Πανδημία Covid-19: «Οι ασυνέπειές τους και οι δικές μας»

Από τότε που ξέσπασε, η πανδημία του Covid-19 οδήγησε σε μια διαχείριση που μοιάζει να είναι χωρίς καμία συνοχή, ακόμα και χαοτική, από την πλευρά των κυβερνήσεων, όποιες επιλογές (με συνεχείς άλλωστε προσαρμογές) και να υιοθετήσανε. Η πορεία αυτή γενικά χρεώθηκε, ως ένα βαθμό, στην απειρία τους, στον ερασιτεχνισμό τους, στην απροετοιμασία τους, στην αμέλεια, ακόμα και στον κυνισμό τους, παράγοντες που όλοι τους συνδυάστηκαν, σε διάφορους βαθμούς, στις περισσότερες περιπτώσεις. Ωστόσο, η ίδια η γενικότητα της κατάστασης αυτής μας κάνει να υποψιαζόμαστε ότι υπάρχουν και ορισμένοι πιο διαρθρωτικοί παράγοντες: μερικές γερές αντιφάσεις που βρίσκουν τη ρίζα τους στην καρδιά των καπιταλιστικών παραγωγικών σχέσεων1.

Για την τέχνη της δημιουργίας «κυμάτων»

Ήδη από την αρχή, οι κυβερνήσεις πιάστηκαν, στη διαχείριση της επιδημίας, ανάμεσα στην ανάγκη συνέχισης της οικονομικής δραστηριότητας και στην ανάγκη προστασίας του πληθυσμού.

  • Από τη μια, έπρεπε να εξασφαλίσουν όσο περισσότερο μπορούσαν την πρώτη, για να εξασφαλιστεί η παραγωγή και η διανομή αγαθών και υπηρεσιών αναγκαίων για την κοινωνική ζωή ή και για την απλή επιβίωση, χωρίς την οποία ιδιαίτερα το κεφάλαιο δεν μπορεί να εξασφαλίσει την αναπαραγωγή του, δηλαδή την αξιοποίηση και τη συσσώρευσή του. Γιατί, όπως ο κάθε βρυκόλακας, το νεκρό σώμα του κεφαλαίου δεν μπορεί να διατηρηθεί στη ζωή παρά μόνο αν απορροφάει ασταμάτητα ζωντανή εργασία και ιδιαίτερα τη δόση υπερεργασίας που αυτή περιέχει2.

  • Αλλά, από την άλλη, οι κυβερνήσεις δεν μπορούσαν και να αδιαφορήσουν για την ανάγκη να προσφέρουν στους πληθυσμούς τους μια προστασία απέναντι στη μόλυνση από τον SARS-CoV-2 (δηλαδή τον ιό που ευθύνεται για την πανδημία), όχι τόσο από ευσπλαχνία ή από ψυχικό μεγαλείο όσο από το φόβο των κοινωνικών αναταράξεων που θα μπορούσαν να προκληθούν από μια εκτίναξη της θνησιμότητας και της θνητότητας ελλείψει οποιουδήποτε μέτρου προστασίας και, κυρίως, για να προστατευθεί ιδιαίτερα η κοινωνική εργατική δύναμη χωρίς την οποία η πολύτιμη ζωντανή εργασία θα κινδύνευε να λείψει: για να υπάρχει ζωντανή εργασία, πρέπει να υπάρχουν κυριολεκτικά ζωντανοί εργαζόμενοι και ζωντανές εργαζόμενες.

Αναμένοντας την επίτευξη ανοσίας της αγέλης (ή συλλογικής ανοσίας), ως αποτέλεσμα της προόδου των μολύνσεων, των εμβολίων ή και του συνδυασμού τους, η πρώτη αυτή αντίφαση αντιμετωπίστηκε με τις επαναλαμβανόμενες εκκλήσεις για σεβασμό των περίφημων «μέτρων αποστασιοποίησης» (φυσική αποστασιοποίηση, μάσκες, συχνό πλύσιμο των χεριών, χρήση τεστ σε περίπτωση συμπτωμάτων, κλπ.), μαζί με επίμονα κίνητρα για εμβολιασμό, μόλις αυτός έγινε διαθέσιμος. Όμως, όταν η υγειονομική κατάσταση επιδεινωνόταν πολύ, χρειαζόταν επιπλέον προσφυγή σε τηλε-εργασία, επιβράδυνση ή ακόμα και σταμάτημα ορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων, καθώς και (περισσότερο ή λιγότερο) εκτεταμένα περιοριστικά μέτρα: περιορισμός ή και απαγόρευση των συγκεντρώσεων, περιορισμός ή και απαγόρευση στην πρόσβαση ορισμένων δημόσιων χώρων, απαγόρευση κυκλοφορίας, εγκλεισμός, κλπ. Η παράμετρος που χρησιμοποιήθηκε συνεχώς ως ρυθμιστική ένδειξη για τα προηγούμενα μέτρα είναι η ικανότητα του νοσοκομειακού μηχανισμού να αναλάβει τις πιο σοβαρές περιπτώσεις μόλυνσης, σε μια κατάσταση όπου η ικανότητα αυτή έχει περιοριστεί, εξαιτίας των δεκαετιών δημοσιονομικής λιτότητας στο γενικό πλαίσιο των νεοφιλελεύθερων πολιτικών.

Τέτοια εξαιρετικά μέτρα δεν μπορούν προφανώς να κρατηθούν μακροχρόνια, τόσο για τους λόγους που προαναφέραμε όσο και επειδή είναι ανυπόφορα για τους πληθυσμούς που κλείνονται σε σπίτια που είναι συνήθως ήδη με πολλά μέλη, χωρίς ανέσεις, και που στερούνται έτσι της κοινωνικής ζωής, αν όχι και επιπλέον και ενός τμήματος των εισοδημάτων τους. Εξού και η ανάγκη χαλάρωσής τους μετά από ένα διάστημα, μόλις η υγειονομική κατάσταση βελτιώνεται ή μοιάζει να βελτιώνεται, χαλάρωση που, ελλείψει αντιμετώπισης του βασικού προβλήματος, στο μόνο που οδηγεί είναι σε νέα επιδείνωση της ίδιας αυτής κατάστασης. Πράγμα που οδηγεί και πάλι στα προηγούμενα περιοριστικά μέτρα, κλπ., κλπ.

Έτσι είναι που πήγαμε, και συνεχίζουμε να πηγαίνουμε, από «κύμα» σε «κύμα». Τώρα βρισκόμαστε στο τέταρτο, αναμένοντας τα επόμενα. Ο όρος «κύμα» είναι απολύτως απατηλός, γιατί θα υπονοούσε ένα είδος περιοδικού σκαμπανεβάσματος της πανδημίας, όπως σε μια παλίρροια, ενώ στην πραγματικότητα η επιδημία απλώς συνεχίζει την πορεία της στην κλίμακα και στους ρυθμούς των επαφών μέσα στον μολυσμένο πληθυσμό3. Τα κύματα δεν τα παράγει ο κορονοϊός, αλλά η πολιτική του stop and go που υποτίθεται ότι τον καταπολεμάει, με την εναλλαγή της προστασίας μέσω περιορισμών στην κυκλοφορία των ανθρώπων και της άρσης αυτών των περιορισμών. Η οποία εναλλαγή πηγάζει από την αντίφαση που εντοπίσαμε προηγουμένως.

Πειθώς ή εξαναγκασμός;

Οι κυβερνήτες δεν μπορούν να ελπίζουν να φύγουν από αυτή τη διαχείριση του βλέποντας και κάνοντας, η οποία τους εξαναγκάζει περιοδικά να επαναφέρουν τα μέρα που είχαν και προχτές, παρά μόνο όταν θα έχει επιτευχθεί το περίφημο κατώφλι της συλλογικής ανοσίας. Όποιος και να ήταν ο κυνισμός τους, κανείς τους δεν τόλμησε να στοιχηματίσει αποκλειστικά στην εξέλιξη της πανδημίας (και στις καταστροφές της) για να επιτευχθεί αυτή. Ο Μπόρις Τζόνσον, ο Ντόναλντ Τραμπ, ο Ναρέντρα Μόντι, ακόμα και ο Ζαΐρ Μπολσονάρο, όπως και ο Στέφαν Λέφβεν, αναγκάστηκαν να κάνουν πίσω, παρόλο που είχαν ξεκινήσει την πορεία αυτή στην αρχή. Το μόνο που τους έμενε, έτσι, ήταν ο δρόμος του μαζικού εμβολιασμού των πληθυσμών, τουλάχιστον αν διαθέτουν τα μέσα του σε όρους υγειονομικού μηχανισμού και χρηματοδότησης, ενώ αναμένοντας συνέχισαν την εφαρμογή και το σεβασμό των «μέτρων αποστασιοποίησης».

Για να το καταφέρουν, δύο δρόμους έχουν. Μπορούν να προσπαθήσουν να πείσουν τους πληθυσμούς με καμπάνιες πληροφόρησης και «επικοινωνίας» (προπαγάνδα) για την ανάγκη και τα καλά του εμβολιασμού, πράγμα που το έκανε εξάλλου η μεγάλη πλειοψηφία τους, με τρόπους περισσότερο ή λιγότερο άγαρμπους και αποτελεσματικούς. Ή, απέναντι στους δισταγμούς, στις επιφυλάξεις ή ακόμα και στην (περισσότερο ή λιγότερο) αποφασισμένη αντίθεση ενός τμήματος των πληθυσμών, που επιβραδύνουν τις προόδους του εμβολιασμού και που ακόμα και διακινδυνεύουν να εμποδίσουν το να πιαστεί το κατώφλι της συλλογικής ανοσίας, μπορεί επίσης να προσφεύγουν σε περισσότερο ή λιγότερο εξαναγκαστικά μέτρα, που πηγαίνουν από απλή πίεση με περιορισμό των ελευθεριών και στιγματισμό έως και τη νομική υποχρέωση του εμβολιασμού για ορισμένες κατηγορίες ή ακόμα και για το σύνολο του πληθυσμού4.

Τον τελευταίο αυτό δρόμο πήρε και η γαλλική κυβέρνηση στα μέσα Ιουλίου, καθιστώντας τον εμβολιασμό υποχρεωτικό για τους υγειονομικούς lato sensu και εισάγοντας ένα «υγειονομικό πάσο» για την πρόσβαση από το σύνολο του πληθυσμού σε ένα μεγάλο αριθμό δημόσιων χώρων. Από τότε, συγκεντρώσεις και διαδηλώσεις πολλαπλασιάζονται ενάντια στα μέτρα αυτά, όπου συμμετέχουν οι αντιτιθέμενοι στον εμβολιασμό αλλά και οι πολίτες που θέλουν να υπερασπιστούν ατομικές και δημόσιες ελευθερίες εκτιμώντας ότι αυτά τις απειλούν, καταγγέλλοντας σε αυτά μια «υγειονομική δικτατορία».

Θα έπρεπε άραγε να είχε συνεχιστεί η προσπάθεια πειθούς αντί του εξαναγκασμού; Στην πραγματικότητα, το ερώτημα αυτό δεν είναι το πιο οξυδερκές: θα έπρεπε μάλλον να αναρωτηθούμε γιατί να χρειάζεται, σε αυτό, πειθώς ή εξαναγκασμός. Γιατί και οι δύο αυτές διαδικασίες έχουν τελικά τον ίδιο στόχο, έστω και με διαφορετικά μέσα: να ηττηθεί μια αρχική επιφύλαξη ή αντίσταση στον εμβολιασμό. Αλλά από πού προέρχεται η τελευταία; Και πώς γίνεται ακόμα και μεταξύ των εμβολιασμένων ή των οπαδών του εμβολιασμού ορισμένοι να διαμαρτύρονται ενάντια στην, πάνω-κάτω, επιτακτική, υποχρέωση του εμβολιασμού και να δηλώνουν ότι υποστηρίζουν τις διαδηλώσεις ενάντια στα κυβερνητικά μέτρα που θέλουν να προωθήσουν τον εμβολιασμό5;

Για τη Γαλλία, θα μπορούσε αυτό προφανώς να εξηγηθεί, εν μέρει, με τη βαθιά απαξίωση των κυβερνώντων, εξαιτίας όλων των συγκρούσεων των προηγούμενων χρόνων (από τις κινητοποιήσεις κατά των διάφορων «νομοσχεδίων για την εργασία» ώς αυτών για το σπάσιμο των συντάξεων και περνώντας και από το κίνημα των «κίτρινων γιλέκων») και της καταστροφικής διαχείρισης της πανδημίας από την αρχή της6, χωρίς να λογαριάσουμε και το πιο μακρόχρονο παθητικό από την εφαρμογή των νεοφιλελεύθερων πολιτικών. Απαξίωση που συντήρησε, σε ένα τμήμα των αντιτιθέμενων, την ιδέα πως τα υιοθετούμενα μέτρα για την ανάσχεση της πανδημίας (ιδιαίτερα οι επανειλημμένοι εγκλεισμοί) δεν ήταν παρά μια πρόφαση και ένα μέσον για να σπάσει η δυναμική συνεχιζόμενης συγκρουσιακότητας, για να αναπτυχθεί ένας ολόκληρος μηχανισμός βιοπολιτικού ελέγχου του πληθυσμού με τη δημιουργία ενός είδους διαρκούς κατάστασης έκτακτης ανάγκης (εδώ υγειονομικής). Με λίγα λόγια, θα ήταν η συνέχιση και η ενίσχυση της στρατηγικής που εφαρμόστηκε τα τελευταία χρόνια με την πρόφαση της πάλης κατά της «ισλαμικής τρομοκρατίας».

Όμως, οι αντιθέσεις αυτές, και ορισμένες τους ιδιαίτερα βίαιες, απέναντι σε ανάλογα μέτρα κατά του covid αναπτύχθηκαν και σε πολλές άλλες χώρες, σε πολιτικά πλαίσια που είναι αρκετά διαφοροποιημένα, συχνά πριν ακόμα εμφανιστούν στη Γαλλία7. Πράγμα που πρέπει να μας κάνει να μετριάσουμε το βάρος των ειδικά γαλλικών πολιτικών παραγόντων.

Μεταξύ των πολέμιων του εμβολιασμού κατά του covid, βρίσκουμε περίπου τα πάντα:

  • τους «antivax» για λόγους αρχής, όπως αυτοί υπάρχουν από την εποχή του Jenner8.

  • τους περιστασιακούς «antivax», που είναι επιφυλακτικοί απέναντι σε εμβόλια που σύμφωνα με τους ίδιους δημιουργήθηκαν υπερβολικά γρήγορα και στα μυστικά εργαστήρια φαρμακευτικών εταιρειών που κυρίως νοιάζονται για τα κέρδη τους9.

  • τους «κορονο-σκεπτικιστές», που από την αρχή της πανδημίας επαναλαμβάνουν πως ο Covid-19 δεν είναι πιο επικίνδυνος από μια συνηθισμένη γρίπη, ότι απειλεί σοβαρά μόνο όσους έχουν υποκείμενα νοσήματα, ενώ επίσης μπορεί να προληφθεί ή να θεραπευτεί με μερικές πρακτικές ή με φάρμακα που είναι θαυματουργά. Όλα αυτά είναι, εξάλλου, στοιχεία που έχουν χρησιμοποιήσει και οι ίδιοι οι κυβερνώντες σε κάποια στιγμή της χαοτικής τους διαχείρισης της πανδημίας.

  • αυτούς που ο σκεπτικισμός τους επεκτείνεται γενικότερα στο σύνολο της επιστήμης ή της επιστημονικής μεθόδου. Και εδώ πάλι τα στοιχεία αυτά έχουν διατηρηθεί και ενισχυθεί από τον τρόπο με τον οποίο οι κυβερνήσεις, για να κρύψουν ή να δικαιολογήσουν την αδυναμία ή τις παλινωδίες τους, εργαλειοποίησαν επιστήμονες και ειδικούς, βρίσκοντας μεταξύ τους και αρκετούς αναμεταδότες, αυτάρεσκους και συνένοχους, με αναφορά στο κύρος της επιστήμης, για να σταματήσουν κάθε αμφισβήτηση των επιλογών που έκαναν οι κυβερνήτες10.

  • τους συνωμοσιολόγους, τους πεπεισμένους, για παράδειγμα, πως τα εμβόλια mARN περιέχουν μικροτσίπς που θα επιτρέψουν στον Μπιλ Γκέιτς και στους ομοίους του να ελέγξουν τους εγκεφάλους μας μέσω της 5G (ή άλλες παράνοιες ανάλογου τύπου).

  • και, για να έχουμε και το μέτρο, και ορισμένους λαϊκιστές πολιτικούς, που αρπάζουν το μάννα αυτό, για μπορέσουν να πάρουν και ψήφους11.

Συχνά συνδεδεμένοι μεταξύ τους, μέσα από τα ψηφιακά κοινωνικά δίκτυα, που ενισχύουν τις θέσεις τους, όλοι αυτοί ζουν την υποχρέωση του εμβολιασμού ως αληθινό βιασμό της σωματικής ή ψυχικής τους ιδιωτικότητας, εξού και η ένταση της αντίδρασής τους, που φτάνει έως και την καταστροφή εμβολιαστικών κέντρων. Σε αυτό ενώνονται, εν μέρει, και από εμβολιασμένους ή οπαδούς του εμβολιασμού που εκτιμούν πως αυτός ανήκει ουσιαστικά στη σφαίρα της ατομικής επιλογής και ότι η υποχρέωση εμβολιασμού αποτελεί απαράδεκτη παραβίαση της ατομικής ελευθερίας.

Και οι μεν και οι δε προϋποθέτουν, έτσι, πως η υγεία είναι κυρίως ατομικό ζήτημα, που πηγάζει από αποφάσεις και επιλογές των ατόμων, σε όρους συμπεριφοράς, υγιεινής ζωής, προσφυγής (ή όχι) σε συστήματα περίθαλψης (επομένως και εμβολιασμού), κλπ., στο μέτρο που όλα αυτά αναφέρονται στη σχέση του/της καθενός/μίας με το δικό του/της σώμα. Είναι μια προϋπόθεση που αγνοεί, παραγνωρίζει ή αρνείται πλήρως την ουσιαστικά συλλογική διάσταση της υγείας, που είναι στην πραγματικότητα ένα δημόσιο αγαθό, το οποίο πρώτα-πρώτα εξαρτάται από τη φυσιολογική κατάσταση του συνόλου του πληθυσμού. Όμως η τελευταία εξαρτάται από τα οικοσυστήματα στα οποία ζει ο πληθυσμός, από τη δημόσια υγεία των χώρων όπου βρίσκεται, των συνθηκών ζωής (εργασίας, στέγασης, ψυχαγωγίας, κλπ.), της πρόσβασης στο κοινωνικό σύστημα περίθαλψης, της προόδου των ιατρικών γνώσεων και πρακτικών, που πηγάζουν από τις πολιτικές έρευνας, κλπ. Έτσι που, τελικά, η κατάσταση υγείας του καθένα και της καθεμίας εξαρτάται πάνω απ’όλα από την κατάσταση υγείας όλων των άλλων, πολύ πριν από το να εξαρτάται από τις δικές του αποφάσεις. Αυτό είναι εξάλλου που η κατάσταση πανδημίας στην οποία ζούμε εδώ και ενάμισι χρόνο το απεικονίζει καθημερινά.

Το ζήτημα επομένως είναι πώς γίνεται η προφανής αυτή αλήθεια να μην αναγνωρίζεται γενικότερα; Αυτό οφείλεται στο ότι, σε ένα σύστημα περίθαλψης που βρίσκεται στα χέρια των ιδιωτικών συμφερόντων ή που έχει γίνει στόχος αρπαγών σε διαδοχικά κύματα ιδιωτικοποίησης, από τοπικούς ιδιωτικούς γιατρούς έως φαρμακευτικές πολυεθνικές, περνώντας από εργαστήρια αναλύσεων, από κλινικές και νοσοκομεία, από ιδιωτικές ασφαλιστικές, συμπληρωματικές της κοινωνικής ασφάλισης ή και σε αντικατάστασή τους, χωρίς να ξεχνάμε τα επενδυτικά κεφάλαια που ξεμυτούν πίσω από όλον αυτόν τον κλεφτοπόλεμο, τα αγαθά και οι υπηρεσίες της περίθαλψης γίνονται εμπορεύματα που ο καθένας ωθείται να καταναλώνει με βάση τα μέσα και τις επιλογές του, δηλαδή την τέχνη και τους τρόπους με τους οποίους αξιοποιεί το «κεφάλαιο υγείας» του. Ένα «κεφάλαιο» του οποίου, κατά συνέπεια, την αποκλειστική ευθύνη έχει ο ίδιος.

Έχοντας γίνει κυρίαρχη σε όλες τις θεωρήσεις της υγείας12, αυτή η έννοια του «κεφαλαίου υγεία» βρίσκεται εδώ και δεκαετίες στην πρωτοκαθεδρία της εφαρμογής των νεοφιλελεύθερων πολιτικών της υγείας. Ξεκινώντας από την ιδέα ότι πάνω απ’όλα ο καθένας πρέπει να φροντίσει για το δικό του «κεφάλαιο υγείας» -υπευθυνοποιούμενος («επιλέγοντας», για παράδειγμα, να ακολουθεί ή όχι έναν υγιεινό τρόπο ζωής) και ασφαλιζόμενος (συνάπτοντας ιδιωτικά συμβόλαια ασθένειας με βάση τις «επιλογές» του, δηλαδή τους κινδύνους που είναι έτοιμος να αναλάβει και, στην πραγματικότητα, με βάση τους χρηματικούς του πόρους, συμπληρωματικά ή και σε αντικατάσταση της δημόσιας ασφάλισης υγείας)-, οι πολιτικές αυτές οδήγησαν σε τρομερή συρρίκνωση τη δημόσια υγεία, αφήνοντας ελεύθερο το χώρο στις ιδιωτικές ή συνεταιριστικές ασφαλιστικές εταιρείες, φροντίζοντας να βρεθούν και σε κατάσταση «ελεύθερου και μη νοθευμένου ανταγωνισμού», προωθώντας πάντως γενικά και τις ιδιωτικές κλινικές σε σχέση με το δημόσιο νοσοκομείο, κλπ. Μπορεί έτσι να δει κανείς την έκταση της ανατροπής στην οποία εξαναγκάστηκαν οι κυβερνήτες από την πανδημία, που τους ανάγκασε να κηρύσσουν εγκλεισμούς, να καθιστούν υποχρεωτικές ή να ρυθμίζουν συμπεριφορές στο δημόσιο χώρο, να πιέζουν για να υποχρεώσουν σε εμβολιασμό, μέτρα που όλα τους αποτελούν αναγνώριση του γεγονότος ότι ο χαρακτήρας της υγείας είναι δημόσιο αγαθό. Χωρίς προφανώς να αναγνωρίσουν την ενοχή τους ούτε και, κυρίως, να άρουν την προηγούμενη χρηματοδοτική ασφυξία του δημόσιου νοσοκομείου, που αποκάλυψε η πανδημία, δικαιώνοντας έτσι τους ήδη από πολύ καιρό συναγερμούς που έχουν σημάνει οι διεκδικήσεις και οι κινητοποιήσεις του νοσοκομειακού προσωπικού.

Η έννοια του «κεφαλαίου υγεία» εντάσσεται στην πραγματικότητα σε ένα από τα κρίσιμα οξύμωρα της νεοφιλελεύθερης νεογλωσσίας, δηλαδή του «ανθρώπινου κεφαλαίου», που το ίδιο εγγράφεται στη φετιχιστική αντίληψη της ατομικότητας13. Σύμφωνα με την τελευταία, συλλαμβανόμενη ως αυτόνομη ή και αυτοαναφορική οντότητα, που δεν μπορεί να λογαριάζει παρά στον εαυτό του ή το πολύ και στους δικούς του, τους πιο κοντινούς (συγγενείς ή φίλους), το άτομο πρέπει να συμπεριφέρεται ως ένα είδος επιχειρηματία του εαυτού του, ο οποίος αναζητά να αξιοποιήσει καλύτερα, στις σχέσεις του με τους άλλους και τον κόσμο γενικότερα, το δικό του πρόσωπο και τα δικά του ταλέντα (υπαρκτά ή υποτιθέμενα) όπως το κάνει το κάθε κεφάλαιο. Το άτομο, λοιπόν, και μόνο αυτό έχει την ευθύνη να πάρει τις αποφάσεις και να κάνει τις επιλογές που κρίνει ως τις καλύτερες για το στόχο του, ζυγίζοντας μεταξύ ευκαιριών και κινδύνων.

Μια τέτοια αντίληψη για την ατομικότητα συνδέεται στην πράξη βαθιά και με τη συναισθηματική κατάσταση στην οποία βάζουν οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής τα άτομα. Η διαδικασία που τα ιδρύει, δηλαδή η απαλλοτρίωση των παραγωγών, απελευθερώνει (περισσότερο ή λιγότερο) τα άτομα από τις προ-καπιταλιστικές σχέσεις κοινοτικής ή προσωπικής εξάρτησης για να τα καταστήσει «ελεύθερους εργαζόμενους»: άτομα που έχουν απαλλαγεί από τα πάντα, εκτός της εργατικής τους δύναμης, επομένως και των υποκειμενικών τους ικανοτήτων, που πρέπει να τις αξιοποιήσουν όσο περισσότερο μπορούν στην αγορά εργασίας, όπου ανταγωνίζονται οι μεν τους δε. Και, αν καταφέρουν να πουλήσουν την εργατική τους δύναμη, και τότε μέσα από την αγορά είναι που θα πρέπει να αποκτήσουν τα μέσα κατανάλωσής τους (αγαθά και υπηρεσίες που εξασφαλίζουν την επιβίωσή τους), προσέχοντας και εδώ όσο μπορούν καλύτερα τα δικά τους προσωπικά συμφέροντα. Όμως, τί είναι μια αγορά αν όχι ένα σύστημα σχέσεων που κοινωνικοποιεί τα άτομα (τα συσχετίζει, τα καθιστά συν-παραγωγούς των νομικών συμβάσεων που διέπουν τις σχέσεις τους, και με αυτή την έννοια και σε αυτό το μέτρο τα καθιστά αντικειμενικά αμοιβαία αλληλέγγυα τα μεν με τα δε), ενώ με την ίδια κίνηση ταυτόχρονα τα ιδιωτικοποιεί (τα θέτει τα μεν απέναντι στα δε ως ξεχωριστές, αντίθετες, αμοιβαία ανταγωνιστικές, οντότητες, τα αναγκάζει να εγκαταλείψουν την υποκειμενική αλληλεγγύη μεταξύ τους, να αντιμετωπίζονται αμοιβαίως μόνο ως απλά μέσα στην υπηρεσία των δικών τους στόχων);

Ο καπιταλιστικός τρόπος κοινωνικοποίησης είναι, επομένως, και ταυτόχρονα και τρόπος αποκοινωνικοποίησης: μετατρέποντας τα μέλη μιας ίδιας κοινωνικής συλλογικότητας σε ιδιωτικά άτομα (ιδιωτικούς ιδιοκτήτες, έστω και απλώς του εαυτού τους, υποκείμενα ιδιωτικών συμφερόντων και δικαιωμάτων, με ένα μικρό χώρο για τον εαυτό τους και με ένα πάνω-κάτω ισχυρό εγώ), τείνει να τους καταστήσει αθέατο ή και ακατανόητο αυτό που έχουν ως κοινό, πέρα από τα λίγα που βάζουν μαζί στις εμπορευματικές τους σχέσεις. Σε έναν κόσμο που διέπεται από την αρχή «Ο καθένας για τον εαυτό του και η αγορά για όλους», οι φωνές που προσπαθούν να ακουστεί το ότι είμαστε όλοι αλληλέγγυοι πέρα από αυτό που μας συγκροτεί ως άτομα, ότι θα πρέπει, για παράδειγμα, σε κατάσταση πανδημίας ο καθένας και η καθεμία μας να εμβολιαστεί τόσο για τους άλλους όσο και για τον εαυτό του, όπως και οι άλλοι να εμβολιαστούν τόσο για τους υπόλοιπους όσο και για τον δικό τους εαυτό, αυτές οι φωνές μένουν δυστυχώς χωρίς αντίκρισμα.

Ευτυχώς, υπάρχουν και αντίρροπες τάσεις, με τη μορφή χώρων, τόπων, δραστηριοτήτων, πρακτικών, κλπ., που δημιουργούν μια κοινωνικοποίηση που δεν βασίζεται στο διαχωρισμό και τον ανταγωνισμό, αλλά στη συνεργασία και την αλληλεγγύη. Χωρίς αυτό δεν θα μπορούσαμε να εξηγήσουμε πώς ένα τμήμα (που μπορεί να είναι και πλειοψηφικό) του πληθυσμού μπορεί να ξεφεύγει από τις ιδεολογικές και πρακτικές επιπτώσεις της αποκοινωνικοποίησης που προκαλεί η εμπορευματική κοινωνικοποίηση. Μπορούμε και πρέπει εδώ να σκεφτούμε κατά πρώτον την ίδια την εργασία. Παρόλο που, καταρχάς, είναι μια καταναγκαστική και εργαλειοποιημένη κοινωνικοποίηση, με στόχο την κυριαρχία και την εκμετάλλευση, η κοινωνικοποίηση των διαδικασιών εργασίας που χρησιμοποιεί μισθωτή εργασία δημιουργεί συνεργασίες και αλληλεγγύη (τόσο αντικειμενικά όσο και υποκειμενικά) που μπορούν ευθέως να εξυπηρετήσουν τις πρακτικές και τις οργανώσεις που επιτρέπουν στους μισθωτούς να αντιστέκονται στην κυριαρχία και την εκμετάλλευση, να παλεύουν για να τις μειώσουν, να τις αλλάξουν και ακόμα και να σκεφτούν να τις καταργήσουν. Η οικογένεια, η γειτονιά, οι σχέσεις και πρακτικές συγγένειας και τα δίκτυα και οργανώσεις (ουσιαστικά συλλογικότητες) που μπορεί να δημιουργούνται, χωρίς να λογαριάσουμε προφανώς τις οργανώσεις με πολιτικούς στόχους (με την πιο πλατιά έννοια του όρου) είναι αντίστοιχοι πρόσθετοι χώροι μιας τέτοιας κοινωνικοποίησης με βάση τη συνεργασία και την αλληλεγγύη. Κατά συνέπεια, μπορούμε να διατυπώσουμε την υπόθεση (που βέβαια απαιτεί επιβεβαίωση) ότι η αντίθεση στον εμβολιασμό κατά του covid επίσης βρίσκει γόνιμο έδαφος μεταξύ όσων, για διάφορους λόγους, δεν διαθέτουν παρά μικρή εμπειρία τέτοιας αλληλεγγύης. Ακόμα περισσότερο που οι διάφοροι τέτοιοι χώροι που κατονομάσαμε έχουν ήδη και οι ίδιοι επηρεαστεί από τις αποκοινωνικοποιητικές επιπτώσεις των νεοφιλελεύθερων πολιτικών των τελευταίων δεκαετιών.

Από το υγειονομικό απαρτχάιντ στο πλανητικό χωριό

Μετά την εισαγωγή της από τον Marshal Mc Luhan στη δεκαετία του 196014, η μεταφορά του πλανητικού χωριού δεν σταμάτησε να χρησιμοποιείται για να περιγράψει τις επιπτώσεις συρρίκνωσης του χώρου-χρόνου, στην οποία η καπιταλιστική «παγκοσμιοποίηση» μας έχει εισάγει. Μια συρρίκνωση που η πανδημία του Covid-19 έδειξε με θεαματικό τρόπο: εμφανιζόμενος στο κέντρο της Κίνας (Βουχάν) κατά τις τελευταίες εβδομάδες του 2019, ο κορονοϊός που ευθύνεται για την αντίστοιχη αρρώστια χρειάστηκε μόνο μερικές εβδομάδες για να επεκταθεί (έστω και άνισα) στο σύνολο των ηπείρων, με βάση την κλίμακα και την ταχύτητα της σύγχρονης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, των κεφαλαίων και των ανθρώπων. Αυτό δείχνει την ειδικά πλανητική διάσταση που έχει πάρει σήμερα το δημόσιο αγαθό της ανθρώπινης υγείας15.

Η συνέπεια όμως είναι, με κάθε αυστηρότητα, πως η πάλη κατά της σημερινής πανδημίας προϋποθέτει ότι η συλλογική ανοσία πρέπει να ιδωθεί στην ίδια αυτή διάσταση, δηλαδή το μεγάλο τμήμα της ανθρωπότητας να μπορέσει να επωφεληθεί από τον εμβολιασμό, εκτός αν λογαριάζει κανείς, και πάλι κυνικά, στην αποτελεσματικότητα της ίδιας της πανδημίας. Το να γίνει ανεκτό να εμβολιαστεί ένα μόνο τμήμα ή να τρενάρει χρονικά σε παγκόσμιο επίπεδο ενέχει διπλό κίνδυνο:

  • Ο μικρότερος θα ήταν να χαθούν εν μέρει τα οφέλη του εμβολιασμού: ο ιός, αναπαραγόμενος μέσα στους ανεμβολίαστους πληθυσμούς, διαπερνώντας τα σύνορα, ακόμα περισσότερο που αυτά πρέπει να είναι πορώδη για να μπορέσουν να συνεχίζουν οι τρέχουσες δουλειές (business as usual), η πανδημία θα επανερχόταν περιοδικά στους πληθυσμούς που θα εμβολιάζονταν. Θα ήταν, με λίγα λόγια, μια επανέκδοση του σεναρίου των διαδοχικών «κυμάτων», αλλά σε πλανητικό επίπεδο.

  • Ακόμα χειρότερα, διαιωνίζοντας έτσι την κυκλοφορία του ιού, θα πολλαπλασιάζονταν οι μεταλλάξεις του και, μαζί τους, και η πιθανότητα πιο μολυσματικών και/ή πιο ισχυρών ποικιλιών του από όσους έχουν ήδη εμφανιστεί, εκ των οποίων ορισμένοι θα μπορούσαν ενδεχομένως ακόμα και να ακυρώσουν πλήρως την προστατευτική επίπτωση των εμβολίων. Δηλαδή θα ήταν κάτι σαν ρώσικη ρουλέτα.

Και όμως, σε αυτό το θανατερό παιχνίδι είναι που έχουν ριχτεί οι κυβερνήσεις των κεντρικών κρατών του πλανήτη. Έχοντας κατά πολύ χρηματοδοτήσει την παρασκευή των εμβολίων16, ήταν και οι πρώτοι που θέλησαν να τα δώσουν στους δικούς τους πληθυσμούς -στο μέτρο που γίνονταν αποδεκτά από αυτούς. Οι πρώτοι και για την ώρα και οι μόνοι. Γιατί, παρά τις αντίθετες δεσμεύσεις για το θέμα, που τακτικά επαναλαμβάνονται, η συμβολή τους στη διάθεση εμβολίων προς όφελος των πληθυσμών της παγκόσμιας περιφέρειας, μέσω της διευθέτησης Covax, που δημιούργησε ο ΠΟΥ με τη συνεργασία της ΜΚΟ Gavi, είναι ώς τώρα πανθομολογουμένως ανεπαρκής, σε βαθμό που ο εμβολιασμός είναι εκεί σχεδόν μηδενικός: «Ο εμβολιασμός παραμένει ώς τώρα προνόμιο των πλουσίων χωρών. Το ένα τέταρτο των 2,295 δισεκατομμυρίων δόσεων που έχουν δοθεί παγκοσμίως έχουν χορηγηθεί στις χώρες του G7, στις οποίες βρίσκεται μόνο το 10% του παγκόσμιου πληθυσμού. Μόνο το 0,3% από αυτές έχουν πάει σε χώρες χαμηλών εισοδημάτων, σύμφωνα με τον ΠΟΥ (...). “Με το σημερινό ρυθμό εμβολιασμού, θα χρειάζονταν 57 χρόνια στις χώρες χαμηλού εισοδήματος, για να φτάσουν στο επίπεδο προστασίας των χωρών του G7”, υπογράμμισε η ΜΚΟ Oxfam»17.

Προφανώς, υπάρχουν γεροί λόγοι που εφαρμόζεται αυτό το απαρτχάιντ σε παγκόσμιο επίπεδο. Ο πρώτος είναι χρηματοδοτικός. Τα εμβόλια κοστίζουν πολύ και τα δημοσιονομικά των κρατών αυτών, που έχουν ήδη πληγεί από τις δημοσιονομικές πολιτικές νεοφιλελεύθερης έμπνευσης εδώ και τέσσερεις δεκαετίες, υποβαθμίστηκαν ακόμα περισσότερο από τα μέτρα στήριξης που πάρθηκαν αναγκαστικά εξαιτίας της πανδημίας. Θα υπήρχε ασφαλώς και η δυνατότητα να αναγκαστούν οι πολυεθνικοί όμιλοι που παράγουν τα εμβόλια να τα παραδώσουν στο κόστος τους, που είναι πολύ χαμηλότερο18. Και επιχειρήματα για κάτι τέτοιο δεν λείπουν: πέρα από την κατάσταση ανάγκης στην οποία βρίσκεται ο παγκόσμιος πληθυσμός, τα κεντρικά κράτη θα μπορούσαν να ισχυριστούν ότι είχαν ήδη κατά πολύ χρηματοδοτήσει την ανακάλυψη και παραγωγή των εμβολίων, έτσι ώστε να αναστείλουν ή να ακυρώσουν τις πατέντες που επιτρέπουν σήμερα στους ομίλους αυτούς να πραγματοποιούν εξαιρετικά κέρδη. Αλλά οι λίγες φωνές (μεταξύ τους και η υποκριτική φωνή του Μπάϊντεν) που εκδηλώθηκαν προς αυτή την κατεύθυνση προκάλεσαν την ομόφωνη αγανακτισμένη απάντηση των Τζόνσον, Μακρόν, Μέρκελ, φον ντερ Λέγιεν και Σία: τα συμβόλαια πρέπει να γίνονται σεβαστά και θα γίνουν σεβαστά! Είναι ένας τρόπος να επαναδιατυπωθεί η πρόσδεση στην ιερή αρχή που θέλει, ακόμα και αν κοινωνικοποιείται το κόστος, τα κέρδη να μην μπορεί παρά να είναι ιδιωτικά. Πράγμα που προσθέτει μια νέα αντίφαση στις προηγούμενες. Εάν η υγεία είναι πράγματι κοινωνικό αγαθό, το αγαθό αυτό βρίσκεται σήμερα στα χέρια ιδιωτικών χεριών, και όχι των πιο ασήμαντων, που δεν μπορεί παρά να το πλήξει, τουλάχιστον εν μέρει.

Επιπλέον, αντίθετα από τις ειδυλλιακές υποσχέσεις των νεοφιλελεύθερων ψαλτών, η καπιταλιστική «παγκοσμιοποίηση» δεν έχει οδηγήσει περισσότερο σήμερα απ’ό,τι χτες σε ήρεμο και ειρηνικό κόσμο. Αντίθετα, η παγκόσμια αγορά, που τείνει να ομογενοποιήσει (να ενοποιήσει και να ομοιομορφοποιήσει) τον κόσμο τείνει με την ίδια αυτή κίνηση και να τον κατατμήσει σε διακριτές πολιτικές ενότητες (στην πρώτη γραμμή των οποίων παραμένουν τα κράτη-έθνη), των οποίων οι ανταγωνισμοί εναλλάσσουν συνεχώς διενέξεις, συμβιβασμούς και συμμαχίες, προκαλώντας εκπτώσεις, εξαρτήσεις και κυριαρχίες, δηλαδή ιεράρχηση19.

Η λογική της «ιδιωτικοποίησης» που ενυπάρχει στην εμπορευματική κοινωνικοποίηση ασκείται και σε αυτό το επίπεδο. Με άλλα λόγια, το πλανητικό χωριό παραμένει διασπασμένο σε διακριτές και ανταγωνιστικές συνοικίες, που κοιτάνε η κάθε μία με ζήλο τα δικά της συμφέροντα και ξέρουν να τα υπερασπίζονται με πολλούς τρόπους, ακόμα και σε βάρος των γειτόνων τους, όταν αυτό επιβάλλεται. Μήπως δεν είδαμε, στις αρχές της πανδημίας, τους κυβερνήτες των ευρωπαϊκών κρατών, που είναι ωστόσο μέλη του ίδιου και τόσο έξοχου, «πολιτισμένου» και «εκπολιτιστικού», θεσμού που θέλει να είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση, να τσακώνονται σαν κοκόρια για τις παρτίδες των υγειονομικών μασκών, σε κατάσταση έλλειψης των τελευταίων; Γιατί να περιμένουμε να γίνει αλλιώς σήμερα για τις παρτίδες των εμβολίων, όταν πρέπει να διαλέξουν ανάμεσα στους δικούς τους πληθυσμούς και στον υπόλοιπο κόσμο, ιδιαίτερα αν πρόκειται για έναν τρίτο κόσμο;

Τέλος, σήμερα περισσότερο από ποτέ, η παγκόσμια περιφέρεια (δηλαδή οι περιφερειακές συνοικίες ή και πιο πέρα) είναι εκεί όπου βρίσκεται ο σχετικός υπερπληθυσμός, αυτός που χρησιμεύει ως εφεδρικός στρατός για το κεφάλαιο20. Πράγματι, η τελευταία χρονολογικά φάση της καπιταλιστικής «παγκοσμιοποίησης» ήταν, μέσα από την απελευθέρωση της διεθνούς κυκλοφορίας του κεφαλαίου και τη μεταφορά τμημάτων της διαδικασίας της παραγωγής από τους κεντρικούς σχηματισμούς προς τους περιφερειακούς σχηματισμούς, να επεκτείνει σημαντικά τον όγκο αυτού του εφεδρικού στρατού, ιδιαίτερα απαλλοτριώνοντας εκατοντάδες εκατομμύρια αγρότες από την ύπαιθρο της Ασίας, της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής, έτσι ώστε να υποβάλει το προλεταριάτο των κεντρικών σχηματισμών στον ανταγωνισμό τους και να το εξαναγκάσει να δεχτεί τη στασιμότητα, αν όχι και τη μείωση, των μισθών του και την υποβάθμιση των συνθηκών απασχόλησης και εργασίας του. Το εγχείρημα τόσο πολύ πέτυχε που οι κεντρικές καπιταλιστικές ηγεσίες μπορούν πλέον να αδιαφορούν σήμερα για τη μοίρα των νεο-προλετάριων αυτών, όπως εξάλλου και για τη μοίρα πιο παλαιών ταξικών αδελφών τους, αφού είναι πλέον όλοι τους υπεράφθονοι. Κατά συνέπεια, μπορούν να αφήσουν ελεύθερη την ταξική τους περιφρόνηση απέναντί τους, με τον κυνισμό εδώ να συνοδεύεται αναμφίβολα και με ρατσιστικές χροιές κληρονομημένες από την αποικιακή περίοδο.

Εάν ένας Μακρόν μπορεί να σκέφτεται και να ξεστομίζει πως «ένας σταθμός» [στο Παρίσι] «είναι ένα μέρος όπου μπορεί κανείς να διασταυρωθεί με επιτυχημένους ανθρώπους αλλά και με ανθρώπους που δεν είναι τίποτα», ποιά ιδέα άραγε θα μπορούσε να έχει για τους κινέζους εσωτερικούς μετανάστες στα sweatshops που έχουν ανοίξει στις ειδικές ζώνες της Γκουνγντόνγκ ή της Φουτζιάν ή και για τις Μεξικάνες που χρησιμεύουν ως μηχανές κέρδους στις maquiladoras στο βόρειο Μεξικό; Και κάνοντάς το αυτό και δημιουργώντας, έτσι, τις προϋποθέσεις για ένα μελλοντικό μπούμερανγκ της πανδημίας σε πλανητικό επίπεδο, που θα έρθει ακριβώς να ακυρώσει το σενάριό του για «έξοδο από την κρίση», απεικονίζει και το πόσο παραμένει εγκλωβισμένος, ο ίδιος και οι όμοιοί του στο εξωτερικό, στις εσώτερες αντιφάσεις των παραγωγικών σχέσεων που όλοι τους θέλουν να είναι ζηλωτοί διαχειριστές τους.

Από την απουσία λύσης των προηγούμενων αντιφάσεων σε ορισμένες προτάσεις για να αρχίζουμε να το κάνουμε

Η ευχάριστη κακεντρέχεια που θα μπορούσε κανείς να νοιώσει υπογραμμίζοντας τις αντιφάσεις μέσα στις οποίες έχουν βυθιστεί οι κυβερνήσεις στη διαχείρισή τους της πανδημίας, που τις κάνει ενίοτε να μοιάζουν με τον ηλίθιο του χωριού, εξαφανίζεται γρήγορα με την πικρή διαπίστωση της ανημπόριας του αντίπαλου στρατοπέδου -του δικού μας δηλαδή στρατοπέδου- στο να επωφεληθούμε από την κατάσταση αυτή. Γενικότερα, άλλωστε, ενώ στις αρχές της πανδημίας είδαμε να ανθίζουν τα «Εκατό Λουλούδια» της αντικαπιταλιστικής κριτικής21, τώρα είναι εντυπωσιακή η ατονία ή και η σιωπή μιας τέτοιας κριτικής εδώ και μήνες. Μήπως είμαστε πλέον ανίκανοι να κάνουμε «συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης» που έχει δημιουργήσει η πανδημία, για να εντοπίσουμε σε αυτήν όχι μόνο τις ενεργές αντιφάσεις αλλά και τις δυνατότητες και τις ευκαιρίες που ανοίγονται για μια χειραφετητική δράση; Μήπως δηλαδή δε θα είχαμε πλέον τίποτα το ιδιαίτερο και το πρωτότυπο να πούμε για το θέμα;

Μην μπορώντας να προτείνουμε την άμεση επίλυση των προηγούμενων αντιφάσεων, το οποίο θα προϋπέθετε τον επαναστατικό μετασχηματισμό των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής που αποτελεί τη μήτρα τους, τουλάχιστον μπορούμε να προωθήσουμε προτάσεις για διεκδικήσεις και δράσεις που να είναι σε θέση να προχωρήσουν κάποια βήματα προς το δρόμο της λύσης αυτής. Δεν θα κρατήσω εδώ παρά μόνο τα ακόλουθα, που εμπνέονται από αυτά που προηγήθηκαν, ελπίζοντας ότι η ανεπάρκειά τους, της οποίας έχω ασφαλώς συνείδηση, θα προκαλέσει και άλλα, πιο πολλά και πιο οξυδερκή.

  • Μέσα και ξεκινώντας από τις οργανώσεις μας, συνδικαλιστικές, πολιτικές, συλλογικές αντίστοιχα, που αποτελούν χώρους κοινωνικοποίησης των ατόμων με μια αρχή που διαφέρει πολύ από την αρχή που διέπει την αγορά και που δίνει προτεραιότητα στη συνεργασία και την αλληλεγγύη μεταξύ των ατόμων υψώνοντάς τους σε μέσα και στόχο της συλλογικής δράσης και της κοινωνικής χειραφέτησης, να γίνουν καμπάνιες για να αναγνωριστεί ο χαρακτήρας δημοσίου αγαθού της υγείας, που να εγγράφεται επομένως στην ύπαρξη ενός υγειονομικού μηχανισμού που να τοποθετείται εκτός της εμβέλειας των ιδιωτικών συμφερόντων.

  • Να υποστηριχτεί η γενίκευση του εμβολιασμού στο σύνολο του πληθυσμού, παρουσιάζοντάς τον ως ηθική υποχρέωση απέναντι στο χαρακτήρα δημόσιου αγαθού της υγείας και ως αντιστάθμισμα της συλλογικής ανάληψης της περίθαλψης των ατόμων.

  • Να πιεστούν οι κυβερνώντες να εγκαταλείψουν τη σημερινή τους ασυνάρτητη πολιτική, που συνδυάζει έκκληση σε ατομικές προσπάθειες, σε φόντο υποκριτικής υποχρέωσης που επιβάλλεται με περιορισμούς ελευθεριών και με απειλές κυρώσεων σε όρους απώλειας μισθού ή και εργασίας, προς όφελος μιας συστηματικής εμβολιαστικής καμπάνιας κινητοποιώντας στους χώρους του πληθυσμού το σύνολο του ιατρικού και κοινωνικού προσωπικού, μαζί με τις αναγκαίες εξηγήσεις με στόχο ιδιαίτερα τους πληθυσμούς που έχουν μείνει προς το παρόν εκτός εμβολιασμού. Η πάλη κατά της σημερινής πανδημίας πρέπει να συλλαμβάνεται και να διεξάγεται ως εγχείρημα δημόσιας υγείας και όχι ως αστυνομική επιχείρηση.

  • Στη διαχείριση της πανδημίας, να επιβληθεί στους κυβερνώντες ως πρώτη επιταγή η υγειονομική προστασία των λαϊκών κατηγοριών, αρχίζοντας από αυτές που στις συνθήκες εργασίας και γενικότερα ζωής τους είναι οι πλέον εκτεθειμένες σε μόλυνσης από τον ιό.

  • Επιχειρηματολογώντας με βάση τις κραυγαλέες ελλείψεις του υγειονομικού μηχανισμού που αποκάλυψε η πανδημία, να στηρίξουμε τις διεκδικήσεις και τους αγώνες του νοσοκομειακού και ιατρικού προσωπικού, που εξακολουθεί να βρίσκεται επί δεκαοκτώ μήνες στην πρώτη γραμμή υποδοχής των πιο σοβαρών κρουσμάτων μόλυνσης, για δημοσιονομική χρηματοδότηση (πρόσληψη πρόσθετου προσωπικού, άνοιγμα των υποδομών που είχαν κλείσει, αύξηση μισθών, κλπ.). Γενικότερα, να προταθεί ως ορίζοντας αυτών των διεκδικήσεων και αγώνων η πλήρης κοινωνικοποίηση του υγειονομικού μηχανισμού, από το επίπεδο του γιατρού της γειτονιάς ώς τις πολυεθνικές φαρμακευτικές εταιρείες22.

  • Ακόμα και χωρίς να έχουμε πετύχει την απαλλοτρίωση των φαρμακευτικών εργαστηρίων και ομίλων, που κατέχουν τις πατέντες για τα εμβόλια κατά του covid, να απαιτήσουμε την ακύρωσή τους και την παράδοση των εμβολίων αυτών στο κόστος τους. Σε αυτή τη βάση, να απαιτήσουμε και να επιβάλουμε επίσης στους κυβερνώντες των κύριων κεντρικών κρατών να χρηματοδοτήσουν το γρήγορο εμβολιασμό σε πλατιά κλίμακα του συνόλου των πληθυσμών των περιφερειακών κρατών.

Γενικότερα, πρέπει να ετοιμαστούμε για μια πορεία του καπιταλιστικού κόσμου που προβλέπεται πιο χαοτική με τις εσώτερες αντιφάσεις που οι κυβερνώντες δυσκολεύονται όλο και περισσότερο να ρυθμίσουν και να ελέγξουν. Μεταξύ των χρόνιων κρίσεων που απορρέουν δεν είναι η λιγότερο σημαντική προφανώς η πλανητική οικολογική καταστροφή στην οποία οι καπιταλιστικοί τρόποι ιδιοποίησης της φύσης μας έχουν βάλει. Η κλιματική απορρύθμιση, με τη σειρά ακραίων επεισοδίων της (ξηρασίες και γιγαντιαίες πυρκαγιές από τη μια, υπεράφθονες βροχοπτώσεις, θύελλες και καταιγίδες από την άλλη) που είναι όλο και πιο συχνά, σε ένα φόντο συνεχούς υποβάθμισης των επίγειων και θαλάσσιων οικοσυστημάτων, είναι το αναγκαστικό συμπλήρωμα σε μακροσκοπικό επίπεδο των μικροσκοπικών μεταλλαγών που δημιουργούν οι επαναλαμβανόμενες ζωονώσεις.

Και δε χρειάζεται να θυμίσουμε πόσο οι διαδικασίες αυτές οξύνουν τις λανθάνουσες εντάσεις και συγκρούσεις μεταξύ των κύριων δυνάμεων (ΗΠΑ, Ευρωπαϊκή Ένωση, Ιαπωνία, Κίνα, Ρωσία, κλπ.) στο μέτρο που επηρεάζουν τους κρίκους της δικής τους ισχύος, από την κατάσταση υγείας του πληθυσμού τους και την απόδοση της γεωργίας τους έως τις άμεσες συνθήκες αξιοποίησης και συσσώρευσης του κεφαλαίου με την αύξηση όλου του κόστους παραγωγής τους.

Η όλο και περισσότερο χαοτική αυτή πορεία θα σπρώξει ή και θα αναγκάσει τις αστικές τάξεις και τις κυβερνήσεις τους να σκληρύνουν τις συνθήκες εκμετάλλευσης και κυριαρχίας τους επί των λαϊκών τάξεων, ακόμα περισσότερο που ο χώρος των συνθηκών αυτών θα τείνει να συρρικνωθεί. Αλλά μπορεί επίσης και να τους αναγκάσει να αναλάβουν, τουλάχιστον τμηματικά, ορισμένα από τα άμεσα συμφέροντα των εργαζομένων, έστω και απλώς για να τους διατηρήσουν στη ζωή για να μπορούν να τους εκμεταλλεύονται και να κυριαρχούν πάνω τους, υποτάσσοντάς τους βέβαια ταυτόχρονα στα συμφέροντα της άρχουσας τάξης που αντιπροσωπεύουν23.

Απέναντι σε αυτές τις προοπτικές, χρειαζόμαστε επειγόντως να ορίσουμε με σαφήνεια ένα σύνολο διεκδικήσεων και στόχων με τα οποία να στηριχτούν ειδικότερα τα συμφέροντα των λαϊκών τάξεων, δηλαδή η τεράστια πλειοψηφία του παγκόσμιου πληθυσμού, συναρτώντας τα με τις διάφορες εκφράσεις μέσα από τις οποίες θα πρέπει να υποστηριχτούν τα συμφέροντα αυτά και να κινητοποιηθούμε όσο πιο πλατιά γίνεται υπέρ τους24. Αλλά η όξυνση των εσώτερων αυτών αντιφάσεων του καπιταλισμού απαιτεί από μας ένα ακόμα πλατύτερο, αλλά και πιο συναρπαστικό, καθήκον: να επικαιροποιήσουμε το επαναστατικό σχέδιο ανατροπής του καπιταλισμού, δηλαδή το κομμουνιστικό σχέδιο, καθώς και την επεξεργασία των δυνητικών μορφών της πραγματοποίησής του στις σημερινές συνθήκες.

Alain Bihr

15 Αυγούστου 2021

 

Μετάφραση ΤΠΤ

 

Σημειώσεις:

 

1Ευχαριστώ τον Γιάννη Θανασέκο για τις παρατηρήσεις του, που επέτρεψαν να βελτιωθεί η αρχική έκδοση του παρόντος άρθρου.

2Βλέπε Alain Bihr «Le vampirisme du capital», 4 Μαΐου 2021.

3Αυτός δεν είναι ο μόνος όρος που είναι αποπροσανατολιστικός μεταξύ όσων χρησιμοποιούνται σήμερα από τις συνήθεις περιγραφές για την πανδημία. Έτσι, για παράδειγμα, γίνεται λόγος για «κυκλοφορία του ιού», ως εάν ο ιός να ήταν κάποιο αυτόνομο ον που να διαδιδόταν από μόνος του. Όμως, δεν είναι ο ιός που κυκλοφορεί, είναι οι άνθρωποι που έχουν μολυνθεί από τον ιό αυτοί που, κυκλοφορώντας και ερχόμενοι σε επαφή με άλλους, μολύνουν τους άλλους. Εξού ακριβώς και η αποτελεσματικότητα των εγκλεισμών και των αποστασιοποιήσεων, για να επιβραδυνθεί η πανδημία.

4Προς το παρόν, μόνο τρία κράτη έχουν καταστήσει υποχρεωτικό τον εμβολιασμό στο σύνολο του ενήλικου πληθυσμού τους. Είναι το Τατζικιστάν, το Τουρκμενιστάν και... το Βατικανό.

5Σε μια δημοσκόπηση της Harris Interactive για την TF1/LCI στα τέλη Ιουλίου, το 40% δήλωνε ότι υποστηρίζει τα κινήματα αυτά στη Γαλλία.

6Η διαχείριση αυτή ήταν ένας μακρύς κατάλογος από ασυνέπειες, που έκανε τους κυβερνώντες να λένε και να κάνουν ακριβώς το ανάποδο από αυτό που έλεγαν και έκαναν την προηγουμένη. Για παράδειγμα, να δηλώνουν ακόμα χτες ότι οι μάσκες, μετά τα τεστ, μετά τα εμβόλια, ..., είναι άχρηστα και μετά, την επομένη, να τα καθιστούν υποχρεωτικά. Όλα αυτά κρύβοντας τις δικές τους αμέλειες και απουσία ελέγχου της κατάστασης. Έτσι, κατά πολύ οι ίδιοι συνέβαλαν στην απαξίωση στην οποία προσκρούουν σήμερα.

7Μια τέτοια καταγραφή, αναγκαστικά περιορισμένη, υπάρχει π.χ. στη γαλλόφωνη wikipedia.

8Ο Edward Jenner (1749-1823) είναι ο βρετανός γιατρός που ολοκλήρωσε το πρώτο εμβόλιο κατά της ευλογιάς στη δεκαετία 1790-1800. Με αυτό απέδειξε επίσης τον προφυλακτικό ρόλο του εμβολιασμού, που από τότε επέτρεψε αναμφισβήτητες επιτυχίες στην καταπολέμηση των μολυσματικών ασθενειών: ευλογιά (που έχει ξεριζωθεί), φυματίωση, πολιομυελίτιδα, διφθερίτιδα, τέτανος, ιλαρά, κλπ.

9Η καχυποψία αυτή προφανώς τροφοδοτείται και από τη σειρά σκανδάλων των υγειονομικών αρχών (κυβερνητικών και άλλων) κατά τις τελευταίες δεκαετίες: είναι η υπόθεση με τα εμφυτεύματα στήθους PIP, στη συνέχεια τα ραβδωτά εμφυτεύματα στήθους, η νοθεία της κινεζικής ηπαρίνης, η υπερσυνταγογράφηση των οπιούχων (ιδίως στις Ηνωμένες Πολιτείες), κλπ. Για τη Γαλλία ειδικά προστίθενται η υπόθεση της αυξητικής ορμόνης, η υπόθεση του μολυσμένου αίματος, η υπόθεση της Depakine για εγκύους, η υπόθεση του Mediator, η υπόθεση του Levothyrox, κλπ.

10Να θυμίσουμε ότι, αντίθετα απ’ό,τι διατείνεται ο επιστημονισμός, που δεν είναι παρά μια ιδεολογία, η επιστήμη δεν κατέχει καθόλου την απόλυτη Αλήθεια, η οποία δεν υπάρχει, αλλά απλώς τμηματικές και συχνά απλώς προσωρινές αλήθειες, που δεν είναι παρά αντίστοιχα «διορθωμένα λάθη» (σύμφωνα με την τολμηρή διατύπωση του Γκαστόν Μπασλάρ) και δυνητικά μελλοντικά λάθη (και πάλι τμηματικά), που θα πρέπει ενδεχομένως τα ίδια να διορθωθούν ανάλογα. Αυτό που είναι αναμφισβήτητο δεν είναι η μια ή η άλλη σημερινή αλήθεια, που είναι το προϊόν της μεθόδου αυτής, αλλά η ίδια η μέθοδος, που είναι ακριβώς σε θέση να αμφισβητεί τα δικά της προηγούμενα αποτελέσματα.

11Σε πρόσφατο άρθρο τους, οι Ζερόμ Φουρκέ και Σιλβέν Μαντενάκ δείχνουν τη βαθιά αυτή ετερογένεια, προσφέροντας και αναλυτικά εργαλεία συμπληρωματικά με τα δικά μας εδώ. Βλέπε: Jérôme Fourquet και Sylvain Mantenach «Pourquoi la défiance vaccinale est-elle plus forte dans le sud de la France?», 9 Αυγούστου 2021.

12Οι υποστηρικτές της έννοιας του «κεφαλαίου υγεία» συχνά εκτρέπουν προς τα δικά τους συμφέροντα τον ορισμό της υγείας που δίνει ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ): «Υγεία είναι μια συνολική κατάσταση ευεξίας, φυσική, πνευματική και κοινωνική, και όχι μόνο η απουσία ασθένειας ή ανικανότητας». Όμως, τίποτα στον ορισμό αυτόν δεν επιτρέπει να εξαχθεί ως συμπέρασμα πως η κατάσταση αυτή θα προερχόταν αποκλειστικά, ή έστω και κατά προτεραιότητα, από ατομικές συμπεριφορές ή επιλογές. Αντίθετα, αναγνωρίζοντας στην υγεία μια κοινωνική διάσταση, επισημαίνει και τις συλλογικές συνθήκες της δυνατότητας της κατάστασης αυτής.

13Βλέπε τα άρθρα «Capital humain» και «Individualité» στο βιβλίο: «La novlangue néolibérale. La rhétorique du fétichisme capitaliste», 2η έκδοση, Page 2/Syllepse, 2017.

14Marshall Mc Luhan, “The medium is the mεssage”, Λονδίνο, Bantam Books, 1967.

15Η διάσταση αυτή ενισχύεται ακόμα περισσότερο από το χαρακτήρα ζωόνωσης του Covid-19, που αναδεικνύει τις σχέσεις ανάμεσα σε ανθρώπινο είδος και στα υπόλοιπα έμβια όντα. Να σημειώσουμε, βέβαια, πως η θέση αυτή αμφισβητείται από αυτούς που πιστεύουν ότι ο κορονοϊός SARS-CoV-2 θα μπορούσε να μην έχει φυσική προέλευση, αλλά να προέρχεται με ατύχημα από διαφυγή από ένα εργαστήριο του Βουχάν, στο οποίο θα επεξεργάζονταν «ενισχυμένους ιούς», στην ουσία με στρατιωτικούς στόχους. Η ομάδα από την Γκρενόμπλ Pièces et Main d’Œuvre έχει μάλιστα δημοσιεύσει πολλά άρθρα υποστηρίζοντας την εναλλακτική αυτή θέση, που έχουν αναρτηθεί διαδικτυακά στην εξής διεύθυνση: «Pièces et main d’œuvre», χωρίς ωστόσο να είναι σε θέση να διατυπώσουν περισσότερα από μια αληθοφανή υπόθεση.

16Οι έρευνες που επέτρεψαν τη δημιουργία των τεχνικών για mRNA έγιναν κατά τη δεκαετία του 2000 από την βιοχημικό ουγγρικής καταγωγής, Katalin Kariko, μέσα στο πανεπιστήμιο της Πενσιλβάνια, με δημόσια επομένως χρηματοδότηση. Και είναι με δεκάδες δισεκατομμύρια δολάρια σε επιδοτήσεις και προαγορές από τα κεντρικά κράτη (ΗΠΑ και μέλη της ΕΕ επί κεφαλής) που επέτρεψαν την εκμετάλλευση της τεχνικής αυτής για να παρασκευαστούν γρήγορα τα εμβόλια Pfizer και Moderna. Το ίδιο ισχύει και για τα εμβόλια AstraZénéca και Johnson&Johnson, για να μη μιλήσουμε καν για τα ρώσικα και τα κινέζικα εμβόλια. Ακόμα και μια τόσο νεοφιλελεύθερη εφημερίδα όσο η Les Echos αναγκάστηκε να αναγνωρίσει όσα η παρασκευή των εμβολίων αυτών οφείλει στη δημόσια χρηματοδότηση. Βλ. «Covid: 5 chiffres fous sur le financement des vaccins», 28 Νοεμβρίου 2020.

17Eléa Pommiers «Don de vaccins à Covax : beaucoup de promesses, mais encore peu de livraisons», Le Monde, 11 Ιουνίου 2021.

18Σύμφωνα με μια μελέτη του Imperial College London, που δημοσιεύτηκε πέρυσι το Δεκέμβριο, το κόστος παραγωγής μιας δόσης του εμβολίου Pfizer είναι 0,60 $ (0,51 €). Το πρόσθετο κόστος του για την παράδοση, πακετάρισμα, έλεγχος ποιότητας, θα ανέβαζε την τιμή του στα 0,88 $ (0,75 €). Βλέπε: Mathilde Damgé «Covid-19: comprendre le prix d’un vaccin, de la recherche au flacon», Le Monde, 9 Ιουνίου 2021. Να θυμίσουμε πως η Pfizer πούλησε τη δόση του εμβολίου της στην Ευρωπαϊκή Ένωση στα 15,5 €, ενώ πρόσφατα αποφάσισε να την αυξήσει στα 19,5 €. Η διαφορά αυτή αμείβει τις υποτιθέμενες επενδύσεις σε έρευνα και ανάπτυξη και κυρίως τους μετόχους.

19Βλέπε το άρθρο «Mondialisation» στο «La novlangue néolibérale», op.cit.

20Για μια σύντομη παρουσίαση των εννοιών αυτών, βλέπε «La surpopulation relative chez Marx», στην επιθεώρηση ¿Interrogations?, n°8, Ιούνιος 2009.

21Ένα παράδειγμα, μεταξύ άλλων, η ανθολογία «Covid-19. Un virus très politique», Syllepse, 2020.

22Για μεγαλύτερες λεπτομέρειες ενός τέτοιου προγράμματος, βλ. Alain Bihr «COVID-19. Pour une socialisation de l’appareil sanitaire», 18 Μαρτίου 2020.

23Για το δεύτερο από τα τρία σενάρια, βλέπε: Alain Bihr «Covid-19. Trois scénarios pour explorer le champ des possibles à l’horizon de la sortie de crise (II)», 18 Απριλίουl 2020.

24Για την παρουσίαση ορισμένων από τις διεκδικήσεις και τους στόχους αυτούς, βλέπε το τρίτο σενάριο στο προηγούμενο άρθρο που αναφέραμε, δηλαδή το Alain Bihr «De quelques enseignements à ne pas oublier à l’heure d’un possible retour à l’anormal», 20 Μαΐου 2020.

Alain Bihr