Στις 2 Φεβρουαρίου, ο Αλεξέι Ναβάλνι στάλθηκε στη φυλακή για δύο χρόνια και οκτώ μήνες. Από νομική άποψη, η δικαστική απόφαση είναι παράλογη: το δικαστήριο αντικατέστησε την ποινή του που είχε επιβληθεί με αναστολή, με μια πραγματική ποινή επειδή παρέλειψε να επικοινωνήσει με τις αρχές στη Ρωσία – ενώ ανάρρωνε από τη δηλητηρίαση με νόβιτσοκ στη Γερμανία.
Από πολιτική άποψη, η φυλάκιση του Ναβάλνι φαίνεται ακόμη χειρότερη: αφού έγινε αμέσως μετά την αποτυχημένη απόπειρα δολοφονίας, πώς αλλιώς να την ερμηνεύσουμε παρά σαν τη «δεύτερη καλύτερη επιλογή» για το καθεστώς; Αυτή η αδιαφορία για την εικόνα που δημιουργεί υποδηλώνει απλώς ότι το Κρεμλίνο δεν είναι πρόθυμο να ανεχθεί τις δραστηριότητες του Ναβάλνι. Πρέπει είτε να φυλακιστεί είτε να δολοφονηθεί, ανεξάρτητα από τις αντιδράσεις.
Ένα πρωτόγνωρο κύμα αντίστασης
Οι αρχές υιοθέτησαν την ίδια στάση ανοιχτής αντιπαράθεσης με τις διαδηλώσεις που ακολούθησαν τη σύλληψη του Ναβάλνι. Οι ρωσικές πόλεις κατακλύστηκαν αμέσως από δυνάμεις της αστυνομίας αντιμετώπισης ταραχών, της Εθνικής Φρουράς, αστυνομικούς «αντιμετώπισης-εξτρεμιστών» με πολιτικά και πολλές άλλες δυνάμεις. Το Κέντρο της Μόσχας και της Αγίας Πετρούπολης έκλεισαν εντελώς: θωρακισμένα οχήματα μπλόκαραν τους δρόμους. Οι σταθμοί του μετρό έκλεισαν για «τεχνικούς λόγους». Οι διαδηλώσεις της 23ης Ιανουαρίου σημείωσαν ρεκόρ, καθώς τουλάχιστον 4.000 άτομα συνελήφθησαν σε ολόκληρη τη χώρα. Στις 31 Ιανουαρίου, ο αριθμός αυτός ανήλθε στις 5.700. Με τις κανονικές εγκαταστάσεις κράτησης γεμάτες διαδηλωτές, οι νέοι κρατούμενοι μεταφέρθηκαν σε κέντρο κράτησης μεταναστών στα περίχωρα της Μόσχας. Η έλλειψη κελιών κράτησης ήταν τόσο μεγάλη που εκατοντάδες άνθρωποι πέρασαν μέρες μέσα σε αστυνομικά οχήματα, στερούμενοι φαγητό και ύπνο.
Το τελευταίο κύμα αντίστασης είναι από πολλές απόψεις άνευ προηγουμένου. Το άμεσο, λαϊκιστικό στυλ του Ναβάλνι, η εστίασή του στην διαφθορά της ελίτ(1) και η αποδοχή των κοινωνικών διεκδικήσεων (όπως η αύξηση του κατώτατου μισθού) έφεραν όλο και περισσότερο τους κατοίκους της ρωσικής «περιφέρειας» στην τροχιά της αντιπολίτευσης. Από αυτή την άποψη, οι διαδηλώσεις στα τέλη Ιανουαρίου ήταν κάτι το σημαντικό. Σύμφωνα με την κοινωνιολόγο Αλεξάντρα Αρχίποβα, η οποία οργάνωσε μια γρήγορη έρευνα για τους διαδηλωτές, το 39% των 252 ατόμων που ρωτήθηκαν στη Μόσχα και το 47% των 454 ατόμων που ρωτήθηκαν στην Αγία Πετρούπολη στις 23 Ιανουαρίου απάντησαν ότι ήταν η πρώτη τους διαμαρτυρία. Στις περιφέρειες, ο αριθμός των νέων συμμετεχόντων ήταν πιθανώς ακόμη υψηλότερος. Ο Βλαντιμίρ Ζβονόφσκι, ένας άλλος ερευνητής που πραγματοποίησε 20 συνεντεύξεις με διαδηλωτές στη Σαμάρα, ισχυρίστηκε ότι μόνο λίγοι από τους ερωτηθέντες είχαν παρευρεθεί ποτέ σε μια τέτοια συγκέντρωση. Η προσέλευση στις διαδηλώσεις έφτασε στα υψηλότερα από ποτέ επίπεδα σε όλες τις μικρότερες πόλεις.
Αν και ήταν οι έρευνες και η σύλληψη του Ναβάλνι που προκάλεσε τις διαδηλώσεις, μόνο μια μειοψηφία των διαδηλωτών μπορούν να θεωρηθούν πλήρως «Ναβαλνιστές». Σύμφωνα με την Αρχίποβα, το 33% στη Μόσχα και το 22% στην Αγία Πετρούπολη «εμπιστεύονται απόλυτα» τον Ναβάλνι, ενώ η πλειοψηφία (57% στη Μόσχα, 64% στην Αγία Πετρούπολη) «τον εμπιστεύεται κάπως». Ο Ζβονόφσκι ανέφερε ότι ορισμένοι ερωτηθέντες δεν ήθελαν να αντικαταστήσουν τον Πούτιν με τον Ναβάλνι, παρόλο που επιθυμούσαν την κοινωνική αλλαγή. Αυτά τα ευρήματα επιβεβαιώνουν ένα προφανές γεγονός: παρά τη χαρισματική προσωπικότητα του Ναβάλνι, οι διαδηλώσεις δεν αφορούσαν ποτέ αποκλειστικά αυτόν. Αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί «δικό του» κίνημα. Στην σημερινή μορφή της, η ρωσική αντιπολίτευση αποτελείται από δυσαρεστημένους νέους, φοιτητές, εργαζόμενους και υπαλλήλους γραφείων όλο και περισσότερο εκτός Μόσχας.
Πραγματισμός του Ναβάλνι
Το πολιτικό κριτήριο που συγκέντρωσε αυτά τα διαφορετικά στρώματα μπορεί γενικά να οριστεί ως «λαϊκιστικό». Από την αρχή της καριέρας του, όταν προσχώρησε στο φιλελεύθερο κόμμα Γιαμπλόκο το 2000, η στάση του Ναβάλνι απέναντι στις πολιτικές και τα προγράμματα ήταν εργαλειακή. Ό,τι ενώνει και επεκτείνει το κίνημα είναι καλό. Ό,τι σπέρνει διαφωνία και αποξενώνει πιθανούς συμμάχους είναι κακό. Αυτό υπήρξε μια έντονη διαφωνία με τον Γκριγκόρι Γιαβλίνσκι, τον ιδρυτή και αιώνιο ηγέτη της Γιαμπλόκο, ο οποίος ήταν πάντα δογματικός και μισαλλόδοξος, αρνούμενος συνασπισμούς με την αριστερά (τη θεωρούσε κληρονόμο του σταλινισμού) και με άλλους φιλελεύθερους (τους θεωρούσε υπεύθυνους για τις καταστροφικές μεταρρυθμίσεις της αγορά στη δεκαετία του 1990, στις οποίες το Γιαμπλόκο αντιτάχθηκε, ευνοώντας μια πιο προσεκτική, σταδιακή προσέγγιση). Η απογοήτευση του Ναβάλνι από το Γιαμπλόκο –από το οποίο εκδιώχθηκε το 2007– δεν υποδηλώνει απόρριψη των φιλελεύθερων ιδεών, αλλά μια αντιπάθεια απέναντι στους Ρώσους φιλελεύθερους του παλιού τύπου, οι οποίοι, όπως είναι ευρέως γνωστό, είναι απρόθυμοι να σχηματίσουν έναν ευρύ συνασπισμό.
Επιδιώκοντας έναν τέτοιο συνασπισμό ο Ναβάλνι άρχισε να ευθυγραμμίζεται με την ακροδεξιά στα τέλη της δεκαετίας του 2000, παρουσιάζοντας μια «πολιτισμένη» εικόνα του ρωσικού εθνικισμού ανοιχτή σε συμμαχίες με την φιλελεύθερη αντιπολίτευση. Όμως, όταν στα τέλη του 2011 εξαπλώθηκε στη χώρα ένα κύμα μαζικών διαδηλώσεων εναντίον της νοθείας στις κοινοβουλευτικές εκλογές, ο Ναβάλνι αναγνώρισε ότι ο εθνικισμός –που απορρίφθηκε από το μεγαλύτερο μέρος του κινήματος διαμαρτυρίας– δεν θα μπορούσε να αποτελέσει μια ενοποιητική πλατφόρμα. Από εκείνη τη στιγμή άρχισε να δημιουργεί τον δικό του «πολιτικό μηχανισμό», μια εξαιρετικά προσωποποιημένη πλατφόρμα που βασίζεται στη ρητορική αντιπαράθεση μεταξύ του «λαού» –που στερείται κατάλληλης πολιτικής εκπροσώπησης– και της διεφθαρμένης ελίτ που είχε παγιώσει την εξουσία της στη Ρωσία. Καθ’ όλη τη δεκαετία του 2010, αυτή η λαϊκιστική προσέγγιση ενέπνεε τις έρευνες κατά της διαφθοράς του Ναβάλνι, οι στόχοι των οποίων δεν ήταν μόνο κρατικοί αξιωματούχοι, αλλά και ολιγάρχες όπως ο Όλεγκ Ντεριπάσκα(2) και ο Άλισερ Ουσμάνοφ(3).
Ο Ναβάλνι αντιτάχθηκε στην απόκτηση τεράστιου πλούτου μέσω της εγκληματικής ιδιωτικοποίησης πρώην Σοβιετικών επιχειρήσεων. Σταδιακά, καθώς η οικονομική κρίση της Ρωσίας βαθαίνει και τα επίπεδα φτώχειας αυξάνονται, η εστίαση του Ναβάλνι στην κοινωνική ανισότητα και την υποβάθμιση του δημόσιου τομέα αυξήθηκε. Ένα από τα πρόσφατα εμβληματικά του εγχειρήματα ήταν η Συμμαχία Γιατρών, μια ανεξάρτητη συνδικαλιστική οργάνωση που ζήτησε υψηλότερους μισθούς στην κρατική υγειονομική περίθαλψη και κατήγγειλε την υποχρηματοδότηση των νοσοκομείων κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
Τίποτε από αυτά δεν σημαίνει ότι ο Ναβάλνι στράφηκε αριστερά: η κοινωνική-λαϊκιστική ρητορική του, όπως η πρώην εθνικιστική του γραμμή, αντικατοπτρίζει την πραγματιστική του προσέγγιση. Οι προσωπικές απόψεις του Ναβάλνι φαίνεται να είναι αμετάβλητες: υποστηρίζει τον «κανονικό» καπιταλισμό με δημοκρατία που λειτουργεί σωστά, μια μεγάλη μεσαία τάξη και ένα κράτος πρόνοιας ικανό να αμβλύνει την εισοδηματική ανισότητα. Δεν φαίνεται να προβληματίζεται με τη δυσκολία επίτευξης αυτών των στόχων σε μια φτωχή, ημι-περιφερειακή χώρα χωρίς να εφαρμοστούν ευρύτερες διαρθρωτικές αλλαγές. Ωστόσο, οι οικονομικοί του σύμβουλοι είναι εναρμονισμένοι με αυτήν την αντίφαση – και προτείνουν να επιλυθεί μέσω των νεοφιλελεύθερων πολιτικών της ελεύθερης αγοράς που αφήνουν λιγότερα περιθώρια για κοινωνική προστασία και περιορισμό των ανισοτήτων από ό,τι ο Ναβάλνι οραματίζεται.
Ο λαϊκισμός του Ναβάλι ήταν πάντα συνδεδεμένος με την ακτιβιστική πολιτική: σε κάθε ένα από τα βίντεό του προτρέπει το κοινό του να μην παραμείνει παθητικός θεατής των ερευνών κατά της διαφθοράς, αλλά να βγει στους δρόμους και να αγωνιστεί για αλλαγή. Ο ίδιος ο Ναβάλνι ήταν πάντα στην πρώτη γραμμή αυτού του αγώνα, ο οποίος επιφέρει μεγάλους προσωπικούς κινδύνους στις συνθήκες αυταρχισμού στη Ρωσία. Ο Ναβάλνι συνελήφθη και φυλακίστηκε για σύντομα χρονικά διαστήματα σχεδόν μετά από κάθε διαμαρτυρία στο δρόμο (συνολικά έχει ήδη περάσει περίπου ένα χρόνο πίσω από τα κάγκελα) και ο μικρότερος αδερφός του ο Όλεγκ έχει καταδικαστεί σε τρία χρόνια με χαλκευμένες κατηγορίες. Η απόφαση του Ναβάλνι να επιστρέψει στη Ρωσία και να αποδεχτεί απροσδιόριστη ποινή φυλάκισης είναι το τελευταίο παράδειγμα της προθυμίας του να πληρώσει ένα προσωπικό τίμημα για την πολιτική του.
Μια «κατευθυνόμενη δημοκρατία» σε αδιέξοδο;
Είναι δύσκολο να προβλέψουμε πώς θα εξελιχθούν οι σημερινές διαμαρτυρίες στους δρόμους. Από τη μία πλευρά, στις διαδηλώσεις του Ιανουαρίου εμφανίστηκε μια νέα γενιά ακτιβιστών έτοιμων να ξεκινήσουν έναν μακρύ πόλεμο φθοράς. Από την άλλη πλευρά, η αναταραχή που περιβάλλει τη σύλληψη του Ναβάλνι είναι βέβαιο ότι θα υποχωρήσει, και πολλοί διαδηλωτές θα πρέπει να πάρουν υπόψη τους ότι θα χάσουν τη δουλειά τους ή θα πάνε στη φυλακή. Ωστόσο, η προσπάθεια των αρχών να καταστείλουν το κίνημα –μέσω της σκληρής καταδίκης του Ναβάλνι, του κατ’ οίκον περιορισμού των βασικών συνεργατών του, καθώς και του συστηματικού εκφοβισμού των υποστηρικτών του– στοχεύει στο σύμπτωμα, όχι στην αιτία. Αυτά τα μέτρα βασίζονται στη θεωρία του Κρεμλίνου ότι η διαμαρτυρία είναι απλώς μια «τεχνολογία» που εισάγεται από τη Δύση, την οποία μπορεί το ίδιο να νικήσει με τεχνικές και όχι με πολιτικές λύσεις. Στην πραγματικότητα, η κρατική καταστολή θα αναβάλει μόνο μια επικείμενη πολιτική κρίση, που είναι πιθανό να ξεσπάσει κατά τη διάρκεια του εκλογικού κύκλου 2021-2024.
Οι εκλογές του Σεπτεμβρίου για τη Δούμα θα είναι καθοριστικές για την επανεκλογή του Πούτιν το 2024. Η στρατηγική του Κρεμλίνου και για τις δύο ψηφοφορίες βασίζεται στην έννοια της «πλειοψηφίας του Πούτιν»: μια σιωπηλή μάζα υποστηρικτών που θα διασφαλίσουν την απόλυτη κοινοβουλευτική κυριαρχία της Ενωμένης Ρωσίας, μαζί με μια άλλη θριαμβευτική νίκη για τον ίδιο τον Πούτιν. Ωστόσο, οι διαμαρτυρίες του Ιανουαρίου έθεσαν αμφιβολίες σε αυτό το υποτιθέμενο αήττητο μπλοκ ψηφοφορίας, το οποίο απειλείται όχι μόνο από εκείνους που βγήκαν στους δρόμους, αλλά και από όλους εκείνους που παρακολούθησαν την έρευνα του Ναβάλνι και εξέφρασαν επιφυλακτική συμπάθεια για τους διαδηλωτές. Η έλλειψη κοινωνικών προοπτικών, η υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου που προκαλείται από την πανδημία και η απογοήτευση από ένα ανελαστικό και ασύδοτο πολιτικό καθεστώς θα συνεχίσουν να εξασθενίζουν την υποστήριξη του Πούτιν τα επόμενα χρόνια. Αυτό θα δημιουργήσει ένα νέο πολιτικό τοπίο στο οποίο το σημερινό σύστημα της «κατευθυνόμενης δημοκρατίας» μπορεί να γίνει μη βιώσιμο.
Εκτός από τις διαμαρτυρίες στους δρόμους, ο Ναβάλνι και η ομάδα του έχουν αναπτύξει το δικό τους εκλογικό όπλο – ένα πολύ προηγμένο σχέδιο τακτικής ψήφου που ονομάζεται «έξυπνη ψήφος». Αν και οι εκλογές στη Ρωσία ελέγχονται αυστηρά μέσω της εκλογικής νοθείας και της απομάκρυνσης ανεξάρτητων υποψηφίων, η κλίμακα των αθέμιτων πρακτικών ποικίλλει ανά περιοχές. Σε πολλές περιπτώσεις, είναι δυνατόν να απομακρυνθεί η Ενωμένη Ρωσία από τα τοπικά κοινοβούλια ψηφίζοντας τον δεύτερο πιο δημοφιλή υποψήφιο σε μονοεδρικές περιφέρειες. Αυτή ακριβώς είναι η ιδέα πίσω από την «έξυπνη ψήφο»: οι ψήφοι που κινητοποίησε ο Ναβάλνι θα προστεθούν στους αυθεντικούς υποστηρικτές του δεύτερου δημοφιλέστερου υποψηφίου, δημιουργώντας μια οριακή νίκη έναντι του υποψηφίου της Ενωμένης Ρωσίας [Единая Россия / Γιεντίναγια Ροσσίγια]. Φυσικά, το πρόβλημα είναι ότι τα άλλα ρωσικά πολιτικά κόμματα συνήθως δεν είναι λιγότερο υποταγμένα στο Κρεμλίνο, οπότε τα οφέλη από την εκλογή τους είναι μικρά. Ωστόσο, η υποστήριξη του Ναβάλνι σπέρνει το σπόρο της φιλοδοξίας μεταξύ των μεσαίων στελεχών των κομμάτων που υπάρχουν. Κατά ειρωνικό τρόπο, αυτό ισχύει περισσότερο για το Κομμουνιστικό Κόμμα Ρωσίας (KPRF [Коммунистическая Партия Российской Федерации — КПРФ / Κομμουνιστιτσιέσκαγια Πάρτιγια Ροσσίισκοϊ Φεντεράτσιι]), καθώς εξακολουθεί να είναι το δεύτερο πιο δημοφιλές κόμμα σε εθνικό επίπεδο και ο κύριος κερδισμένος της «έξυπνης ψήφου». Ο Γκενάντι Ζιουγκάνοφ, ο αρχηγός του KPRF, έκανε επίδειξη δειλής υποταγής στο καθεστώς, καταγγέλλοντας τον Ναβάλνι και το κίνημα διαμαρτυρίας τον Ιανουάριο. Ωστόσο, ο Βαλερί Ράσκιν, ο επικεφαλής του KPRF της Μόσχας, έσπασε την παράδοση και υπερασπίστηκε τον Ναβάλνι από την καταστολή. Οι κομμουνιστές βουλευτές του κοινοβουλίου της πόλης της Μόσχας ταξίδεψαν ακόμη και στο αεροδρόμιο για να συναντήσουν τον Ναβάλνι κατά την επιστροφή του στη Ρωσία. Ο λόγος είναι απλός: η «έξυπνη ψήφος» αύξησε την εκπροσώπηση του KPRF στη Δούμα από πέντε σε δέκα έδρες σε σύνολο 45. Ο Ναβάλνι και η ομάδα του έχουν ήδη υποσχεθεί να εφαρμόσουν αυτό το σχέδιο στις επερχόμενες ομοσπονδιακές κοινοβουλευτικές εκλογές, σε μια κίνηση που θα μπορούσε να επιδεινώσει τη σημερινή αστάθεια.
Η αριστερά και οι κινητοποιήσεις
Η ρωσική αριστερά –κυρίως η ριζοσπαστική εξωκοινοβουλευτική της πτέρυγα– αντιμετωπίζει την κρίση σε κατάσταση οργανωτικής αδυναμίας και εσωτερικής διαίρεσης. Οι διαδηλώσεις που ξεκίνησαν τον Ιανουάριο αποκάλυψαν για άλλη μια φορά δύο αντίθετες απόψεις σχετικά με την αριστερή στρατηγική. Σύμφωνα με την πρώτη, ο Ναβάλνι και ο Πούτιν είναι απλώς εκπρόσωποι διαφορετικών φατριών της άρχουσας τάξης, και οι δεκάδες χιλιάδες που βγήκαν για να διαμαρτυρηθούν είναι συνεπώς πιόνια στο παιχνίδι κάποιου άλλου. Πρέπει είτε να ριζοσπαστικοποιηθούν (προτρέποντάς τους να εγκαταλείψουν τις διαδηλώσεις για μικρότερες μαρξιστικές ομάδες), είτε απλώς αγνοούνται ως άσχετοι με μια γνήσια (αλλά επί του παρόντος απούσα) ταξική πάλη.
Η δεύτερη θέση, την οποία υιοθέτησαν οι περισσότεροι ακροαριστεροί ακτιβιστές, τονίζει την ανάγκη συμμετοχής στο δημοκρατικό κίνημα διαμαρτυρίας, παίρνοντας υπόψη ότι υπερβαίνει τη μορφή του Ναβάλνι. Η σύνθεση των πρόσφατων διαμαρτυριών –που έχουν προσελκύσει μεγάλο αριθμό νέων συμμετεχόντων των οποίων το κύριο αίτημα είναι η κοινωνική δικαιοσύνη– ανοίγει ένα χώρο για σοσιαλιστικές ιδέες. Αυτό το καθοδηγούμενο από τη νεολαία κίνημα, που επικεντρώνεται στην απόρριψη της κοινωνικής ανισότητας και των προνομίων της ελίτ, είναι πολύ πιο δεκτικό στην αριστερά από τα συλλαλητήρια, για παράδειγμα, για «δίκαιες εκλογές» πριν από μια δεκαετία. Κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί την επιτυχία του. Ωστόσο, στο ευρύ φάσμα των διαδηλωτών υπάρχει μεγαλύτερη απαίτηση από ποτέ για δημοκρατία και σοσιαλισμό.
Ilya Budraitskis, Ilya Matveev
9 Φεβρουαρίου 2021
Μετάφραση: e la libertà
Αναδημοσίευση από το e la libertà
(1) Υπάρχει το βίντεο του Ναβάλνι για το παλάτι του Πούτιν που έκανε θραύση στο ιντερνέτ. Υπάρχει μια έκδοση με γαλλικούς υπότιτλους από το mediapart, στη διεύθυνση: https://youtu.be/Y3tqLF5zgfw
(2) Ο Oleg Deripaska ελέγχει, μεταξύ άλλων, την εταιρεία RUSAL, κολοσσό στο αλουμίνιο, και την En+ Group, που ενεργοποιείται στον ενεργειακό τομέα.
(3) Ο Alisher Usmanov ως πρόσωπο ελέγχει μερίδιο της Gazprom, είναι ιδιοκτήτης της εφημερίδας Kommersant, πολλών τηλεοπτικών καναλιών, καθώς και της Megafon (κινητή τηλεφωνία).
Ilya Budraitskis, Ilya Matveev, «Putin’s Majority?», New Left Review, 9 Φεβρουαρίου 2021, https://newleftreview.org/sidecar/posts/putins-majority. Αναδημοσίευση: Europe Solidaire Sans Frontières, 9 Φεβρουαρίου 2021, http://www.europe-solidaire.org/spip.php?article56780. International Viewpoint, 14 Φεβρουαρίου 2021, https://internationalviewpoint.org/spip.php?article7036.
Στα γαλλικά μεταφράστηκε και δημοσιεύτηκε στις 10 février 2021 από το διαδικτυακό ιστότοπο À l’Encontre.
Ο Ιlya Budraitskis είναι ιστορικός, παραγωγός του podcast Polititcheskyï dnievnik (Πολιτική καθημερινά) και είναι μέλος του Ρωσικού Σοσιαλιστικού Κινήματος (ρωσικού τμήματος της 4ης Διεθνούς). Ο Ilya Matveev είναι οικονομολόγος και επίσης συμμετέχει στο podcast Polititcheskyï dnievnik.