Άνοιξη του 2021 είναι δύσκολο, παρά τις προσπάθειες μνήμης, να ξαναφτιάξει κανείς την ιδιαίτερη ατμόσφαιρα που άρχισε να δημιουργείται πριν δέκα χρόνια. Μια δεκαετία που μοιάζει αιώνας, από την αστυνομική επίθεση ενάντια σε μια ομάδα ούτε καν τριάντα ανθρώπων που αποφάσιζαν να περάσουν την νύχτα στην Puerta del Sol της Μαδρίτης, μετά από μια μαζική διαδήλωση διαμαρτυρίας κατά της έλλειψης δημοκρατίας και κατά των νεοφιλελεύθερων πολιτικών ως απάντηση στην κρίση.
Το κύμα αυτό αγανάκτησης γνώρισε τέτοια μεταδοτικότητα που μας ξεπέρασε όλους(-ες) μας: Την επόμενη μέρα ήταν εκατοντάδες οι άνθρωποι που ήθελαν να στήσουν κατάλυμα στην πλατεία Σολ. Αυτή τη φορά η αστυνομία δεν τόλμησε να προσπαθήσει να τους διώξει. Δύο βραδιές αργότερα, ήταν δεκάδες οι πλατείες σε όλο το Ισπανικό Κράτος που είχαν επίσης καταληφθεί. Το κίνημα «15Μ»1 είχε ξεκινήσει.
Η διήγηση μιας ιστορίας που μας έχει σημαδέψει βαθιά και που τη ζήσαμε σε πρώτο πρόσωπο ενέχει τον κίνδυνο, ιδιαίτερα μάλιστα στον εορτασμό μιας δεκαετίας, να μετατραπεί σε απολιθωμένη μνήμη, σε εικονική νοσταλγία, που περισσότερο παραλύει παρά βοηθάει στην κατανόηση. Ούτε η απολογία ούτε η καταδίκη, στην τελεολογική τους έκδοση, δεν βοηθούν στην πολιτική. Το καθήκον που προέχει για όλη την αριστερά είναι να αναρωτηθούμε ανοιχτά για τις διαφορές ανάμεσα στο τότε και στο σήμερα, αλλά και για τις ομοιότητες, που οφείλονται στην απουσία ρήξης, αλλά και στις προσπάθειες ένταξης, και τέλος και για το τί συνέβη στη διάρκεια όλων αυτών των δέκα χρόνων.
Γιατί είναι αλήθεια, όπως το έλεγε ο Bensaïd, ότι δεν αρχίζουμε ποτέ από την αρχή, αρχίζουμε πάλι πάντα από το μέσον. Αλλά δεν υπάρχει ποτέ ενδεχόμενη μάθηση χωρίς συστηματοποίηση της εμπειρίας και είναι ευθύνη μας να εξοπλιστούμε για να μην ξανακάνουμε τα ίδια λάθη και να αντιμετωπίσουμε με τις καλύτερες δυνατόν προϋποθέσεις τον επόμενο κύκλο. Στις επόμενες παραγράφους, προσπαθούμε να δώσουμε μερικές ιδέες για αυτόν το συλλογικό απολογισμό.
Η στιγμή της διαμαρτυρίας
Παρόλο που η σημασία του ενεπλάκη στη συνέχεια με με τα αμέσως επόμενα φαινόμενα, όπως εκφράστηκαν από τα mareas2, το ίδιο το Κίνημα 15Μ, στην κυριολεξία του, διέθετε τεράστιες δυνατότητες (που πολλοί δεν θέλησαν να τις δουν τότε) και πολύ σημαντικές ελλείψεις (που πολλοί άλλοι εξακολουθούν και σήμερα να μην τις αναγνωρίζουν). Περισσότερο από ένα αυστηρά καθορισμένο κίνημα, επρόκειτο περισσότερο για την έκφραση μιας γενικευμένης δυσφορίας και μιας οργανικής κρίσης χωρίς πολιτική συνάρθρωση.
Συμμεριζόμασταν συνθήματα εντυπωσιακά και πολιτικά προχωρημένα («δεν είμαστε εμπορεύματα στα χέρια των πολιτικών και των τραπεζιτών», ή «PSOE και PP, τα ίδια σκατά»), που κατάφεραν να προκαλέσουν ένα άλμα στον κοινό νου και στο συλλογικό φαντασιακό, μέσα σε πολύ λίγο χρόνο, αλλά ταυτόχρονα έλλειπε και μια αληθινή πρόταση ή κάποιου είδους τοποθέτηση σε σχέση με την εξουσία. Η βασική θέση στο κίνημα ανέλαβαν οι μεσαίες πανεπιστημιακές τάξεις (και πιο συγκεκριμένα τα φτωχοποιημένα τους παιδιά), δεν υπήρξε σύνδεση με το συνδικαλιστικό κόσμο, ούτε και με διεκδικήσεις που σήμερα είναι κεντρικές, όπως ο φεμινισμός ή ο αντιρατσισμός, αλλά τότε παρέμεναν σε δεύτερη μοίρα στην μεγάλη πλειοψηφία των περιπτώσεων. Η κυβέρνηση, ακόμα και αν πολλοί μοιάζουν να το ξεχνούν, ήταν στα χέρια του PSOE και έμοιαζε τότε ακόμα απλή διανοητική άσκηση το να φανταστεί κανείς την ανάδυση νέων κομμάτων που να είναι σε θέση να αλλάξουν το πολιτικό τοπίο.
Τα χρόνια που ακολούθησαν το 2011 ήταν χρονιές αισιόδοξων ελπίδων και διαρκούς κινητοποίησης, ήταν μια έκρηξη που θα αποτελέσει το έμβρυο πολλών φαινομένων που θα αναπτυχθούν αργότερα. Οφείλουμε στο 15Μ την ιδεολογική τους διάσταση, τη ρήξη με τα προηγούμενα εννοιολογικά πλαίσια και τον «κοινό νου» ώς τότε, το άνοιγμα μιας σφήνας στο κέντρο του πολιτικού μας συστήματος και, άρα, και τη δυνατότητα να φανταστούμε την ανάδυση νέων πραγμάτων. Στη διάστασή του την πιο πραγματολογική, το 15Μ ήταν αυτό που επέτρεψε την ανάπτυξη πρακτικών κοινωνικού συνδικαλισμού μέσα από την επιταχυνόμενη επέκταση του PAH3, τον πολλαπλασιασμό συνοικιακών συνελεύσεων (παράλληλα με το αγγλοσαξονικό κίνημα του Occupy) και την ανάδυση ενός νέου μοντέλου υπεράσπισης των δημοσίων υπηρεσιών, τα Mareas. Η τοποθέτηση κινημάτων όπως το Marea Verde ή το Marea Blanca, προϋπέθετε μια διεύρυνση των συνδικαλιστικών βάσεων και μια ριζοσπαστική στροφή στον τρόπο διεξαγωγής της πάλης για το δημόσιο τομέα που κατάφερνε να κόψει τόσο πολιτικά όσο και επικοινωνιακά με τη λογική της σύγκρουσης ανάμεσα σε εργαζόμενους και χρήστες.
Έχει ειπωθεί επανειλημμένως ότι το Podemos ήταν η λογική συνέχεια του 15Μ. Αυτό δεν είναι αλήθεια (ήταν μόνο η μια από τις πολλές ενδεχόμενες συνέχειες), αλλά για εμάς είναι σαφές ότι χωρίς το 15Μ, δεν θα είχαν υπάρξει οι Podemos. Από την άλλη μεριά, δεν είναι αλήθεια ούτε και ότι οι Podemos θα ήταν ένα εγχείρημα από τα πάνω, πίσω από την πλάτη του κινήματος, και/ή με την πρόθεση να ακυρωθεί. Οι προσπάθειες για να ενοποιηθούν οι αγώνες και να αποκτήσουν μια πολιτική συνοχή διαδέχονταν η μία την άλλη ήδη από κάποιο διάστημα. Οι «Πορείες για την Αξιοπρέπεια», που προσπαθούσαν να κόψουν με την κινηματίστικη αποσύνθεση για να συγκλίνουν σε ένα ελάχιστο πρόγραμμα (ψωμί, δουλειά, στέγη) είναι ένα καλό παράδειγμα. Το ταβάνι που είχε φτάσει το κίνημα των κινημάτων οδηγούσε σε μια γενικευμένη εξάντληση. Ο νόμος LOMCE4, που ήταν η τελευταία μεγάλη μάχη του Marea Verde, είχε ήδη εγκριθεί πριν από ένα χρόνο. Και χάνοντας τις αυταπάτες τους στο κοινωνικό ζήτημα, πολλοί ήταν αυτοί που άρχιζαν να θεωρούν τα εκλογικά ζητήματα ως βιώσιμο χώρο παρέμβασης.
Η θεσμική επίθεση ή η φιλοδοξία να κερδίσουμε
Το 2013, το κίνημα 15Μ και όλοι οι αγώνες που είχε προωθήσει βρίσκονταν σε κρίση. Ήταν αναγκαίο να αλλάξει ο συσχετισμός δυνάμεων στο εσωτερικό του κινήματος, να στηριχτεί σε ό,τι απέμενε από την κοινωνική κινητοποίηση και να επεκταθεί στον εκλογικό χώρο. Για πρώτη φορά από τη μετάβαση [του 1978] έμοιαζε εφικτό να προωθηθεί μια πολιτική δύναμη που να είναι σε θέση να πιέσει για να ανοίξουν συνταγματικές διαδικασίες που θα καθιστούσαν πραγματική τη φιλοδοξία να αλλάξουν όλα. Η διεθνής σκηνή επίσης το διευκόλυνε: στην Ελλάδα, ένας ΣΥΡΙΖΑ, πλουραλιστικός και δημοκρατικός, πολύ διαφορετικός από αυτόν που πρόδωσε το ΟΧΙ μερικά χρόνια αργότερα, βρισκόταν επικεφαλής της κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης και ένα βήμα πριν κερδίσει τις εκλογές. Η υπόθεση της συγκρότησης μιας Ευρώπης των λαών και της οικοδόμησης συμμαχιών ανάμεσα στις χώρες του νότου και του μεσογειακού τόξου ενάντια στις απαιτήσεις της τρόϊκας έμοιαζε εύλογη. Αλλά, για να γίνει κάτι τέτοιο, χρειαζόταν να έχουμε έναν δικό μας ισπανικό Σύριζα. Και τότε εμφανίστηκε, μέσα σε πολλούς τομείς, μια μετατόπιση του εκκρεμούς: το στάδιο της κοινωνικής ελπίδας έκλεινε και άνοιγε ένα στάδιο εκλογικής ελπίδας.
Το Podemos γεννήθηκε μέσα από μια συμφωνία ανάμεσα σε αρκετούς από το Πανεπιστήμιο Complutense της Μαδρίτης και στην Izquierda Anticapitalista (σήμερα Anticapitalistas). Οι πρώτοι προσέφεραν ορατά και αναγνωρίσιμα πρόσωπα στους αγωνιστές και στον αριστερό ακτιβισμό, ενώ η δεύτερη προσέφερε το απαραίτητο αρχικό δίκτυο αγωνιστών που θα προωθούσε την εδαφική οργάνωση σε όλο το Ισπανικό Κράτος. Έχοντας συνηθίσει να δουλεύουμε μέσα σε μια μικρή οργάνωση με επαναστατική συνείδηση, πολύ ριζωμένοι στα κινήματα αλλά χωρίς σχεδόν καμία εμπειρία σε επικοινωνιακούς όρους και σε διαπραγματεύσεις μέσα σε ευρύτερες οργανώσεις (και, ασφαλώς, και επιδεικνύοντας και μεγάλη αφέλεια καθώς και έλλειψη προσοχής στις σχέσεις μας με τους συμμάχους μας της εποχής), πολύ γρήγορα πεταχτήκαμε στο περιθώριο σε κρίσιμες στιγμές της διαδικασίας οικοδόμησης και χάσαμε και πολύ από την επιρροή μας καθώς προχωρούσε το συνολικό σχέδιο.
Ο αρχικός στόχος του Podemos ήταν να προωθήσει μια όσο γίνεται πιο πλατιά αντι-νεοφιλελεύθερη πολιτική δύναμη, που να είναι πλουραλιστική και όσο το δυνατόν ανοιχτή, να υπερβαίνει τα μπλοκαρίσματα μηχανισμών των παραδοσιακών κομμάτων και να χρησιμεύσει στο να κατακτηθεί η πολιτική εξουσία με ένα πρόγραμμα ρήξης και μετασχηματισμού, με βάση το αρχικό Μανιφέστο Mover ficha. Ένα μεγάλο μέρος των αγωνιστών του κοινωνικού κινήματος είδε με καχυποψία τη γέννηση του Podemos, αλλά η πιο κακή αντίδραση ήρθε από τις οργανώσεις της παραδοσιακής αριστεράς: το έβλεπαν ως άμεσο εχθρό που ήρθε να καταλάβει έναν εκλογικό χώρο που οι ίδιες δεν φιλοδοξούσαν πλέον να επεκτείνουν και τον θεωρούσαν ως δική τους ιδιοκτησία. Το 2014, το Podemos αναδύθηκε στις ευρωεκλογές με ένα αποτέλεσμα που κανείς δεν περίμενε: πέντε ευρωβουλευτές. Η επιτυχία αυτή του επέτρεψε να εντάξει μαζικά νέα μέλη, ενώ γνώρισε και μια αληθινή χιονοστιβάδα από μετακινήσεις αγωνιστών που εγκατέλειπαν τις προηγούμενες οργανώσεις τους. Πέρα από την Ανδαλουσία, η Αραγονία ήταν επίσης μια εξαίρεση για το Podemos. Καταφέραμε εκεί όχι μόνο να επιβραδύνουμε την επιβολή του ντουέτου Iglesias-Errejon, αλλά και να σηματοδοτήσουμε το δημόσιο διάλογο της απευθείας σύγκρουσης με το PSOE και να ανοίξουμε ένα χώρο μέσα στην οργάνωση για άλλα ρεύματα και για τη δημιουργία σχέσεων με αδελφικές διαδικασίες που αναδύονταν, όπως με το Alto Aragon en Comun. Ο Echenique5 μπορεί να μην είχε προηγούμενη πολιτική εμπειρία αλλά μπόρεσε να εκφράσει καλά τις διεκδικήσεις κύκλων αγωνιστών και να στήσει μια ομάδα στρατευμένων ανθρώπων που προέρχονταν από τους αγώνες και που πίστευαν ακράδαντα σε αυτό που έκαναν και έλεγαν. Μαζί με την Teresa Rodriguez, είχε το θάρρος να συγκρουστεί δημοσίως με τον Pablo Iglesias και τον Inigo Errejon και να αποδείξει ότι ένα άλλο Podemos ήταν εφικτό: πιο πλατύ, ανοιχτό, δημοκρατικό και ριζωμένο στην επικράτεια, με γερές προγραμματικές προτάσεις, χωρίς να πέφτει στις παγίδες της υποταγής στο PSOE. Ωστόσο, άρκεσε η ένταξή του στον κρατικό μηχανισμό για να σιωπήσει η κριτική του φωνή και να ακυρωθεί και η πολιτική δύναμη του Podemos Aragon.
Η είσοδος του Podemos και του Unidas Podemos6 στις κυβερνήσεις του PSOE, είτε στο κεντρικό κράτος είτε και στην Αραγονία, σήμανε το τέλος αυτού του κύκλου. Το Unidas Podemos εισήλθε στις κυβερνήσεις με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο κατέληξε και το δημοψήφισμα του ΣΥΡΙΖΑ για το ΟΧΙ στην Ελλάδα και ο συμβιβασμός του Τσίπρα: με αποδοχή της πολιτικής υποταγής απέναντι στις απαιτήσεις της Τρόϊκας και με την εγκατάλειψη της ρήξης με το καθεστώς του ‘78. Περάσαμε από το «Ναι, μπορούμε» και την ιδέα της ανόδου στην κυβέρνηση ως εργαλείο μετασχηματισμού της κοινωνίας στην κυβέρνηση συνεργασίας με το PSOE ως αυτοσκοπό, περιφρονώντας τη δυνατότητα αποφυγής των δεξιών κυβερνήσεων με βάση την υποστήριξη και τις προγραμματικές διαβουλεύσεις ενάντια στις σοσιοφιλελεύθερες κυβερνήσεις.
Το Unidas Podemos, κολυμπώντας στη λογική «δεν μπορούμε», ανακαλύπτει σήμερα ότι το να είναι στην κυβέρνηση δεν σημαίνει και ότι έχει την εξουσία και αναγκάζονται να απαρνηθούν συστηματικά όλες τους τις υποσχέσεις όπως την κατάργηση της μεταρρύθμισης του εργατικού δικαίου και της νομοθεσίας mordaza7, τη ρύθμιση των ενοικίων, το πάγωμα των τιμών ηλεκτρισμού, τη φορολογική μεταρρύθμιση, κλπ. Και, που είναι ακόμα χειρότερο, προσπαθούν να αντισταθμίσουν την αδυναμία τους αυτή με μια καμπάνια θριαμβευτικής προπαγάνδας και διάδοσης ψευδών πληροφοριών, που τους κάνει να χάσουν κάθε αξιοπιστία, σήμερα και στο μέλλον.
Το Podemos έχει μέλλον ως πολιτικό κόμμα και θα καταφέρει ακόμα και να κυβερνήσει και σε άλλες ευκαιρίες. Αλλά έχει ακυρωθεί τελείως ως εργαλείο για πραγματική αλλαγή. Ενώ στην αρχή του υπήρξε μοχλός αμφισβήτησης του καθεστώτος, τώρα έχει γίνει ένα «μετασχηματιστικό» σχέδιο χρήσιμο και αναγκαίο μόνο για τη θωράκιση και την παλινόρθωση του συστήματος. Σε αυτό το νέο του ρόλο, είναι αναγκασμένο να σβήσει από το εσωτερικό του όσους τομείς εξακολουθούν να διατηρούν ακόμα έναν ορίζοντα δημοκρατικής ρήξης, το οποίο και εξηγεί αυτό που έγινε με το Adelante Andalucia, όπου έντεκα βουλευτές των Anticapitalistas διαγράφηκαν από την κοινοβουλευτική ομάδα, παραβιάζοντας κάθε κανόνα, αρπάζοντας την ευκαιρία που η Teresa Rodriguez βρισκόταν σε άδεια γέννας.
Με την έννοια αυτή, ο τρόπος με τον οποίο οι σύντροφοι της IU-PCE8 έλυσαν τον τετραγωνισμό του κύκλου είναι ήδη παράδοξος: γιατί πέρασαν από την καχυποψία ή από τις επιθέσεις ενάντια στις νέες μορφές πολιτικής έκφρασης και την εκλογική τους εκδήλωση στην οικοδόμηση σταθερών συμμαχιών ως δρόμο, όχι για την οικοδόμηση ενός πλατιού μετώπου ενάντια στο σοσιοφιλελευθερισμό, αλλά για την είσοδό τους στις κυβερνήσεις.
Το πιο ανησυχητικό από τις υποχωρήσεις αυτές των τελευταίων χρόνων δεν είναι η αίσθηση της εξουδετέρωσης μιας καλής ευκαιρίας για την αριστερά της αλλαγής. Ο μεγάλος κίνδυνος βρίσκεται στο ότι το Unidas Podemos, που βρίσκεται μέσα στις κυβερνήσεις του PSOE, δεν μπορεί πλέον να είναι μέρος της λύσης απέναντι στην οικονομική και κοινωνική κρίση που ζούμε, αλλά αποτελεί μέρος του προβλήματος. Όμως χωρίς γερές αναφορές σε μια αριστερά που να αντιτίθεται στη νεοφιλελεύθερη-προοδευτική διαχείριση της κρίσης τροφοδοτείται το έδαφος για να εμφανιστεί η άκρα δεξιά ως η μοναδική δυνατή εναλλακτική.
Για όλους αυτούς τους λόγους, και μετά από ένα χρόνο συζητήσεων στο εσωτερικό των Anticapitalistas, πήραμε την απόφαση το 2020 να φύγουμε από το Podemos. Αυτό ήταν μια τελική πράξη που επικύρωνε μια κατάσταση που ήταν ήδη πραγματικότητα και η οποία ήρθε να επικυρώσει την αποτυχία του σχεδίου μας για το Podemos. Ωστόσο, δεν επανερχόμαστε στην αφετηρία: ξανα-αρχίζουμε πάντα από τα μέσα του δρόμου. Σε αυτό το στάδιο, βγήκαμε γεμάτοι(ες) από μια εμπειρία που θα μας βοηθήσει καλύτερα να αντιμετωπίσουμε τον επόμενο κύκλο και έχοντας έρθει και σε επαφή με νέες γενιές αγωνιστών. Είμαστε πεπεισμένοι(ες) ότι το στοίχημά μας ήταν σωστό και ότι η υπόθεση της δημιουργίας μιας λαϊκής εξουσίας μέσα από πλατιές οργανώσεις, καλά οριοθετημένες από τον σοσιαλφιλελευθερισμό, εξακολουθεί να ισχύει.
Ξανα-αρχίζουμε από τη μέση
Η κρίση καθεστώτος που αναδείχτηκε από το 15Μ παραμένει ανοιχτή και σήμερα, έστω και με έναν τρόπο που ενισχύει την ένταση ανάμεσα στις προσπάθειες εμβάθυνσής της (διαφθορά της μοναρχίας, δικαίωμα αυτοδιάθεσης της Καταλονίας, συγκρούσεις και εξεγέρσεις που συγκλίνουν όλο και περισσότερο) και στις επιχειρήσεις παλινόρθωσής του. Η κοινωνική δυσφορία εκφράζεται με διαφορετικές μορφές απ’ό,τι πριν από δέκα χρόνια, όπως το μαρτυρούν και ορισμένες μεμονωμένες συλλογικές εκρήξεις (Black Lives Matter, ελευθερία για τον Pablo Hasel, κλπ.). Από την πλευρά του και το αυταρχικό και υπερ-φιλελεύθερο διεθνές κύμα παράγει επιπτώσεις και μέσα στο Ισπανικό Κράτος, με την ανάπτυξη ακροδεξιών πολιτικών αντιλήψεων που κινητοποιούνται και στο δρόμο. Η πανδημία ήρθε να βαθύνει μια κοινωνική υποχώρηση που είχε ήδη ξεκινήσει, επιδεινώνοντας μια αίσθηση αποπροσανατολισμού στο χώρο της αριστεράς εξαιτίας του σχηματισμού των κυβερνητικών συνασπισμών με το PSOE. Σε αυτό το πλαίσιο, το κύριο καθήκον είναι να καταπολεμηθεί η πολιτική αποστράτευση και η προπαγάνδα για το ότι δεν θα υπήρχε άλλη εναλλακτική (TINA) σε δύο επίπεδα: οικοδομώντας μια φερέγγυα αριστερή φωνή, πολιτικά αυτόνομη, που να μην υποτάσσεται στο νεοφιλελεύθερο δόγμα και να μην αναδιπλώνεται όμως ούτε στο περιθώριο, προωθώντας την ανάδυση και την ισχυροποίηση των εστιών λαϊκής εξουσίας με βάση τους αγώνες.
Για να γίνει αυτό εφικτό, πολλά πράγματα είναι αναγκαία. Το πρώτο είναι μια διεύρυνση της συνδικαλιστικής βάσης, έτσι ώστε να ενσωματώσει όλους τους τομείς που εδώ και αρκετό καιρό οργανώνονται έξω από τις γραφειοκρατικές και σάπιες πρακτικές του πλειοψηφικού συνδικαλισμού: καθαρίστριες ξενοδοχείων9, ντελιβεράδες, εργαζόμενες στο σπίτι, κλπ. Το δεύτερο είναι να τεθεί στο κέντρο των διαδικασιών πολιτικής επαναδιάρθρωσης η εντυπωσιακή εμπειρία συλλογικής αυτοάμυνας και οικοδόμησης ενός ταξικού υποκειμένου που ενσωμάτωσε το κίνημα για το δικαίωμα στη στέγη, κυρίως στην Καταλονία. Το τρίτο είναι να δημιουργηθούν σχέσεις ενεργούς αλληλεγγύης με όλες τις διαδικασίες αμφισβήτησης που μπορούν να αποφύγουν την ισχυροποίηση μιας κατασταλτικής, νεοφιλελεύθερης και αυταρχικής λύσης, ακόμα και όταν ντύνεται με τα προοδευτικά λόγια της κρίσης καθεστώτος.
Το 2021 δεν είναι 2011, αλλά η υπόθεση οικοδόμησης πλατιών αντινεοφιλελεύθερων χώρων σε ρήξη με το καθεστώς του ‘78, πλουραλιστικών και δημοκρατικών, συνεχίζει να ισχύει. Η αναδίπλωση σε μικρές ταυτοτικές ομάδες απομονωμένες από τις κοινωνικές πλειοψηφίες δεν αποτελεί επιλογή και το μόνο που θα αποδείκνυε θα ήταν μια αδυναμία και μια μηδενική πολιτική επίπτωση. Αλλά ούτε και επιτρέπεται να παραμένει κανείς παγιωμένος στο 2014, αναπαράγοντας επικά και θριαμβευτικά λόγια για ένα περιβάλλον και ένα Podemos που πλέον δεν υπάρχουν. Ανοίγει επομένως μια περίπλοκη περίοδος στην οποία οι συγκυρίες θα είναι κάθε φορά όλο και πιο ποικίλες και τροποποιούμενες. Η προτεραιότητά μας πρέπει να είναι να τροφοδοτήσουμε τις συγκρούσεις που θα αναδυθούν και να οικοδομήσουμε ένα οπλοστάσιο που να επιτρέψει να αποφύγουμε μια ερήμωση των δρόμων. Συνδυάζοντας την ικανότητα απάντησης, αλλά και πρωτοβουλίας, δουλεύοντας για την ενοποίηση των αγώνων των διάφορων τομέων και προχωρώντας προς τη συνάρθρωση ενός πολιτικού σχεδίου μετασχηματισμού με μια ενωτική και ταξική φιλοδοξία.
Julia Camara και Pablo Rochela
Revue L’Anticapitaliste n°126 (mai 2021)
1Το «κίνημα 15M» (από το 15 Μαΐου) επίσης αποκαλείται (για παράδειγμα κυρίως στην Ελλάδα) και «κίνημα των αγανακτισμένων».
2Mareas (=παλίρροιες) αποκλήθηκαν διάφορα διεκδικητικά κινήματα που αναδύθηκαν στην Ισπανία στην περίοδο 2011-2012, όπως π.χ. η Marea Verde (πράσινη), που ξεκίνησε από τη Μαδρίτη, για την υπεράσπιση της εκπαίδευσης, ή η Marea Blanca (άσπρη) για την ιατρική περίθαλψη.
3Plataforma de Afectados por la Hipoteca= Πλατφόρμα των θυμάτων των στεγαστικών δανείων.
4LOMCE= Νόμος για τη βελτίωση της εκπαιδευτικής ποιότητας.
5Ο Pablo Echenique είναι επιστήμονας και εκλέχτηκε στο ευρωκοινοβούλιο.
6Unidas Podemos (=Μαζί μπορούμε), είναι η εκλογική συμμαχία που υπάρχει από το 2016, κυρίως μεταξύ του Podemos και της Izquierda Unida (του ισπανικού κομμουνιστικού κόμματος).
7Νόμος mordaza (φίμωτρο), που επιτίθεται στις ελευθερίες.
8IU-PCE (Izquierda Unida – Partido Comunista de España, δηλαδή Κομμουνιστικό Κόμμα της Ισπανίας) είναι η δεύτερη συνιστώσα της εκλογικής συμμαχίας Unidas Podemos.
9Las Kellys (las que limpian): καθαρίστριες ξενοδοχείων, που οργανώθηκαν από τη Βαρκελώνη.