Δύο απόψεις για τη φορολόγηση του άνθρακα
Το ζήτημα των φόρων επί του άνθρακα, ή των σχετικών “δικαιωμάτων ή και μερισμάτων”, είναι ένα ζήτημα που συζητιέται πολύ στο εσωτερικό της οικολογικής αριστεράς, αλλά και της 4ης Διεθνούς. Εδώ παρουσιάζουμε σύντομα δύο διαφορετικές απόψεις για το ζήτημα αφήνοντας ανοιχτή τη συζήτηση για την ώρα.
Άποψη 1: Να πληρώσουν οι ρυπαίνοντες
Η αναπόφευκτη πραγματικότητα είναι ότι όσο τα ορυκτά καύσιμα είναι η φθηνότερη διαθέσιμη ενέργεια, τόσο αυτά πρόκειται να χρησιμοποιούνται. Ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για την άμεση μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα –το οποίο είναι κρίσιμης σημασίας– είναι να καταστούν τα ορυκτά καύσιμα πολύ ακριβότερα από τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, με τρόπους που να είναι κοινωνικά δίκαιοι, οικολογικά αναδιανεμητικοί και να είναι σε θέση να βρουν λαϊκή υποστήριξη, και μάλιστα στις δύο ή τρεις δεκαετίες που μας απομένουν. Με άλλα λόγια, είναι μια στρατηγική εξόδου από τα ορυκτά καύσιμα. Οι βασικές αρχές αυτής της στρατηγικής είναι να αναγκαστεί ο ρυπαίνων να πληρώνει και να παραμείνουν πετρέλαιο και άνθρακας στο υπέδαφος.
Μία πρόταση σε σχέση με τη λογική αυτή είναι η πρόταση του James Hansen28 για σχετικά “τέλη και μερίσματα” (σύστημα “fee and dividend”). Το σύστημα αυτό υπολογίζεται ότι έχει υψηλή απόδοση, που μπορεί να οδηγήσει σε σημαντική μείωση της χρήσης ορυκτών καυσίμων και των αντίστοιχων εκπομπών αερίων σε σχετικά σύντομο διάστημα, με έναν τρόπο μάλιστα που να είναι κοινωνικά προοδευτικός, μέσω μιας σημαντικής προοδευτικής μεταφοράς πόρων προς τους πιο φτωχούς -απευθείας στους προσωπικούς τραπεζικούς λογαριασμούς του πληθυσμού- ως κίνητρο για να συνεχίσουν στην ίδια κατεύθυνση. Έχει τη δυνατότητα να κινητοποιήσει μια μαζική λαϊκή υποστήριξη, που είναι απαραίτητη για έναν τέτοιο τύπο γρήγορης αλλαγής. Έχει επίσης πλεονεκτήματα, έναντι των εναλλακτικών λύσεων -όπως θα ήταν ο από τα πάνω (κυβερνήσεις) καθορισμός ορίων και δελτίων στα καύσιμα- καθώς μειώνει την παραγωγή μειώνοντας ταυτόχρονα τη ζήτηση υλών που είναι και αποδεκτά και δημοφιλή.
Σύμφωνα με τον Χάνσεν, το σύστημα αυτό είναι απαραίτητο να συνοδευτεί και από ένα επείγον πρόγραμμα παραγωγής ενέργειας με ανανεώσιμους τρόπους, για να ικανοποιηθεί η ζήτηση που θα δημιουργούσαν τα κίνητρά της. Θα έπρεπε επίσης να συνοδευτεί και με ένα σημαντικό πρόγραμμα διατήρησης της ενέργειας, με μια γερή μείωση της χρήσης κινητήρων εσωτερικής καύσης, με την κατάργηση της βιομηχανικής κτηνοτροφίας και μιας ισχυρής μείωσης της κατανάλωσης κρέατος.
Αυτό που υποστηρίζω δεν είναι η ίδια η πρόταση του Χάνσεν, αλλά η αρχή μιας πολύ σημαντικής ιδέας για γρήγορα αποτελέσματα. Υπάρχουν ίσως και άλλες προτάσεις τέτοιου είδους, αλλά ας αρχίσουμε να συζητάμε.
Άποψη 2: Να αμφισβητήσουμε τη λογική της συσσώρευσης
Σύμφωνα με τον φιλελευθερισμό, το κλίμα θα μπορούσε να σωθεί
– (α) χωρίς να αμφισβητηθεί η καπιταλιστική συσσώρευση,
– (β) χωρίς περιοριστικές ρυθμίσεις,
– (γ) χωρίς συλλογικές πρακτικές που να δημιουργούν νέες αξίες,
– (δ) αποδίδοντας στον άνθρακα μια τιμή που να αποτελεί κίνητρο για τις επιχειρήσεις και για τους καταναλωτές να αλλάξουν τις συνήθειές τους.
Το “fee and dividend” (φόρος και μέρισμα) είναι μια εκδοχή αυτής της στρατηγικής.
Ο Χάνσεν λέει ότι η πρότασή του είναι συναινετική: δίνει αγοραστική δύναμη, προωθεί την ανάπτυξη και δεν απαιτεί καμία ρύθμιση. Θα ήταν, έτσι, η μόνη ρεαλιστική απάντηση στην εξαιρετικά επείγουσα κατάσταση. Όμως, το επείγον της κλιματικής αλλαγής απαιτεί, αντίστροφα, περισσότερες ρυθμίσεις και χρειάζεται να χτυπηθεί η ίδια η λογική της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Όσο για τη δικαιοσύνη μέσα στη μετάβαση, αυτή:
1) Δεν περιορίζεται στην “αγοραστική δύναμη”. Γιατί χρειάζονται και συλλογικές επενδύσεις (προγράμματα μετατροπών, δημόσιες συγκοινωνίες, μονώσεις και ανακαινίσεις, διευθετήσεις περιοχών, κλπ.).
2) Πρέπει να είναι συνολική και παγκόσμια -ο προστατευτισμός που προτείνει ο Χάνσεν παραβιάζει την αρχή των διαφοροποιημένων ευθυνών του Βορά και του Νότου.
Ο Χάνσεν προτείνει έναν φόρο που θα ανερχόταν σε δέκα χρόνια στα 115$ / tCO2. Σε αυτή τη βάση, προβλέπει μια μείωση των εκπομπών στις ΗΠΑ της τάξης του 30%, που είναι περίπου η ίδια με αυτήν που αναμένεται από τα ρυθμιστικά μέτρα του Clean Power Plan29 (μεταξύ 26% και 28%). Ο φόρος αυτός των 115$ / tCO2 θα αύξαινε την τιμή της ενέργειας κατά ένα δολάριο το γαλόνι σε δέκα χρόνια. Για σύγκριση, μια πρόσφατη αύξηση της τιμής κατά 1,20 δολάρια το γαλόνι οδήγησε σε μείωση των εκπομπών των ΗΠΑ κατά… 3%.
Το “fee and dividend” δεν αποτελεί άξονα για στρατηγική εξόδου από την κλιματική κρίση με κοινωνική δικαιοσύνη. Μερικές διεκδικήσεις για φόρους είναι λογικές (στην κηροζίνη για παράδειγμα), αλλά η ουσία δεν βρίσκεται εδώ. Δεν υπάρχει μαγική συνταγή. Δεν μπορούμε να αποφύγουμε μια στρατηγική που να έχει να συγκρουστεί με τη δυναμική της καπιταλιστικής συσσώρευσης με διεκδικήσεις που να κινητοποιούν, ενώνοντας το κοινωνικό με το περιβαλλοντικό (βλ. και κεφάλαιο 2.4).
Αυτή η οικοσοσιαλιστική στρατηγική είναι συγκεκριμένη, αλλά διαφορετική από του Χάνσεν. Η πρώτη στοιχηματίζει στη σύγκλιση των αγώνων των εκμεταλλευομένων και των καταπιεσμένων, η δεύτερη στοιχηματίζει στην απατηλή ελπίδα ενός πράσινου καπιταλισμού.