Όταν οι Μπολσεβίκοι δημιούργησαν μια Σοβιετική Δημοκρατία στο Ντονμπάς (1917-18)

Το Ντονμπάς βρίσκεται στο επίκεντρο του ισχυρισμού του Βλαντιμίρ Πούτιν ότι ο Λένιν χώρισε τη Ρωσία για να δημιουργήσει την Ουκρανία. Ωστόσο, η πραγματική ιστορία της περιοχής δείχνει πόσο πολύ πάλεψαν οι Μπολσεβίκοι με τα αιτήματα για εθνική αυτονομία εν μέσω της κατάρρευσης της τσαρικής αυτοκρατορίας. 

Ανακοινώνοντας τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία στα τέλη του περασμένου μήνα, ο Βλαντιμίρ Πούτιν παρουσίασε λεπτομερώς το όραμά του για τον κόσμο – και την ιστορία1. Ο Ρώσος πρόεδρος εξήγησε ότι οι Ουκρανοί δεν υπάρχουν, ότι η ταυτότητά τους είναι μια απλή επινόηση και ότι το ουκρανικό κράτος είναι ένα λάθος. Περισσότερο από αυτό, το χαρακτήρισε ως ένα παράνομο δημιούργημα, μια πράξη αρπαγής σε βάρος της Ρωσίας.

Ο Πούτιν έβγαλε ιδιαίτερα δηλητήριο για τον Βλαντιμίρ Λένιν και την αντίληψή του για τη Σοβιετική Ένωση ως ομοσπονδιακό κράτος – αναπαριστώντας την ως ωρολογιακή βόμβα που συνέβαλε στην κατάρρευση της ΕΣΣΔ, «τη μεγαλύτερη καταστροφή του εικοστού αιώνα». Ήταν επίσης ειλικρινής σχετικά με τη συμπάθειά του για τον Γιόζεφ Στάλιν, καθώς, αποκηρύσσοντας τις ιδέες του Λένιν, είχε καταφέρει να οικοδομήσει «ένα αυστηρά συγκεντρωτικό και απόλυτα ενιαίο κράτος» εντός των συνόρων της παλιάς τσαρικής αυτοκρατορίας. Ο Πούτιν επέκρινε τον Στάλιν μόνο επειδή δεν είχε αναθεωρήσει τις λενινιστικές αρχές πιο διεξοδικά – δηλαδή επειδή δεν είχε απαλλαγεί από την τυπική αυτονομία των σοβιετικών δημοκρατιών.

Ακόμη και μεταξύ εκείνων που δεν αμφισβητούν το ιστορικό δικαίωμα της Ουκρανίας να είναι ανεξάρτητο κράτος, θεωρείται συνήθως ότι τα διεθνώς αναγνωρισμένα σύνορά της είναι, στην ουσία, τεχνητά. Πολλοί δεν αμφισβητούν τους ισχυρισμούς του Πούτιν ότι οι νοτιοανατολικές περιοχές της Ουκρανίας «αρπάχτηκαν» από τη Ρωσία προς όφελος της Ουκρανίας. Από το 2014, ο Πούτιν ισχυρίζεται ότι αυτές οι «ιστορικά ρωσικές» περιοχές προσαρτήθηκαν στην Ουκρανία τη δεκαετία του 1920. Αλλά έχει αυτό πραγματικά καμία σχέση με τα ιστορικά γεγονότα;

Πράγματι, οι Μπολσεβίκοι που αναδείχθηκαν νικητές στον αγώνα για την εξουσία στο τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου ήταν αυτοί που έπρεπε να λύσουν το πρόβλημα των συνόρων μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας. Η χάραξη των συνόρων μιας νέας χώρας μέσα σε μια προηγουμένως συγκεντρωτική αυτοκρατορία δεν ήταν μικρό πρόβλημα, ιδίως δεδομένου ότι οι επαρχίες που επρόκειτο να γίνουν Ουκρανία δεν είχαν κανένα ειδικό καθεστώς ή αυτονομία στην τσαρική αυτοκρατορία. Τον δέκατο ένατο αιώνα, η επικράτεια της σημερινής Ουκρανίας χωρίστηκε σε τρία γενικά κυβερνεία που περιελάμβαναν διάφορες επαρχίες: το Γενικό Κυβερνείο του Κιέβου (βορειοδυτικά), το Γενικό Κυβερνείο της Μικρής Ρωσίας (βορειοανατολικά) και το Γενικό Κυβερνείο της Νέας Ρωσίας και της Βεσσαραβίας (ανατολικά και νότια). Μετά τη σταδιακή εκκαθάριση των γενικών κυβερνειών, αυτή η ντε φάκτο υποδιαίρεση σε τρεις περιφέρειες παρέμεινε. Αυτές οι δομές που κληρονομήθηκαν από την αυτοκρατορία δεν εξαφανίστηκαν απλώς χωρίς ίχνη μετά τις επαναστάσεις του Φεβρουαρίου και του Οκτωβρίου. Το 1917-18, η επιμονή τους όχι μόνο επηρέασε τις στρατηγικές των κύριων δυνάμεων όσον αφορά τις οργανωτικές τους δομές –καθοδηγώντας επίσης τις πολιτικές τους επιλογές– αλλά διαμόρφωσε αποφασιστικά αυτό που οι ιστορικοί Sophie Coeuré και Sabine Dullin αποκαλούν «νοητικές γεωγραφίες» τους2.

 

Ξεχνώντας το εθνικό ζήτημα

Η Φεβρουαριανή Επανάσταση έβαλε τέλος στον τσαρισμό- στην Ουκρανία, όπως και στην υπόλοιπη αυτοκρατορία, τα σοβιέτ (εργατικά συμβούλια) και η προσωρινή κυβέρνηση άρχισαν να μάχονται για την εξουσία. Αλλά στο Κίεβο, ένας τρίτος παράγοντας διεκδίκησε την εξουσία: η Κεντρική Ράντα, μια συνέλευση διαφορετικών ουκρανικών κομμάτων που επεδίωκε την ουκρανική αυτονομία. Η μόνη απογραφή που είχε πραγματοποιηθεί, το 1897, δεν περιλάμβανε στοιχεία για την εθνικότητα των κατοίκων της αυτοκρατορίας3. Οι υποστηρικτές της αυτονομίας ισχυρίστηκαν ότι Ουκρανοί ήταν όλοι όσοι είχαν δηλώσει ως μητρική τους γλώσσα τη «Μικρορωσική»∙ η Ουκρανία θα περιελάμβανε, λοιπόν, όλα τα εδάφη όπου ο πληθυσμός αυτός αποτελούσε την πλειοψηφία. Ένας τέτοιος τρόπος καθορισμού του πολιτικού χώρου ήταν αρκετά λογικός: για μια χώρα της οποίας τα εδάφη είχαν επί μακρόν υποταχθεί σε αυτοκρατορικές αρχές που αρνούνταν την ιστορική και πολιτιστική υποκειμενικότητα των κατοίκων της –αντί αυτού, δομούσαν τα δίκτυα της οικονομικής κυκλοφορίας σύμφωνα με τις ανάγκες της μητρόπολης– τα κριτήρια της ιστορικής νομιμότητας ή του οικονομικού ορθολογισμού δύσκολα θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν ως επιχειρήματα για την αυτονομία.

Με βάση αυτά τα δεδομένα που βασίζονται στη γλώσσα, η Κεντρική Ράντα συνέταξε έναν κατάλογο επαρχιών που έπρεπε να θεωρούνται ουκρανικές, ο οποίος περιελάμβανε το Κίεβο, τη Βολινία, την Ποντόλια, την Πολτάβα και το Τσερνίγκοφ, αλλά και τις ανατολικές και νότιες επαρχίες Χάρκοβο, Εκατερινοσλάβ, Χερσώνα και Ταυρίδα (χωρίς την Κριμαία). Αν και οι μεγάλες πόλεις ήταν τα κέντρα της αποικιοκρατικής κυριαρχίας και μιλούσαν ρωσικά, ο γηγενής αγροτικός πληθυσμός μιλούσε ουκρανικά και αποτελούσε παντού την πλειοψηφία4.

Για τους μπολσεβίκους αγωνιστές, η αυτονομία της Ουκρανίας και το μελλοντικό έδαφός της δεν αποτελούσαν προτεραιότητα. Ένα μέλος θυμόταν ότι ήταν «εξαιρετικά απροετοίμαστοι να κατανοήσουν την ιδέα της ενότητας της Ουκρανίας» και δεν σκέφτονταν τα πιθανά σύνορά της. Στην πραγματικότητα, οι γεωγραφικοί χώροι στους οποίους δρούσαν οι Μπολσεβίκοι εξαρτιόνταν πάνω απ’ όλα από τα σοβιέτ και τις σχέσεις που δημιουργούσαν μεταξύ τους. Στο έδαφος της μελλοντικής Ουκρανίας, υπήρχαν τρεις τέτοιες ομαδοποιήσεις τοπικών σοβιέτ το 1917· μία με επίκεντρο το Κίεβο, μία άλλη γύρω από την Οδησσό και μία τρίτη που συγκέντρωνε τα σοβιέτ της βιομηχανικής περιοχής Ντόνετς-Κριβόι Ρογκ. Η διαίρεση αυτή συμπίπτει σε μεγάλο βαθμό με τον διοικητικό χάρτη της τσαρικής εποχής, όπου επίσης συναντώνται αυτές οι τρεις περιοχές. Τα περιφερειακά τμήματα του Μπολσεβίκικου Κόμματος σχηματίστηκαν σύμφωνα με την ίδια εδαφική αρχή και οι αγωνιστές οργανώθηκαν εντός των ορίων αυτών των τριών περιοχών.

Λίγο αργότερα, οι τοπικοί Μπολσεβίκοι κατακλύστηκαν από γεγονότα για τα οποία δεν ήταν προετοιμασμένοι. Τον Οκτώβριο του 1917, δεν ήταν οι Μπολσεβίκοι που νίκησαν την προσωρινή κυβέρνηση στο Κίεβο, αλλά η Κεντρική Ράντα που εδραίωσε την εξουσία της. Η Γεβγενία Μπος, μέλος του περιφερειακού τμήματος των Μπολσεβίκων στο Κίεβο, έγραψε ότι «όταν τέθηκε στην πράξη το ζήτημα της ουκρανικής αυτοδιάθεσης», η οργάνωση παρέμεινε χωρίς «κανένα πραγματικό πρόγραμμα».

 

Πέρα από τον Δνείπερο

Με την αποτυχία του αρχικού σχεδίου για την κατάληψη της εξουσίας στο Κίεβο με τη βία, το σχέδιο Β΄ των Μπολσεβίκων συνίστατο στην οργάνωση ενός συνεδρίου των σοβιέτ μαζί με την Κεντρική Ράντα. Το δεύτερο μέρος αυτού του σχεδίου περιελάμβανε τη μαζική προσέλκυση μπολσεβίκων αντιπροσώπων από τις ανατολικές επαρχίες και τη χρήση αυτής της αριθμητικής δύναμης για να γείρει η ισορροπία υπέρ των υποστηρικτών της νέας εξουσίας στην Πετρούπολη. Αλλά το συνέδριο ήταν μια πανωλεθρία για τους Μπολσεβίκους, καθώς οι συμπαθούντες τη Ράντα κέρδισαν την πλειοψηφία.

Οι Μπολσεβίκοι έπρεπε να αυτοσχεδιάσουν ένα σχέδιο Γ΄ και αποφάσισαν να «αναζητήσουν ένα μέρος όπου το προλεταριάτο είναι πιο πολυάριθμο, πιο συγκεντρωμένο, πιο συνειδητοποιημένο». Έτσι, η αντιπροσωπεία κατευθύνθηκε ανατολικά προς το Χάρκοβο, μια μεγάλη βιομηχανική πόλη. Οι νεοαφιχθέντες προσπάθησαν να πείσουν τους συντρόφους τους ότι τους συνέδεε όλους ένας κοινός στόχος – να σοβιετοποιήσουν την Ουκρανία στο σύνολό της. Ωστόσο, οι ανατολικοί μπολσεβίκοι ήθελαν πρώτα να εδραιωθούν μόνιμα στη βιομηχανική και εργατική περιφέρεια Ντόνετς-Κριβόι Ρογκ, ενώ θα άφηναν τους Ουκρανούς αγρότες στις δυτικές επαρχίες να επιλέξουν μια κυβέρνηση «κατ’ εικόνα τους». Οι Μπολσεβίκοι του Κιέβου αποκάλεσαν την προσέγγιση των συντρόφων τους «πολιτικό στρουθοκαμηλισμό» και τους κατηγόρησαν ότι θέλουν να «οχυρωθούν στο δικό τους Ντονμπάς».

Παρά τις διαφωνίες, στις 12 Δεκεμβρίου 1917, το συνέδριο του Χάρκοβο ανακήρυξε τη σοβιετική εξουσία, κήρυξε τη δημιουργία της Ουκρανικής Σοβιετικής Δημοκρατίας (συνδεδεμένης με τη Ρωσική Σοβιετική Δημοκρατία με ομοσπονδιακούς δεσμούς) και ανακοίνωσε την ανατροπή της Ράντα. Το όνομα του νέου κράτους ήταν πανομοιότυπο με αυτό που είχε επιλέξει η Ράντα – Ουκρανική Λαϊκή Δημοκρατία ή ΟυΛΔ. Ο ξεκάθαρος στόχος ήταν να αντικατασταθεί η ΟυΛΔ της Ράντα από τη σοβιετική ΟυΛΔ. Αλλά ήταν επίσης σαφές ότι η ιδέα του ουκρανικού κράτους, όπως ορίστηκε από το εθνικό κίνημα, είχε μεγαλύτερη επιρροή από ό,τι φαινόταν – και οι Μπολσεβίκοι δεν είχαν άλλη επιλογή από το να την υιοθετήσουν, αν και με τον δικό τους τρόπο.

 

Η Σοβιετική Δημοκρατία του Ντόνετς-Κριβόι Ρογκ

Στην πραγματικότητα, δεν υπήρχε καμία πραγματική συναίνεση σε αυτά τα ζητήματα στο εσωτερικό του κόμματος. Την εποχή της ανακήρυξης της Σοβιετικής Ουκρανίας, οι μπολσεβίκοι ηγέτες του Χάρκοβο είχαν ήδη δημιουργήσει μια δημοκρατία σε τοπικό επίπεδο με τα δικά τους όργανα εξουσίας. Γιατί, λοιπόν, αντιτάχθηκαν στο σχέδιο για μια Σοβιετική Ουκρανία; Ορισμένα μέλη επισήμαναν την επιλογή των μπολσεβίκων του Χάρκοβο να απομονωθούν στο εκρωσισμένο αστικό περιβάλλον, δεδομένων των πολύ περιορισμένων μόνο επαφών τους με την ουκρανική αγροτιά. Επιπλέον, οι μπολσεβίκοι αγωνιστές δεν ήταν απρόσβλητοι από την αυτοκρατορική ιδεολογία της Μεγάλης Ρωσίας. Ωστόσο, δεν επρόκειτο μόνο για μια σύγκρουση μεταξύ φορέων διαφορετικής περιφερειακής ή εθνικής πίστης, αλλά και για μια διαφωνία σχετικά με την τακτική και το συνολικό στρατηγικό όραμα.

Η ιδέα μιας δημοκρατίας Ντόνετς-Κριβόι Ρογκ, που θα ένωνε την ανατολική Ουκρανία και το βιομηχανοποιημένο τμήμα της περιφέρειας Ντον, φαίνεται ότι προέκυψε μεταξύ των μπολσεβίκων του Χάρκοβο υπό την επιρροή κάποιων αγωνιστών που προέρχονταν από το Ροστόφ του Ντον μετά την κατάκτηση αυτής της γειτονικής ρωσικής περιοχής από τον αντιμπολσεβίκικο στρατηγό Αλεξέι Καλέντιν. Ο Ντον αποτελούσε σημείο συσπείρωσης για πολλές αντιμπολσεβίκικες δυνάμεις σε αυτά τα εδάφη, και ως εκ τούτου θεωρήθηκε ως άμεση απειλή. Το Ντονμπάς, αντίθετα, ήταν μια περιοχή πιστή στη σοβιετική εξουσία, ικανή να επιβάλει την προλεταριακή της θέληση στις αγροτικές και «αντιδραστικές» περιοχές. Η εξασφάλιση της υποστήριξής της αποτελούσε, επομένως, ύψιστη προτεραιότητα τόσο για όσους είχαν διαφύγει από το Κίεβο όσο και για τους φυγάδες από το Ροστόφ. Τα αντίστοιχα σχέδιά τους ήταν ουσιαστικά πανομοιότυπα: να ενσωματώσουν το Ντονμπάς στο κρατικό τους σχέδιο και να χρησιμοποιήσουν τις δυνάμεις του για να εκδιώξουν τον εχθρό από τη δική τους πατρίδα.

Τον Ιανουάριο του 1918, οι σοβιετικές ένοπλες δυνάμεις ανέλαβαν τον έλεγχο της ουκρανικής πρωτεύουσας. Η κυβέρνηση της Κεντρικής Ράντα τράπηκε σε φυγή. Σύμφωνα με τους Μπολσεβίκους στο Χάρκοβο, δεν υπήρχε πλέον ανάγκη να διατηρηθεί η Σοβιετική Ουκρανία, καθώς η τακτική της αποστολή –να αποκτήσει τον έλεγχο της Ουκρανίας– είχε ολοκληρωθεί. Έτσι, αποφάσισαν ότι οι επαρχίες Εκατερινοσλάβ, Χάρκοβο, Ταυρίδα (χωρίς την Κριμαία) και ένα μέρος της περιφέρειας Ντον αποτελούσαν πλέον μια ξεχωριστή δημοκρατία – τη Σοβιετική Δημοκρατία του Ντόνετς-Κριβόι Ρογκ (ΣΔΝτΚΡ).

Αλλά γιατί να εγκαθιδρύσουν μια δημοκρατία μέσα σε αυτά τα εδαφικά όρια; Η ανακήρυξή της δικαιολογήθηκε κυρίως από το γεγονός ότι «τα λεκανοπέδια του Ντόνετς και του Κριβόι Ρογκ αποτελούν μια οικονομικά αυτάρκη μονάδα». Σύμφωνα με τους υποστηρικτές της ΣΔΝτΚΡ, με τη σοσιαλιστική επανάσταση, «η ταξική αρχή, δηλαδή η οικονομία, υπερίσχυσε της εθνικής αρχής». Επέμεναν ότι «η δημιουργία της Ουκρανίας, ακόμη και μιας σοβιετικής, θα ήταν μια αντιδραστική απόφαση», επειδή το να δοθεί στο κράτος μια εθνική μορφή σήμαινε μόνο «επιστροφή στο μακρινό παρελθόν». Αντίθετα, η ίδρυση ενός κράτους με βάση αποκλειστικά το κριτήριο της οικονομικής συνάφειας θα ήταν ορθολογική και επομένως προοδευτική. Η ΣΔΝτΚΡ προοριζόταν να αποτελέσει την ενσάρκωση μιας τέτοιας τομής προς το μέλλον. Με τη δημιουργία της οικονομικής και όχι της εθνικής δημοκρατίας, οι μπολσεβίκοι στο Χάρκοβο ήταν πεπεισμένοι ότι υπερασπίζονταν ένα πραγματικά μαρξιστικό όραμα για τον κόσμο και την ιστορία. Μόνο το 1922 επικράτησε η ιδέα του Λένιν ότι το έθνος είναι απαραίτητο βήμα στην ιστορική πορεία προς τη σοσιαλιστική κοινωνία και έγινε κατευθυντήρια αρχή της ΕΣΣΔ5. Το 1917-18, ένα μεγάλο μέρος των μελών του Μπολσεβίκικου Κόμματος, αν όχι η πλειοψηφία, ήταν ακόμα πεπεισμένο ότι η σοσιαλιστική επανάσταση και η ισότητα που έφερε καθιστούσε το «εθνικό ζήτημα» παρωχημένο.

Επιπλέον, οι ιδρυτές της Σοβιετικής Δημοκρατίας Ντόνετς-Κριβόι Ρογκ δικαιολόγησαν την απόφασή τους με την ανάγκη να θέσουν όλους τους πόρους του Ντονμπάς στην υπηρεσία των «βιομηχανικών κέντρων του Βορρά», όπως η Πετρούπολη και η Μόσχα. «Θέλουμε να ενωθούμε με ολόκληρη τη χώρα», επέμεινε ο ηγέτης της ΣΔΝτΚΡ Φιοντόρ Σεργκέγιεφ, αφήνοντας να εννοηθεί ότι με ολόκληρη τη χώρα εννοούσαν την πρώην τσαρική αυτοκρατορία και τη μεγάλη ρωσική μητρόπολή της. Η ανακήρυξη της Ουκρανικής Σοβιετικής Δημοκρατίας αντιθέτως έγινε αντιληπτή ως μια επιβλαβής απόφαση, «ένα καπρίτσιο που δεν θα μπορούσε να διαρκέσει», το οποίο διέσπασε την ενότητα του αυτοκρατορικού οικονομικού χώρου που κληρονομήθηκε από την τσαρική εποχή.

Ο Σεργκέγιεφ ενημέρωσε την Πετρούπολη για την απόφασή του. Η απάντηση ήρθε αμέσως: «Θεωρούμε αυτόν τον διαχωρισμό επιβλαβή». Ωστόσο, οι κεντρικές αρχές απέφυγαν να απαντήσουν οριστικά αποφασίζοντας υπέρ της μιας ή της άλλης πλευράς. Όμως, οι συνθήκες άλλαζαν μέρα με τη μέρα.

Επιδιώκοντας να απεμπλακεί από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Ρωσική Σοβιετική Δημοκρατία υπέγραψε τη συνθήκη ειρήνης με τις Κεντρικές Δυνάμεις τον Μάρτιο του 1918. Ένας από τους όρους της ήταν η απόσυρση των στρατευμάτων του Κόκκινου Στρατού από το ουκρανικό έδαφος και η εγκατάλειψη των εδαφικών διεκδικήσεων της Ρωσίας στην Ουκρανία. Οι Μπολσεβίκοι στην Ουκρανία προφανώς δεν ήθελαν να υποχωρήσουν τόσο εύκολα. Τι θα γινόταν αν και η Σοβιετική Ουκρανία ανακηρυσσόταν ανεξάρτητη; Θα μπορούσε να αντιταχθεί στην κατοχή χωρίς η Σοβιετική Ρωσία να θεωρηθεί υπεύθυνη για τις ενέργειές της. Για να γίνει αυτό δυνατό, ήταν απαραίτητο να συγκληθεί ένα νέο συνέδριο που θα ψήφιζε υπέρ της ανεξαρτησίας της Ουκρανίας και της ένοπλης αντίστασης στους Γερμανούς και Αυστριακούς εισβολείς. Η Κεντρική Επιτροπή του Μπολσεβίκικου Κόμματος υποστήριξε αυτό το σχέδιο και τελικά έδωσε μια σαφή οδηγία: η ΣΔΝτΚΡ έπρεπε να αποτελέσει μέρος της Ουκρανίας και να στείλει τους αντιπροσώπους της στο συνέδριο.

Αντίθετα ωστόσο, μόλις οι Γερμανοί άρχισαν να εισβάλλουν στις βιομηχανικές περιοχές, η Μόσχα έπαιξε το χαρτί ότι το Ντόνετς-Κριβόι Ρογκ ανήκε στη Ρωσία, και δήλωσε ότι η γερμανική επίθεση «ξεπέρασε τα όρια της αμιγώς ουκρανικής επικράτειας». Οι σοβιετικές αρχές, εμπλεκόμενες σε ένα διπλωματικό παιχνίδι, προσπάθησαν να κρατήσουν όλα τα ενδεχόμενα ανοιχτά στην Ουκρανία. Αλλά μόλις οι αυστρογερμανικές δυνάμεις κατέλαβαν ολόκληρη την Ουκρανία, αυτό το διπλωματικό παιχνίδι έληξε.

 

Γιατί «εφευρέθηκε» η Ουκρανία;

Οι αποφάσεις που έλαβαν οι Μπολσεβίκοι το 1917-1920, αντί να αποτελούν ένα συνεκτικό και προμελετημένο σχέδιο δράσης, ήταν προϊόν περιορισμών, αλλά και των ευκαιριών της στιγμής. Το 1917, κυρίως χάρη στην επιμονή των ανθρώπων της Ράντα, η Ουκρανία επιβλήθηκε ως ένας νέος πολιτικός χώρος. Αυτή η νέα πραγματικότητα, που αρχικά δεν αναλύθηκε επαρκώς από τους Μπολσεβίκους, τους ανάγκασε τελικά να πάρουν θέση σε ζητήματα που μέχρι τότε τους ήταν ξένα. Το πιο σημαντικό, τους έφερε αντιμέτωπους με την αντίφαση μεταξύ της απεραντοσύνης των πολιτικών τους φιλοδοξιών σε παγκόσμια κλίμακα και των πολύ συγκεκριμένων, τοπικών δυσκολιών μιας επανάστασης που εξελισσόταν σε μια παρακμάζουσα αποικιακή αυτοκρατορία. Αυτή η αντίφαση πυροδότησε μια μακρά διαδικασία κατά την οποία οι νοητικές γεωγραφίες των Ρώσων μαρξιστών αμφισβητήθηκαν και αναδιαμορφώθηκαν.

Το κύριο ερώτημα παραμένει γιατί, πολύ καιρό μετά την ήττα των Ουκρανών εθνικιστών, οι κορυφαίες σοβιετικές αρχές συνέχισαν να υποστηρίζουν την αντίληψη μιας «μεγαλύτερης Ουκρανίας», ενώ απέκλειαν κάθε πιθανότητα ενός ρωσικού ή ανεξάρτητου Ντονμπάς. Δεν είχε πλέον ολοκληρωθεί η κύρια αποστολή αυτού του σχεδίου – δηλαδή η καταπολέμηση των Ουκρανών εθνικιστών;

Μέχρι περίπου το 1922, ο γενικός στόχος των Μπολσεβίκων παρέμενε η παγκόσμια επανάσταση. Ήταν επομένως απαραίτητο να κερδίσουν την υποστήριξη λαών εκτός του ρωσικού πυρήνα της σοβιετοκρατούμενης επικράτειας, προκειμένου να επεκταθεί η εμβέλεια της λαϊκής εξέγερσης. Το βλέμμα τους ήταν στραμμένο προς τη Δύση, καθώς οι εξεγέρσεις στις ευρωπαϊκές χώρες αποτελούσαν τη μόνη ελπίδα επιβίωσης για την επανάσταση, της οποίας ο ρωσικός Οκτώβρης ήταν μόνο η πρώτη σπίθα. Υπό αυτή την έννοια, η Ουκρανία είχε να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στο παγκόσμιο επαναστατικό τους εγχείρημα – να ανοίξει την πρώτη πόρτα προς την Ευρώπη, και ειδικότερα προς τη Γερμανία. Υπό αυτή την έννοια, η ανοιχτά αντεθνική ρητορική των ηγετών της ΣΔΝτΚΡ θα μπορούσε να προσφέρει κακές υπηρεσίες στη σοβιετική εξουσία και να αποξενώσει τους Ουκρανούς συμμάχους από τους Μπολσεβίκους.

Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, οι κομμουνιστές έβγαλαν πολλές φορές τη σημαία της Σοβιετικής Ουκρανίας, ιδίως κατά τη διάρκεια στρατιωτικών επιθέσεων, προκειμένου να εξασφαλίσουν την υποστήριξη του τοπικού πληθυσμού. Ωστόσο, μόλις το 1919-1920 οι μπολσεβίκοι ηγέτες άρχισαν να συνειδητοποιούν ότι η τυπικά ανεξάρτητη Σοβιετική Ουκρανία, συμπεριλαμβανομένων των νότιων και ανατολικών επαρχιών, δεν ήταν μόνο μια καλή τακτική απάντηση για την εξουδετέρωση των εθνικιστών, αλλά ότι η διατήρησή της είχε επίσης μακροπρόθεσμα πλεονεκτήματα. Οι ανατολικές πόλεις, ως βιομηχανικά χωνευτήρια και κέντρα αποικιοκρατικής κυριαρχίας, θα μπορούσαν να γίνουν ένα είδος ζώνης μεταφοράς μεταξύ της ρωσικής μητρόπολης και της «αγροτικής» ουκρανικής περιφέρειας. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η Μόσχα δεν σχεδίαζε πλέον να διαχωρίσει την περιοχή αυτή από την Ουκρανία – το αντίθετο μάλιστα.

Όπως σωστά επισημαίνει ο Terry Martin, η στρατηγική των Μπολσεβίκων ήταν «να αναλάβουν την ηγεσία σε αυτό που τώρα φαινόταν να είναι η αναπόφευκτη διαδικασία της αποαποικιοποίησης». Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο, πρώτα στη θεωρία και μετά στην πράξη, ο Λένιν επέλεξε μια εθνική αρχή για την οικοδόμηση της ΕΣΣΔ. Κάθε σοβιετικό έθνος επρόκειτο έτσι να έχει τη δική του εδαφικά και διοικητικά οριοθετημένη «εθνική πατρίδα» – ένα σχέδιο δύσκολο να εφαρμοστεί σε μια ηπειρωτική αυτοκρατορία όπως η ρωσική. Πράγματι, η τσαρική αυτοκρατορία είχε μια πληθώρα γεωγραφικών περιοχών, στα μισά του δρόμου μεταξύ μητροπολιτικού και αποικιακού καθεστώτος. Η Ανατολική Ουκρανία αντιπροσώπευε μια τέτοια ζώνη υβριδισμού: τα αστικά της κέντρα, οικονομικά και πολιτισμικά προσανατολισμένα προς τη Ρωσία, υπήρχαν ως νησιά σε έναν ωκεανό κοινωνικά, εθνοτικά και πολιτισμικά διακριτής υπαίθρου.

Το επίπονο και φιλόδοξο έργο της οικοδόμησης μιας εθνικής πατρίδας για κάθε σοβιετικό έθνος είχε τόσο πολιτικά όσο και οικονομικά πλεονεκτήματα, ευνοώντας τη δημιουργία ενός τύπου κρατικής δομής που εγγυόταν τη λήψη συγκεντρωτικών αποφάσεων –απαραίτητη προϋπόθεση για τη μετάβαση στον κομμουνισμό για τους Μπολσεβίκους– ενώ παράλληλα απευθυνόταν στους τοπικούς πληθυσμούς και τις ιδιαιτερότητές τους. Κάνοντας μια παραχώρηση στην έννοια του έθνους-κράτους που αντιστοιχούσε έθνος και έδαφος, οι Μπολσεβίκοι ήλπιζαν να διατηρήσουν την εδαφική ακεραιότητα της πρώην Ρωσικής Αυτοκρατορίας και να τη μετατρέψουν σε ένα πολυεθνικό σοσιαλιστικό κράτος. Η ομοσπονδία των σοβιετικών δημοκρατιών υποτίθεται ότι θα ήταν μόνο το πρώτο βήμα στη μακρά διαδικασία συγχώνευσης και κατά συνέπεια εξαφάνισης των εθνών πρώτα στην ΕΣΣΔ και στη συνέχεια παγκοσμίως. Ήταν αυτή η πολιτική, την οποία η Francine Hirsch αποκαλεί «κρατικά υποστηριζόμενο εξελικτισμό», που ακολουθήθηκε στο πλαίσιο ενός συγκεντρωτικού κράτους με οιονεί αποικιακή οικονομική και διοικητική δομή, που θα έδινε στην ΕΣΣΔ τη χαρακτηριστική της μορφή.

Το ιδεώδες της «αδελφότητας των λαών» σύντομα έγινε προπέτασμα καπνού για να κρύψει τον σταλινικό ιμπεριαλισμό. Έτσι, ο κόμπος των αντιφάσεων μεταξύ της αυτοκρατορικής κληρονομιάς του τσαρισμού και του ουτοπικού σχεδίου του μπολσεβικισμού, πάνω στο οποίο οικοδομήθηκε η ΕΣΣΔ, δεν λύθηκε ποτέ. Παραμένει και αποτελεί σήμερα μια πρόκληση για πολλές χώρες του μετασοβιετικού χώρου που στερήθηκαν μια πραγματική εθνική, πολιτική και οικονομική κυριαρχία καθ’ όλη τη διάρκεια του εικοστού αιώνα. Στη συνέχεια της μακράς αυτοκρατορικής της ιστορίας, η Ρωσία του Πούτιν συνεχίζει να ασκεί τη βάναυση κυριαρχία της στις πρώην αποικίες της.

Σήμερα το σχέδιο του Λένιν για εθνική αυτονομία καταπατείται από τον Πούτιν, ο οποίος προωθεί αλυτρωτικά και αναθεωρητικά ιστορικά επιχειρήματα για να δικαιολογήσει τον βάρβαρο πόλεμό του εναντίον των Ουκρανών. Είναι καιρός να πούμε όχι σε αυτή την άρνηση της υποκειμενικότητας όχι μόνο του κράτους αλλά και του ουκρανικού λαού. Η αλληλεγγύη μας πρέπει να απευθύνεται στον ουκρανικό λαό που πήρε τα όπλα για να πολεμήσει την ιμπεριαλιστική δύναμη, καθώς και σε όλους εκείνους στη Ρωσία που, με κίνδυνο της ελευθερίας τους, διαμαρτύρονται ενάντια στη στρατιωτική περιπέτεια που αποφάσισε το Κρεμλίνο.

 

Μετάφραση: elaliberta.gr

Hanna Perekhoda, “When the Bolsheviks Created a Soviet Republic in the Donbas”, Jacobin, 22 Μαρτίου 2022, https://jacobi… (η μετάφραση στα αγγλικά έγινε από τον David Broder). Αναδημοσίευση: Hanna Perekhoda, “The Bolshevik approach to territory: Eastern Ukraine in 1917-18”, Europe Solidaire Sans Frontières, http://www.eur….

Στα γαλλικά:

Hanna Perekhoda, « Les bolcheviks et l’enjeu territorial de l’Ukraine de l’Est (1917–1918) », Europe Solidaire Sans Frontières, http://www.eur….

Η Hanna Perekhoda είναι μεταπτυχιακή βοηθός ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Λωζάνης. Είναι μέλος της Ελβετικής Επιτροπής Αλληλεγγύης στον Ουκρανικό Λαό και στους Ρώσους Αντιπάλους του Πολέμου.

 

Σημειώσεις

1 Mario Kessler, “Putin’s Anti-Bolshevik Fantasies Could Be His Downfall”, Jacobin, 26 Φεβρουαρίου 2022, https://www.ja…

2 Coeuré Sophie, Dullin Sabine, Frontières du communisme. Mythologies et réalités de la division de l’Europe, de la révolution d’Octobre au mur de Berlin, La Découverte, Παρίσι 2007.

3 Krawchenko Bohdan, Social Change and National Consciousness in Twentieth-Century Ukraine, Palgrave Macmillan, Λονδίνο 1985.

4 Krawchenko B., Ο.π.

5 [Σ.τ.Μ.:] Στην πραγματικότητα το 1922 δεν είναι η χρονιά κατά την οποία «επικράτησε η ιδέα του Λένιν», όπως αναφέρεται, αλλά η χρονιά κατά την οποία ο Λένιν διαπίστωσε έντρομος το μέγεθος της εξάπλωσης του μεγαλορωσικού σοβινισμού μέσα στο μπολσεβίκικο κόμμα και κυρίως στους ηγετικούς του κύκλους. Ο (ήδη άρρωστος) Λένιν προσπάθησε να συγκρουστεί με τον μεγαλορωσικό σοβινισμό και να υπερασπιστεί τα δικαιώματα των εθνοτήτων, αλλά ως γνωστόν, έχασε αυτή τη μάχη, πριν χάσει τη μάχη με τον θάνατο. Σχετικά: Μοσέ Λεβίν, “Η μάχη του Λένιν ενάντια στη σοβιετική γραφειοκρατία για τα δικαιώματα των εθνοτήτων της ΕΣΣΔ”, e la libertà, 20 Αυγούστου 2017, https://www.el…, από το: Μοσέ Λεβίν, Η τελευταία μάχη του Λένιν, Παρουσία, Αθήνα 1983. Ι. Β. Λένιν, «Σχετικά με το Ζήτημα των Εθνοτήτων ή της “Αυτονόμησης” στην ΕΣΣΔ», e la libertà, 20 Αυγούστου 2017, https://www.el…. Μίκαελ Λεβί, «Η Οκτωβριανή Επανάσταση και το εθνικό ζήτημα: Λένιν εναντίον Στάλιν», Red Notebook, Το Διαρκές 1917, ΚΨΜ, Αθήνα 2017. Αναδημοσίευση: e la libertà, 20 Αυγούστου 2017, https://www.el….

 

 

Μετάφραση: eleliberta.gr

 

Hanna Perekhoda