπου από την άλλη), και αφετέρου οι τζιχαντιστές βάλθηκαν να εξαφανίσουν τα κινήματα για ελευθερία και κοινωνική δικαιοσύνη. Στην Αίγυπτο, και τώρα στην Τουρκία, η κατασταλτική ριζοσπαστικοποίηση των κλονισμένων καθεστώτων, μεταφράζεται σε μια πρωτοφανή συντριβή των δημοκρατικών απαιτήσεων. Ο κούρδικος λαός, που αρνιέται να εγκαταλείψει την πάλη του, είναι το εξαγνιστήριο θύμα του καθεστώτος Ερντογάν, ενώ το κράτος του Ισραήλ, με τον Νετανιάχου, επωφελείται από το περιβάλλον χάος, από τη συνενοχή του στρατηγού Σίσι και, κυρίως, από τον αμερικάνο πρόεδρο Τραμπ, για να πνίξει ακόμα περισσότερο τον παλαιστινιακό λαό. Οι χώρες του Μαγκρέμπ και ο Λίβανος μοιάζουν συγκριτικά να επηρεάζονται λιγότερο από αυτόν τον ισχυρό αντεπαναστατικό άνεμο, ακόμα και αν η μαροκινή μοναρχία σφίγγει το σιδερένιο της γάντι. Στην Τυνησία, που ήταν το ξεκίνημα της διαδικασίας στα τέλη του 2010, τα κοινωνικά κινήματα δεν εξαφανίστηκαν, έστω και αν η απουσία προοπτικών βαραίνει στην κατάσταση.

Τα κινήματα αμφισβήτησης, ωστόσο, δεν σταματάν να αναγεννιούνται σε όλη την περιοχή και έως στο Ιράν, γιατί οι καταπιεστικές πολιτικές που διεξάγονται στο όνομα της “πάλης κατά της τρομοκρατίας”, ο καταστροφικός νεοφιλελευθερισμός και η ενδημική διαφθορά όλων αυτών των εξουσιών δεν μπορούν να υπερπηδήσουν τους πληθυσμούς νέων, πληροφορημένων και πνιγμένων από την απουσία προοπτικών.

Στη Λατινική Αμερική, οι λεγόμενες προοδευτικές κυβερνήσεις (και κόμματα) βρίσκονται σε κρίση. Αυτό ισχύει τόσο για τις εμπειρίες φιλελεύθερης κοινωνικής έμπνευσης όσο και για τις πιο ριζοσπαστικές, βολιβαριανές, κλπ. Αυτές πληρώνουν το αντίτιμο των παραχωρήσεων στο νεοφιλελευθερισμό και/ή των ορίων ενός νεο-αναπτυξιακού προσανατολισμού, που βασίζεται στην εξαγωγή ορυκτής ενέργειας ή γενικότερα πρώτων υλών.

Οι αδυναμίες των “προοδευτικών” αυτών εμπειριών διευκόλυναν την βίαιη αντιδραστική επίθεση της φιλοϊμπεριαλιστικής και αντιδημοκρατικής δεξιάς. Η αντιλαϊκή, αντιδραστική, αυτή επίθεση ενάντια στα δικαιώματα των εργαζομένων, των γυναικών, των ιθαγενών λαών, των λαών αφρικανικής καταγωγής, παίρνει διαφορετικές μορφές, που είναι όμως συμπληρωματικές: εκλογικές νίκες (Αργεντινή, Χιλή) και ψευδο-συνταγματικά πραξικοπήματα (Ονδούρα, Παραγουάη, Βραζιλία).

Με διάφορες μορφές, μια πλατιά λαϊκή αντίσταση έχει αναπτυχθεί απέναντι σε αυτή την επίθεση, κατά των πραξικοπημάτων και των αντιδραστικών και αντιλαϊκών μέτρων. Οι αντικαπιταλιστές συμμετέχουν ενεργά σε αυτές τις κινητοποιήσεις, προσπαθώντας να ενισχύσουν την αντισυστημική δυναμική.

Ακόμα και σε χώρες μεγάλης παράδοσης αστικής δημοκρατίας, βλέπουμε μια αληθινή αλλαγή καθεστώτος. Νομοθεσίες εμφυλίου πολέμου υιοθετούνται με πρόσχημα την αντιτρομοκρατία. Συστήματα μαζικής παρακολούθησης εγκαθίστανται. Ο στρατός αναλαμβάνει αστυνομικές εξουσίες (Γαλλία) ή στρατιωτικοποιούνται οι αστυνομικές δυνάμεις. Μέτρα έκτακτης ανάγκης εισάγονται στο τρέχον δίκαιο. Η εκτελεστική εξουσία επεκτείνει τις αρμοδιότητές της σε βάρος της δικαστικής εξουσίας…

Η εξασθένιση αυτή του δημοκρατικού αστικού κράτους, που υποτίθεται ότι εκφράζει τη βούληση του λαού, εκθέτει άμεσα τις γυναίκες και τα άλλα τμήματα της κοινωνίας που είναι ιστορικά πιο ευάλωτα στους “άγριους” νόμους της αγοράς, σύμφωνα με τους οποίους μόνο οι πιο δυνατοί μπορούν να επιβιώνουν.

Η εγκατάλειψη του κοινωνικού συμβολαίου έτσι όπως το γνωρίσαμε στο δεύτερο ήμισυ του 20ου αιώνα έχει ανοίξει τις πόρτες στην ιδιοποίηση όλων των κοινών αγαθών στο πολυεθνικό κεφάλαιο. Η κλοπή αυτή επεκτείνεται στους ιδιωτικούς και προσωπικούς χώρους των σωμάτων και των ζωτικών οργάνων των γυναικών (και γενικότερα των ανθρώπων).

Η βαθμιαία γενίκευση των καταστάσεων έκτακτης ανάγκης συμβάλλει στην άρνηση της ανθρώπινης υπόστασης ολόκληρων κοινωνικών ομάδων: μειονότητες, μετανάστες, … Η συστηματική προσφυγή στα “εγκλήματα” της βλασφημίας, της “προδοσίας”, του “πλήγματος στην εθνική ασφάλεια ή ταυτότητα” συμβάλλει σε αυτό. Η ύπουλη επιστροφή της πολιτικής της απο-ανθρωποποίησης (που τροφοδότησε τις χτεσινές γενοκτονίες) αποτελεί ένδειξη, όχι απλώς αντιδραστικών, αλλά αντεπαναστατικών τάσεων.

Η καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση έχει προκαλέσει κρίση στους λεγόμενους δημοκρατικούς θεσμούς (εκεί όπου υπήρχαν) και στον αστικό κοινοβουλευτισμό. Απέναντι την απώλεια αυτή νομιμοποίησης, η κυρίαρχη τάση είναι η εγκαθίδρυση -βίαιη ή έρπουσα- αυταρχικών καθεστώτων που να ξεφεύγουν από τη λαϊκή επικυριαρχία (εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα: ορισμένες τέως στρατιωτικές δικτατορίες μπορεί ακόμα να υποχρεώνονται να αποδώσουν ή να μοιραστούν ένα τμήμα της εξουσίας, όπως στη Βιρμανία, χωρίς ωστόσο και να εγκαθιδρυθεί ένα δημοκρατικό καθεστώς). Το δικαίωμα επιλογής απλώς αφαιρείται από τους λαούς στο όνομα συμφώνων ή ρυθμίσεων που έχουν υιοθετήσει οι κυβερνώντες τους.

Η δημοκρατική απαίτηση -“αληθινή δημοκρατία τώρα!”- κερδίζει έτσι μια πιο άμεσα ανατρεπτική διάσταση απ’ό,τι συνέβαινε συχνά στο παρελθόν, που επιτρέπει να της δοθεί ένα εναλλακτικό, λαϊκό, περιεχόμενο. Το ίδιο και η καθολικότητα των νεοφιλελεύθερων πολιτικών και η εμπορευματοποίηση των “κοινών” που τις συνοδεύει επιτρέπει τη σύγκλιση κοινωνικών αντιστάσεων, όπως το είδαμε στο πλαίσιο του αντιπαγκοσμιοποιητικού κινήματος. Οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, που ήδη γίνονται αισθητές, προσφέρουν επίσης ένα νέο χώρο δυνητικά αντικαπιταλιστικών συγκλίσεων.

Ωστόσο, οι διαρκείς επιπτώσεις των ηττών του εργατικού κινήματος και η νεοφιλελεύθερη ιδεολογική ηγεμονία, η απώλεια φερεγγυότητας της σοσιαλιστικής εναλλακτικής λύσης, αντιβαίνουν τις θετικές αυτές τάσεις. Είναι δύσκολο να αποκτήσουν διάρκεια οι συχνά σημαντικές επιτυχίες των κινημάτων διαμαρτυρίας. Η οξύτητα των καταπιέσεων μπορεί, σε αυτό το πλαίσιο, να ενισχύσει “κλειστές” ταυτοτικές αντιστάσεις, όπου μια καταπιεσμένη κοινότητα παραμένει αδιάφορη απέναντι στη μοίρα που επιφυλάσσεται σε άλλους καταπιεσμένους (όπως στην περίπτωση του “ομοεθνικισμού”). Η θρησκειοποίηση πολλών συγκρούσεων επίσης συμβάλλει στη διάσπαση των καταπιεσμένων και εκμεταλλευομένων.

Η νεοφιλελεύθερη τάξη δεν μπορεί να επιβληθεί παρά μόνο εάν καταφέρει να καταστρέψει τις παλαιότερες μορφές αλληλεγγύης και να πνίξει την ανάδυση νέων μορφών της. Όσο αναγκαία και να είναι, δεν μπορούμε να θεωρήσουμε ότι η αλληλεγγύη αναπτύσσεται “φυσικά” απέναντι στην κρίση, όπως ούτε και ο διεθνισμός απέναντι στο παγκοσμιοποιημένο κεφάλαιο. Χρειάζεται και μια συντονισμένη και συστηματική προσπάθεια στο χώρο αυτόν.

VII. Καπιταλιστική επέκταση και κλιματική κρίση

Το 17ο Συνέδριο της 4ης Διεθνούς υιοθέτησε μια απόφαση για την οικολογία, στην οποία παραπέμπουμε. Ας σημειώσουμε εδώ γρήγορα ότι η επανένταξη του σινο-σοβιετικού “στρατοπέδου” στην παγκόσμια αγορά επέτρεψε μια τεράστια επέκταση της γεωγραφικής περιοχής όπου κυριαρχεί το κεφάλαιο, πράγμα που τροφοδοτεί μια επιτάχυνση της παγκόσμιας οικολογικής κρίσης, σε πολλούς χώρους. Η μείωση των εκπομπών αερίων με επίπτωση θερμοκηπίου πρέπει να αρχίσει χωρίς καθυστέρηση και στις μεγάλες χώρες του Νότου που εκπέμπουν και όχι μόνο του Βορρά.

Σε αυτό το πλαίσιο, η ρύθμιση του “οικολογικού χρέους” στο Νότο δεν πρέπει να ευνοήσει την παγκόσμια καπιταλιστική ανάπτυξη και να ωφελήσει είτε τις ιαπωνο-δυτικές πολυεθνικές που έχουν εγκατασταθεί στο Νότο είτε τις πολυεθνικές του Νότου (του τύπου των βραζιλιάνικων αγροτο-βιομηχανικών, κλπ.), πράγμα που θα τροφοδοτούσε αναγκαστικά όλο και περισσότερες κοινωνικές και περιβαλλοντικές κρίσεις.

Εξακολουθεί να υπάρχει πάντα η ανάγκη μιας αλληλεγγύης του “Βορρά προς το Νότο”, για παράδειγμα σε υπεράσπιση των θυμάτων του κλιματικού χάους. Ωστόσο, περισσότερο από ποτέ, είναι ένας κοινός “αντισυστημικός” αγώνας που βρίσκεται στην ημερήσια διάταξη στις σχέσεις “Βορρά-Νότου” από την άποψη των λαϊκών τάξεων: Δηλαδή πρόκειται για έναν συγκλίνοντα αγώνα για μια αντικαπιταλιστική εναλλακτική, για μια άλλη αντίληψη ανάπτυξης, τόσο στο “Βορρά” όσο και στο “Νότο”.

Με αφετηρία να είναι ο κοινωνικο-περιβαλλοντικός αγώνας για “να αλλάξουμε το σύστημα, όχι το κλίμα”, αυτός έχει για άρθρωση τα κοινωνικά κινήματα και όχι μόνο τις ειδικές συμμαχίες για το κλίμα. Πρέπει, έτσι, να δουλέψουμε για τη συνάρθρωση ανάμεσα στα δύο. Εάν δεν “οικολογικοποιήσουμε” τον κοινωνικό αγώνα (όπως αυτό που ήδη γίνεται σε αγροτικούς και αστικούς αγώνες), η αριθμητική επέκταση των “κλιματικών” κινητοποιήσεων θα παραμείνει στην επιφάνεια των πραγμάτων.

Εξαιτίας της παγκόσμιας ατμοσφαιρικής θέρμανσης, η κάλυψη σε πάγους συρρικνώνεται, το επίπεδο των ωκεανών ανεβαίνει, οι υδροφόροι ορίζοντες στερεύουν, οι έρημοι επεκτείνονται, το νερό γίνεται όλο και πιο σπάνιο, η γεωργία απειλείται και τα ακραία κλιματικά φαινόμενα γίνονται όλο και πιο συχνά. Οι επιπτώσεις από τον σούπερ τυφώνα Haiyan στις Φιλιππίνες ξεπερνούν σε έκταση όλα για όσα μας είχαν ήδη προειδοποιήσει. Το προαναγγελμένο μέλλον ανήκει ήδη στο παρόν. Αυτό έχει αποσταθεροποιητικές επιπτώσεις που πηγαίνουν πολύ πιο πέρα από τις περιοχές που πλήττονται άμεσα και προκαλούν αλυσιδωτές κρίσεις (βλέπε τις εντάσεις ανάμεσα στο Μπανγκλαντές και την Ινδία στο ζήτημα των προσφύγων, ή τις διακρατικές συγκρούσεις για τον έλεγχο υδατοφόρων αποθεμάτων). Η οργάνωση των θυμάτων του κλιματικού χάους, η υπεράσπισή τους και η βοήθεια στην αυτοοργάνωσή τους αποτελούν πλήρως τμήμα της οικολογικής πάλης.

Άλλο ζήτημα κλειδί είναι η τροφική κυριαρχία, που να δίνει στους λαούς το δικαίωμα και τα μέσα για να ορίσουν τα δικά τους τροφικά συστήματα. Να δίνει την εξουσία σε αυτούς(-ές) που παράγουν, διανέμουν και καταναλώνουν, αντί στις μεγάλες επιχειρήσεις και στους θεσμούς της αγοράς, που σήμερα κυριαρχούν τον κλάδο. Να επιτρέψει να τεθεί τέλος στην καταλήστευση των εδαφών απαιτώντας μια μεγάλη αγροτική μεταρρύθμιση για να επανέλθει η γη στους παραγωγούς.

Μια από τις πιο καταστροφικές πλευρές της περιβαλλοντικής κρίσης είναι ίσως η επίπτωσή της στη βιοποικιλότητα -αυτό που ονομάζεται η “έκτη εξαφάνιση”. Το μέλλον του δικού μας είδους δεν μπορεί να διαχωριστεί από αυτή την κρίση της βιοποικιλότητας.

VIII. Ένας κόσμος διαρκών πολέμων

Έχουμε μπει σε έναν κόσμο διαρκών πολέμων (στον πληθυντικό). Η κατάσταση αυτή δεν αναφέρεται μόνο στις διεθνείς συγκρούσεις. Χαρακτηρίζει επίσης και την εσωτερική κατάσταση χωρών της Αφρικής ή της Λατινικής Αμερικής, όπως το Μεξικό.

Οι πόλεμοι αυτοί είναι για να μείνουν και με πολλές πλευρές τους. Πρέπει, επομένως, να ενδιαφερθούμε και πάλι για το πώς διεξάγονται, όπως και για τις λαϊκές αντιστάσεις, για να καταλάβουμε καλύτερα τις συνθήκες του αγώνα, την πραγματικότητα μιας κατάστασης, τις συγκεκριμένες απαιτήσεις της αλληλεγγύης… Για αυτό, ο κάθε πόλεμος πρέπει να αναλυθεί στις ιδιαιτερότητές του. Βρισκόμαστε, πράγματι, μπροστά σε πολύ σύνθετες καταστάσεις, όπως στη Μέση Ανατολή όπου, στο πλαίσιο ενός ενιαίου θεάτρου επιχειρήσεων (Ιράκ-Συρία), αλληλο-επικαλύπτονται συγκρούσεις με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, σε βαθμό που τροφοδοτούνται εντάσεις και αντιφάσεις ανάμεσα σε προοδευτικές δυνάμεις.

Χρειάζεται, ωστόσο, να κρατήσουμε την πυξίδα σε μια πολύ σύνθετη γεωπολιτική: ταξική ανεξαρτησία ενάντια στους ιμπεριαλισμούς, ενάντια στους μιλιταρισμούς, ενάντια στους φασισμούς και ενάντια στην άνοδο των ταυτοτικών “αντι-αλληλέγγυων” κινημάτων (ρατσιστικών, ισλαμοφοβικών και αντισημιτικών, ξενόφοβων, καστεϊκών, φονταμενταλιστικών, ομόφοβων, μισογύνικων, αρρενωπίστικων, …).

Όποιος μιλάει για πόλεμο θα έπρεπε να μιλάει και για αντιπολεμικό κίνημα. Καθώς οι πόλεμοι είναι πολύ διαφορετικοί ο ένας από τον άλλον, η συγκρότηση τέτοιων κινημάτων με συνέργειες μεταξύ τους δεν είναι προφανής. Ωστόσο, υπάρχουν ιδιαίτερα στην Ασία ζωντανά αντιπολεμικά κινήματα. Από στρατηγική άποψη, στην ευρωασιατική ήπειρο, το ξεπέρασμα των συνόρων που κληρονόμησε η εποχή των στρατοπέδων θα γίνει ιδιαίτερα πάνω σε αυτό το θέμα.

Η αλληλεγγύη μας πρέπει να διατυπωθεί απέναντι σε όλους τους πληθυσμούς που είναι θύματα του μιλιταρισμού, απέναντι σε όλες τις λαϊκές αντιστάσεις στους πολέμους που προκαλούν η νεοφιλελεύθερη τάξη και οι φιλοδοξίες των μεγάλων δυνάμεων. Νέα προσοχή πρέπει να δοθεί στην πάλη για καθολικό πυρηνικό αφοπλισμό, μετά την υιοθέτηση από τον ΟΗΕ μιας συμφωνίας με αυτό το στόχο και τη βράβευση με βραβείο Νόμπελ ειρήνης της οργάνωσης που υπήρξε ο κύριος εμπνευστής της (Διεθνής καμπάνια για την κατάργηση των πυρηνικών όπλων, ICAN).

IX. Τα όρια της υπερδύναμης

Οι ενιαίοι κανόνες της παγκοσμιοποιημένης καπιταλιστικής τάξης δεν εμποδίζουν ορισμένες χώρες να είναι πιο ίσες από άλλες. Οι ΗΠΑ επιτρέπουν στον εαυτό τους πράγματα που δεν τα επιτρέπουν σε άλλους. Παίζουν με τη θέση του δολαρίου για να “εξάγουν” το “δικαίωμά” τους σε νομικές απαιτήσεις. Ελέγχουν μεγάλο τμήμα των πιο προχωρημένων τεχνολογιών και διαθέτουν στρατιωτική δύναμη χωρίς ανάλογο. Το κράτος τους διατηρεί τις πυρηνικές του λειτουργίες παγκοσμίως που άλλα κράτη, του δυτικού κόσμου, δεν έχουν πλέον -ή που δεν έχουν τα μέσα για να το κάνουν. Το νέο, ωστόσο, είναι ότι πρέπει να αντιμετωπίσουν από την τελευταία δεκαετία την Κίνα της οποίας το κράτος καθοδηγεί τη διεθνή της επέκταση και ότι δεν έχουν πλέον το μονοπώλιο στο χώρο αυτόν.

Οι ΗΠΑ παραμένουν η μόνη υπερδύναμη στον κόσμο -και όμως, χάνουν τους πολέμους που ξεκίνησαν, από το Αφγανιστάν ώς τη Σομαλία. Το φταίξιμο ίσως να είναι η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση που τους απαγορεύει να παγιώσουν κοινωνικά (σε συμμαχία με τις τοπικές ελίτ) τα προσωρινά στρατιωτικά τους οφέλη. Είναι ίσως επίσης μια επίπτωση της ιδιωτικοποίησης των στρατευμάτων, καθώς οι εταιρείες μισθοφόρων παίζουν αυξανόμενο ρόλο, όπως και οι “ανεπίσημες” ένοπλες συμμορίες στην υπηρεσία ιδιαίτερων συμφερόντων (μεγάλων επιχειρήσεων, μεγάλων κατεχόντων οικογενειών, …).

Όμως είναι επίσης και το γεγονός ότι αυτή η υπερδύναμη, όσο σούπερ και να είναι, δεν έχει τα μέσα να επεμβαίνει παντού σε συνθήκες γενικευμένης δομικής αστάθειας. Θα χρειαζόταν δευτεροκλασάτους ιμπεριαλισμούς που να είναι σε θέση να την συνδράμουν. Η Γαλλία και η Μεγάλη Βρετανία δεν έχουν πλέον παρά περιορισμένες δυνατότητες. Το Brexit αποτέλεσε ένα σοβαρό πλήγμα για τη συγκρότηση ενός ενοποιημένου ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού: την ώρα που το Ηνωμένο Βασίλειο διαθέτει έναν από τους δύο σημαντικούς στρατούς της Ένωσης.

Η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ και οι μονομερείς του διακηρύξεις θέτουν με οξυμένο τρόπο ένα παλαιότερο πρόβλημα: σε ποιό βαθμό η “στρατηγική ομπρέλα” που παρέχουν οι ΗΠΑ είναι εγγυημένη; Η απάντηση είναι σαφής: σε αβέβαιο μέτρο. Οι γύπες της ιαπωνικής δεξιάς βγάζουν τα σχετικά συμπεράσματα. Τί θα γίνει στη δυτική Ευρώπη; Η ιμπεριαλιστική Γερμανία βρίσκεται υπό πίεση. Μπορεί να συνεχίσει να επωφελείται από την κυρίαρχη οικονομική της δύναμη χωρίς να αναλαμβάνει στρατιωτικές ευθύνες; Η κρίση της ΕΕ, η ρώσικη πίεση και η θέση της Ουάσιγκτον θέτουν αντικειμενικά το ερώτημα του γερμανικού επανεξοπλισμού -την ίδια ώρα που στη χώρα αυτήν (όπως και στην Ιαπωνία) η απέχθεια προς τον μιλιταρισμό είναι πολύ βαθιά στον πληθυσμό.

Η σημερινή ιαπωνική κυβέρνηση δείχνει χωρίς περιστροφές τι εθνικιστικές και μιλιταριστικές της φιλοδοξίες. Πρέπει, ωστόσο, να μπορέσει να σπάσει τις κοινωνικές αντιστάσεις για να ολοκληρώσει τον επανεξοπλισμό της (αεροπλανοφόρα, πυρηνικά όπλα, …). Οι αντιστάσεις αυτές είναι ιδιαίτερα έντονες στο νησί της Οκινάουα όπου βρίσκονται οι πιο μεγάλες στρατιωτικές βάσεις των ΗΠΑ. Ιδιαίτερα, η ιστορική μνήμη της ιαπωνικής εισβολής στην Ασία, η οποία και ξεκίνησε στην Άπω Ανατολή το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, δεν έχει καθόλου σβήσει. Το ιαπωνικό αρχιπέλαγος αποτελεί, ασφαλώς, κύριο στοιχείο του συστήματος κυριαρχίας των ΗΠΑ στο βόρειο Ειρηνικό. Ωστόσο, το Τόκυο εξακολουθεί να μην είναι σε θέση να εξασφαλίσει άμεσα τις διεθνείς γεωπολιτικές του ευθύνες και να βοηθήσει, έτσι, την Ουάσινγκτον. Επιπλέον, η υπερασταθής πολιτική του Ντόναλντ Τραμπ και η ελάχιστη σημασία που δίνει στην κοινή γνώμη των συμμάχων του δεν διευκολύνει το έργο του Άμπε Σίνζο.

Ούτε στη Δύση, στην Ευρώπη, ούτε στην Ανατολή, στην Ασία, ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός δεν μπορεί να βασιστεί σε έμπιστους και αποτελεσματικούς συμμάχους.

X. Διεθνισμός κατά καμπισμού

Δεν υπάρχει πλέον καμία μεγάλη δύναμη (μια κατηγορία στην οποία η Κούβα δεν ανήκει) που να είναι “μη” ή “αντι” καπιταλιστική. Πρέπει να βγάλουμε όλα τα συμπεράσματα.

Στο παρελθόν, χωρίς ποτέ να ευθυγραμμιστούμε με την διπλωματία του Πεκίνου, υπερασπιζόμασταν τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας (και τη δυναμική της επανάστασης) ενάντια στην ιαπωνο-αμερικάνικη συμμαχία -με αυτή την έννοια βρισκόμασταν στο στρατόπεδό της. Αντιτασσόμασταν στο ΝΑΤΟ ό,τι και να σκεφτόμασταν για το σταλινικό καθεστώς. Δεν είμασταν ωστόσο “καμπιστές”, γιατί αυτό καθόλου δεν μας περιόριζε στον αγώνα μας κατά της σταλινικής γραφειοκρατίας. Ενεργούσαμε απλώς μέσα σε έναν κόσμο όπου διαρθρώνονταν γραμμές σύγκρουσης επανάστασης και αντεπανάστασης, στρατοπέδων Ανατολής και Δύσης, καθώς και ΕΣΣΔ και Κίνας. Δεν είναι πλέον η περίπτωση σήμερα.

Η “καμπίστικη” λογική πάντα οδηγούσε στην εγκατάλειψη των θυμάτων (όσων βρίσκονται στην κακή μεριά) στο όνομα του αγώνα κατά του “κύριου εχθρού”. Αυτό ισχύει ακόμα περισσότερο σήμερα απ’ό,τι στο παρελθόν, γιατί οδηγεί στην τοποθέτηση στο πλευρό μιας καπιταλιστικής δύναμης (Ρωσία, Κίνα) -ή, αντίστροφα, στο δυτικό στρατόπεδο, όταν η Μόσχα ή το Πεκίνο θεωρούνται ως η κύρια απειλή. Με αυτόν τον τρόπο, τροφοδοτούνται επιθετικοί εθνικισμοί και καθαγιάζονται τα σύνολα που έχουν κληρονομηθεί από την εποχή των “στρατοπέδων”, ενώ ακριβώς θα έπρεπε να τα σβήσουμε.

Ο καμπισμός μπορεί επίσης εύκολα να οδηγήσει στο να υποστηριχτεί στη Συρία το δολοφονικό καθεστώς του Ασάντ και η ρώσικη επέμβαση –ή ο Συνασπισμός κάτω από την ηγεσία των ΗΠΑ και με τη συμμετοχή ιδιαίτερα της Σαουδικής Αραβίας. Ακόμα και μπροστά στο μαρτύριο του Χαλεπιού, ένα τμήμα της διεθνούς ριζοσπαστικής αριστεράς συνέχισε να κοιτάει αλλού, για να μην έρθει σε ρήξη με την καμπίστικη παράδοσή της. Άλλα ρεύματα αρκούνται στο να καταδικάζουν την ιμπεριαλιστική επέμβαση στο Ιράκ και τη Συρία (πράγμα που ασφαλώς πρέπει να κάνουμε), αλλά χωρίς να λένε τί είναι ή τί κάνει το Ισλαμικό Κράτος ούτε να καλούν σε αντίσταση απέναντί του.

Αυτού του είδους η τοποθέτηση απαγορεύει να τεθεί με σαφήνεια το σύνολο των καθηκόντων αλληλεγγύης. Το να θυμίζουμε την ιστορική ευθύνη των ιμπεριαλισμών, της επέμβασης του 2003, τους ανομολόγητους στόχους της σημερινής συρο-ιρακινή επέμβασης, το να καταγγείλουμε τον δικό μας ιμπεριαλισμό, δεν αρκεί. Πρέπει να σκεφτούμε τα συγκεκριμένα καθήκοντα αλληλεγγύης από την άποψη των αναγκών (ανθρωπιστικών, πολιτικών και υλικών) των πληθυσμών που αποτελούν τα θύματα και των κινημάτων που αγωνίζονται. Πράγμα που δεν μπορεί να γίνει χωρίς σύγκρουση και με το καθεστώς του Ασάντ καθώς και με τα αντεπαναστατικά φονταμενταλιστικά κινήματα.

Το ίδιο και στην περίπτωση των συνοριακών συγκρούσεων που χωρίζουν σήμερα την ανατολική Ευρώπη, όπως στην περίπτωση της Ουκρανίας, η κατεύθυνσή μας ήταν να δώσουμε τη μάχη, σε όλες τις χώρες, μέσα ή έξω από την ΕΕ, για μια άλλη Ευρώπη που να βασίζεται στην ελεύθερη σύνδεση των επικυρίαρχων λαών ενάντια σε όλες τις σχέσεις κυριαρχίας (εθνικές, κοινωνικές, …) -πράγμα που σημαίνει για μας το σοσιαλισμό.

XI. Ανθρωπιστική κρίση

Νεοφιλελεύθερες πολιτικές, πόλεμοι, κλιματικό χάος, οικονομικοί σπασμοί, οξυμένη βία, διάφορα πογκρόμ, κατάρρευση των συστημάτων κοινωνικής προστασίας, καταστροφικές επιδημίες, γυναίκες που μετατρέπονται σε δούλες, εξαναγκαστικές μεταναστεύσεις, παιδιά που πεθαίνουν αργά από δίψα, εγκαταλειμμένα από τους γονείς τους στο μέσον του σαχέλ… Ο θριαμβεύων αχαλίνωτος καπιταλισμός γεννάει έναν κόσμο όπου οι ανθρωπιστικές κρίσεις πολλαπλασιάζονται.

Η αποδιάρθρωση της κοινωνικής τάξης πραγμάτων αγγίζει ολομέτωπα τα κράτη σε χώρες όπως το Πακιστάν. Στο Μεξικό, ιδιαίτερα, η αποσύνθεση του καπιταλισμού δεν οδήγησε στην ανάδυση ενός νέου φασισμού, αλλά μετέτρεψε τις εγκληματικές συμμορίες του περιθωρίου, οι οποίες δρουν στην παρανομία, σε αληθινές ομάδες εξουσίας, σε σύνδεση με την κυρίαρχη πολιτική τάξης και με το διεθνές χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο. Αυτές επεκτείνουν τα δίκτυά τους στην υπόλοιπη λατινική Αμερική και στις ΗΠΑ. Πέρα από το εμπόριο ναρκωτικών, έχουν εμπλακεί και στις απαγωγές και στο εμπόριο γυναικών. Ελέγχουν πλατιά τμήματα του εδάφους και διαθέτουν κοινωνική βάση. Ο λεγόμενος πόλεμος κατά των ναρκωτικών, οι συγκρούσεις ανάμεσα στις διάφορες εγκληματικές συμμορίες και οι “παράπλευρες” απώλειές τους έχουν προκαλέσει περισσότερους νεκρούς από τον πόλεμο στο Ιράκ. Η ύπαρξή τους διευκολύνει την καπιταλιστική συσσώρευση με απαλλοτρίωση εκδιώχνοντας χιλιάδες αγρότες και αυτόχθονες λαούς από τη γη τους προς όφελος των πολυεθνικών που ειδικεύονται κυρίως στις εξορύξεις. Αυτές δικαιολογούν τη στρατιωτικοποίηση της χώρας και την ποινικοποίηση της κοινωνικής διαμαρτυρίας. Παρόλο που οι ίδιες δεν διεκδικούν πολιτικό προφίλ, οι συμμορίες αυτές στηρίζουν τη διαδικασία συσσώρευσης του κεφαλαίου και προωθούν μια μισογυνική, σεξιστική, ομόφοβη και ξενόφοβη κουλτούρα. Προσφέρουν γόνιμο έδαφος για τη δημιουργία παραστρατιωτικών ομάδων στην υπηρεσία των ολιγαρχιών.

Με την πίεση του εξορυκτικισμού και της ακραίας ληστείας των φυσικών πόρων, της ιδιοποίησης εδαφών και νερού, μια από τις μεγαλύτερες κρίσης μετανάστευσης και προσφυγιάς διεξάγεται εδώ και πολλές δεκαετίες στην υποσαχάρια Αφρική. Το μεγαλύτερο τμήμα των προσφύγων και μεταναστών είναι αφρικανοί, αλλά, αντίθετα από τους συνήθεις μύθους, οι περισσότεροι (4,5 εκατομμύρια) παραμένουν τοπικά στην Αφρική. Στα επόμενα χρόνια, υπολογίζεται ότι 10 με 20 εκατομμύρια Αφρικανοί θα εξαναγκαστούν να εγκαταλείψουν τον τόπο τους, ως αποτέλεσμα της κλιματικής ανατροπής που φέρνει ο καπιταλισμός.

Αντί να ενισχύεται απέναντι στις έκτακτες καταστάσεις, το ανθρωπιστικό δίκαιο πετιέται στα σκουπίδια από τα κράτη. Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν κρατάει ούτε καν τα προσχήματα στο σεβασμό του διεθνούς δικαίου σε ό,τι αφορά την υποδοχή προσφύγων. Η άθλια συμφωνία που διαπραγματεύτηκε με την Τουρκία αποτελεί απεικόνιση αυτού. Το ίδιο συμβαίνει και με τη μοίρα των Ροχίνγκια στη νοτιοανατολική Ασία.

Μια χωρίς όρια βία προβάλλεται συχνά ανοιχτά. Η υπερ-βία, σε αυτές τις περιπτώσεις, όχι μόνο δεν κρύβεται, αλλά και προβάλλεται στο προσκήνιο, όπως το κάνει το Ισλαμικό Κράτος. Η γυναικοκτονία σε χώρες όπως η Αργεντινή ή το Μεξικό παίρνει ακραίες μορφές: σώματα που παλουκώνονται ή καίγονται. Αυτά δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν από την “παραδοσιακή” βία των “εγκλημάτων τιμής” (όπου όσες εξεγείρονταν κατά της πατριαρχικής τάξης θάβονταν ζωντανές…).

Μετά τον Τζορτζ Β. Μπους και τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, ακόμα και η ανθρώπινη υπόσταση του εχθρού παραμερίζεται από όλο και περισσότερες κυβερνήσεις. Στο όνομα της μάχης του Καλού κατά του Κακού, ο “ανθρωπιστικός πόλεμος” απελευθερώθηκε πράγματι από το ανθρωπιστικό δίκαιο και από το δίκαιο του πολέμου: ο “απόλυτος” εχθρός δεν έχει πλέον δικαίωμα σε κανένα δίκαιο -σαπίζει λοιπόν στις φονταμενταλιστικές φυλακές ή στη “μαύρη τρύπα” του Γκουντάναμο και των μυστικών φυλακών της CIA που είναι εγκατεστημένες σε διάφορες χώρες.

Σε αυτή τη σύγχρονη βαρβαρότητα πρέπει να απαντήσει μια επέκταση των διεθνιστικών χώρων δράσης. Η αγωνιστική αριστερά και τα κοινωνικά κινήματα πρέπει ιδιαίτερα να εξασφαλίσουν την ανάπτυξη της αλληλεγγύης “από λαό προς λαό”, από “κοινωνικό κίνημα προς κοινωνικό κίνημα”,με τα θύματα της ανθρωπιστικής κρίσης.

Μετά από μια περίοδο όπου η ίδια η έννοια του διεθνισμού ήταν συχνά στόχος χλεύης, το αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα και κατόπιν ο πολλαπλασιασμός των “καταλήψεων” πλατειών ή συνοικιών, της ξανάδωσαν την ευγενή της χροιά. Πρέπει τώρα αυτός ο αναζωογονημένος διεθνισμός να βρει μορφές δράσης πιο μόνιμες, σε όλους τους χώρους διαμαρτυρίας. Αυτό δεν θα γίνει αυθόρμητα: παρατηρούμε πράγματι μια μείωση της αίσθησης αλληλεγγύης ή της εφαρμογής της σε υπερβολικά πολλές χώρες.

XII. Ένας παγκοσμιοποιημένος κοινωνικός πόλεμος

Ο παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός διεξάγει έναν παγκοσμιοποιημένο κοινωνικό πόλεμο.

Οι στόχοι του δεν είναι συγκυριακοί. Είναι να επιβάλει έναν ιστορικό συμβιβασμό που να του είναι πιο ευνοϊκός από αυτόν που οι αστικές τάξεις αναγκάστηκαν να δεχτούν μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο -θέλει να βασιλεύει χωρίς να έχει να συμβιβάζεται με τις λαϊκές τάξεις. Να μην έχει εκ των προτέρων κανένα όριο στην επιθετικότητά του. Για αυτό εγκαθιστά έναν νέο τύπο κυριαρχίας.

Η βιαιότητα της επίθεσης προκαλεί αντιστάσεις, μερικές φορές πολύ μαζικές. Το μαρτυρούν σήμερα λαμπρά η διεθνής έκταση της κινητοποίησης της 8 Μαρτίου 2017 και οι επανειλημμένες κινητοποιήσεις γυναικών από την Αργεντινή ώς την Πολωνία, από την Ινδία ώς το Ιράν, από την Τυνησία ώς το Ισπανικό κράτος ή την Ιταλία, από την Τουρκία ώς το Μεξικό, από τις ΗΠΑ ώς το Πακιστάν… Οι γυναίκες, πράγματι, υφίστανται κατά μέτωπο τις συνδυασμένες επιπτώσεις του νεοφιλελευθερισμού, της κοινωνικής επισφάλειας, της ανόδου αντιδραστικών και αντεπαναστατικών ρευμάτων, των πολεμικών καταστάσεων, της ενίσχυσης των βιαιοτήτων και της θανάτωσης γυναικών. Πέρα από τον πολλαπλασιασμό των καταστάσεων και των διεκδικήσεων, οι αγωνιζόμενες γυναίκες ξαναβρίσκονται συχνά στην πρωτοπορία των συλλογικών αντιστάσεων στη νέα παγκόσμια αταξία.

Σε ένα συσχετισμό δυνάμεων που παραμένει μη ευνοϊκός, οι δημοκρατικές και κοινωνικές αντιστάσεις προσφέρουν σημεία στήριξης για να ανοικοδομηθεί μια ικανότητα πρωτοβουλιών των λαϊκών και αντικαπιταλιστικών κινημάτων (βλ. την απόφαση που υιοθετήθηκε για τα ζητήματα αυτά από το παγκόσμιο συνέδριο).

Παραμένουν πολλά “ανοιχτά” ζητήματα σε σχέση με την εσώτερη δυναμική του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού, ιδιαίτερα στο οικονομικό επίπεδο, καθώς και για τις στρατηγικές επιπτώσεις. Για να αναφέρουμε ορισμένα: Μια νέα χρηματοπιστωτική κρίση απειλεί, χωρίς να ξέρουμε ποιός θα είναι ο καταλύτης της και ποιές οι επιπτώσεις της. Οι τεχνολογικές ανακαινίσεις που συνδέονται με την πληροφορική θα έχουν άραγε και επιτέλους σημαντική επίπτωση στην παραγωγικότητα της εργασίας; Μήπως μπήκαμε σε μια περίοδο μακροχρόνιας στασιμότητας; Μπορούν άραγε σημαντικά τμήματα της αστικής τάξης να επιλέξουν ένα νέο προστατευτισμό, τη στιγμή που επεκτείνονται ακόμα οι συμφωνίες ελεύθερων συναλλαγών; Η κλιματική θέρμανση και η παγκόσμια οικολογική κρίση θα συμβάλουν άραγε στο να μπουν απόλυτα όρια στην καπιταλιστική ανάπτυξη; Η εργασία της συλλογικής σκέψης πρέπει να συνεχίσει στο χώρο αυτόν.

Όπως και να είναι αυτά, η επισφάλεια της απασχόλησης και των γενικών συνθηκών ζωής, η διάλυση του κοινωνικού ιστού, θα συνεχίσουν στην πλειονότητα των χωρών. Οι καταπιέσεις θα ενισχυθούν, εάν η αλληλεγγύη δεν τους αντιταχθεί με αρκετή ισχύ. Οι καταστροφές της οικολογικής κρίσης θα επεκταθούν. Η γεωπολιτική αστάθεια θα ενισχυθεί περισσότερο.

Η ιστορική εναλλακτική “σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα” παίρνει σήμερα όλο της το νόημα -και δίνει και όλο του το νόημα στο διεθνιστικό αγώνα στον οποίο έχουμε στρατευτεί.

* Η παρούσα απόφαση υιοθετήθηκε από το 17ο Παγκόσμιο Συνέδριο της 4ης Διεθνούς, Φεβρουάριος 2018, με 109 ψήφους υπέρ, 5 κατά, 1 αποχή.

Μετάφραση: Περιοδικό "4" https://tpt4.o…

Same author