Το παρόν κείμενο αποτελεί τη μεταγραφή της παρέμβασης του João Machado στη συζήτηση με θέμα «ο μαρξισμός και η βραζιλιάνικη επανάσταση» που διοργανώθηκε στις 13 Φεβρουαρίου 2020 από την περιφερειακή οργάνωση του Σάο Πάουλο της τάσης Comuna του PSOL, η οποία είναι μέλος του βραζιλιάνικου τμήματος της 4ης Διεθνούς. Επίσης συμμετείχαν στη συζήτηση ο καθηγητής οικονομίας Plínio de Arruda Sampaio Jr. (Unicamp) και η δημοτική σύμβουλος του PSOL Mariana Conti.
Πρώτα απ' όλα, θα ήθελα να πω ότι είναι μεγάλη ικανοποίηση να συμμετέχω σε αυτή τη συζήτηση με τη Mariana [Conti], η οποία έκανε μια εξαίρετη εισήγηση, και με τον Plínio [de Arruda Sampaio Jr.], ο οποίος έκανε άλλη μια εξίσου καλή εισήγηση. Και με όλους εσάς που ήρθατε να συμμετάσχετε σε μια συζήτηση για δύο πολύ σημαντικά θέματα, ακόμη περισσότερο όταν συνδυαστούν: τον μαρξισμό και τη βραζιλιάνικη επανάσταση.
Καθώς το θέμα αυτό είναι πολύ ευρύ, κατέληξα να ετοιμάσω κάτι λίγο διαφορετικό από αυτό που ετοίμασαν και παρουσίασαν η Μαριάνα και ο Πλίνιο. Αντί να προσπαθήσω να δώσω μια πανοραμική εικόνα, θίγοντας διάφορα σημεία, επέλεξα να επικεντρωθώ σε μια πτυχή. Μια σημαντική πτυχή του μαρξισμού και της ιστορικής εμπειρίας του επαναστατικού μαρξισμού, των σοσιαλιστικών αγώνων, ας πούμε, και η οποία έχει πολύ μεγάλη σημασία στη Βραζιλία σήμερα, και ιδιαίτερα μεγάλη σημασία στις συζητήσεις που είχαμε στο PSOL. Έτσι, θα ακολουθήσω έναν άλλο δρόμο.
Επανάσταση, αυτοοργάνωση και η ανάγκη ενοποίησης μέσω του αγώνα
Το θέμα με το οποίο επέλεξα να ασχοληθώ είναι η έννοια της επανάστασης, η οποία ήταν μια από τις βασικές ιδέες του Μαρξ. Η επανάσταση ως διαδικασία αυτοοργάνωσης και αυτοανάπτυξης της συνείδησης της εργατικής τάξης -και νομίζω ότι σήμερα θα πρέπει να επεκταθεί η έννοιά της: της εργατικής τάξης και όλων όσων εκμεταλλεύονται και καταπιέζονται από το κεφάλαιο ή όσων προσκρούουν στο κεφάλαιο με διάφορους τρόπους. Έτσι, η διαδικασία της επανάστασης είναι μια διαδικασία αυτοοργάνωσης, ανάπτυξης της ίδιας της ταξικής συνείδησης μέσα από τη διαδικασία του αγώνα και της μετατροπής αυτής της κινητοποίησης, αυτού του αγώνα, σε επανάσταση.
Μια από τις επιπτώσεις αυτής της αντίληψης -το οποίο φυσικά ισχύει με διαφορετικούς τρόπους στις διάφορες χώρες και κοινωνικούς σχηματισμούς, όπως το εξήγησαν ήδη η Mariana και ο Plinio, καθώς και στις διάφορες ιστορικές συγκυρίες,- είναι η ανάγκη της πάλης για ενότητα των εκμεταλλευόμενων και των καταπιεσμένων.
Αυτή η ενότητα, που σήμερα ίσως καταλαβαίνουμε καλύτερα απ' ό,τι ήταν δυνατόν να εκτιμηθεί στην εποχή του Μαρξ, δεν είναι κάτι απλό. Και αυτή δεν είναι δεδομένη. Αν πάρουμε ακόμα και μόνο την εργατική τάξη, αυτή δεν ενοποιείται με φυσικό τρόπο, επειδή είναι διαιρεμένη από τον ανταγωνισμό, από τις συνθήκες ζωής στον καθημερινό αγώνα, και ακόμη περισσότερο σε μια εποχή γενικής κρίσης και αδιεξόδων του καπιταλισμού, όπως αυτή που διανύουμε.
Η ενότητα της εργατικής τάξης, και ακόμη περισσότερο όλων των εκμεταλλευόμενων και των καταπιεσμένων από το κεφάλαιο, είναι αποτέλεσμα προσπάθειας, εργασίας, πρέπει να οικοδομηθεί. Δεν θα αναπτύξω το θέμα αυτό, απλώς το αναφέρω, ότι αυτό είναι ένα από τα θεμελιώδη καθήκοντα, για ένα κόμμα -και ακόμα περισσότερο για ένα επαναστατικό κόμμα-, όπως και για τις άλλες οργανώσεις της τάξης και των εκμεταλλευόμενων και καταπιεσμένων.
Έτσι, στο εσωτερικό αυτής της θεματικής, βρίσκεται το θέμα με το οποίο θα ασχοληθώ ιδιαίτερα σήμερα. Είναι αυτό που ονομάστηκε, τουλάχιστον από το 4ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς, το 1922, η τακτική του ενιαίου μετώπου.
Το ενιαίο μέτωπο και οι διαιρέσεις της τάξης: ρεφορμιστές και επαναστάτες
Η τακτική του ενιαίου μετώπου, όπως τη διατύπωσε αυτό το συνέδριο, είναι μια ανάπτυξη της γενικότερης ιδέας ότι είναι σημαντικό να αγωνιστούμε για την ενότητα της εργατικής τάξης και των εκμεταλλευόμενων και καταπιεσμένων. Λαμβάνει υπόψη κάτι που ήταν ήδη πραγματικότητα τότε και συνεχίζει να είναι πραγματικότητα σήμερα, ίσως ακόμη περισσότερο: το γεγονός δηλαδή ότι υπάρχουν διαρκείς διαιρέσεις στην εργατική τάξη και στο σύνολο των εκμεταλλευόμενων και καταπιεσμένων, που εκφράζονται με διαφορετικές πολιτικές αντιλήψεις, με διαφορετικά κόμματα, με διακριτές συνδικαλιστικές και άλλες οργανώσεις.
Θα μπορούσαμε να πούμε -όπως το υπογράμμιζαν τότε, το 1922- ότι υπάρχει ένας ιδιαίτερα σημαντικός διαχωρισμός μεταξύ ρεφορμιστών και επαναστατών. Επαναστάτες εκείνη την εποχή, από την άποψη ιδιαίτερα της Κομμουνιστικής Διεθνούς, ήταν οι κομμουνιστές. Καθώς αυτή η διαίρεση υπάρχει και δεν πρόκειται να εξαλειφθεί με φυσικό τρόπο, αυθόρμητα, αβίαστα, είναι σημαντικό να αγωνιστούμε για την ενότητα της εργατικής τάξης και των εκμεταλλευόμενων και καταπιεσμένων.
Θα μπορούσε κανείς να αναρωτηθεί: μα αν πρόκειται να υπερασπιστούμε την ενότητα, δεν θα ήταν καλύτερα να υποστηρίξουμε, ήδη από την αρχή, να ενωθούν όλες οι εργατικές οργανώσεις και τα συνδικάτα σε ένα ενιαίο κόμμα, σε ένα ενιαίο συνδικάτο, σε μια κεντρική συνομοσπονδία, και άλλα τέτοια πράγματα; Αλλά η απάντηση που δόθηκε τότε ήταν ότι όχι, γιατί δεν μπορείς να έχεις στο ίδιο κόμμα ρεφορμιστές και επαναστάτες, γιατί οι ρεφορμιστές δεν είναι απλά κάποιοι που επιλέγουν έναν πιο μετριοπαθή δρόμο του τύπου: «ας κάνουμε μεταρρυθμίσεις, γιατί πάμε πιο αργά»... Όχι.
Οι ρεφορμιστές, θεωρήθηκε ότι έχουν επίσης έναν βαθμό εξάρτησης από τους αστικούς θεσμούς και οι μεταρρυθμίσεις για τις οποίες μιλάνε είναι μεταρρυθμίσεις «εντός της καθεστηκυίας τάξης πραγμάτων», για να χρησιμοποιήσω μια έκφραση που χρησιμοποίησαν τόσο η Μαριάνα όσο και ο Πλίνιο, και είναι, έτσι, δεμένοι για διάφορους λόγους με συμφέροντα ξένα προς την εργατική τάξη και τους εκμεταλλευόμενους και καταπιεσμένους.
Η ιδέα που διατυπώθηκε σε αυτή τη συζήτηση ήταν ότι οι ρεφορμιστές εκφράζουν μέσα στην εργατική τάξη, κατά βάθος, συμφέροντα και πιέσεις από την αστική τάξη. Επομένως, είναι απαραίτητο να τους νικήσουμε, να κερδίσουμε την πλειοψηφία της εργατικής τάξης σε μια επαναστατική προοπτική, ώστε να μπορέσει να ακολουθήσει η διαδικασία της αυτοοργάνωσης, της κινητοποίησης και να έρθει η επανάσταση.
Ήταν απαραίτητο, λοιπόν, να υπάρχει διαχωρισμός μεταξύ διακριτών κομμάτων που έχουν διακριτές προοπτικές, ιδιαίτερα μεταξύ ρεφορμιστών και επαναστατών. Αλλά, από την άλλη πλευρά, καθώς η πλειοψηφία της τάξης δεν είναι ήδη επαναστατική, δεν ακολουθεί το επαναστατικό κόμμα, ένα σημαντικό τμήμα της -και σε αρκετές χώρες πλειοψηφικό- καθοδηγείται από τα ρεφορμιστικά κόμματα, συμμετέχει σε αυτά ή τα συμπαθεί, είναι απαραίτητο να έχουμε μια τακτική ενιαίου μετώπου.
Η διπλή πτυχή της τακτικής του ενιαίου μετώπου: ενότητα και πολιτική διαφοροποίηση
Αλλά η ενωτική αυτή τακτική θεωρήθηκε τότε -είναι σημαντικό να το τονίσουμε αυτό- ότι έχει δύο όψεις. Είναι αναγκαίο ταυτόχρονα -αυτό αναφέρεται στις θέσεις για το ενιαίο μέτωπο που υιοθετήθηκαν από το συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς το 1922-:
-
να αγωνιστούμε για την ενότητα, ιδιαίτερα με σκοπό να αντιμετωπίσουμε τις πιεστικές, άμεσες ανάγκες της ταξικής πάλης, του πραγματικού ταξικού πολέμου που υπήρχε ήδη εκείνη την εποχή, ο οποίος σήμερα είναι ίσως πολύ πιο αιματηρός, πιο σκληρός. Αυτή την ενότητα πρέπει να την έχουμε.
-
Από την άλλη πλευρά, για να είναι ο αγώνας νικηφόρος, για να γίνει αυτή η ενότητα με τρόπο που να εξυπηρετεί τα άμεσα και τα ιστορικά συμφέροντα της εργατικής τάξης και των εκμεταλλευόμενων και καταπιεσμένων, είναι απαραίτητο να κρατήσουμε γερά και τον αγώνα για τις επαναστατικές ιδέες, για την ιδέα ότι δεν είναι δυνατόν να επιτευχθούν οι στόχοι και τα συμφέροντα των εκμεταλλευόμενων και καταπιεσμένων μέσα στον καπιταλισμό -κατά βάθος η υπεράσπιση της επανάστασης σημαίνει ουσιαστικά το εξής: την πίστη ότι είναι αναγκαίος ένας άλλος τύπος οργάνωσης της κοινωνίας, ένας άλλος τρόπος παραγωγής.
Έτσι, για να μπορέσει να επιτευχθεί η ενότητα αυτή με καλές συνθήκες, είναι απαραίτητο την ίδια στιγμή που στηρίζουμε την ενότητα να συνεχίζουμε και τον πολιτικό διάλογο, την πολιτική κριτική, τον αγώνα για την ανάπτυξη της συνείδησης των εκμεταλλευόμενων και καταπιεσμένων, αλλά το κάθε κόμμα το κάνει με τον δικό του τρόπο.
Αυτή είναι μια πολύ σημαντική πτυχή. Όταν διατυπώθηκε η τακτική του ενιαίου μετώπου, στην παράδοση θα λέγαμε του επαναστατικού μαρξισμού, στο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς το 1922, την σκέφτονταν ήδη με αυτόν τον τρόπο: είναι ένας αγώνας για την ενότητα, η ενότητα είναι απαραίτητη, η ενότητα δυναμώνει την τάξη, για να απεργήσεις πρέπει να έχεις ενότητα, για να αντιμετωπίσεις τους φασίστες πρέπει να έχεις ενότητα (έστω και αν το 1922 ο φασιστικός κίνδυνος δεν ήταν τόσο παρών, αλλά αυτή η συζήτηση συνεχίστηκε και τα επόμενα χρόνια, όταν ο φασισμός έγινε πολύ μεγαλύτερο πρόβλημα).
Κρατώντας την ενότητα αυτή δεν συνεπάγεται, όμως, ότι απλά θα ξεχάσουμε τις διαφορές, ότι θα τις αφήσουμε στην άκρη για να τις επαναφέρουμε κάποια άλλη στιγμή. Όχι. Η ενότητα, για να γίνει σε καλές συνθήκες, από τη σκοπιά του επαναστατικού μαρξισμού, σημαίνει αγώνα για την αντίληψη της σύγκρουσης με τον καπιταλισμό, τη μη συνδιαλλαγής με την αστική τάξη, την άρνηση του περιορισμού σε αλλαγές εντός της καθεστηκυίας τάξης πραγμάτων, αλλά να υπερασπιζόμαστε αλλαγές ενάντια σε αυτή την τάξη πραγμάτων -δηλαδή, τελικά, την επανάσταση: η υπεράσπιση αυτού του πράγματος είναι αναγκαία.
Νομίζω λοιπόν ότι αυτό είναι πολύ σημαντικό, θα εφιστήσω την προσοχή σε αυτό, γιατί ένα από τα πράγματα που εμφανίζονται μερικές φορές στη συζήτηση στη Βραζιλία σήμερα, για παράδειγμα, είναι να λέγεται κάπως έτσι: «τώρα πρέπει να κάνουμε ενότητα, για να υπερασπιστούμε τα λαϊκά συμφέροντα ενάντια στο φασισμό, ενάντια στους ημιφασίστες, τους πρωτοφασίστες, την ακροδεξιά και τις νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις. Και, αφού πρέπει να αγωνιστούμε εναντίον όλων αυτών, ας μη μιλήσουμε για τις διαφορές που υπάρχουν στο λαϊκό στρατόπεδο, ας αφήσουμε στην άκρη, π.χ., τις κριτικές που έγιναν, συγκεκριμένα για τη Βραζιλία, στο PT και στους συμμάχους του καθ' όλη τη διάρκεια της περιόδου που ήταν στην κυβέρνηση».
Από τη σκοπιά της επαναστατικής αντίληψης για την τακτική του ενιαίου μετώπου, αυτό δεν έχει κανένα νόημα. Αν μπορούσαμε, σε μια σοβαρή κατάσταση, σε μια κατάσταση όξυνσης της ταξικής πάλης, σε μια κατάσταση ταξικού πολέμου, αν μπορούσαμε να αφήσουμε στην άκρη τις διαφορές που υπάρχουν μεταξύ του ταξικού και του ρεφορμιστικού τομέα, αυτού που αντιτίθεται και αυτού που εντάσσεται στην καθεστηκυία τάξη πραγμάτων -ή, για να χρησιμοποιήσω μια έκφραση που αρέσει ιδιαίτερα στον Πλίνιο, την «αριστερά της τάξης» [esquerda da ordem]-, αν μπορούσαμε να αφήσουμε στην άκρη αυτά τα ζητήματα σε μια σοβαρή στιγμή όπως αυτή που ζούμε, αυτό θα σήμαινε ότι όλα αυτά τα ζητήματα δεν έχουν καμία σημασία και ότι μπορούμε να είμαστε όλοι μαζί. Αλλά δεν είναι έτσι. Σε μια τέτοια στιγμή οι διαφορές συνεχίζουν να υπάρχουν και μάλιστα οξύνονται ακόμα περισσότερο.
Σε σχέση ειδικότερα με τη Βραζιλία σήμερα, έχουμε διαφορές όχι μόνο στον τρόπο καταπολέμησης της ακροδεξιάς, των νεοφιλελεύθερων, των πρωτοφασιστών, με κυβέρνηση Μπολσονάρου, αλλά έχουμε διαφορές ακόμη και σε θεμελιώδη ζητήματα όπως: να είμαστε κατά των νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων ή να επιδιώξουμε να τις εφαρμόσουμε με έναν τρόπο ελάχιστα ηπιότερο; Και αυτό είναι που βλέπουμε σήμερα. Το βλέπουμε, για παράδειγμα, στο χώρο των μεταρρυθμίσεων του ασφαλιστικού: οι κυβερνήτες του PT, ή του PCdoB, ή ακόμη και του PSB (το οποίο ορισμένοι θεωρούν ότι πρέπει να θεωρηθεί ως αριστερό κόμμα -δεν έχω αυτή τη γνώμη) εφαρμόζουν τώρα στις πολιτείες το ίδιο πράγμα που είχε γίνει και σε εθνικό επίπεδο, και σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμη χειρότερα.
Νομίζω λοιπόν ότι είναι σαφές πως αυτή η ιδέα, ότι πρέπει να ξεχάσουμε όλες τις διαφορές, δεν έχει κανένα νόημα, με την πρόφαση ότι έχουμε να αντιμετωπίσουμε έναν πολύ χειρότερο εχθρό -και είναι αλήθεια ότι ο Μπολσονάρο είναι πολύ χειρότερος από την «αριστερά της τάξης», δεν έχω καμία αμφιβολία γι' αυτό, χειρότερος και ακόμα και από την πιο παραδοσιακή ή πιο πολιτισμένη δεξιά, η οποία άλλωστε γίνεται όλο και λιγότερο πολιτισμένη, αλλά η οποία ήταν για μεγάλο χρονικό διάστημα πολιτισμένη. Οι διαφορές συνεχίζουν να είναι καθοριστικής σημασίας σε αυτόν τον αγώνα που θα πρέπει να δώσουμε.
Για να κερδίσουμε, δεν μπορούμε να κάνουμε ό,τι νάναι. Είμαι πεπεισμένος, και φαντάζομαι ότι ένα μεγάλο μέρος από εμάς εδώ είμαστε πεπεισμένο, ότι δεν μπορεί να διεξαχθεί συνεπής αγώνας κατά της ακροδεξιάς και κατά των ακραίων νεοφιλελεύθερων, συνυπολογίζοντας και αποδεχόμενοι μεγάλο μέρος του οικονομικού τους προγράμματος.
Η τακτική του ενιαίου μετώπου είναι θεμελιώδης, αλλά δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση, και δεν μπορεί να σημαίνει, ότι παύουν να υπάρχουν αποκλίσεις, ότι σταματούν οι συζητήσεις. Όχι! Ακριβώς αντίθετα, είναι η στιγμή που πρέπει επίσης να συζητήσουμε για την ουσία της κατεύθυνσης των αγώνων, για να δείξουμε ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος να αγωνιστούμε ενάντια στην ακροδεξιά κ.λπ..
Ενιαίο μέτωπο, «λαϊκό μέτωπο» και η ανάγκη συνολικής εναλλακτικής
Επιπλέον, δεν μπορούμε να αγωνιστούμε με συνέπεια, ενάντια στα μέτρα μιας κυβέρνησης όπως αυτή που έχουμε σήμερα, χωρίς να παρουσιάσουμε μια συνολική εναλλακτική λύση. Καθώς θα πρέπει να δώσουμε λογαριασμό για αυτό. Και, για να παρουσιάσουμε μια συνολική εναλλακτική, δεν μπορούμε να επαναλάβουμε αυτό που έχει ήδη αποτύχει στο παρελθόν.
Και κάτι άλλο. Υπάρχει μεγάλη σύγχυση στη συζήτηση που έγινε στη Βραζιλία, ακόμη και στο εσωτερικό του PSOL, σχετικά με την τακτική του ενιαίου μετώπου και αυτό που παραδοσιακά είχε ονομαστεί «λαϊκό μέτωπο» -τακτική λαϊκού μετώπου-, το οποίο είναι μια ενότητα που περιλαμβάνει αστικά τμήματα. Για παράδειγμα, όταν διαμορφώθηκε στη Γαλλία η τακτική του λαϊκού μετώπου περιελάμβανε το Ριζοσπαστικό Κόμμα, το οποίο ήταν ένα κόμμα με μικροαστική και αγροτική κυρίως βάση, αλλά το οποίο ήταν το κόμμα που είχε παραμείνει περισσότερο στις αστικές κυβερνήσεις στη Γαλλία εκείνες τις δεκαετίες του 1920 και του 1930.
Η ιδέα της υπεράσπισης της σημασίας του ενιαίου εργατικού μετώπου περιλαμβάνει την ενοποίηση της εργατικής τάξης υπέρ των δικών της συμφερόντων, ενάντια στην αστική τάξη. Επομένως, δεν μπορεί να συγχέεται με μια υποτιθέμενη διεύρυνση αυτού του μετώπου για να συμπεριλάβει αστικά τμήματα και κόμματα. Και υπάρχει λόγος για αυτό: για να μπορέσει να δημιουργηθεί ένα μέτωπο που να περιλαμβάνει αστικά κόμματα, είναι αναγκαίο να γίνουν περικοπές στα εργατικά και λαϊκά αιτήματα, έτσι ώστε να τα αποδεχτεί η αστική τάξη, να τα αποδεχτούν τα αστικά κόμματα. Είναι αναγκαίο να αρχίσουν να περιορίζονται οι αγώνες, διαφορετικά αυτοί οι σύμμαχοι δεν θα συμφωνήσουν.
Στην περίπτωση της Βραζιλίας, για να συνάψουμε συμμαχία με τους φιλελεύθερους θα πρέπει να συζητηθεί αυτό που αυτοί θεωρούν ως «υπεύθυνο», δηλαδή τις μεταρρυθμίσεις -στην πραγματικότητα, αντιμεταρρυθμίσεις- που προτείνονται. Δεν υπάρχει καμία δυνατότητα επιχειρηθεί διεύρυνση της ενότητας προς τομείς της αστικής τάξης χωρίς να αποδυναμωθεί ο αγώνας, χωρίς να μειωθεί το πεδίο του, χωρίς να αποσυστρατευτούν τμήματα που θα πάψουν έτσι να αισθάνονται ότι εκπροσωπούνται, καθώς θα έχουν αφεθεί στην άκρη θεμελιώδη ζητήματα.
Μήπως αυτό σημαίνει ότι δεν κάνουμε ενότητα με τους φιλελεύθερους σε συγκεκριμένα θέματα; Όχι. Υπάρχουν συγκεκριμένοι χώροι όπου μπορούμε να το κάνουμε, για παράδειγμα, ενάντια στις παρεμβάσεις αυτής της κυβέρνησης [Μπολσονάρο] για να περιορίσει την ελευθερία του τύπου. Για να υπερασπιστούμε την ελευθερία του τύπου σήμερα, μπορούμε να συμμαχήσουμε με τους φιλελεύθερους. Αλλά πρόκειται για μια συγκεκριμένη συμμαχία σε ένα συγκεκριμένο σημείο, η οποία μπορεί να γίνει και γενικώς γίνεται και κανείς δεν το αμφισβητεί αυτό.
Σε καμία περίπτωση αυτό δεν σημαίνει ότι μπορούμε να συνάψουμε ευρύτερη συμμαχία για να αγωνιστούμε, για παράδειγμα, για τη δημοκρατία, διότι πρόκειται για κάτι εξαιρετικά ασαφές. Ο αγώνας για τη δημοκρατία είναι πολύ καλός, αλλά πρέπει να ξέρουμε ακριβώς για τι αγώνα και υπέρ τίνος. Δεν μπορούμε να έχουμε την ίδια αντίληψη για το τι σημαίνει αγώνας για τη δημοκρατία με τα αστικά κόμματα. Στην πραγματικότητα, δεν μπορούμε καν να έχουμε την ίδια αντίληψη ούτε με κόμματα που, στο πρόσφατο παρελθόν, υπερασπίστηκαν, για παράδειγμα, τη νομοθεσία για περιορισμό των λαϊκών κινητοποιήσεων, τον λεγόμενο αντιτρομοκρατικό νόμο.
Με λίγα λόγια, μπορούμε να κάνουμε ενότητα σε συγκεκριμένα σημεία με φιλελεύθερους τομείς, αλλά η αναζήτηση ευρύτερης ενότητας μπορεί να γίνει μόνο με τομείς που αποτελούν μέρος της εργατικής τάξης, που την εκπροσωπούν, που έχουν βάση στην εργατική τάξη, στους εκμεταλλευόμενους και καταπιεσμένους. Διότι μόνο με αυτούς τους τομείς υπάρχει η δυνατότητα να επιτευχθούν κοινές πλατφόρμες, και ακόμη και αυτό δεν θα είναι εύκολο. Ακόμα κι έτσι, θα πρέπει να βασιστούμε στην κινητοποίηση, για παράδειγμα, της βάσης των ρεφορμιστικών κομμάτων, για να υπάρξει η δυνατότητα αγώνα με πιο συνεκτικό τρόπο ενάντια στη δεξιά, τους υπερφιλελεύθερους κ.λπ.
Ενιαίο μέτωπο και ταξική πάλη: άμυνα και επίθεση
Θα ήθελα να θίξω επίσης άλλη μια διάσταση. Γιατί, στη Βραζιλία, είναι αρκετά διαδεδομένος ένας τρόπος να τίθεται το ζήτημα αντίθετα από την παράδοση της συζήτησης για το ενιαίο εργατικό μέτωπο στο σοσιαλιστικό κίνημα. Το ενιαίο μέτωπο θα ήταν απλώς μια αμυντική τακτική: «όταν βρισκόμαστε σε άμυνα, τότε είναι που πρέπει να κάνουμε πολύ πλατιά ενότητα». Όχι.
Όταν η τακτική του ενιαίου μετώπου άρχισε να συζητιέται, για παράδειγμα στην Κομμουνιστική Διεθνή, έλεγαν ότι πρόκειται για μια τακτική που εφαρμόζεται κυρίως σε καταστάσεις επίθεσης της εργατικής τάξης. Για να ενωθεί η εργατική τάξη και για να παλέψει για την εξουσία είναι απαραίτητη η πιο πλατιά ενότητα.
Νομίζω ότι μπορούμε να πούμε πως η τακτική του ενιαίου μετώπου μπορεί να εφαρμοστεί πιο εύκολα και να γίνει πιο αποδεκτή όταν η ταξική πάλη είναι πιο οξεία. Όχι απαραίτητα οξεία με την έννοια ότι η εργατική τάξη θα βρισκόταν περισσότερο σε άμυνα ή περισσότερο σε επίθεση. Η όξυνση της ταξικής πάλης είναι το κίνητρο που ωθεί περισσότερο την εργατική τάξη, τους εκμεταλλευόμενους και καταπιεσμένους προς ενότητα ενάντια στην αστική τάξη.
Ένα άλλο σημαντικό ζήτημα, αυτός ο διαχωρισμός μεταξύ αμυντικής και επιθετικής κατάστασης είναι ένας διαχωρισμός που συχνά δεν έχει και πολύ νόημα. Ας υποθέσουμε ότι βρισκόμαστε σε αμυντική κατάσταση και πρόκειται να αμυνθούμε απέναντι σε μια πολύ μεγάλη απειλή, όπως ήταν το 2019 η μεταρρύθμιση της κοινωνικής πρόνοιας. Εάν πρόκειται να αγωνιστούμε κατά της μεταρρύθμισης της κοινωνικής ασφάλιση -πραγματικά, δυστυχώς δεν φτάσαμε σε αυτό το σημείο- υποτίθεται ότι παραδεχόμαστε ότι μπορούμε να φτάσουμε στην ήττα αυτής της μεταρρύθμισης. Τώρα, αν είχαμε νικήσει αυτή τη μεταρρύθμιση, θα υπήρχε μια τεράστια κρίση της κυβέρνησης και των φιλελεύθερων συμμαχιών με την κυβέρνηση. Αμέσως, η κατάσταση, που ήταν αμυντική, θα γινόταν πιο επιθετική.
Έτσι, αυτό το ζήτημα, της προσπάθειας βαθμολογηθεί η ριζοσπαστικότητα ή η εμβέλεια αυτών που υπερασπιζόμαστε, του να μετρηθεί με κάποιον τρόπο κατά πόσον η συγκυρία είναι περισσότερο επιθετική ή αμυντική, είναι κάτι πολύ τεχνητό. Πρέπει να διαβαθμίσουμε αυτό που πρόκειται να υπερασπιστούμε βασικά με κριτήριο το τι είναι απαραίτητο για να αποφύγουμε τις οπισθοδρομήσεις, για να αποφύγουμε τις μεγάλες ήττες, από την άποψη της εργατικής τάξης και των εκμεταλλευόμενων και καταπιεσμένων, και για να έχουμε προόδους.
Έτσι, δεν είναι επειδή η κατάσταση είναι δύσκολη. Είδαμε ότι ήταν δύσκολη και, σε τέτοιο βαθμό, που χάσαμε τη μεταρρύθμιση της κοινωνικής ασφάλισης, αλλά δεν μπορούμε να υποστηρίξουμε μια ενδιάμεση διατύπωση επειδή ο συσχετισμός δυνάμεων είναι κακός. Δεν μπορούμε να κάνουμε έτσι πολιτική, αν έχουμε πραγματικά την προοπτική του μετασχηματισμού της κοινωνίας, μια επαναστατική προοπτική. Πρέπει να υπερασπιστούμε αυτό που πρέπει να υπερασπιστούμε.
Φυσικά πρέπει να λάβουμε υπόψη μας τη συγκυρία. Δεν λέω να μην παίρνουμε υπόψη μας τη συγκυρία. Πρέπει να τη λάβουμε υπόψη μας. Αλλά πρέπει να προσέξουμε να μην κάνουμε μηχανικές διακρίσεις μεταξύ αμυντικών και επιθετικών καταστάσεων, για να πούμε αν μια τακτική είναι καλή ή όχι. Πρέπει να προχωρήσουμε πέρα από αυτό.
Ενιαίο μέτωπο και εκλογές
Τέλος, θα ήθελα να μιλήσω και για ένα άλλο σημείο: ενιαίο μέτωπο και εκλογές. Η τακτική του ενιαίου μετώπου, όπως διατυπώθηκε αρχικά, στην Κομμουνιστική Διεθνή και στην παράδοση του επαναστατικού μαρξισμού, είναι βασικά μια τακτική για τον μαζικό αγώνα, για δράση, για απεργίες, για κινητοποιήσεις.
Ένα από τα σημαντικά επιχειρήματα που βλέπουμε, για παράδειγμα, να προβάλλονται στα κείμενα των θέσεων για το ενιαίο μέτωπο που εγκρίθηκαν από την Κομμουνιστική Διεθνή, είναι ότι στη μαζική πάλη το έδαφος είναι φυσικά πιο ευνοϊκό για τους επαναστάτες από ό,τι για τους ρεφορμιστές, είναι ευκολότερο να επιτευχθεί η ενότητα και να προωθηθεί η ταξική συνείδηση των εκμεταλλευόμενων και καταπιεσμένων.
Αυτό είναι ένα πρώτο ζήτημα. Υπάρχουν όμως πολλοί άνθρωποι που λένε: «μιλάτε για ενότητα, το πιο σημαντικό πράγμα είναι η εκλογική ενότητα». Όχι. Εγώ νομίζω μάλιστα ότι μπορούμε να πούμε το ακριβώς αντίθετο: για να φτάσουμε σε εκλογική ενότητα, πρέπει προηγουμένως να υπάρχει ενότητα στον αγώνα σε ζητήματα που να καταδεικνύουν τη δυνατότητα ύπαρξης πιο κοινών προοπτικών.
Από την άλλη πλευρά, στην επαναστατική μαρξιστική παράδοση, το ενιαίο μέτωπο μπορεί ενδεχομένως να εφαρμοστεί και στις εκλογές. Αλλά είναι σημαντικό να ξεκαθαρίσουμε ότι, για να υπάρξει (καλή) ενότητα σε εκλογές, οι συνθήκες είναι πολύ πιο περιοριστικές από ό,τι για να υπάρξει (καλή) ενότητα σε μια απεργία, για παράδειγμα.
Στις εκλογές υπάρχει συζήτηση προγραμμάτων, προοπτικών για την κοινωνία. Έτσι, για να επιτευχθεί εκλογική ενότητα, πρέπει να υπάρχει μια πολύ ευρύτερη συμφωνία, από ό,τι για μια απεργία, όπου αρκεί να υπάρχει συμφωνία για το συγκεκριμένο αίτημα της απεργίας ή για το αν είναι σωστή η χρονική στιγμή της απεργίας... Δεν χρειάζεται συμφωνία σε μια ολόκληρη προγραμματική προοπτική για να υπάρξει ενότητα σε μια απεργία ή σε άλλες μορφές μαζικής δράσης. Αλλά σε μια εκλογική αναμέτρηση, για να υπάρχει καλή ενότητα, πρέπει να υπάρχει η δυνατότητα ουσιαστικής προγραμματικής συμφωνίας και όχι κάτι οπισθοδρομικό.
Μεταβατικό πρόγραμμα και μεταβατικά αιτήματα
Τελειώνω με κάτι που δεν είχα χρόνο να αναπτύξω. Είναι ένα από τα πράγματα που στην επαναστατική παράδοση ήταν πάντα συνδεδεμένο με την υπεράσπιση της τακτικής του ενιαίου μετώπου, είναι η ιδέα των μεταβατικών αιτημάτων, ενός μεταβατικού προγράμματος. Και όχι ένας διαχωρισμός -ο οποίος είναι χαρακτηριστικός για τους ρεφορμιστές, σύμφωνα με την κριτική που ασκούν οι επαναστάτες μαρξιστές- μεταξύ ενός ελάχιστου και ενός μέγιστου προγράμματος: «Κάνουμε το ελάχιστο πρόγραμμα επειδή αυτό μπορούμε να κάνουμε, και αφήνουμε για αργότερα το μέγιστο πρόγραμμα και τον σοσιαλισμό, όταν η κατάσταση θα έχει αλλάξει». Αλλά τότε εμείς δεν πρόκειται ποτέ να αλλάξουμε αυτή την κατάσταση, επειδή θα πρέπει πάντα να υπερασπιζόμαστε το ελάχιστο πρόγραμμα, σωστά;
Έτσι, η ιδέα ενός μεταβατικού προγράμματος, που, στη συζήτηση της Κομμουνιστικής Διεθνούς, συνδέθηκε σε μεγάλο βαθμό με την υπεράσπιση του ενιαίου μετώπου, είναι ότι πρέπει να υπερασπιστούμε ένα πρόγραμμα που να ξεκινά από τα πιο άμεσα συμφέροντα των εκμεταλλευόμενων και καταπιεσμένων, αλλά επίσης, και για την ίδια τη συνέπεια προς την υπεράσπιση αυτών των συμφερόντων, να ανοίγει δρόμους προς έναν ευρύτερο μετασχηματισμό της κοινωνίας.
13 Φεβρουαρίου 2020
Ο João Machado είναι οικονομολόγος, καθηγητής στο Καθολικό Πανεπιστήμιο του Σάο Πάουλο, μέλος του εθνικού συντονιστικού της τάσης Comuna του Κόμματος Ελευθερία και Σοσιαλισμός (PSOL), από τους ιδρυτές του κόμματος αυτού και μέλος του εκτελεστικού γραφείου της 4ης Διεθνούς.
Το παρόν κείμενο αποτελεί μεταγραφή, που έκαναν οι Fernanda Rocha και Pedro Barbosa, της εισήγησης του João Machado στη συζήτηση “Ο μαρξισμός και η βραζιλιάνικη επανάσταση”. Πρωτοδημοσιεύτηκε στο site της Comuna και αναδημοσιεύτηκε ταυτόχρονα από την επιθεώρηση Movimento που εκδίδεται από το MES (Movimento Esquerda Socialista), από τις ιδρυτικές οργανώσεις του PSOL και συμπαθούσα οργάνωση της 4ης Διεθνούς. Το σχετικό βίντεο είναι διαθέσιμο εδώ. Η μετάφραση στα ελληνικά έγινε από την ΤΠΤ.