Η πλειονότητα της σοσιαλιστικής αριστεράς επέλεξε να απέχει στο δεύτερο γύρο των εκλογών της Κυριακής 19 Νοεμβρίου, στην Αργενινή, με το επιχείρημα πως ο Javier Milei δεν αποτελεί έκφραση ενός φασιστικού κινήματος. Αλλά αυτός δεν αποτελεί λόγος αποχής από το καθήκον της αντιμετώπισης της άκρας δεξιάς. [Jacobin AL]
Η Αργεντινή βιώνει μέρες ακραίας πολιτικής έντασης. Δεν υπάρχει χώρος εργασίας, οικογένεια ή ομάδα φίλων χωρίς συζητήσεις και ανησυχίες. Η αγωνία και το άγχος είναι αισθητά στην ατμόσφαιρα των δρόμων. Εν τω μεταξύ, η μαρξιστική αριστερά βρίσκεται εν μέσω μιας διαμάχης που κρύβει τη δική της «κρίση εκπροσώπησης»: ο αριστερός ψηφοφόρος είναι σοκαρισμένος επειδή τα περισσότερα από τα τροτσκιστικά κόμματα, που έχουν συσπειρωθεί στο Frente de Izquierda – Unidad (FITU) (Αριστερό Μέτωπο – Ενότητα ), αποφάσισαν να κρατήσουν ουδέτερη στάση στον δεύτερο γύρο που θα μπορούσε να φέρει την ακροδεξιά στην ηγεσία των κρατικών θεσμών.
Οι απλοί άνθρωποι, από την άλλη πλευρά, φαίνεται να έχουν κατανοήσει καλά τι διακυβεύεται. Και ανέλαβαν αμέσως δράση για να προσπαθήσουν να αποτρέψουν την καταστροφή. Ήδη στον πρώτο γύρο της 22ας Οκτωβρίου είδαμε μια αμυντική αντίδραση της εργατικής τάξης, η οποία εκφράστηκε με την ανάκαμψη του Περονισμού και τη στασιμότητα του Μιλέι. Τέθηκε σε κίνηση μια μαχητική αντίδραση από την κοινωνία των πολιτών: άνθρωποι που ανέβαιναν στα μέσα μαζικής μεταφοράς για να εξηγήσουν τον κίνδυνο που εγκυμονούσε ο Μιλέι, χειρόγραφες αφίσες κολλημένες στους τοίχους, αυτοσχέδια τραπεζάκια στους δρόμους, μικρές συγκεντρώσεις και διαδηλώσεις σε διάφορες γειτονιές.
Εδώ και λίγες ημέρες γινόμαστε μάρτυρες ενός έντονου μαζικού κινήματος, κυρίως πολιτικής μικροκλήμακας και αυθόρμητου. Μια αυτοσχέδια λαϊκή προεκλογική εκστρατεία. Ωστόσο, η πλειοψηφία της μαρξιστικής αριστεράς παραμένει αμέτοχη σε αυτή την κινητοποίηση και δηλώνει ίσες αποστάσεις στη μεγάλη πολιτική μάχη που βρίσκεται σε εξέλιξη. Στο επίκεντρο της επιχειρηματολογίας της FITU βρίσκεται η άποψη ότι ο Μιλέι δεν είναι φασίστας. Ας εξετάσουμε το ζήτημα.
Η ακροδεξιά και ο φασισμός: Ένα παγκόσμιο πρόβλημα
Η συζήτηση για τον φασισμό βρίσκεται και πάλι στο επίκεντρο των διεθνών αντιπαραθέσεων ως αποτέλεσμα της ανάπτυξης της ακροδεξιάς σε όλο τον κόσμο. Η περίπτωση του Μιλέι στην Αργεντινή δεν αποτέλεσε εξαίρεση.
Ωστόσο, η συζήτηση γύρω από τον φασισμό φαίνεται κατά καιρούς να εμποδίζει την ανάλυση της σύγχρονης ακροδεξιάς. Είναι εύκολο να παρατηρήσει κανείς, αφενός, έναν αδιάκριτο πληθωρισμό στη χρήση του όρου. Φαίνεται να υπάρχει μια κάποια διανοητική τεμπελιά μεταξύ εκείνων που δεν μπορούν να δουν στη σημερινή ακροδεξιά τίποτα περισσότερο από την απλή επανάληψη ενός πολιτικού φαινομένου που οφείλει πάρα πολλά στις εξαιρετικές ιδιαιτερότητες του μεσοπολέμου: την αποσύνθεση του κρατικού μονοπωλίου της βίας, την αποκτήνωση των κοινωνιών ως αποτέλεσμα του πολέμου, την οικονομική ύφεση, την κρίση της φιλελεύθερης δημοκρατίας, την επαναστατική απειλή που προέρχεται από την εργατική τάξη.
Πολλές πτυχές του κλασικού φασισμού δεν επαναλαμβάνονται σε κανένα κίνημα σήμερα: ολοκληρωτικά-κορπορατιστικά κράτη, μαζικά κόμματα όπως το γερμανικό NSDAP, παραστρατιωτικές ομάδες όπως οι Ιταλοί Μελανοχίτωνες ή τα γερμανικά SA. Αυτές οι διαφορές είναι προφανείς και κανένας σοβαρός αναλυτής δεν προτείνει μια τέτοια μηχανική μεταφορά. Εξ ου και οι νέοι όροι που προσπαθούν να συλλάβουν ομοιότητες και διαφορές με την περίοδο του μεσοπολέμου: νεοφασισμός, μεταφασισμός, ριζοσπαστική δεξιά και ούτω καθεξής.
Ωστόσο, υπάρχει και ένα αντίθετο λάθος, το οποίο συνίσταται στην αναφορά στις διαφορές με τον μεσοπολεμικό φασισμό, προκειμένου να απορριφθεί κάθε σύγκριση και κάθε σοβαρότητα αυτού του πολιτικού φαινομένου. Αυτό το συμμετρικό λάθος μοιράζεται με την προηγούμενη θέση την υποκείμενη ιδέα ότι η ανάλυση του κλασικού φασισμού είναι χρήσιμη μόνο στην περίπτωση της απλής επανάληψης. Κατά την άποψή μου, δεδομένου ότι η περίοδος του μεσοπολέμου παρείχε ένα μοναδικό προηγούμενο για αντιδραστικά μαζικά κινήματα που δρούσαν τόσο εντός όσο και εκτός των συνταγματικών θεσμών, και δεδομένου ότι διαθέτουμε πληθώρα θεωρητικών μελετών και στρατηγικών διδαγμάτων για το θέμα αυτό, «η τεμπελιά», όπως έγραψε ο Ούγο Παλέτα, «είναι να στερηθούμε αυτής της συγκριτικής μελέτης»[1].
Αλλά είναι ακόμη πιο σημαντικό να εξετάσουμε αυτό το ζήτημα από την άποψη της πρακτικής και στρατηγικής συνέπειάς του: αν κοιτάξουμε τον φασισμό της δεκαετίας του 1930 ως μέτρο σύγκρισης για την απειλή των δημοκρατικών δικαιωμάτων, θέτουμε τον πήχη πολύ ψηλά και έτσι αφοπλίζουμε την Αριστερά στην αντιμετώπιση των πραγματικών και σημερινών απειλών κατά των δημοκρατικών ελευθεριών.
Τι ήταν ο φασισμός;
Ο κλασικός φασισμός αποτελείτο από ένα συγκεκριμένο είδος αυταρχικής αντίδρασης. Σε ένα προηγούμενο κείμενο είχαμε αναφέρει ότι «διαφέρει από άλλα αντιδραστικά ή αυταρχικά κινήματα στο ότι ενδύεται το ένδυμα της εξέγερσης (ενάντια στους πολιτικούς, την οικονομία, τις ελίτ κ.λπ.), και αυτό του επιτρέπει να κεφαλαιοποιήσει τις κοινωνικές απογοητεύσεις διαφόρων ειδών (με την οικονομία, με τα καταπιεστικά πολιτιστικά πρότυπα)»[2]. Ο φασισμός είχε την ικανότητα να συνδυάζει μια αντιδραστική πολιτική με ένα μαζικό κίνημα. Προκάλεσε έτσι μια «αντεπανάσταση από τα κάτω» που τελικά συνίστατο στην προώθηση μιας φυσικής σύγκρουσης μεταξύ ενός τμήματος του πληθυσμού και ενός άλλου, σε μια εποχή που η εξουσία και η κατασταλτική ικανότητα του κράτους είχαν αποδυναμωθεί αισθητά. Ο φασισμός, υποστήριξε η Hannah Arendt, ήταν «η προσωρινή συμμαχία του όχλου και της ελίτ».
Αυτή η διαφορά με άλλα αυταρχικά κινήματα έγινε αντιληπτή από τους πιο διαυγείς μαρξιστές αναλυτές του σύγχρονου ιστορικού φασισμού. Ο Τολιάτι τον όρισε ως ένα «αντιδραστικό καθεστώς των μαζών» καθώς παρατηρούσε τη μεγάλη μαζική κινητοποίηση που συνοδεύει την άνοδό του και η οποία παίρνει τη μορφή μιας «εξέγερσης των πληβείων» ενάντια στις «ελίτ». Ο Τρότσκι έγραψε ότι «στην εποχή της παρακμής της αστικής κοινωνίας, η αστική τάξη χρειάζεται ... έναν “πληβειακό” τρόπο επίλυσης των προβλημάτων της».
Στην πραγματικότητα, ο φασισμός έβλεπε τον εαυτό του ως μια «επανάσταση ενάντια στην επανάσταση»: μια «συνολική κινητοποίηση της κοινωνίας», ιδιαίτερα της μικροαστικής τάξης που εξαθλιώθηκε από την οικονομική κρίση, για να αποτρέψει την επαναστατική κινητοποίηση της εργατικής τάξης. Εξαιτίας αυτών των ιδιαιτεροτήτων, ο φασισμός διαφέρει από άλλα αυταρχικά κινήματα, όπως οι στρατιωτικές δικτατορίες.
Ένα δεύτερο πολύ ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του φασισμού, το οποίο έχει μελετηθεί όλο και περισσότερο τις τελευταίες δεκαετίες, είναι η τεράστια πολιτική και κρατική αυτονομία που μπόρεσε να αναπτύξει. Η θεωρία ότι ο φασισμός ήταν ένα όργανο του μεγάλου κεφαλαίου ενάντια στην εργατική επανάσταση, η οποία ήταν το επίσημο δόγμα της σταλινοκρατούμενης Κομμουνιστικής Διεθνούς, έχει απορριφθεί από όλη σχεδόν τη μεταγενέστερη ακαδημαϊκή βιβλιογραφία. Θα μπορούσαμε όμως να πούμε ότι απορρίφθηκε εν μέρει και από τα γραπτά των πιο διαυγών μαρξιστών του μεσοπολέμου, οι οποίοι ήδη αναγνώριζαν την πολιτική αυτονομία ως κεντρικό παράγοντα: Γκερέν, Τρότσκι, Γκράμσι, Τολιάτι, Μπάουερ, Τάσκα, Ρόζενμπεργκ. Ο Τρότσκι έλεγε:
«Η παρακμασμένη αστική τάξη είναι ανίκανη να διατηρηθεί στην εξουσία με τις μεθόδους και τα μέσα που η ίδια δημιούργησε (το κοινοβουλευτικό κράτος). Αλλά και στην καθεστηκυία αστική τάξη δεν αρέσει ο φασιστικός τρόπος επίλυσης των προβλημάτων της, γιατί οι συγκρούσεις και οι ταραχές, αν και είναι προς το συμφέρον της αστικής κοινωνίας, ενέχουν και κινδύνους γι’ αυτήν. Αυτή είναι η προέλευση του ανταγωνισμού μεταξύ του φασισμού και των παραδοσιακών κομμάτων της αστικής τάξης.»[3]
Ωστόσο, παρά την οξύτητα των αναλύσεων και των διαισθήσεων, καμία από αυτές δεν κατάφερε να ξεφύγει πλήρως από την εργαλειακή αντίληψη. Αυτό είναι τελικά συνέπεια του γεγονότος ότι η εργαλειακή αντίληψη για το κράτος ήταν επί μακρόν ηγεμονική στον μαρξισμό. Μόλις στη δεκαετία του 1970 υπήρξε μια θεωρητική συζήτηση που προήγαγε σημαντικά τη μαρξιστική θεωρία του κράτους και κατέστησε δυνατή τη ρήξη με τις υποτυπώδεις εργαλειακές αντιλήψεις. Ένα από τα αγαπημένα αντικείμενα μελέτης για την αξιολόγηση της αυτονομίας του καπιταλιστικού κράτους ήταν ακριβώς ο φασισμός.
Ο Νίκος Πουλαντζάς, ένας από τους πρωτεργάτες αυτής της ανανέωσης της θεωρίας του κράτους, αφιερώθηκε στο έργο του Φασισμός και Δικτατορία στην εξέταση της θέσης της Τρίτης Διεθνούς σε σχέση με τον φασισμό. Σε αυτή την ανάλυση, αμφισβήτησε τόσο την εργαλειακή και οικονομιστική προοπτική όσο και την υπεραριστερή πολιτική που απορρέει από αυτή την αντίληψη – τη λεγόμενη πολιτική της «τρίτης περιόδου» ή της «τάξης εναντίον τάξης», η οποία συνίστατο στο να βάζει ίσο πρόσημο μεταξύ ρεφορμιστών και φασιστών και να απορρίπτει τις αμυντικές συμμαχίες κατά του φασισμού. Ο Πουλαντζάς ανέδειξε την πολιτική αυτονομία των φασιστικών κινημάτων, αναδεικνύοντας τις αντιθέσεις τους με το «μονοπωλιακό κεφάλαιο» του οποίου υποτίθεται ότι ήταν όργανο.
Στην ίδια κατεύθυνση κινήθηκε και ο Ερνέστο Λακλάου, συμμετέχοντας στην ίδια συζήτηση για τη θεωρία του κράτους, στο εξαιρετικό έργο του Φασισμός και Ιδεολογία. Επανεξετάζοντας το τυπικό επιχείρημα της καπιταλιστικής χρηματοδότησης των φασιστικών συμμοριών που υποτίθεται ότι θα αποδείκνυε ότι αυτές ήταν «η προτιμώμενη μορφή του μεγάλου κεφαλαίου», γράφει:
«Το μονοπωλιακό κεφάλαιο διατήρησε εναλλακτικές πολιτικές μέχρι την τελευταία στιγμή: στη Γερμανία η σύνδεση που επήλθε με τη μεσολάβηση του Σαχτ έγινε καθυστερημένα, όταν ο ναζισμός είχε φτάσει να συγκροτηθεί με τα δικά του μέσα ως εναλλακτική δύναμη, και στην Ιταλία οι βιομηχανικοί τομείς πίστευαν, μέχρι την παραμονή της πορείας προς τη Ρώμη, ότι ήταν δυνατή μια πολιτική λύση μέσω του Ορλάντο, του Τζιολίτι ή, κυρίως, του Σαλάντρα, στην οποία οι φασίστες κατείχαν μόνο μια υποδεέστερη θέση.»
Σε αντίθεση με ό,τι υποδηλώνει η συμβατική θεωρία, δεν υπήρχε μια εργαλειακή σχέση μεταξύ του φασισμού και των κυρίαρχων τάξεων, αλλά μια διαδικασία αμοιβαίας προσαρμογής και περιορισμού. Η αστική τάξη προτιμά πάντα, πρώτα απ’ όλα, κάποια μορφή πλουραλιστικού καθεστώτος, συνήθως μια κοινοβουλευτική δημοκρατία, όπου μπορεί να ασκήσει αποφασιστική επιρροή στο πολιτικό σύστημα χωρίς να εξαρτάται από την προσωπική ηγεσία ενός caudillo ή να παίρνει υπερβολικούς κινδύνους. Ωστόσο, σε κρίσιμες καταστάσεις, το μεγάλο κεφάλαιο τείνει να προσαρμόζεται και να εκμεταλλεύεται τα πλεονεκτήματα που μπορεί να προσφέρει ένα αυταρχικό καθεστώς εξαίρεσης, ενώ ταυτόχρονα επιδιώκει να ελέγχει τις υπερβολές του και να αποφεύγει τους περιττούς κινδύνους.
Τέλος, είναι σημαντικό να επισημανθεί ένα τρίτο σημείο. Ο φασισμός δεν επιβλήθηκε ποτέ απότομα, αλλά ήταν το αποτέλεσμα μιας πολιτικής διαδικασίας και δυναμικής που αναπτύχθηκε σε ένα σημαντικό χρονικό διάστημα. Δηλαδή, η επιβολή του φασισμού συνεπάγεται πάντα μια διαδικασία εκφασισμού[4] που περνάει αναγκαστικά μέσα από μεσολάβηση, μεταβάσεις, άλματα και ρήξεις. Ο φασισμός δεν υιοθετείται από τη μια μέρα στην άλλη, διότι δεν είναι ένα κουμπί που πατάει η αστική τάξη σε καταστάσεις κρίσης, όπως φαίνεται να πιστεύει η εργαλειακή θεωρία. Ο φασισμός δεν ήταν όργανο ή επιφαινόμενο των αναγκών του κεφαλαίου, αλλά προϊόν μιας σύνθετης και αυτόνομης διαδικασίας, όπου συγκλίνουν ιδεολογικά ζητήματα, πολιτικές δυναμικές, ακόμη και απρόσμενα ατυχήματα.
Αυτή η διαδικαστική διάσταση επιτρέπει επίσης να έχουμε κατά νου τη διαφορά μεταξύ ενός φασιστικού ρεύματος και ενός φασιστικού πολιτικού καθεστώτος[5]. Ένα φασιστικό πολιτικό ρεύμα στοχεύει να κινηθεί προς ένα αυταρχικό πολιτικό καθεστώς, αλλά η πρόσβασή του στην κρατική εξουσία δεν σημαίνει απαραίτητα ότι το πετυχαίνει. Η μετάβαση από την πρόσβαση στην κυβέρνηση στην αλλαγή καθεστώτος απαιτεί κλονισμούς, άλματα και ρήξεις, των οποίων τα αποτελέσματα δεν μπορούν να καθοριστούν εκ των προτέρων. Για τον λόγο αυτό, επίσης, η όποια φασιστικοποίηση ενός πολιτικού καθεστώτος είναι μια περισσότερο ή λιγότερο παρατεταμένη πολιτική διαδικασία και όχι μια άμεση πράξη.
Το να το έχουμε αυτό κατά νου εξυπηρετεί την αποφυγή συνοπτικών και τελεσίδικων χαρακτηρισμών της σημερινής ακροδεξιάς. Η φύση της δεν είναι κάτι οριστικό, αλλά ασταθές, αμφισβητούμενο και τελικά προϊόν πολιτικής πάλης. Αν η ακροδεξιά δεν κατάφερε να φασιστικοποιηθεί, είναι, σε μεγάλο βαθμό, μια πολιτική κατάκτηση. Η αποτυχία του Μπολσονάρου στη Βραζιλία είναι ενδεικτική: ένα νεοφασιστικό ρεύμα ήρθε στην εξουσία, αλλά έγινε δυνατόν να εμποδιστεί από την ενιαία αμυντική απάντηση της αριστεράς και της εργατικής τάξης.
Τρότσκι χωρίς -ισμούς
Η αντίδραση των κομμουνιστικών κομμάτων της δεκαετίας του 1930 στον φασιστικό κίνδυνο οδήγησε, σύμφωνα με τα λόγια του Τρότσκι, στην «πιο τραγική σελίδα της σύγχρονης ιστορίας»: Στην άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, με τόσο μικρή αντίσταση σε μια χώρα με τη μεγαλύτερη, καλύτερα οργανωμένη, πιο καλλιεργημένη και πιο πολιτικοποιημένη εργατική τάξη στην Ευρώπη. Η σταλινική πολιτική συνίστατο στο να βάλει ένα ίσο πρόσημο ανάμεσα στο φασισμό και τη σοσιαλδημοκρατία («σοσιαλφασισμός») και να αντιταχθεί σε οποιαδήποτε αμυντική συμμαχία της εργατικής τάξης στο σύνολό της απέναντι στην αντιδραστική απειλή. Και στον χαρακτηρισμό μιας μελλοντικής εθνικοσοσιαλιστικής κυβέρνησης ως ένα μικρό διάλειμμα για την προλεταριακή επανάσταση («μετά τον Χίτλερ, η σειρά μας»).
Πολύ λίγες φωνές αντιτάχθηκαν στην εγκληματική πολιτική του σταλινισμού εντός της μαρξιστικής αριστεράς. Ανάμεσά τους ξεχώρισαν δύο που ανέπτυξαν παράλληλες αλλά ασύνδετες προσπάθειες ως αποτέλεσμα της μοναξιάς και της απομόνωσης: Ο Αντόνιο Γκράμσι από τη φυλακή του Μουσολίνι και ο Λέον Τρότσκι από το τουρκικό νησί όπου τον είχε εξορίσει ο Στάλιν. Σύμφωνα με τα λόγια του Πέρι Άντερσον, τα γραπτά του Τρότσκι για τον φασισμό «δεν έχουν κανένα παράλληλο στα χρονικά του ιστορικού υλισμού» και «αποτελούν τη μόνη άμεση και λεπτομερή ανάλυση ενός σύγχρονου καπιταλιστικού κράτους σε όλο τον κλασικό μαρξισμό»[6]. Όποιος έχει αφιερώσει χρόνο για να διερευνήσει τις αναλύσεις, τις προειδοποιήσεις, τις προβλέψεις και τις πολιτικές υποδείξεις του Τρότσκι εκείνη την περίοδο, δεν μπορεί παρά να εντυπωσιαστεί από την οξύτητα των ερμηνειών του και την ακρίβεια των προβλέψεών του. Μια εξαιρετική θεωρητική κληρονομιά που, ωστόσο, δεν φαίνεται να εκτιμάται επαρκώς από ένα μεγάλο μέρος των ρευμάτων που διεκδικούν την κληρονομιά του.
Είναι δύσκολο να συνοψίσουμε την προσέγγιση του Τρότσκι σε λίγες γραμμές. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι κατέβαλε τη μέγιστη δυνατή προσπάθεια για να καταπολεμήσει, ταυτόχρονα, την εξίσωση που έκαναν οι σταλινικοί μεταξύ του ρεφορμισμού και του φασισμού και την ταξική συμφιλίωση της σοσιαλδημοκρατίας. Αντέταξε την τακτική του «ενιαίου μετώπου» που είχε επεξεργαστεί η Κομμουνιστική Διεθνής τη δεκαετία του 1920 και διαφοροποίησε τόσο τη σοσιαλδημοκρατία από το φασισμό όσο και τις διάφορες αστικές επιλογές μεταξύ τους. Εξ ου και τα περίφημα αποσπάσματα για τον Μπρούνινγκ και τον Χίτλερ στα οποία επανερχόμαστε συνεχώς:
«Εμείς οι μαρξιστές θεωρούμε τον Μπρούνινγκ και τον Χίτλερ, μαζί με τον Μπράουν, ως συστατικά μέρη ενός και του αυτού συστήματος. Το ερώτημα, ποιο από αυτά είναι το “μικρότερο κακό”, δεν έχει νόημα, γιατί το σύστημα εναντίον του οποίου αγωνιζόμαστε χρειάζεται όλα αυτά τα στοιχεία. Αλλά αυτά τα στοιχεία εμπλέκονται στιγμιαία σε συγκρούσεις μεταξύ τους και το κόμμα του προλεταριάτου πρέπει να εκμεταλλευτεί αυτές τις συγκρούσεις προς το συμφέρον της επανάστασης».
Και στη συνέχεια προσθέτει:
«Υπάρχουν επτά κλειδιά στη μουσική κλίμακα. Το ερώτημα είναι ποιο από αυτά τα κλειδιά είναι “καλύτερο”, το Ντο, το Ρε ή το Σολ, είναι ένα παράλογο ερώτημα. Αλλά ο μουσικός πρέπει να ξέρει πότε να χτυπήσει και ποια πλήκτρα να χτυπήσει. Το αφηρημένο ερώτημα σχετικά με το ποιο είναι το μικρότερο κακό: ο Μπρούνινγκ ή ο Χίτλερ – είναι εξίσου παράλογο. Είναι απαραίτητο να γνωρίζει κανείς ποια από αυτά τα πλήκτρα πρέπει να χτυπήσει. Είναι σαφές αυτό; Για τους αφελείς ας αναφέρουμε ένα άλλο παράδειγμα. Όταν ένας από τους εχθρούς μου θέτει μπροστά μου μικρές καθημερινές δόσεις δηλητηρίου και ο δεύτερος, από την άλλη πλευρά, είναι έτοιμος να με πυροβολήσει κατευθείαν, τότε θα χτυπήσω πρώτα το περίστροφο από το χέρι του δεύτερου εχθρού μου, γιατί αυτό μου δίνει την ευκαιρία να απαλλαγώ από τον πρώτο εχθρό μου. Αυτό όμως δεν σημαίνει καθόλου ότι το δηλητήριο είναι “μικρότερο κακό” σε σύγκριση με το περίστροφο»[7].
Ομολογουμένως, αυτό δεν σήμαινε ότι ο Τρότσκι υποστήριζε τον Μπρούνινγκ εκλογικά. Αυτό ήταν ένα από τα λίγα επιχειρήματα που προέβαλε ο Χουάν Νταλ Μάσο του PTS, σε απάντηση ενός άρθρου μου[8] σχετικά με την επέλαση του Μιλέι και την τακτική που θα έπρεπε να ακολουθήσει η Αριστερά. Το σύντομο κείμενό του[9] ακολουθεί τον τυπικό συνδυασμό της αποφυγής του πυρήνα της συζήτησης και της προσθήκης προσωπικών απαξιώσεων, χαρακτηριστικό γνώρισμα αυτού που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε σεχταριστική φιλολογία. Είναι αλήθεια ότι ο Τρότσκι δεν υποστήριξε τον Μπρούνινγκ, αλλά είναι απαραίτητο να κατανοήσουμε το σύνολο της επιχειρηματολογίας του για να της δώσουμε το ακριβές της νόημα. Ο Τρότσκι αμφισβήτησε τους Σοσιαλδημοκράτες για την εκλογική και πολιτική υποστήριξη της κυβέρνησης Μπρούνινγκ, καθώς προέβλεψε ότι η κατάσταση εξελισσόταν προς την κατεύθυνση της πόλωσης. Σύμφωνα με την ανάλυσή του, αυτή η πόλωση επρόκειτο να οδηγήσει σε μια επαναστατική επίθεση, η οποία θα ήταν δυνατή μόνο μέσω της ενωμένης δράσης της εργατικής τάξης (κομμουνιστική-σοσιαλδημοκρατική), ή, διαφορετικά, στη νίκη του φασισμού.
Σε αυτή την εικόνα, η κυβέρνηση του Μπρούνινγκ θα μπορούσε να είναι μόνο μια εφήμερη κυβέρνηση. Η υποστήριξή της σήμαινε την αποδοχή της ψευδαίσθησης ότι λειτουργούσε ως μπλόκο στο φασισμό, ενώ ο πραγματικός τρόπος αντιμετώπισης του φασισμού ήταν να απελευθερωθεί η δύναμη της ενωμένης εργατικής τάξης που θα μπορούσε να προκύψει μόνο από τη συντονισμένη δράση των κομμουνιστών και των σοσιαλδημοκρατών.
Τι σημασία έχει αυτό για τη συζήτησή μας; Ο Τρότσκι σε καμία περίπτωση δεν ταυτίζει την εκλογική υποστήριξη με την πολιτική υποταγή. Δεν είναι αυτό το θέμα. Δεν είναι αυτή η συνέπεια της άρνησής του για υποστήριξη του Μπρούνινγκ. Για να κατανοήσουμε την τακτική του θέση, πρέπει να κατανοήσουμε τη συνολική του αντίληψη για την κατάσταση, ανεξάρτητα από το αν είχε δίκιο ή άδικο. Από τη διαφοροποίησή του ανάμεσα στον Μπρούνινγκ και τον Χίτλερ προκύπτει ότι ο Τρότσκι κατανοεί πλήρως τη διαφορά ανάμεσα σε ένα φασιστικό πολιτικό καθεστώς και σε ένα μη φασιστικό (αν και, ας θυμηθούμε, θεωρούσε την κυβέρνηση Μπρούνινγκ «γραφειοκρατική δικτατορία»[10]). Όταν διακρίνουμε, στη δική μας συγκυρία, τις «μικρές καθημερινές δόσεις δηλητηρίου» από το «περίστροφο» καλώντας σε ψήφο κατά της ακροδεξιάς, ο Νταλ Μάσο απαντά ότι αυτό θα ήταν ισοδύναμο με το κάλεσμα για ψήφο υπέρ του Μπρούνινγκ. Ο Νταλ Μάσο, στην πραγματικότητα, είναι ανίκανος να δώσει συγκεκριμένο περιεχόμενο στη διάκριση που έκανε ο Τρότσκι.
Ο Τρότσκι καταλάβαινε πολύ καλά τόσο τη σημασία των προεδρικών εκλογών όσο και ότι η ψήφος δεν συνεπάγεται πολιτική υποταγή. Σαν παράδειγμα γι’ αυτό, αρκεί να αναφερθούμε, όπως επισήμανε ο Ρολάντο Ασταρίτα σε πρόσφατο κείμενό του[11], στο γεγονός ότι ο Τρότσκι δεν υποστήριξε την άκυρη ψήφο ή την αποχή απέναντι στο ισπανικό Λαϊκό Μέτωπο το 1936 (το οποίο δεν αντιμετώπισε τον φασισμό, που θα εμφανιζόταν μόνο αργότερα με το πραξικόπημα του Φράνκο, αλλά τη συμβατική Δεξιά!). Επίσης, το 1936 ο Τρότσκι επέκρινε το Ανεξάρτητο Εργατικό Κόμμα επειδή αρνήθηκε να δώσει εκλογική υποστήριξη στους Εργατικούς απέναντι στους Συντηρητικούς[12] (όπως είχε συστήσει ο Λένιν χρόνια νωρίτερα στο νεαρό Βρετανικό Κομμουνιστικό Κόμμα).
Αν δεν είναι φασισμός, τότε τι είναι;
Αυτά τα τελευταία παραδείγματα μας οδηγούν στην καρδιά της πολεμικής μας. Θα συζητήσουμε αργότερα τη σχέση μεταξύ του Μιλέι και του φασισμού, αλλά δεν χρειάζεται να πάμε τόσο μακριά. Το κεντρικό ερώτημα είναι πιο στοιχειώδες: Καταφεύγουμε στην πρόταση του Τρότσκι για το ενιαίο μέτωπο ή, γενικότερα, σε ενιαίες αμυντικές πολιτικές, μόνο όταν βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια φασιστική απειλή; Και τι κάνουμε όταν αντιμετωπίζουμε στρατιωτικές δικτατορίες; Ή με φαινόμενα όπως ο Φουτζιμορισμός (ή άλλα όπως ο Μπουκέλε ή ο Ερντογάν σήμερα), που αποκτούν την κυβέρνηση με νόμιμα μέσα και μετασχηματίζουν το πολιτικό καθεστώς εκ των έσω, διατηρώντας την εξωτερική εμφάνιση της συνταγματικής δημοκρατίας; όπως στην περίπτωση του Θατσερισμού; Έχει νόημα να λέμε ότι «αυτό δεν είναι φασισμός»; Το ερώτημα απαντιέται από μόνο του.
Η χρήση φυσικού καταναγκασμού, η καταστολή των δημοκρατικών ελευθεριών, η αυταρχική σκλήρυνση των κρατών δεν εξαρτάται απαραίτητα από την επιβολή ενός φασιστικού καθεστώτος ή την αλλαγή πολιτικού καθεστώτος. Αυτό είναι προφανές. Η χρήση βίας είναι, φυσικά, μια μόνιμη πηγή της ταξικής κυριαρχίας. Και η ενίσχυσή της για να επιφέρει μια μακροχρόνια ήττα στην εργατική τάξη μπορεί να πάρει όλων των ειδών τις μορφές, συμπεριλαμβανομένου ενός ευρέος φάσματος επιλογών στο ενδιάμεσο ενός φάσματος από την αυταρχική σκλήρυνση της φιλελεύθερης δημοκρατίας μέχρι ένα φασιστικό καθεστώς. Θα αντιμετωπίσουμε όλες τις μορφές αυταρχισμού με ρουτίνα μέχρι να εμφανιστεί ο φασισμός με όλα τα χαρακτηριστικά της περιόδου του μεσοπολέμου;
Ας δούμε πώς ένας άλλος συγγραφέας του PTS, ο Φερνάντο Ρόσσο, προσπάθησε να επιχειρηματολογήσει επί του θέματος. Σε ένα πρόσφατο κείμενό του, ο Ρόσσο παραθέτει τον Παλμίρο Τολιάτι:
«Πρώτα απ’ όλα, θέλω να εξετάσω το λάθος της γενίκευσης που συνήθως γίνεται με τη χρήση του όρου “φασισμός”. Έχει γίνει συνήθεια να χρησιμοποιείται αυτή η λέξη για να χαρακτηρίσει κάθε μορφή αντίδρασης. Όταν ένας σύντροφος συλλαμβάνεται, όταν μια εργατική διαδήλωση διαλύεται βάναυσα από την αστυνομία... σε κάθε περίπτωση, εν ολίγοις, όταν οι λεγόμενες δημοκρατικές ελευθερίες που κατοχυρώνονται στα αστικά συντάγματα δέχονται επίθεση ή παραβιάζονται, ακούει κανείς να φωνάζουν: “Αυτό είναι φασισμός! Βρισκόμαστε αντιμέτωποι με τον φασισμό!” (...) Αλλά δεν καταλαβαίνω τι πλεονέκτημα μπορεί να μας αποφέρει αυτό, εκτός, ίσως, από την άποψη της αγωνιστικότητας. Αλλά η πραγματικότητα είναι κάτι άλλο. Ο φασισμός είναι μια ιδιαίτερη, συγκεκριμένη μορφή αντίδρασης∙ και είναι απαραίτητο να κατανοήσουμε απόλυτα σε τι συνίσταται στην ιδιαιτερότητά του»[13].
Όπως και στην περίπτωση της αναφοράς του Γκράμσι στον «ηγεμονικό δεσμό», την οποία συζητάμε σε άλλο κείμενο[14], όταν ο Ρόσσο στρέφεται προς τον Τολιάτι δεν βλέπει τις συνέπειες του συλλογισμού που χρησιμοποιεί. Αν ο φασισμός είναι μόνο μια μορφή αντίδρασης, μόνο ένας τρόπος με τον οποίο μπορούν να «παραβιαστούν» οι λεγόμενες δημοκρατικές ελευθερίες, γιατί επιφυλάσσουμε την πολιτική της ενιαίας άμυνας μόνο γι’ αυτή τη μορφή; Τι κάνουμε σε όλες τις άλλες περιπτώσεις; Το ενιαίο μέτωπο ισχύει αν αντιμετωπίζαμε τον φασισμό, τι γίνεται αν πρόκειται για μια άλλη παραλλαγή της ακροδεξιάς;
Όσον αφορά τους κλασικούς γενικά, και τον Τρότσκι ειδικότερα, είναι πιο απλό και πιο ωφέλιμο να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε τον τρόπο συλλογισμού παρά να αναζητήσουμε κατά γράμμα ερµηνευτές των ρόλων του παρελθόντος. Όταν μελετάται με σχολαστικό τρόπο, το γράμμα έχει προτεραιότητα έναντι του συλλογισμού, και αυτό τελικά μας εμποδίζει να κατανοήσουμε τόσο το πνεύμα όσο και το γράμμα. Ο Τρότσκι γράφει έχοντας κατά νου μια συγκεκριμένη μορφή αντίδρασης, που ήταν ο φασισμός. Αντιτίθεται σε μια πολιτική αμυντικής συμμαχίας με τον ρεφορμισμό. Για να μην έχουμε μια ρομαντική εικόνα της Σοσιαλδημοκρατίας εκείνης της εποχής, ας θυμηθούμε ότι ο Τρότσκι την όριζε, «παρά την εργατική της σύνθεση», ως «ένα εξ ολοκλήρου αστικό κόμμα, που διοικείται υπό “κανονικές” συνθήκες με πολύ επιδέξιο τρόπο από την άποψη των στόχων της αστικής τάξης»[15]. Ήταν το κόμμα του Νόσκε και του Γκρεζίνσκι, υπεύθυνου λίγα χρόνια νωρίτερα για τις δολοφονίες της Λούξεμπουργκ και του Λίμπκνεχτ. Ο Τρότσκι γράφει για τον φασισμό, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι το πεδίο εφαρμογής της συλλογιστικής του απαιτεί να προσωποποιηθούν μπροστά στα μάτια μας ο Χίτλερ, ο Χίλφερντινγκ και ο Τέλμαν. Είναι χρήσιμοι στο βαθμό που κατανοούμε τη συλλογιστική και τη μέθοδό τους και στο βαθμό που αποφεύγουμε τις υπερβολικά βιαστικές αναλογίες.
Η υποτίμηση της πολιτικής-εκλογικής στιγμής
Ας προχωρήσουμε στο επόμενο σημείο του συλλογισμού των πολέμιων μας. Ενώ το PTS ισχυρίζεται απερίφραστα ότι ο Μιλέι αντιπροσωπεύει ένα «υπερ-αντιδραστικό»[16] εγχείρημα, τι είναι διατεθειμένο να κάνει για να το αποτρέψει; Εδώ εμφανίζεται ένα άλλο κεντρικό επιχείρημα: η ιδέα ότι η ακροδεξιά αντιμετωπίζεται στους δρόμους και όχι στην κάλπη. Λίγες ώρες πριν οι κάλπες δείξουν αν μια ακροδεξιά κυβέρνηση θα κυβερνήσει μια από τις κυριότερες χώρες της περιοχής, αυτό το επιχείρημα είναι εξωφρενικό. Αλλά ας προσπαθήσουμε να το πάρουμε στα σοβαρά και να ακολουθήσουμε τη λογική του επιχειρήματός του.
Το PTS λέει σε όλες τις ανακοινώσεις του κάτι που μπορεί να συνοψιστεί σε αυτό που έγραψε ο Γκιγιέρμο Πιστονέσι: «Οι μαρξιστές κατανοούν ότι οι επαναστατικές αλλαγές και η ενδεχόμενη αντεπανάσταση μπορούν να καθοριστούν μόνο μέσω μιας ανοιχτής ταξικής πάλης και όχι με εκλογές»[17]. Αυτή η δήλωση συνδυάζει μια κοινοτοπία με μια γελοία ιδέα. Φυσικά, για τον επαναστατικό μαρξισμό η ταξική πάλη είναι η απόλυτη δύναμη που διευθετεί τα μεγάλα πολιτικά γεγονότα. Αλλά αυτό σημαίνει ότι μια προεδρική εκλογή όπου η ακροδεξιά μπορεί να έρθει στην εξουσία είναι άσχετη; Μήπως το αποτέλεσμα μιας τέτοιας εκλογικής αναμέτρησης δεν επηρεάζει καθόλου την ταξική πάλη; Βρίσκει ο Πιστονέσι κάποιο προηγούμενο στην τεράστια μαρξιστική βιβλιογραφία για μια τέτοια εξωφρενική δήλωση; Θέσεις που αγνοούν το εκλογικό αποτέλεσμα δεν προκύπτουν από τη μαρξιστική βιβλιογραφία, τουλάχιστον όχι από την παράδοση που ξεκινά από τον Λένιν και τον Τρότσκι. Σε κάθε περίπτωση, είναι πιο κοντά σε αυτόνομες και αναρχικές προσεγγίσεις ή, εντός του μαρξισμού, στην εξωτική και μακρινή παράδοση των μπορντιγκιστών.
Αυτή η ιδέα δεν φαίνεται να προέκυψε αυτοσχέδια από ένα απλό ολίσθημα. Σε ένα πρόσφατο κείμενο των Γκαμπριέλα Λιστ και Ματίας Μαγιέλο[18], το PTS περιγράφει την αντίληψή του για την τακτική του ενιαίου μετώπου. Δεν θέλω να επεκταθώ σε πολλά αποσπάσματα, γιατί είναι σαφές από την ανάγνωση του άρθρου ότι το ενιαίο μέτωπο για τους συγγραφείς αυτούς περιορίζεται σε οδομαχίες και, πιο συγκεκριμένα, σε φυσικές συγκρούσεις ενάντια σε φασιστικές συμμορίες. Με άλλα λόγια, για το PTS, το ενιαίο μέτωπο δεν επεκτείνεται στο εκλογικό ζήτημα. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο αντιπαραθέτουν συνεχώς την ταξική πάλη και τις εκλογές (αξίζει να αναρωτηθούμε τι κάνει το PTS όταν παρεμβαίνει εκλογικά, αν όχι μεταφέροντας την ταξική πάλη σε αυτό το έδαφος;). Με άλλα λόγια, σε μια νοητική άσκηση, αν υπήρχε δεύτερος γύρος το 1933 μεταξύ του SPD και του ναζιστικού κόμματος, το PTS θα υπερασπιζόταν την αποχή, επειδή οποιαδήποτε άλλη επιλογή θα συνεπαγόταν πολιτική υποταγή στη σοσιαλδημοκρατία. Και, ταυτόχρονα, θα ζητούσε την κοινή δράση του SPD ενάντια στη φυσική απειλή που συνιστούσαν οι Ναζί.
Υπήρξε κάποιος ενθουσιασμός μεταξύ των «ανθρώπων της αριστεράς» όταν η Μύριαμ Μπρέγκμαν δήλωσε σε ραδιοφωνική συνέντευξη ότι «ο Μάσα και ο Μίλεϊ δεν είναι το ίδιο». Το PTS αναλαμβάνει να επαναλάβει αυτή τη φράση σε όλα τα κείμενά του. Ωστόσο, το να μην βάζουμε το σύμβολο της ισότητας μεταξύ των δύο, αλλά και να μην βγάζουμε τα πρακτικά συμπεράσματα από αυτή τη διάκριση, σημαίνει ότι εισερχόμαστε στη σφαίρα της κοινοτοπίας: τίποτα δεν ισούται με τίποτα, όπως απέδειξε η μεταφυσική του Λάιμπνιτς τον 17ο αιώνα. Τελικά, δεν αλλάζει και πολλά. Είναι ένας τρόπος να μην εμπλακούμε στον αγώνα ενάντια στην ακροδεξιά ή, για να χρησιμοποιήσουμε την έκφραση του Τρότσκι, να «συνθηκολογήσουμε χωρίς μάχη».
Είναι ο Μιλέι φασίστας;
Όπως προσπαθήσαμε να δείξουμε, δεν είναι απαραίτητο να αντιπροσωπεύει ο Μιλέι μια φασιστική απειλή για να του αντιτάξουμε μια ενιαία αμυντική πολιτική. Αρκεί να αντιπροσωπεύει μια αντιδραστική, θατσερική και αυταρχική απάντηση στην κρίση της Αργεντινής. Ο Μιλέι εκφράζει την πιθανότητα μιας ενδεχόμενης εξέλιξης προς μια μορφή αυταρχικού βοναπαρτισμού στο πλαίσιο της φιλελεύθερης δημοκρατίας, με στόχο τη διευκόλυνση της εφαρμογής της νεοφιλελεύθερης θεραπείας σοκ. Αυτό θα πρέπει να είναι αρκετό για να ξέρουμε πώς να προσανατολιστούμε. Τώρα, ποια είναι η σχέση μεταξύ του Μιλέι και του φασισμού; Θα επισημάνω ορισμένες πτυχές του Μιλέι –και σε ορισμένες περιπτώσεις της παγκόσμιας ακροδεξιάς– που εγείρουν κάποιες πολιτικά συναφείς σχέσεις με τον κλασικό φασισμό.
Ο ολοένα και πιο δημοφιλής χαρακτήρας και η ικανότητα κοινωνικής κινητοποίησης της παγκόσμιας ακροδεξιάς παρουσιάζει μια σημαντική συμμετρία με την περίοδο του μεσοπολέμου. Πρώην προπύργια της εργατικής τάξης αρχίζουν να στρέφονται προς θέσεις αυτού του είδους, όπως η υποστήριξη του Τραμπ στη βορειοαμερικανική ζώνη της βιομηχανικής παρακμής[19] ή η διείσδυση της Λεπέν στον αποβιομηχανοποιημένο εργατικό βορρά της Γαλλίας. Αυτό δείχνει την κατάρρευση των συμβατικών σχέσεων μεταξύ των λαϊκών τάξεων και των παραδοσιακών πολιτικών τους εκπροσωπήσεων.
Είναι αλήθεια ότι ο κλασικός φασισμός βασίστηκε κυρίως στη μικροαστική τάξη, αλλά σε μια «πληβειακή» μικροαστική τάξη, οικονομικά κατεστραμμένη από την κρίση. Ένας κλασικός μικροαστός δεν εμπλέκεται σε παραστρατιωτικές συμμορίες, αλλά βγάζει χρήματα από το ελεύθερο επάγγελμά του ή τη μικρή του επιχείρηση. Και επίσης συσπειρώνει πίσω της λαϊκά τμήματα από διάφορες κοινωνικές κατηγορίες, εδραιώνοντας έτσι μια λαϊκή και κινηματική βάση υποστήριξης.
Αυτή η αυξανόμενη λαϊκή βάση επιτρέπει στην ακροδεξιά να επιδεικνύει όλο και περισσότερο μεγάλη ικανότητα κοινωνικής κινητοποίησης. Φυσικά, δεν υπάρχουν παραστρατιωτικές συμμορίες αυτή τη στιγμή, αλλά υπάρχει αύξηση της κινητοποίησης, μαζική πολιτικοποίηση και ικανότητα ανάληψης πρωτοβουλιών, σε πολλές περιπτώσεις βίαια. Αυτό μεταφράζεται σε ικανότητα οργάνωσης ακτιβιστικών δομών που ασκούν πίεση στο πολιτικό σύστημα (όπως είδαμε στις επιθέσεις στο Καπιτώλιο της Ουάσινγκτον και της Μπραζίλια). Αυτή η λαϊκή βάση μάχης είναι μια πρόσθετη δύναμη στην οποία η ακροδεξιά μπορεί να στηριχθεί στον ανταγωνισμό της με την παραδοσιακή δεξιά.
Στην Αργεντινή, η ακτιβιστική ικανότητα του Μιλέι είναι κατώτερη από εκείνη του Μπολσοναριανισμού ή του Τραμπισμού. Αλλά κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας, ειδικά όταν αισθάνθηκαν ασφαλείς λόγω του εκλογικού αποτελέσματος και της αντιδραστικής έξαρσης, είδαμε ήδη την ικανότητά τους να ενθαρρύνουν μικρές νεοφασιστικές ομάδες, οι οποίες άρχισαν να πραγματοποιούν μικρές επιθέσεις εναντίον συμβόλων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή των οργανώσεών τους, διαμορφώνοντας ένα κλίμα εκφοβισμού προς την αριστερά που προοιωνίζεται το μέλλον. Μπορεί κανείς να αμφιβάλλει ότι αυτός ο εκφοβισμός θα δεκαπλασιαζόταν –όπως συνέβη με τον Τραμπ και τον Μπολσονάρου– αν η ακροδεξιά ήλεγχε την κρατική εξουσία; Πρέπει να είναι κανείς τυφλός για να το αρνείται. Επομένως, δεν μπορεί να αποκλειστεί μια ριζοσπαστικοποίηση των εξωκοινοβουλευτικών ομάδων σε περίπτωση νίκης του Μιλέι.
Όπως δεν είναι δύσκολο να διαπιστώσει κανείς, δεν υπάρχουν άκαμπτα ή σταθερά όρια μεταξύ της δεξιάς, της ακροδεξιάς και του φασισμού. Όπως το θέτει ο Άλεξ Καλλίνικος, «το ζήτημα δεν είναι τόσο να καθορίσουμε ποια ετικέτα θα βάλουμε σε συγκεκριμένους σχηματισμούς, αλλά να κατανοήσουμε τη σύγχρονη ακροδεξιά ως ένα δυναμικό και ταχέως μεταβαλλόμενο πεδίο δυνάμεων»[20].
Η αυταρχική ριζοσπαστικοποίηση είναι μία από τις υποθέσεις, όπως και η αντίστοιχη, ότι εισέρχεται σε μια διαδικασία αστικής κανονικοποίησης, προσαρμόζεται στις συμβατικές λογικές της πολιτικής και γίνεται μια ελαφρώς πιο σκληρή εκδοχή της παραδοσιακής δεξιάς. Το αποτέλεσμα είναι ανοιχτό. Και εμείς δεν είμαστε παρατηρητές της κατάστασης, αλλά ενεργοί παράγοντες που πρέπει να πολεμήσουμε την ακροδεξιά για να αποτρέψουμε μια αυταρχική ριζοσπαστικοποίηση που, αν έρθει στην εξουσία, θα μπορούσε να κάνει ένα ποιοτικό άλμα. Αυτό ισχύει και για τον Χαβιέρ Μιλέι.
Από την άλλη πλευρά, σε σχέση με την αυτονομία της πολιτικής και του κράτους που χαρακτήριζε τον κλασικό φασισμό, υπάρχει ένα άλλο στοιχείο εδώ που αξίζει να συμπληρωθεί. Όπως και στην περίπτωση του περάσματος της Λεπέν στον δεύτερο γύρο το 2002 ή της ανόδου του Τραμπ το 2016, το κέντρο της οικονομικής εξουσίας φαίνεται να απορρίπτει την υποψηφιότητα του Χαβιέρ Μιλέι. Ωστόσο, η στάση της επιχειρηματικής κοινότητας και του ιμπεριαλισμού είναι πιο διφορούμενη απ’ ό,τι φαινόταν αρχικά, ιδίως μετά την οριστικοποίηση της συμφωνίας με τον Μάκρι και έναν τομέα του PRO. Αυτό δεν το είχε προβλέψει κανένας άλλος εκτός από τον Economist[21], αυτή τη διεθνή πλατφόρμα όπου οι άρχουσες τάξεις διαλέγονται με τον εαυτό τους. Σε ένα από τα τελευταία τεύχη του, το εβδομαδιαίο περιοδικό στο εξώφυλλό του κάλεσε σε συνασπισμό της δεξιάς και της ακροδεξιάς στην Αργεντινή.
Από την άλλη πλευρά, ενώ ο Μπάιντεν υποστηρίζει τον Μάσα, ο Τραμπ, ο οποίος έχει πολλές πιθανότητες να είναι ο μελλοντικός πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, υποστηρίζει τον Μιλέι. Ωστόσο, παραμένει αλήθεια ότι ο πυρήνας της οικονομικής εξουσίας εξακολουθεί να αντιλαμβάνεται τον Μιλέι ως ένα επικίνδυνο εγχείρημα. Υπάρχουν ορισμένα τμήματα της αριστεράς που ενθουσιάζονται υπερβολικά με αυτή τη δυσπιστία ή που την έχουν καταστήσει ακόμη και το καθοριστικό κριτήριο για την τακτική τοποθέτησή τους: βλέπε τις δηλώσεις του Partido Obrero (Εργατικό Κόμμα)[22]. Καλά θα κάνουν να επανεξετάσουν την ιστορία των δεκαετιών του 1920 και του 1930 ή να θυμηθούν την προειδοποίηση του Τρότσκι όταν έγραφε σε ένα κείμενο με τον δηκτικό τίτλο «Να μάθουμε να σκεφτόμαστε: Μια φιλική συμβουλή προς ορισμένους υπεραριστερούς»: «Η πολιτική του προλεταριάτου καθόλου δεν προκύπτει αυτόματα από την πολιτική της αστικής τάξης, φέροντας μόνο το αντίθετο πρόσημο – αυτό θα έκανε τον κάθε σεχταριστή έναν μάστορα της στρατηγικής»[23].
Αυτό δεν σημαίνει ότι ο Μιλέι αποτελεί προς το παρόν φασιστική απειλή. Αλλά η νίκη του θα είναι ένα βήμα προς τα εμπρός σε μια διαδικασία αυταρχικής ριζοσπαστικοποίησης του κράτους με αβέβαιο πεπρωμένο. Δεν είναι φασιστικό, αλλά ούτε και συμβατικό αστικό κόμμα. Και αυτό αξίζει μια τακτική που ανταποκρίνεται σε μια εξαιρετική κατάσταση.
Παρέκβαση: Δημοκρατία εναντίον καπιταλισμού
Ανεξάρτητα από το εκλογικό αποτέλεσμα, η Αριστερά πρέπει να αντιμετωπίσει μια μακροπρόθεσμη συζήτηση για τη σχέση της με τις δημοκρατικές κατακτήσεις της προηγούμενης περιόδου και, γενικότερα, με τους θεσμούς της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Αυτό δεν είναι απλώς μια ακαδημαϊκή άσκηση. Βρισκόμαστε σε έναν ιστορικό κύκλο όπου υπάρχουν πολλά σημάδια που δείχνουν ότι κινούμαστε προς μια αυταρχική σκλήρυνση των κρατών. Στα τέλη της δεκαετίας του 1970, ο Πουλαντζάς επινόησε τον όρο «αυταρχικός κρατισμός» για να περιγράψει την υπόθεση ότι μια αυταρχική στρέβλωση θα μπορούσε να αναδυθεί μέσα από το φιλελεύθερο δημοκρατικό καθεστώς. Αυτή η στρέβλωση δεν θα παρουσιαζόταν ως «καθεστώς εξαίρεσης», αλλά μάλλον ως «κανονικό» πολιτικό καθεστώς, το οποίο θα βασιζόταν «σε μια ριζική παρακμή των θεσμών της πολιτικής δημοκρατίας και σε μια δρακόντεια και πολύμορφη μείωση των τυπικών λεγόμενων ελευθεριών». Αυτή η υπόθεση έχει τεθεί για το μέλλον, και η παγκόσμια άνοδος της ακροδεξιάς είναι ένα από τα σημάδια της.
Η πτώση του λεγόμενου «σοσιαλιστικού στρατοπέδου» στα τέλη του 20ού αιώνα άφησε την αριστερά χωρίς εναλλακτικές λύσεις που θεωρούνταν κοινωνικά βιώσιμες. Πολλά γράφονται σε καθημερινή βάση για την ανάγκη η Αριστερά να ανακτήσει μια προοπτική για το μέλλον. Πάνω σε αυτή την απουσία ορίζοντα, η ακροδεξιά προελαύνει και στους λαϊκούς τομείς, δηλαδή επικρατούν ατομικιστικές και απελπισμένες λύσεις στην κρίση. Η ανασυγκρότηση της υπόθεσης μιας κοινωνίας ανώτερης από τον καπιταλισμό είναι ένα μακροπρόθεσμο στρατηγικό καθήκον. Αλλά για να το πετύχουμε αυτό, πρέπει να σταματήσουμε να θεωρούμε τον σοσιαλισμό ως ένα «απόλυτο υπερπέραν» που μπορούμε να προσεγγίσουμε μόνο μέσα από μια άσκηση ουτοπικής φαντασίας.
Μια κοινωνία απαλλαγμένη από την ταξική κυριαρχία υπάρχει εμβρυακά στο παρόν μας, βασικά ως προϊόν λαϊκών αγώνων που έχουν επιτύχει κατακτήσεις και μεταρρυθμίσεις. Η σχέση μεταξύ του αρχαϊκού και του νέου είναι πιο σύνθετη και χρήσιμη από μια άσκηση φαντασίας. Η δυνατότητα να φανταστούμε μια νέα κοινωνία ξεκινά με την προσπάθεια συντήρησης για να διατηρήσουμε ό,τι αξίζει να διατηρηθεί: τις δημοκρατικές ελευθερίες ενάντια στην ολοένα και πιο αυταρχική εξέλιξη του καπιταλισμού, τα κοινωνικά δικαιώματα ενάντια στην αστική επίθεση, την ανάθεση τομέων της οικονομίας σε εξωτερικούς φορείς, όπως η δημόσια υγεία, ενάντια στην προσπάθεια για ιδιωτικοποίηση.
Σε κάθε λαϊκή κατάκτηση, μια πιθανή μελλοντική κοινωνία αναπνέει με δυσκολία. Από τον αμυντικό ζήλο για τη διατήρηση των κατακτήσεων θα προκύψουν οι επιθετικοί αγώνες για μια νέα κοινωνία. Αυτή η προσέγγιση, όπως είναι προφανές, αντιτίθεται στην κορυφή της στην αντίληψη που διέπει το βιβλίο που εξέδωσε ο Γκαμπριέλ Σολάνο, ο κύριος ηγέτης του Partido Obrero, με τίτλο Η δημοκρατία απέτυχε (Gabriel Solano, La democracia fracas).
Στη Νύχτα των προλετάριων, ο Ζακ Ρανσιέρ περιγράφει τον ορίζοντα των προσδοκιών της εργατικής τάξης του 19ου αιώνα: Μια «εργατική πρωτοπορία», γράφει ο Ρανσιέρ, «που σκέφτεται και δρα όχι για να προετοιμάσει ένα μέλλον στο οποίο οι προλετάριοι θα καρπωθούν την κληρονομιά μιας μεγάλης καπιταλιστικής βιομηχανίας που διαμορφώνεται από την απαλλοτρίωση της εργασίας και της νοημοσύνης τους, αλλά για να σταματήσει τον μηχανισμό αυτής της απαλλοτρίωσης». Με άλλα λόγια, οι εργατικοί αγώνες του τέλους του 19ου αιώνα δεν αντλούσαν τη δύναμή τους από την ουτοπική διάσταση του σοσιαλισμού, αλλά από την υπεράσπιση των ταυτοτήτων και των μορφών εργασίας που εξαλείφονταν από τη σαρωτική επέκταση της καπιταλιστικής εργασιακής εκμετάλλευσης (χειροτεχνία, βασικά). Από αυτούς τους αρχικά αμυντικούς αγώνες, οι οποίοι νοσταλγούσαν έναν κόσμο που δεν επρόκειτο να επιστρέψει (αυτόν του αυτόνομου βιοτεχνικού παραγωγού) προήλθε η σύνδεση μεταξύ του εργατικού κινήματος και του σοσιαλισμού.
Στη σχέση μεταξύ καπιταλισμού, δημοκρατίας και σοσιαλισμού ίσως θα πρέπει να αντιληφθούμε μια παρόμοια διαλεκτική: μόνο ο αντικαπιταλιστικός αγώνας μπορεί να υπερασπιστεί τις πολιτιστικές κατακτήσεις της εποχής μας (κράτος δικαίου, πολιτικές ελευθερίες, πολιτικά δικαιώματα, πλουραλισμός) από την απειλή που συνιστά η αυταρχική εξέλιξη του καπιταλισμού.
Η πιο ατιμωτική παθητικότητα
Ας επιστρέψουμε στην επικείμενη συγκυρία μας. Σε λίγες ημέρες, θα έχουμε μπροστά μας μια κρίσιμη προεδρική εκλογή, τόσο για την Αργεντινή όσο και για την περιοχή. Η μεγάλη καινοτομία της τελευταίας προεκλογικής περιόδου ήταν η ανάδυση ενός μεγάλου δημοκρατικού κοινωνικού κινήματος, με τη μορφή μικρών, αποκεντρωμένων προεκλογικών δράσεων. Αυτό το κοινωνικό κίνημα αποτελεί σημείο αναφοράς για τους αγώνες που θα ακολουθήσουν, όποιο και αν είναι το εκλογικό αποτέλεσμα της Κυριακής. Μας επιτρέπει να ξαναβρούμε τη συλλογική δράση, την εμπιστοσύνη στις δικές μας δυνάμεις και τα κοινωνικά και δημοκρατικά αποθέματα που χαρακτηρίζουν την κοινωνία της Αργεντινής, παρά την επιδείνωση της κατάστασης τα τελευταία χρόνια. Η απουσία των περισσότερων κομμάτων του Frente de Izquierda (Αριστερό Μέτωπο) από αυτή την κινητοποίηση είναι ένα μεγάλο στρατηγικό λάθος.
Ο Ρουμπέν Σομπρέρο, ο σημαντικότερος συνδικαλιστικός ηγέτης των κομμάτων-μελών της FITU, είναι μέλος του μοναδικού κόμματος της FITU που κάλεσε σε ψήφο υπέρ του Μάσα για να αποτρέψει τη νίκη της ακροδεξιάς. Ο ίδιος δήλωσε πρόσφατα σε συνέντευξή του: «Θα συνεχίσω να είμαι αντίπαλος του Μάσσα, αλλά πρέπει να καλέσω να σταματήσουμε αυτούς που απαιτούν δικτατορία». Αυτό προκάλεσε ένα ρεύμα άμεσης συμπάθειας που περιλάμβανε την κοινωνική βάση του Περονισμού. Πρόκειται για ένα μικρό παράδειγμα του ρόλου υπέρβασης που θα μπορούσε να έχει διαδραματίσει το FITU αν όλες οι ακτιβιστικές του δυνάμεις, κυρίως μέσω της χαρισματικής υποψήφιας προέδρου της Μύριαμ Μπρέγκμαν, είχαν πάρει τη θέση τους στον αγώνα κατά της ακροδεξιάς.
Δεν θα ήταν καν απαραίτητο να γίνει ρητή έκκληση να ψηφιστεί ο Μάσσα. Ένα σύνθημα όπως «καμία ψήφος στον Μιλέι» (όπως η γαλλική τροτσκιστική αριστερά χρησιμοποίησε περισσότερες από μία φορές εναντίον της Λεπέν) αρκούσε για να καταλάβει μια μαχητική θέση στο πεδίο του αγώνα ενάντια στην ακροδεξιά και να συνδεθεί με το κοινωνικό κίνημα και τα τμήματα της εργατικής τάξης που ανησυχούν για την απειλή που ελλοχεύει απέναντί τους. Αυτό θα είχε αυξήσει σημαντικά το κύρος του Frente de Izquierda και θα είχε καταστήσει δυνατή τη δημιουργία μιας γέφυρας με τη λαϊκή βάση του Περονισμού.
Αλλά η στάση του FITU δημιούργησε το αντίθετο: έφερε κοντά τη βάση του Περονισμού με την ηγεσία του. Ας θυμηθούμε κάτι κεντρικό στην κλασική τακτική του «ενιαίου μετώπου»: δεν επρόκειτο μόνο για αμυντική ενότητα με τους ρεφορμιστές, αλλά και για μια πολιτική για την «κατάκτηση της πλειοψηφίας», δηλαδή για την αύξηση της επιρροής των επαναστατών και την αμφισβήτηση της ηγεμονίας των ρεφορμιστών. Αντί της προπαγανδιστικής οριοθέτησης, η κατασκευή ενός ενιαίου πλαισίου όπου η οριοθέτηση είναι υποπροϊόν της αδυναμίας των ρεφορμιστών να διεξάγουν κοινό αγώνα είναι μια τακτική που έχει αποδειχθεί πολύ πιο αποτελεσματική.
Ένα πρόσφατο επιτυχημένο παράδειγμα ήταν οι επιδόσεις του PSOL στη Βραζιλία στον αγώνα κατά του Μπολσονάρου: μια γενναιόδωρη ενωτική και αμυντική στάση, η οποία ζητούσε την ενότητα της Αριστεράς και περιελάμβανε το PT, επέτρεψε στο PSOL να αυξηθεί πολύ σημαντικά σε μέλη, αγωνιστές, βουλευτές και κοινωνική επιρροή σε ένα εξαιρετικά αμυντικό και δυσμενές πλαίσιο, όπως αυτό που επέβαλε η ακροδεξιά στην εξουσία.
Για να αναφέρουμε για τελευταία φορά τον παλιό Ρώσο επαναστάτη: όπως είπε ο Τρότσκι, «Οι σοφοί που καμαρώνουν ότι δεν βλέπουν τη διαφορά “μεταξύ του Μπρούινγκ και του Χίτλερ”» στην πραγματικότητα «κάτω από αυτή την ψευδο-ριζοσπαστική τυμβωρυχία (...) κρύβουν την πιο ατιμωτική παθητικότητα».
Martín Mosquera
Jacobin America Latina, 17 Νοεμβρίου 2023
Μετάφραση: elaliberta.gr
Martín Mosquera, «¿Es Milei una amenaza fascista?», Jacobin America Latina, 17 Νοεμβρίου 2023, https://jacobinlat.com/2023/11/17/es-milei-una-amenaza-fascista/.
Martín Mosquera, “Is Milei a fascist threat?”, International Viewpoint, 29 Νοεμβρίου 2023, https://internationalviewpoint.org/spip.php?article8330.
Σημειώσεις
[1] Ugo Palheta, «La etapa infantil de un neofascismo internacional», Jacobin America Latina, 19 Ιανουαρίου 2023, https://jacobinlat.com/author/ugo-palheta/. Ugo Palheta, «¿Existe un peligro fascista en Francia?», VientoSur, 30 Σεπτεμβρίου 2017, https://vientosur.info/existe-un-peligro-fascista-en-francia/.
[2] Martín Mosquera, «Bolsonaro y el retorno del fascismo», VientoSur, 27 Οκτωβρίου 2018, https://vientosur.info/bolsonaro-y-el-retorno-del-fascismo/.
[3] León Trotsky, «El único camino», CEIP León Trotsky, https://ceip.org.ar/El-unico-camino [Λέον τρότσκι, «Ο μόνο δρόμος», στο Λέον Τρότσκι, Η πάλη ενάντια στον φασισμό στη Γερμανία, Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, Αθήνα 2000, 227, σε διαφορετική απόδοση].
[4] Ugo Palheta, «Fascismo, fascistización, antifascismo», Jacobin America Latina, 14 Ιανουαρίου 2021, https://jacobinlat.com/2021/01/14/ugo-palheta-fascismo-fascistizacion-antifascismo/.
[5] Valerio Arcary, «Bolsonarismo: ¿fascismo del siglo XXI?», Jacobin America Latina, 25 Σεπτεμβρίου 2020, https://jacobinlat.com/2020/09/25/bolsonaro-fascismo/.
[6] Perry Anderson, Consideraciones Sobre El Marxismo Occidental, Siglo Veintiuno Editores, 1979, https://proletarios.org/books/Anderson-Consideraciones_Sobre_El_Marxismo_Occidental.pdf [Πέρρυ Άντερσόν, Δυτικός Μαρξισμός, Ράππα, Αθήνα 1978].
[7] Leon Trotsky, «Por un frente único obrero contra el fascismo (Carta a un obrero comunista alemán, miembro del partido comunista alemán)», Marxists Internet Archive, https://www.marxists.org/espanol/trotsky/1931/diciembre/08.htm [Λέον Τρότσκι, «Ενιαίο Εργατικό μέτωπο ενάντια στον Φασισμό (Γράμμα στο Γερμανό Κομμουνιστή Εργάτη μέλος του Γ.Κ.Κ.)», στο Λέον Τρότσκι, Γερμανία: ο φασισμός και το εργατικό κίνημα, Πρωτοποριακή Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1978, σελ. 63, και σσ. 63, 64. Σε δδιαφορετική απόδοση].
[8] Martín Mosquera, «La izquierda está subestimando el peligro de la extrema derecha», Jacobin America Latina, 23 σεπτεμβρίου 2023, https://jacobinlat.com/2023/09/23/la-izquierda-esta-subestimando-el-peligro-de-la-extrema-derecha/.
[9] Juan Dal Maso, «Respuesta a una crítica curiosa», La Izquierda Diario, 25 Σεπτεμβρίου 2023, https://www.laizquierdadiario.com/Respuesta-a-una-critica-curiosa.
[10] Leon Trotsky, ¿Y ahora? - Problemas vitales del proletariado alemán. Διαθέσιμο στο: Marxists Internet Archive, https://www.marxists.org/espanol/trotsky/1932/enero/25.htm [Λέον Τρότσκι, Και τώρα;, Πρωτοποριακή Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1978, σελ. 31].
[11] Rolando Astarita, «El balotaje del 19/11 y la izquierda», Rolando Astarita [Blog], 1 Νοεμβρίου 2023, https://rolandoastarita.blog/2023/11/01/el-balotaje-del-19-11-y-la-izquierda/.
[12] León Trotsky, «La traición del “Partido Obrero de Unificación Marxista” Español», διαθέσιμο στο: Marxists Internet Archive, https://www.marxists.org/espanol/trotsky/rev-espan/1936enero22.htm.
[13] Fernando Rosso, «La sociedad de los profetas muertos», Panamá, 29 Οκτωβρίου 2023, https://panamarevista.com/la-sociedad-de-los-profetas-muertos/.
[14] Martín Mosquera, «La izquierda está subestimando el peligro de la extrema derecha», Jacobin America Latina, 23 Σεπτεμβρίου 2023, https://jacobinlat.com/2023/09/23/la-izquierda-esta-subestimando-el-peligro-de-la-extrema-derecha/.
[15] Leon Trotsky, ¿Y ahora?… ό.π. [Λέον Τρότσκι, Και τώρα;, ό.π., σελ. 21].
[16] Guillo Pistonesi, «Polémica. El derrape de Izquierda Socialista», La Izquierda Diario, 16 Νοεμβρίου 2023, https://www.laizquierdadiario.com/El-derrape-de-Izquierda-Socialista.
[17] Guillo Pistonesi, «Polémica. El derrape de Izquierda Socialista», ό.π..
[18] Gabriela Liszt, Matías Maiello, «Una respuesta a lxs amigxs que plantean que la izquierda debe votar por Massa en el balotaje», La Izquierda Diario, 12 Νοεμβρίου 2023, https://www.laizquierdadiario.com/Una-respuesta-a-lxs-amigxs-que-plantean-que-la-izquierda-debe-votar-por-Massa-en-el-balotaje.
[19] [Σ.τ.Μ.:] Στο πρωτότυπο και στην αγγλική μετάφραση αναφέρεται ως η «ζώνη της σκουριάς»: «cinturón del óxido» και «rust belt»: «Η ζώνη σκουριάς, γνωστή και ως ζώνη μεταποίησης, είναι μια περιοχή στα βορειοανατολικά και μεσοδυτικά των Ηνωμένων Πολιτειών που έχει υποστεί μια έντονη διαδικασία βιομηχανικής και οικονομικής παρακμής από τη δεκαετία του 1970.» “Rust Belt”, Wikipedia [ισπανικά], https://es.wikipedia.org/wiki/Rust_Belt· και Wikipedia [αγγλικά] https://en.wikipedia.org/wiki/Rust_Belt,
[20] Alex Callinicos, “Neoliberal capitalism implodes: global catastrophe and the far right today”, International Socialism, τεύχος 170, άνοιξη 2021, http://isj.org.uk/implodes-catastrophe/.
[21] “Argentina’s election result is the worst of all possible outcomes”, The Economist, 3 Οκτωβρίου 2023, https://www.economist.com/leaders/2023/10/23/argentinas-election-result-is-the-worst-of-all-possible-outcomes?giftId=8ac19f4b-839e-46ff-bed4-b1e5f400ffc8.
[22] «Resolución de la Conferencia Electoral del Partido Obrero frente al balotaje (4/11/2023). No apoyamos políticamente ni votamos a Milei ni a Massa», Partido Obrero, 4 Νοεμβρίου 2023, https://po.org.ar/comunicados/no-apoyamos-politicamente-ni-votamos-ni-a-milei-ni-a-massa/.
[23] León Trotsky, «Aprendan a pensar», CEIP León Trotsky, https://ceip.org.ar/Aprendan-a-pensar [Λέον Τρότσκι, «Να μάθουμε να σκεφτόμαστε. Μια φιλική υπόδειξη σε κάποιους υπεραριστερούς», e la libertà, 8 Μαΐου 2021, https://www.elaliberta.gr/ιστορία-θεωρία/θεωρία/4300-να-μάθουμε-να-σκεφτόμαστε ].