Αναδιοργανώνουμε τον αντικαπιταλισμό για να προχωρήσουμε

«Για να είναι αποτελεσματικές και αναπτυσσόμενες οι απελευθερωμένες πρακτικές δυνάμεις, σε μια συγκεκριμένη ιστορική στιγμή, είναι αναγκαίο να οικοδομήσουμε στη βάση μιας συγκεκριμένης πρακτικής μια θεωρία που να μπορεί, συγκλίνοντας και ταυτιζόμενη με τα κρίσιμα στοιχεία της πρακτικής αυτής, να επιταχύνει την ιστορική διαδικασία αυτής της ίδιας πρακτικής, καθιστώντας την πιο ομοιογενή, συνεκτική και αποτελεσματική σε όλες της τις πλευρές» (A. Gramsci).

Με το σύνθημα «Να καταστήσουμε δυνατή την επανάσταση: να οργανωθούμε για να προχωρήσουμε», διοργανώθηκε, στις 11 και 12 Δεκεμβρίου, το 3ο Συνέδριο των Anticapitalistas, που ήταν να γίνει το 2020, αλλά μεταφέρθηκε εξαιτίας της πανδημίας. Ένα Συνέδριο που, αντίθετα από το προηγούμενο, εντάσσεται σε μια αλλαγή πολιτικής και κοινωνικής φάσης, με αβέβαιους ρυθμούς, που απαιτεί βαθιά επανεξέταση της στρατηγικής μας και των επαναστατικών καθηκόντων που συνδέονται με την οικοδόμηση ενός νέου πολιτικού αντικαπιταλιστικού υποκειμένου ικανού να αναλάβει τις τεράστιες προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε.

Δεν είναι εύκολο να χαρακτηριστεί η νέα αυτή φάση. Ωστόσο, αναδύονται κινήματα σε παγκόσμιο, ευρωπαϊκό και ισπανικό επίπεδο, που μας επιτρέπουν να χαράξουμε, χωρίς μεγάλο κίνδυνο να διαψευστούμε, τις γενικές γραμμές ενός παγκόσμιου συστήματος που χαρακτηρίζεται από την αύξηση των ανισοτήτων και της συγκρουσιακότητας, τόσο στο εσωτερικό όσο και μεταξύ των χωρών, ως αποτέλεσμα της μεγαλύτερης εκμετάλλευσης από το κεφάλαιο.

Η παγκόσμια κατάσταση, στην εποχή του covid, σημαδεύεται από μια νέα φάση οικονομικής κρίσης, στην οποία επιδεινώνονται οι υφεσιακές τάσεις του ποσοστού κέρδους που συνοδεύουν τον καπιταλισμό εδώ και αρκετές δεκαετίες, γεγονός που θα ενισχύσει τη διαδικασία ανατοποθέτησης των παγκόσμιων δυνάμεων και οντοτήτων σε μια λυσσαλέα πάλη για την ηγεμονία στη νέα παγκοσμιοποίηση. Για αυτό και θεωρούμε πως η κρίση του covid, ακόμα και απρόβλεπτη, έχει δομικές ρίζες, απευθείας από το σημερινό οικονομικό σύστημα. Πρόκειται για μια νέα κούρσα ανταγωνισμών για πόρους, με την ανάδυση και νέων μορφών καταλήστευσης των φτωχοποιημένων χωρών, που συνδέονται έντονα με την οικοκοινωνική κρίση εξαιτίας της στενότητας των πόρων, της υπερεκμετάλλευσης της φύσης και της αδυναμίας να βρεθούν νέες δυνατότητες ανάπτυξης του καπιταλισμού, η οποία θα χωρίσει τον κόσμο σε ζώνες επιρροής ανταγωνιστικούς μεταξύ τους και θα καθορίσει και νέες πολιτικές εξελίξεις.

Καθώς το κεφάλαιο δεν έχει πού αλλού να πάει, πρέπει να ξανα-αρχίζει τους κύκλους του για να αποκατασταθεί. Στο επίπεδο της εσωτερικής του συσσώρευσης, υπάρχουν τρεις κρίσιμοι παράγοντες που διαπιστώθηκαν μετά την τελευταία κρίση: εμπορευματοποίηση των δημοσίων υπηρεσιών, επίθεση κατά των μισθών και εκτοπισμός εκτός δικαίου του ο,τιδήποτε συνδέεται με την κοινωνική αναπαραγωγή. Ο νεοφιλελευθερισμός όχι μόνο δεν δημιούργησε λιγότερο κράτος, αλλά και το ενίσχυσε και το μετέτρεψε σε κρίσιμο εργαλείο του για να χρηματοδοτεί το κεφάλαιο και να νομοθετεί υπέρ των συμφερόντων του, την ίδια ώρα που αποσύρει την κρατική παρέμβασηειδικά στη μείωση των ανισοτήτων και της φτώχειας. Έτσι που, παρόλο που, στην κρίση της πανδημίας, ορισμένες κυβερνήσεις εφάρμοσαν προγράμματα επέκτασης της δημόσιας δαπάνης, για να ωθήσουν την κατανάλωση και να αντικρούσουν την κοινωνική κατάρρευση μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού, μέσα από νομισματικούς μηχανισμούς (χαλάρωση των ordoliberal κανόνων για το έλλειμμα, διόγκωση του δημόσιου χρέους, κλπ.), ωστόσο όλα αυτά παρέμειναν εργαλεία για την ανάκαμψη των κερδών του κεφαλαίου.

Όσο για την ΕΕ, η αναμφισβήτητη παρακμή της φαίνεται και στην οικονομική κρίση, στις αυξανόμενες ανισότητες ανάμεσα στο κέντρο και στην περιφέρεια, στην παράλυση της πολιτικής της οικοδόμησης, την ώρα που αυξάνει ο αριθμός των κρατών που κυβερνούνται από την ακροδεξιά, η οποία αμφισβητεί τη θεσμική της αρχιτεκτονική αποδεικνύοντας ταυτόχρονα την ικανότητά της να ορίζει αυτή την ευρωπαϊκή ατζέντα.

Από την πλευρά της, η αριστερά έχει εξαιρετικά εξασθενίσει, με την Ελλάδα και την ήττα των λαϊκών ελπίδων που προκάλεσε το «ΟΧΙ» [το 2015] να αποτελεί το αναμφίβολο σημείο καμπής.

Παρόλο που κάθε αποσύνθεση [της ΕΕ] με τη μορφή εθνικής-κρατικής αναδίπλωσης από μια άκρα δεξιά θα ενίσχυε μια αντιδραστική της ανασύνθεση, ωστόσο μια κυβέρνηση της αριστεράς, άξια του ονόματός της, θα έπρεπε να αντιμετωπίσει τα όρια που επιβάλει η ΕΕ με ανυπακοή στις Συνθήκες, προωθώντας μια λαϊκή ρήξη, αναζητώντας ταυτόχρονα διεθνείς συμμαχίες, επεκτείνοντας τον αγώνα και δημιουργώντας αντιφάσεις στην καρδιά των άλλων χωρών. Σε όρους οικοδόμησης του πολιτικού υποκειμένου, η δική μας πρόταση αναζητάει μια μεγάλη συμμαχία των ευρωπαίων εργαζομένων απέναντι στις αντίστοιχες αστικές τους τάξεις. Δηλαδή, ξεκινώντας από την πάλη των τάξεων σε κάθε χώρα, πρέπει να προχωρήσουμε σε υπερεθνικές μορφές συνεργασίας, αναζητώντας λύσεις σε ευρωπαϊκή κλίμακα και προσπαθώντας να οικοδομήσουμε συνολικά κοινωνικά και πολιτικά κινήματα, με ωστόσο γερές ρίζες στις τοπικές πραγματικότητες.

Τάσεις και αντίβαρα στην κρίση του νεοφιλελευθερισμού

Οι κύριες πολιτικές εκφράσεις που έχουν προέλθει από αυτή την ανασυγκρότηση του παγκόσμιου σκηνικού είναι, κυρίως, η άνοδος της ακροδεξιάς, καθώς και οι οργανικές κρίσεις και εξεγέρσεις. Για να χαρακτηρίσουμε σωστά τους νέους αυταρχισμούς, να ορίσουμε τις διαφορές τους από τους κλασικούς φασισμούς, αλλά και τη συνέχεια με αυτούς, είναι σημαντικό να καταπολεμήσουμε την ελαφρότητα και τις εργαλειοποιήσεις που δικαιολογούν συμμαχίες με τις ελίτ, γύρω από μια αφηρημένη υπεράσπιση μερικών συνταγματικών καθεστώτων, στα οποία τα δημοκρατικά δικαιώματα είναι όλο και πιο υποβαθμισμένα. Η δική μας αντιφασιστική πρόταση δεν είναι λαϊκομετωπική (που εγκαταλείπει τη σοσιαλιστική ρήξη συνδέοντας την υπεράσπιση της δημοκρατίας με την εγκατάλειψη της πάλης των τάξεων, μέσα από μια συμφωνία με την αστική τάξη και τους πολιτικούς της εκπροσώπους), ούτε και ένας αμυντικός και ταυτοτικός αντιφασισμός. Αντίθετα, προτείνουμε την ανασύνθεση της ενότητας της εργαζόμενης τάξης με την πλατιά έννοια, πρώτον κατανοώντας πως η σημερινή εργατική τάξη είναι ποικιλόμορφη και, κατά συνέπεια, η μεταναστευτική εργατική τάξη αποτελεί τμήμα του εργατικού κινήματος και, δεύτερον, ότι ο στόχος δεν είναι μόνο να βελτιωθούν οι συνθήκες της αλλά και να γίνουν μεταρρυθμίσεις που να ευνοούν τη δομική της θέση στην κοινωνία και την αγωνιστική της ικανότητα. Για να ανοικοδομηθεί ένα κίνημα χειραφέτησης της τάξης πρέπει να λογαριάσουμε σε όλα τα κινήματα (συνδικαλιστικό, οικολογικό, φεμινιστικό, ΛΟΑΤΚΙ, αντιραστιστικό, κλπ.), γιατί αυτά είναι συν-ουσιαστικά της πάλης εργασίας-κεφαλαίου και αναγκαία για να τελειώσουμε με όλες τις μορφές καταπίεσης και με θεσμούς όπως η πατριαρχία, καθώς και για να αποφύγουμε την οικολογική κατάρρευση. Έτσι, είναι σημαντικό να κατευθύνουμε όλες τις προσπάθειές μας προς την οικοδόμηση μιας συμμαχίας όλων των κινημάτων χειραφέτησης και να αναπτύξουμε τις οργανωτικές διεξόδους εντοπισμού των κρίσιμων δομικών σημείων ισχύος της εργατικής τάξης που είναι σε θέση να πλήξουν το κεφάλαιο στο επίπεδο της παραγωγής (ποιά απεργία σε ποιούς κλάδους είναι η πιο αποτελεσματική σήμερα;) και της αναπαραγωγής (απεργία γυναικών).

Η άλλη όψη της ανόδου της ακροδεξιάς και των αδυναμιών της αριστεράς είναι οι οργανικές κρίσεις και οι μορφές που παίρνουν οι εξεγέρσεις τους, με τις εξελίξεις στη Χιλή να το δείχνουν καλά, όπου εκφράζεται ένα τεράστιο επίπεδο δυσφορίας και όπου, ωστόσο, στην αρχή, λείπει ένα πολιτικό σχέδιο και πλαίσιο. Σε όρους απόρριψης, η επιτυχία αυτών των κοινωνικών εκρήξεων αυθόρμητης φύσης θα εξαρτηθεί από τον κοινωνικό ιστό που υπάρχει στις κοινωνίες όπου γεννιούνται, καθώς και από την ικανότητά τους να δώσουν οργανωτική στήριξη και πολιτική κατεύθυνση στο κίνημα. Για αυτό και είναι επείγον να ετοιμαστούμε, στην αριστερά, για τέτοια γεγονότα και να μπορέσουμε να τα υπερασπιστούμε απέναντι σε μια αποκατάσταση της συναίνεσης, προωθώντας έτσι μια πολιτική αναδιοργάνωση. Δεν έχουμε αμφιβολίες ότι, όσο το χάσμα της ανισότητας θα βαθαίνει περισσότερο, τόσο και τα επεισόδια αυτά θα γίνονται συχνότερα και εντονότερα και δεν μπορούμε να επιτρέψουμε να πνιγούν στην καταστολή.

Οι τάσεις αυτές που περιγράφουμε έχουν το αντίστοιχό τους και στο Ισπανικό Κράτος. Μετά από έναν έντονο πολιτικό κύκλο ανόδου της αριστεράς, που ξεκίνησε με την κρίση του 2008 και οδήγησε στην άνοδο κομματικών και κοινωνικών εκφράσεων (15M [=αγανακτισμένοι -στμ], Podemos, καταλανικό δημοψήφισμα, κλπ.), πάνω από μια δεκαετία αργότερα, αυτός έφτασε στον πάτο σπρώχνοντας σε πολιτική απόσυρση μεγάλα τμήματα της κοινωνίας και, ακόμα χειρότερο, επιταχύνοντας μια απο-κινητοποίηση που έχει σήμερα γενικευτεί. Είναι μια απόσυρση που επεκτείνεται έως και στα κοινωνικά και συνδικαλιστικά κινήματα που είχαν υιοθετήσει μια λογική στήριξης και συνδιαλλαγής με την κυβέρνηση και που χάνουν σιγά-σιγά κοινωνικό χώρο και δύναμη, αγωνιστική ικανότητα και αυτονομία.

Καταλαβαίνοντας ότι η σημερινή κρίση πλήττει σκληρά την τάξη μας (ιδιαίτερα τις γυναίκες, τους νέους και το μεταναστευτικό πληθυσμό), εξαιτίας και της ημι-περιφερειακής κατάστασης της ισπανικής οικονομίας μέσα στο διεθνή καταμερισμό της εργασίας (τουρισμός, αποδιαρθρωμένη βιομηχανία, με χαμηλή προστιθέμενη αξία, κλπ.), η σημερινή κυβέρνηση συνασπισμού είναι ανίκανη να προχωρήσει σε ενεργητικές μεταρρυθμίσεις που να αντιστρέψουν την όλο και πιο επισφαλή κατάσταση της κοινωνίας. Παρόλο που έχει καταφέρει να παθητικοποιήσει προσωρινά τις δυνατότητες διαμαρτυρίας, δεν καταφέρνει να εκπληρώσει ούτε τις ελάχιστες, από τις ήδη περιορισμένες, εκλογικές της υποσχέσεις, αποδεικνύοντας την ανικανότητά της να αντιμετωπίσει τις μεγάλες επιχειρήσεις, όπως του ενεργειακού τομέα ή των κερδοσκοπικών κεφαλαίων, και μην παρεμβαίνοντας υπέρ του πληθυσμού ούτε στο χώρο των ελευθεριών και των πολιτικών δικαιωμάτων. Και μάλιστα ακριβώς το αντίστροφο, όπως το βλέπουμε στο Κάντιθ με τη σκληρή καταστολή ενάντια σε όσους ασκούν θεμιτά το απεργιακό τους δικαίωμα ή με την άγρια ποινή κατά των πέντε νέων στη Θαραγκόθα.

Έτσι, βαδίζουμε προς τη διαιώνιση ενός παρακμάζοντος μοντέλου (επισφάλεια, χαμηλοί μισθοί, διαρθρωτική εξασθένιση και καταλήστευση των δημοσίων υπηρεσιών) που, παραδόξως, συνυπάρχει με μια αδύναμη τάση προς μια μακροοικονομική ανάκαμψη. Πρόκειται για μια διαλεκτική σχέση ανάμεσα στην πολύ βαθιά κοινωνική ανισότητα και στη μεσοπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη οικολογική επιδείνωση και μία μερική και βραχύχρονη ανάκαμψη, στη βάση μιας ενίσχυσης της βιομηχανίας με χρηματοδότηση των επιχειρήσεων με δημόσιο χρήμα, που αρκετά γρήγορα θα μετατραπεί σε μεγαλύτερο χρέος, και σε περικοπές ή με διακοσμητικά μέτρα όπως το «Ελάχιστο Ζωτικό Εισόδημα» (IMV). Μια διαλεκτική σχέση που θα οδηγήσει σε αγωνιστικές μορφές αγώνα τον ταξικό ανταγωνισμό, αλλά που επίσης θα έχει επιπτώσεις στην εσωτερική διάρθρωση του κράτους και της εδαφικής εθνικής του δομής («η Ισπανία που αδειάζει»), από τις οποίες θα αναδυθούν νέες εδαφικές δυσαρέσκειες και εντάσεις που μπορεί να πάρουν διάφορες μορφές, όχι αναγκαστικά αριστερόστροφες.

Νέα καθήκοντα απέναντι σε δύσκολες προσκλήσεις

Υπολογίζοντας το νέο αυτό σενάριο στο οποίο βρισκόμαστε, αρκετά διαφορετικό από το προηγούμενο, στατικό και βαλτωμένο, παρά τις ενδεχόμενες απρόβλεπτες εκρήξεις, πρέπει να προσαρμόσουμε την οργανωτική μας κατεύθυνση, βαθαίνοντας την οικοδόμηση ενός ενεργού και αγωνιστικού κόμματος, ριζικά δημοκρατικού απέναντι στην κοινωνία και στο εσωτερικό του και ανεξάρτητου από τις οικονομικές και κρατικές εξουσίες. Ενός κόμματος που να θέτει σε κίνηση νέες ιδέες και ένα εναλλακτικό οικοσοσιαλιστικό σχέδιο για την κοινωνία με βάση την ενεργή πλουραλιστική συμμετοχή των πολιτών στις αποφάσεις μέσω του δημοκρατικού σχεδιασμού. Αυτό επίσης συνεπάγεται ότι, μαζί με τη συνέχιση της παρέμβασής μας στις συγκεκριμένες συγκυρίες και στην πιστή οικοδόμηση των κινημάτων, θα πρέπει ταυτόχρονα και να προωθήσουμε και τα προπαγανδιστικά μας καθήκοντα υπέρ της υπεράσπισης της ταξικής ανεξαρτησίας, τις προγραμματικές μας εναλλακτικές, όπως και την ανυποχώρητη αναζήτηση μεγαλύτερης συνοχής και ολοκλήρωσης των θέσεων που διατυπώνουμε. Και να αναλάβουμε και ένα απροσπέραστο καθήκον: να θέσουμε τα στοιχεία μιας στρατηγικής που θα καταστήσει δυνατή τη βαθιά αυτή κοινωνική αλλαγή.

Εάν κατά τη φάση του 15M [των πλατειών και των αγανακτισμένων -σ.τ.μ.] προσπαθήσαμε να μεταφράσουμε όλη αυτή την επίθεση και την αγανάκτηση σε οργάνωση, σήμερα πρέπει να την μεταφράσουμε σε συνθήματα, σε ιδέες και σε ισχυρές προτάσεις που να ενδυναμώνουν τη συνείδηση των εργαζόμενων και λαϊκών πλειοψηφιών στην ανάγκη να σταματήσει η κατηφόρα αυτή και να τεθεί ο ταξικός ανταγωνισμός στον κεντρικό άξονα της νέας φάσης. Μέσα στα κοινωνικά κινήματα, να συμβάλουμε στη σταθεροποίηση της αυτονομίας τους απέναντι στο κράτος από μια ρηξιακή και ταξική σκοπιά, καθώς και να πείσουμε για την ανάγκη να γίνει πράξη η ενότητα δράσης και οι προγραμματικές συμμαχίες ως ο μοναδικός δρόμος αντίστασης, ανασύνθεσης του λαϊκού κινήματος, και να οικοδομηθεί η απαραίτητη ώθηση για να αντιμετωπίσουμε τον αυταρχικό νεοφιλελευθερισμό που κυβερνάει τον κόσμο.

Θα πρέπει επίσης να σκεφτούμε και μια συνταγματική πρόταση που, όπως μας δείχνει σαφώς και για μια ακόμα φορά η ιστορία του ισπανικού κράτους, θα πρέπει να στηριχτεί σε μια συμμαχία ανάμεσα στα κινήματα χειραφέτησης και στα έθνη χωρίς κράτος, υπερασπιζόμενοι το δικαίωμα αυτοδιάθεσης με συνεκτικό τρόπο, για να σκεφτούμε έτσι νέα συνομοσπονδιακά και δημοκρατικά πρότυπα που να βασίζονται στην ελευθερία των λαών. Στο σημερινό καθεστώς, αυτό είναι αδύνατον. Ούτε και μπορεί να γίνει με την ηγεσία των ελίτ που ηγούνται των εθνικο-λαϊκών κινημάτων των εθνών χωρίς κράτος. Από την άποψη αυτήν, δεν εγκαταλείπουμε την προσπάθεια να κάνουμε πολιτικο-εκλογικές προτάσεις για να κρατηθεί ανοιχτή η ρηξιακή σφήνα, όπως για παράδειγμα με την Adelante Andalucía.

Όπως μας το θύμιζε ο Μπενσαΐντ, έχουμε συνείδηση του ότι δεν πρέπει να πέσουμε σε ένα είδος αφηρημένου κινηματισμού. Η ανασύνθεση και η ενδυνάμωση του κοινωνικού είναι θεμελιώδη και προϋπόθεση για την οικοδόμηση ενός σοσιαλιστικού, οικολογικού και φεμινιστικού σχεδίου που να συνδυάζει μαζικότητα και ριζοσπαστισμό. Ξέρουμε ότι αυτό έχει τους δικούς του ρυθμούς και ότι η ιστορία είναι ένα εκκρεμές όπου πρέπει να ξέρουμε να κινούμαστε με τις ευκαιρίες που ανοίγουν και με αυτές που κλείνουν. Για αυτό και τοποθετούμαστε με σαφήνεια υπέρ της οικοδόμησης μιας πολιτικής δύναμης που να είναι σε θέση να ριζώσει μέσα στο πραγματικό κίνημα, αλλά και που να προσβλέπει στη δημιουργία μιας στρατηγικής κατεύθυνσης που να αμφισβητεί μακροχρόνια το ζήτημα της εξουσίας: δηλαδή το ποιά τάξη κυβερνάει. Μακρυά από κάθε σεκταριστική διάθεση (ο μεγάλος κίνδυνος των επαναστατικών σχεδίων σε εποχές υποχώρησης, όταν περισσότερο ασχολούνται με το να δυναμώσουν το δικό τους περίγυρο και να βουτήξουν και κανέναν αγωνιστή από τους δίπλα) και από κάθε πολιτικάντικη ανυπομονησία, έχουμε τη γνώση ότι ο ρυθμός δεν καθορίζεται μόνο από την επιθυμία, έστω και αν προσπαθούμε να δημιουργήσουμε μια συλλογική θέληση.

Lorena Cabrerizo

 

 

Η Lorena Cabrerizo είναι εκπρόσωπος τύπου των Anticapitalistas.

 

Μετάφραση ΤΠΤ

Πηγή viento sur

 

Same author