Η νέα άνοδος του γυναικείου κινήματος

«Για να αλλάξουν οι συνθήκες ζωής πρέπει να μάθουμε να τις βλέπουμε με τα μάτια των γυναικών»

Λέων Τρότσκι1

Εισαγωγή

Τα τελευταία χρόνια ζήσαμε μια νέα άνοδο των φεμινιστικών κινημάτων που, σε ορισμένες χώρες, πήραν μαζικό χαρακτήρα και, παράλληλα, είχαμε και μεγαλύτερη συμμετοχή γυναικών, στη βάση και στην ηγεσία, σε πλατιά κινήματα μαζικής διαμαρτυρίας και σε λαϊκές εξεγέρσεις. Από την άποψη αυτήν, δεδομένης της διαφοράς υποδείγματος αυτών των αγώνων σε σχέση με τους προηγούμενους, του τέλους του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ου αιώνα ή των δεκαετιών 1960 και 1970, καθώς και της ανάπτυξής τους ταυτόχρονα με άλλες διαδικασίες μαζικών διεθνών κινητοποιήσεων, θεωρούμε πως αυτό που αναδύεται τώρα είναι ένα νέο κύμα του κινήματος των γυναικών, το οποίο θα έχει βαθιές επιπτώσεις στις μορφές και στα αιτήματα της πάλης των τάξεων και ιδιαίτερα μέσω του νέου εργαλείου της απεργίας των φεμινιστριών.

1. Το πλαίσιο

Το 2020, η πανδημία του Covid-19 δημιούργησε ένα τελείως νέο πλαίσιο, αναδεικνύοντας τα ουσιαστικά χαρακτηριστικά της κατάστασης. Το κείμενο του 17ου παγκόσμιου Συνεδρίου μας, το 2018, είχε υπογραμμίσει το γενικό γεωπολιτικό χάος και τις κρίσεις που υπάρχουν σήμερα. Η πανδημία αποτελεί χτυπητή απεικόνιση της παγκοσμιοποίησης, με τη γρήγορη μετάδοση της πανδημίας σε όλο τον κόσμο και το χάους που δημιουργεί η ανικανότητα όλων των καπιταλιστικών κυβερνήσεων να διαχειριστούν τις κρίσεις που απορρέουν, την υγειονομική, την κοινωνική και την οικονομική.

Μια ένταση δημιουργήθηκε στο επείγον της κατάστασης ανάμεσα στο υγειονομικό και στο οικονομικό, έτσι ώστε να αποπροσανατολιστεί και να οδηγηθεί σε λάθος κατεύθυνση ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού σε σχέση με τη σοβαρότητα και το βάθος της σημερινής φάσης αυτής της κρίσης πολιτισμού. Σε μεγάλο βαθμό, η ιδέα που καλλιεργήθηκε είναι πως η πανδημία θα ήταν η αιτία της οικονομικής κρίσης, ενώ στην πραγματικότητα, ο καπιταλισμός σε κρίση αναζητάει αναδιοργάνωση κρυπτόμενος πίσω από την πανδημία. Έτσι, τα μέτρα που παίρνονται κατά των κοινωνικών επιπτώσεων της πανδημίας παρουσιάζονται ως “έκτακτα” που θα πρέπει όσο γίνεται γρηγορότερα να αντικατασταθούν από “κανονικές” πολιτικές. Αποκρύπτεται έτσι το γεγονός ότι η πανδημία ξεπήδησε από έναν καπιταλισμό που με κανέναν τρόπο δεν είχε ξεπεράσει τις συνδυασμένες του κρίσεις (χρηματιστική, κοινωνικοοικονομική, περιβαλλοντική, γεωπολιτική) που εξακολουθούν να δρουν πίσω από τα μεγάλα lockdown και τους ειδικούς εγκλεισμούς που προκάλεσε ο Covic-19.

Οι τωρινές αλληλεπιδρώμενες κρίσεις επηρεάζουν ιδιαίτερα τις γυναίκες, πράγμα που ενισχύεται και από τις επιπτώσεις της πανδημίας, και οικοδομούν μια γενικευμένη οπισθοχώρηση σε σχέση με αυτό που συχνά ονομάστηκε η “πλέον μακρόχονη επανάσταση”, που ενίσχυσε τα δικαιώματα των γυναικών κατά τον περασμένο αιώνα.

Η αντίφαση ανάμεσα στην επιθυμία των γυναικών για μια ζωή που να αξίζει, από τη μια, και στην επιδείνωση της σημερινής κατάστασης, από την άλλη, βρίσκεται στη βάση της νέας ανόδου των κινητοποιήσεων των γυναικών και εξηγεί και τον περιεκτικό χαρακτήρα που συνήθως έχουν οι διάφορες αναδυόμενες πλατφόρμες, καθώς και την ανάπτυξη της φεμινιστικής απεργίας των γυναικών, αλλά και διάφορες τοπικές και κοινοτικές εμπειρίες ως μεθόδους συμβολικής δράσης για την απόρριψη του συστήματος στο σύνολό του.

1.1 Πανδημία του Covid-19

Η πανδημία του Covid-19 είναι το προϊόν της σύζευξης των οικολογικών και κοινωνικών κρίσεων που βρίσκονται από κάτω: Είναι η παραμόρφωση της σχέσης της ανθρώπινης κοινωνίας με τη φύση (αποψίλωση δασών, κατάρρευση της βιοποικιλότητας, εμπόριο άγριων ζώων, βιομηχανική γεωργία, γενετική μηχανική στη ζωική και διατροφική παραγωγή) και η ανικανότητα των καπιταλιστικών κυβερνήσεων, που κινητοποιούνται από το κέρδος, να οργανώσουν και να συντηρήσουν αποτελεσματικές υπηρεσίες υγείας και άλλες δημόσιες υπηρεσίες. Επίσης αποτελεί και χονδροειδέστατη απόδειξη της παγκόσμιας ανισότητας στο χώρο της πρόσβασης στην περίθαλψη και στους πόρους υγείας, καθώς για παράδειγμα το 90% των διαθέσιμων εμβολίων έχουν αποδοθεί στις χώρες του Βορρά.

Οι κυβερνήσεις κατέφυγαν σε κατασταλτικά μέτρα εγκλεισμού και απαγόρευσης κυκλοφορίας, που συχνά πάρθηκαν την ώρα που η πανδημία ακολουθούσε απρόβλεπτη πορεία και ήταν αδικαιολόγητα ή δικαιολογούνταν μόνο στο μέτρο που οι υπηρεσίες υγείας ήταν συρρικνωμένες και ανίκανες να την αντιμετωπίσουν. Όμως, ακόμα και μετά το πρώτο κύμα, δεν υπήρξαν ενέσεις με νέους πόρους, για να ετοιμαστεί το αναπόφευκτο δεύτερο (ή και τρίτο) κύμα. Η κατάσταση αυτή έδωσε επίσης την αφορμή για θεωρίες συνωμοσίας επί κατασκευασμένων ιών και για αντιεμβολιαστικές καμπάνιες, που αρχίζουν να είναι και αυτές μια απειλή για τη δημόσια υγεία σε μερικές χώρες.

Είναι οι γυναίκες που υφίστανται το μεγαλύτερο κοινωνικό κόστος της πανδημίας. Η πανδημία αποκάλυψε με χτυπητό τρόπο ποιοί είναι οι “ουσιαστικοί εργαζόμενοι”: είναι αυτοί και αυτές που είναι αναγκαίοι για την ανθρώπινη ζωή, δηλαδή εργαζόμενοι(-ες) στο χώρο της υγείας και της φροντίδας, το προσωπικό καθαριότητας, οι εργαζόμενοι(-ες) και αγρότες(-ισσες) στη διατροφική διανομή και παραγωγή, το εκπαιδευτικό και διοικητικό προσωπικό στην εκπαίδευση, οι εργαζόμενοι(-ες) στις μεταφορές. Οι γυναίκες είναι επίσης αυτές που επικρατούν στους τομείς που επλήγησαν περισσότερο από τις επιπτώσεις των εγκλεισμών και της απαγόρευσης της κυκλοφορίας: ξενοδοχιακά, εμπόριο και άτυπος τομέας. Όλοι οι τομείς αυτοί έχουν έντονο χαρακτήρα μειονοτικών φυλών και συχνά περιλαμβάνουν υψηλό ποσοστό ιθαγενών εργαζομένων. Οι εξελίξεις αυτές επίσης έπληξαν έντονα την κοινότητα ΛΟΑΤΚΙ, η οποία επικεντρώνεται με δυσανάλογο τρόπο στους ουσιαστικούς και στους επισφαλείς τομείς.

Όταν κλείνουν τα σχολεία και οι βρεφικοί σταθμοί, τότε το οικιακό βάρος που πέφτει στις γυναίκες αυξάνει, χωρίς να συνυπολογίσουμε το στρες και το άγχος που προκαλεί η ανάγκη επιτήρησης για να μπορούν οι μαθητές να παρακολουθήσουν τη διαδικτυακή εκπαίδευση, όταν υπάρχει, προσφέροντας εξοπλισμό και τις απαραίτητες προϋποθέσεις για να γίνει σωστά. Η ανεπάρκεια των προσφερόμενων πόρων επιφέρει αυξημένο ποσοστό δυσκολιών και εγκατάλειψης της μάθησης. Οι ευθύνες των γυναικών ως αυτών που φροντίζουν για τα άρρωστα ή ηλικιωμένα μέλη της οικογένειας αυξήθηκαν.

Οι περιορισμοί στην περίθαλψη των άλλων ιατρικών ασθενειών, καθώς η προτεραιότητα δόθηκε στους αρρώστους με Covid-19, πλήττει πολλούς ανθρώπους, όσους πάσχουν από χρόνια νοσήματα, όπως και τους ασθενείς με καρκίνο και άλλα νοσήματα που χρειάζονται τακτική φροντίδα, όπως και όσους πάσχουν από HIV και τους τρανς που χρειάζονται τακτικά φάρμακα. Οι έγκυες γυναίκες επίσης χρειάζονται τακτική ιατρική φροντίδα πριν, κατά τη διάρκεια και μετά τη γέννα. Και πλήττονται ιδιαίτερα οι γυναίκες που χρειάζονται άμεση ιατρική βοήθεια για να διακόψουν ανεπιθύμητη ή απρογραμμάτιστη κύηση.

Για τα εκατοντάδες εκατομμύρια γυναίκες κάτω από τα όρια ακραίας φτώχειας, η απελπιστική εξάρτηση από τα χρέη για την επιβίωση μάλιστα επιδεινώθηκε. Από τα 250 εκατομμύρια πελάτες των μικροπιστώσεων, πάνω από το 80% είναι πολύ φτωχές γυναίκες, που υφίστανται εξαιρετικά υψηλά επιτόκια, ενίοτε και τοκογλυφικά.

Πολλοί μετανάστες, τόσο εγχώριοι όσο και διεθνείς, όπου συμπεριλαμβάνονται και χιλιάδες γυναίκες που δουλεύουν ιδιαίτερα ως οικιακές βοηθεί και στην υφαντουργία, εκδιώχθηκαν από τους χώρους όπου δούλευαν πριν την πανδημία. Ενώ είχαν μεταναστεύσει κυρίως επειδή δεν έβρισκαν εργασία στις πατρίδες τους, η οικονομική συρρίκνωση εξαιτίας της πανδημίας το έκανε αυτό ακόμα χειρότερο και, έτσι, συχνά αφέθηκαν σε επαρχιακές κοινότητες χωρίς καν μέσα επιβίωσης.

Οι εγκλεισμοί συγκροτούν επίσης πρόσθετη απειλή για τις έγκλειστες γυναίκες που έχουν βίαιους εταίρους ή άλλα τέτοια μέλη στην οικογένεια και που, σε τέτοιες τεταμένες συνθήκες, προκαλούν μετρήσιμη αύξηση της οικιακής βίας. Σε ορισμένες χώρες, πάρθηκαν μέτρα για να επιτραπεί στις γυναίκες να αναφέρουν τέτοιες περιπτώσεις και να βρουν άλλη στέγη, αλλά αυτά ήταν ανεπαρκή και βραχυπρόθεσμα. Πολλά ΛΟΑΤΚΙ άτομα, ιδιαίτερα τα πιο νέα, αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στην αρχική τους οικογένεια, πράγμα που συχνά οδήγησε σε βία και σε αυξημένη καταστολή σε βάρος τους.

Την ώρα που οι κυβερνήσεις επιχειρούσαν να αντιμετωπίσουν την πανδημία στην ουσία με κατασταλτικά και αυταρχικά μέτρα, την ίδια ώρα, σε τοπικό επίπεδο και πολύ συχνά με πρωτοβουλία των γυναικών, οργανώθηκαν δίκτυα υποστήριξης, που ανέλαβαν καθήκοντα όπως να κάνουν ψώνια για τους ηλικιωμένους και ευάλωτους ή να φτιάξουν μάσκες και, έτσι, να σπάσουν την απομόνωση που επέβαλε ο εγκλεισμός και η εργασία από το σπίτι, και προσφέροντας και συναισθηματική στήριξη σε όσους φοβούνται πως ο ιός θα τους σκοτώσει ή θα σκοτώσει τους δικούς τους. Οι γυναίκες παραγωγοί στην επαρχία στήριξαν την τοπική και αστική διατροφική παραγωγή.

Η υγειονομική κρίση αναδεικνύει την κεντρικότητα της εργασίας της κοινωνικής αναπαραγωγής από τις γυναίκες και ενισχύει και το αίτημα για ανατίμηση των επαγγελμάτων φροντίδας. Επίσης αναδεικνύει και την ανάγκη διεθνούς αλληλεγγύης και δικαιοσύνης στην πρόσβαση της φροντίδας και των πόρων υγείας.

1.2 Νεοφιλελευθερισμός

Η καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση, η χρηματιστηριοποίηση και η αυξανόμενη διεθνοποίηση των αλυσίδων παραγωγής έχουν συρρικνώσει την ικανότητα των κυβερνήσεων να εφαρμόζουν οικονομικές πολιτικές προς το συλλογικό συμφέρον των αρχουσών τάξεων. Οι ιμπεριαλιστικές χώρες προσπαθούν ακόμα να εξασφαλίσουν ευνοϊκές συνθήκες για τη συσσώρευση του κεφαλαίου, αλλά το παγκόσμιο κεφάλαιο λειτουργεί πιο ανεξάρτητα από παλιά. Οι χρηματοπιστωτικές κρίσεις του 1997 και του 2007-2008 αποκάλυψαν τις εσώτερες αντιφάσεις της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης με τις κύριες επιπτώσεις τους: πολιτικές, κοινωνικές, διαρθρωτικές, εκ των οποίων η έκρηξη του χρέους, η αναζωογόνηση του οργανωμένου εγκλήματος και ακόμα και η επανεμφάνιση της ανθρώπινης δουλείας. Οι κυριότερες ιδιωτικές τράπεζες προσπαθούν να κατακτήσουν νέες αγορές και εκατοντάδες εκατομμύρια πελάτες μέσα από τις μικροπιστώσεις, ιδιαίτερα γυναίκες που δεν έχουν τραπεζικούς λογαριασμούς.

Η ανεργία, η υποαπασχόληση και η επισφάλεια, η μαζική μείωση των βασικών υπηρεσιών (στέγη, εκπαίδευση, κοινωνική πρόνοια, κλπ.), καθώς και οι αγροτικές κρίσεις, έχουν μαζική επίπτωση στην ικανότητα επιβίωσης για εκατομμύρια ανθρώπους.

Εξαιτίας της αύξησης των παγκοσμιοποιημένων και αρρύθμιστων κεφαλαίων, της διαφθοράς και της αναρμοδιότητας των κυβερνήσεων και της φτωχοποίησης πλατιών στρωμάτων του πληθυσμού, το οργανωμένο έγκλημα έχει γίνει κύριος οικονομικός και κοινωνικός παράγοντας στη διεθνή σκηνή. Δεν περιορίζεται στο λαθρεμπόριο και στις πωλήσεις ναρκωτικών, αλλά έχει επεκταθεί στο εμπόριο ανθρώπων για σεξουαλική και για εργασιακή εκμετάλλευση, το οποίο αποτελεί και τη δεύτερη πηγή εισοδήματος, καθώς και στο εμπόριο όπλων, το οποίο προσελκύει χιλιάδες νέους στις γραμμές του και επιφέρει τρομαχτικά επίπεδα βίας μέσα στις κοινότητες.

Όλα αυτά έχει ειδική επίπτωση στις γυναίκες, τόσο στη μισθωτή όσο και στη μη μισθωτή τους εργασία. Οι γυναίκες είναι οι πιο πολυπληθείς στις επισφαλείς θέσεις εργασίας, στις θέσεις απασχόλησης στον άτυπο τομέα ή στους τομείς όπου η ανεργία έχει εκτιναχθεί, και η πλειονότητα των θυμάτων του εμπορίου ανθρώπων είναι γυναίκες. Η επιδείνωση των δημοσίων υπηρεσιών αυξάνει την ποσότητα της αναγκαίας οικιακής εργασίας στην αναπαραγωγή του νοικοκυριού -και ένα δυσανάλογο τμήμα της ανατίθεται στις γυναίκες.

1.3 Ακροδεξιά, φονταμενταλισμός, αυταρχισμός

Η άνοδος των φονταμενταλιστικών ρευμάτων της άκρας δεξιάς, αυταρχικών και θρησκευτικών, συχνά συνδεόμενων, αν και όχι πάντα ταυτόσημων, έχει ειδικές και επιζήμιες επιπτώσεις για τις γυναίκες.

Η ανανέωση της ριζοσπαστικής δεξιάς ενισχύει μια αντιδραστική ώθηση που έχει για στόχο να υποσκάψει τα δικαιώματα των γυναικών και των ατόμων ΛΟΑΤΚΙ, την έκτρωση και τα αναπαραγωγικά δικαιώματα γενικά, τα οικογενειακά δικαιώματα, και να στήσει κυνήγι μαγισσών κατά των ατόμων ΛΟΑΤΚΙ.

Ορισμένα κινήματα επιτίθενται σαφώς στις γυναίκες και στα ΛΟΑΤΚΙ άτομα, συχνά παρουσιάζοντας την ομοφυλοφιλία και τα δικαιώματα ΛΟΑΤΚΙ ως ιμπεριαλιστικές εξαγωγές. Άλλα, με πρόφαση την υπεράσπιση των γυναικών και των ΛΟΑΤΚΙ ατόμων, βάζουν στο στόχαστρο τους μετανάστες και/ή τους μουσουλμάνους, παριστάνοντας ότι υπερασπίζονται τα δικαιώματα των γυναικών απαγορεύοντας το φουλάρι, κατηγορώντας τους για βιασμούς ή λέγοντας ότι το Ισλάμ είναι κατά της ομοφυλοφιλίας. Έτσι, η άκρα δεξιά μπορεί να γνωρίσει εντάσεις ανάμεσα σε αυτούς που θέλουν να χρησιμοποιήσουν το σεξισμό και τον ετεροσεξισμό της βάσης τους και σε αυτούς που εργαλειοποιούν τα δικαιώματα των γυναικών και των ΛΟΑΤΚΙ, για να ενισχύσουν την ισλαμοφοβία και τις αντιμεταναστευτικές προκαταλήψεις. Ωστόσο, στην πράξη, αλληλο-ενισχύονται μεταξύ τους.

Οι θρησκευτικοί νομικοί κώδικες εξαρτώνται πολύ από την οικογένεια και από τον καταμερισμό των ρόλων ανάμεσα στα φύλα, από τα οποία πηγάζουν οι καταπιεστικές σχέσεις εξουσίας επί του σώματος των γυναικών, το οποίο είναι και αυτό που θέτει σε κίνδυνο τη ζωή των γυναικών. Οι φονταμενταλιστές βάζουν συχνά στο στόχαστρο τη συμμετοχή των γυναικών στην εργασία, ιδιαίτερα σε εργοστάσια, γιατί θα ήταν απαγορευμένη.

Άλλα ρεύματα της άκρας δεξιάς επίσης αναδύονται ως θρησκευτικοί φονταμενταλισμοί όλων των “μεγάλων” θρησκειών (ή φονταμενταλισμοί “εθνικοί θρησκευτικοί”, όπως στην περίπτωση της σιωνιστικής άκρας δεξιάς). Αυτά επηρεάζουν κυβερνήσεις πολύ σημαντικές όπως των ΗΠΑ ή της Βραζιλίας και παίζουν κεντρικό ρόλο σε ορισμένες χώρες της ανατολικής Ευρώπης. Είτε ευαγγελιστές είτε ακραίοι καθολικοί, τα χριστιανικά ρεύματα κάνουν θραύση στη Λατινική Αμερική και στην Αφρική, με βαθιά αντιδραστικές πολιτικές απέναντι στις γυναίκες -ιδιαίτερα στο ζήτημα της έκτρωσης και του δικαιώματος των γυναικών να αποφασίζουν- και στους ΛΟΑΤΚΙ, με μια ιδεολογία κατά των φύλων που προσπαθεί να στηρίξει τους παραδοσιακούς ρόλους του άντρα και της γυναίκας και να επιτεθεί στα δικαιώματα των ΛΟΑ και ιδιαίτερα των τρανς. Ο μουσουλμανικός κόσμος έχει μια ιδιαίτερα διεθνή διάσταση στον θρησκευτικό φονταμενταλισμό, με κινήματα που ξεπερνούν τα σύνορα όπως το Ισλαμικό Κράτος ή οι ταλιμπάν. Τα θεοφασιστικά κινήματα προσφεύγουν σε συστηματική σεξουαλική βία κατά των γυναικών και των ανηλίκων στις περιοχές που ελέγχουν, ιδιαίτερα με τη μορφή του βιασμού και της σεξουαλικής δουλείας. Και χρησιμοποιούν τα τελευταία, για να στρατολογήσουν μέλη και για να αντικρούσουν άλλες ομάδες.

Ο νεοφιλελεύθερος συντηρητισμός, που έχει ως στόχο να ενισχύσει την πατριαρχική οικογένεια, έχει ενισχύσει σημαντικά τη βία κατά των γυναικών. Επιπλέον και από την ατιμωρησία που απολαμβάνουν οι θύτες αυτών των βιαιοτήτων, η μείωση της υλικής βοήθειας προς αυτές που είναι τα θύματα δημιουργεί ένα κοινωνικό περιβάλλον που ενθαρρύνει την αρρενωπή βία.

1.4 Κλιματική καταστροφή

Η προαναγγελλόμενη για το μέλλον κλιματική καταστροφή είναι ήδη παρούσα σε πολλές περιοχές του πλανήτη. Η κλιματική αλλαγή, η διατροφική κρίση, η κρίση του νερού, ο περιβαλλοντικός ρατσισμός, η προώθηση των πολυεθνικών εταιρειών στα εδάφη και στις πηγές τους, ο εξορυκτικισμός -η εκμετάλλευση των φυσικών πόρων για το κέρδος- και η “χρηματιστηριοποίηση της ζωής” είναι σημαντικά στοιχεία της πραγματικότητας του Νότου.

Οι αυτόχθονες λαοί, οι αγρότες και οι νέοι βρίσκονται στην πρωτοπορία των περιβαλλοντικών αγώνων και οι γυναίκες παίζουν, στο εσωτερικό τους, έναν ρόλο πρώτου επιπέδου. Η κατάσταση αυτή είναι το προϊόν της ειδικής τους καταπίεσης και όχι του βιολογικού τους φύλου -όπως το έχει δείξει ο μη-ουσιοκρατικός οικοφεμινισμός. Η πατριαρχία επιβάλλει στις γυναίκες κοινωνικές λειτουργίες που συνδέονται άμεσα με τη “φροντίδα” και τις θέτει στην πρωτοπορία των περιβαλλοντικών προκλήσεων.

Οι γυναίκες παράγουν το μεγαλύτερο τμήμα της βασικής διατροφής στις χώρες του Νότου, είναι επομένως άμεσα αντιμέτωπες με τα πλήγματα που επιφέρει η κλιματική αλλαγή, με τον εξορυκτικισμό και με τις αγροτο-επιχειρήσεις. Επίσης, αυτές είναι που εξασφαλίζουν τα περισσότερα καθήκοντα που συνδέονται με την εκπαίδευση των παιδιών και με τη συντήρηση του σπιτιού. Έτσι βρίσκονται άμεσα αντιμέτωπες με τις επιπτώσεις στην υγεία και στην εκπαίδευση από την καταστροφή του περιβάλλοντος και τη δηλητηρίαση των κοινοτήτων τους. Η αυτο-οργάνωση των θυμάτων του κλιματικού χάους και η υπεράσπισή τους είναι τμήμα της κλιματικής πάλης. Οι γυναίκες μέσα στις κοινότητές τους βρίσκονται στην καρδιά των κινητοποιήσεων αυτών.

1.5 Μαζική μετανάστευση

Υπάρχουν σημαντικές μετακινήσεις πληθυσμών: 250 εκατομμύρια διεθνείς μετανάστες, 750 εκατομμύρια εσωτερικοί μετανάστες, συχνά εξαιτίας διαρθρωτικών οικονομικών αλλαγών με σημαντικές διαφοροποιήσεις ανά περιοχή. Υπάρχουν επίσης και μετακινήσεις διαρκείας που οφείλονται σε πολέμους και στη βία του οργανωμένου εγκλήματος, και τώρα υπάρχουν και εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής. Τα δύο τρίτα των διεθνών μεταναστεύσεων γίνονται ανάμεσα σε χώρες που έχουν ανάλογο επίπεδο ανάπτυξης.

Οι γυναίκες μεταναστεύουν, τόσο διεθνώς όσο και στο εσωτερικό των χωρών, ψάχνοντας καλύτερες συνθήκες ζωής για τον εαυτό τους και τις οικογένειές τους, ή εξαιτίας πολιτικών διώξεων, ή μετά από πολέμους και από τοπικές βιαιότητες, ή ακόμα και εξαιτίας της οικιακής βίας. Στο πλαίσιο της κρίσης, η μετανάστευση αυξάνει την καταπίεση και τις επιπτώσεις της στην εκμετάλλευση των γυναικών. Αυτές είναι που υποφέρουν από ακραία φτωχοποίηση και από απώλεια των δικαιωμάτων τους και αντιμετωπίζουν σεξουαλική διάκριση, ρατσισμό και εκμετάλλευση. Οι γυναίκες επίσης υποφέρουν και από τις “νέες” μορφές εργασίας, που πρακτικά είναι πολύ κοντά στη δουλεία: εγκλεισμό, πορνεία και εμπορία τους.

Οι βιομηχανικές χώρες χρειάζονται τη μεταναστευτική εργατική δύναμη τόσο στον τυπικό όσο και στον άτυπο τομέα. Ωστόσο, οι μετανάστες γίνονται συχνά ο στόχος ξενόφοβων καμπανιών που τους παρουσιάζουν ως εχθρούς. Κατασταλτικές νομοθεσίες, που περιορίζουν τη μετανάστευση, πλήττουν τις οικογένειες, είτε δίνοντας στις γυναίκες την αποκλειστική ευθύνη της φροντίδας της οικογένειας όταν οι άνδρες μέλη της οικογένειας μεταναστεύουν είτε, αντίστροφα, υποχρεώνοντάς τες να γίνουν μετανάστριες για να κερδίσουν λεφτά για τις οικογένειές τους. Η μεταναστευτική αλυσίδα βαραίνει έτσι όλο και περισσότερο στις γυναίκες μέλη της οικογένειας των μεταναστριών για να ασχολούνται με τις οικογένειες που μένουν πίσω στις χώρες προέλευσης.

1.6 Κρίση αναπαραγωγής

Ο καπιταλισμός πάντα χρειαζόταν να εξασφαλίζει την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης χωρίς την οποία δε θα μπορούσε να λειτουργήσει: η αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης είναι αναπόσπαστο τμήμα του κύκλου της αξιοποίησης του κεφαλαίου.

Η πατριαρχική μορφή της καπιταλιστικής οικογένειας, ενισχυμένη από έννοιες όπως ο “μισθός του αρχηγού του νοικοκυριού”, που αποδίδει στις γυναίκες μέσα στην οικογένεια την ευθύνη για τα καθήκοντα της αναπαραγωγής, επέτρεψε στον καπιταλισμό να εξασφαλίζει την αναπαραγωγή αυτή με το ελάχιστο κόστος για τον ίδιο.

Είναι μια άνιση διαδικασία, όχι μόνο επειδή η ανάπτυξη του ίδιου του καπιταλισμού είναι άνιση, έτσι που σήμερα βλέπουμε ακόμα και προκαπιταλιστικά απομεινάρια να παραμένουν σε ορισμένες περιοχές του κόσμου, αλλά και επειδή, για οικονομικούς και πολιτικούς λόγους, τα μοντέλα που αναπτύχθηκαν σε διαφορετικές καταστάσεις ποικίλουν.

Όταν ο καπιταλισμός χρειάζεται τη μάζα των γυναικών να συμμετάσχει στη μισθωτή εργασία, ιδιαίτερα κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά στο μεταπολεμικό μπουμ στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, αναγκάστηκε, με διάφορους τρόπους ανάλογα με το συσχετισμό δύναμης και με την ακριβή φύση της τοπικής οικονομίας, να προσφέρει ορισμένες υπηρεσίες μέσα από το κράτος: εκπαίδευση, υγεία, στέγη, βρεφονηπιακούς σταθμούς, κλπ. Η εργασία αυτή, θεωρούμενη ως γυναικεία, επειδή θα αντιστοιχούσε στο ρόλο των γυναικών μέσα στην οικογένεια, ήταν και παραμένει χαμηλά αμειβόμενη και εκτελείται, στη μεγάλη της πλειονότητα, από γυναίκες, που συχνά προέρχονται από εθνικές μειονότητες και/ή μετανάστριες.

Αλλά καθώς ο καπιταλισμός έχει εισέλθει σε βαθιά οικονομική κρίση, αναγκάστηκε να επιτεθεί και σε αυτές τις ίδιες υπηρεσίες και δικαιώματα μέσα από τη λιτότητα, προσπαθώντας ταυτόχρονα να κρατήσει και τις γυναίκες στη μισθωτή εργασία, αλλά μειώνοντας περαιτέρω τους μισθούς και τις συνθήκες τους. Αυτό αύξησε το βάρος για πολλές γυναίκες, αναγκάζοντάς τες να κάνουν τη δουλειά που προηγουμένως εξασφάλιζε το κράτος. Και έσπρωξε πολλές γυναίκες να εγκαταλείψουν την αγορά εργασίας ή να καταλάβουν ακόμα πιο επισφαλείς θέσεις απασχόλησης. Και επίσης δημιούργησε μια αυξανόμενη ζήτηση για ακόμα πιο κακοπληρωμένες και επισφαλείς γυναίκες -όπως και χωρίς χαρτιά-, για να κάνουν τις δουλειές αυτές επιτρέποντας σε άλλες γυναίκες να κρατήσουν τις θέσεις τους στην αγορά εργασίας.

2. Παράγοντες που προκάλεσαν την άνοδο αυτήν

2.1 Τα κεκτημένα των προηγούμενων κυμάτων

Οι νέες γενιές μπόρεσαν να επωφεληθούν -με άνισο αλλά συνδυασμένο σε παγκόσμια κλίμακα τρόπο- από τα κεκτημένα του γυναικείου κινήματος των προηγούμενων κυμάτων: πρώτα-πρώτα στο επίπεδο των τυπικών δικαιωμάτων, των νομοθεσιών, της πρόσβασης των γυναικών στην εκπαίδευση και στην υγεία, και, κατόπιν, στο επίπεδο των αναπαραγωγικών και σεξουαλικών δικαιωμάτων και ελευθεριών, του ανοίγματος στον επαγγελματικό, ακαδημαϊκό, πολιτιστικό, πολιτικό και μιντιακό κόσμο. Σε πολλές χώρες, ορισμένες σοσιαλιστικές φεμινιστικές τάσεις (πάλης των τάξεων) πάλεψαν με επιτυχία μέσα -και μαζί με- το εργατικό κίνημα για να βελτιωθούν τα εργατικά δικαιώματα.

2.2 Επέκταση των γυναικών στην εργασία

Οι γυναίκες δουλεύουν παντού περισσότερο από τους άντρες,... αλλά ένα τμήμα της εργασίας τους καθίσταται αόρατο: οι γυναίκες συνεχίζουν να αντιπροσωπεύουν πάνω από τα τρία τέταρτα της μη αμειβόμενης εργασίας φροντίδας στον κόσμο, τόσο στο Νότο όσο και στον Βορρά.

Ακόμα και αν η απόκλιση από τους άντρες συνεχίζει, ωστόσο οι γυναίκες εισέρχονται όλο και περισσότερο στην παγκόσμια αγορά εργασίας, με 4 στους 10 εργαζόμενους παγκοσμίως να είναι γυναίκες. Η αύξηση αυτή παρατηρείται σε όλες τις περιοχές, έστω και αν σε ορισμένες, όπως στη βόρειο Αφρική και στη δυτική Ασία, το ποσοστό τους είναι μικρότερο (λιγότερο από το 30%) απ’ό,τι σε άλλες περιοχές του παγκόσμιου Νότου.

Παντού οι γυναίκες υφίστανται περισσότερη επιβεβλημένη μερική εργασία, τάση που ενισχύθηκε με την πανδημία του Covid-19. Η υποαπασχόληση αυτή μπορεί να φτάνει έως και στο ήμισυ της συνολικής γυναικείας απασχόλησης. Σε παγκόσμιο επίπεδο, σχεδόν οι μισές εργαζόμενες βρίσκονται σε αυτό που ο Διεθνής Οργανισμός Εργασίας ονομάζει “ευάλωτη απασχόληση”, ιδιαίτερα στις αγροτικές επιχειρήσεις, στις βιοτεχνίες, στο εμπόριο. Στη νότια Ασία και στην υποσαχάρια Αφρική, ξεπερνούν το 70%.

Η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση έχει αλλάξει βαθιά τη δομή της οικονομίας και της απασχόλησης.

Η απασχόληση, χοντρικά, κατά τα τελευταία 20 χρόνια μεταφέρθηκε από τη γεωργία προς τη βιομηχανία και έπειτα προς τις υπηρεσίες, που απασχολούν περίπου το ήμισυ της εργατικής δύναμης.

Το ένα τέταρτο της παγκόσμιας γυναικείας εργατικής δύναμης εξακολουθεί να δουλεύει στη γεωργία, που παραμένει η κυριότερη πηγή απασχόλησης για τις γυναίκες στη νότιο Ασία και στην υποσαχάρια Αφρική. Στη Λατινική Αμερική και στην Καραϊβική, η γυναικοποίηση της εργατικής δύναμης στην επαρχία είναι αυξανόμενη. Καθώς πάνω από το 60% των προϊόντων που φτάνουν στις πόλεις προέρχονται από οικογενειακή και αγροτική γεωργία, ο ρόλος των γυναικών είναι ουσιαστικός για την οικονομία. Αλλά οι οικονομικές πολιτικές ευνοούν τους τομείς που προσανατολίζονται προς τις εξαγωγές, και αυτοί κυριαρχούνται κυρίως από άντρες, σε βάρος των καλλιεργειών για τοπική διατροφή. Καθώς οι γυναίκες αποτελούν την πλειονότητα των μικρών καλλιεργητών παγκοσμίως, η κατάστασή τους έτσι επιδεινώνεται περαιτέρω.

Η παρουσία των γυναικών στη βιομηχανία έχει εξασθενίσει μετά το 1995. Γενικά, οι γυναίκες συγκεντρώνονται σε τομείς όπως η υφαντουργία και η ένδυση. Στις “ειδικές οικονομικές ζώνες” (ζώνες χωρίς δασμούς), οι εξαγωγικές βιομηχανίες προσλαμβάνουν κατά προτεραιότητα γυναίκες, συχνά νέες, συνδυάζοντας χαμηλούς μισθούς με απουσία κοινωνικής προστασίας, κακές συνθήκες εργασίας και σεξιστική βία.

Από το 1995 ώς το 2015, το μερίδιο των γυναικών που δουλεύουν στις υπηρεσίες έγινε πλειοψηφικό παγκοσμίως. Παντού οι γυναίκες επικεντρώνονται σε ορισμένους τομείς δραστηριοτήτων: εμπόριο στις χώρες ενδιάμεσου εισοδήματος, υγεία και εκπαίδευση στις χώρες υψηλού εισοδήματος. Γενικότερα, η έντονη συγκέντρωση των γυναικών συνδέεται με υψηλή συχνότητα της μερικής εργασίας και με σχετική αδυναμία των αμοιβών, κυρίως στις πωλήσεις, στην καθαριότητα και στην εστίαση. Η υπεραντιπροσωπευτικότητά τους στην υγεία, την εκπαίδευση και την κοινωνική εργασία συνδέεται άμεσα με τα έμφυλα στερεότυπα που υποτιμούν την απαιτούμενη κατάρτιση σε αυτούς τους κλάδους.

Αλλά και γενικότερα, ευελιξία και ειδικά επώδυνες συνθήκες, που περιλαμβάνουν πολλαπλότητα καθηκόντων και συναισθηματική εμπλοκή, θεωρούνται ότι είναι “τυπικά γυναικεία χαρακτηριστικά”, τα οποία και διαμορφώνουν νέες μορφές δουλείας.

Η απόκλιση στους μισθούς ανάμεσα σε γυναίκες και άντρες εκτιμάται στο 23% κατά μέσο παγκόσμιο όρο. Σχεδόν το 40% των γυναικών δεν διαθέτουν κάλυψη κοινωνικής προστασίας από τη δουλειά τους, καθώς είναι σε άτυπο τομέα, σε μαύρη εργασία, περιστασιακά, στο σπίτι, ... Το αποτέλεσμα είναι ότι 200 εκατομμύρια γυναικών που φτάνουν σε ηλικία συνταξιοδότησης δεν έχουν καμία σύνταξη. Και συνολικά το 70% των φτωχών στον κόσμο είναι γυναίκες.

Κατά τη διάρκεια της πανδημίας, η μαζική προσφυγή στην τηλε-εργασία, η οποία ενώνει στον ίδιο χώρο, στην οικία, τόσο τη μισθωτή εργασία όσο και την ακόμα πιο αυξημένη οικιακή εργασία, ενισχύει το ψυχικό και πνευματικό βάρος που πέφτει στις γυναίκες. Σπρωγμένες σε παραίτηση από εξάντληση, εξαιτίας της υπερβολικής δουλειάς, απολυόμενες ή εμποδιζόμενες να κάνουν τις δραστηριότητές τους, πολλές γυναίκες βλέπουν να τους αφαιρούνται τα μέσα για να καλύψουν με αυτόνομο τρόπο τις ανάγκες τους.

Δεν διαθέτουμε ακόμα αρκετές στατιστικές, για να εκτιμήσουμε πλήρως τί σημαίνει αυτό για τη θέση των γυναικών στην αγορά εργασίας, αλλά ασφαλώς μπορούμε να πούμε πως οι ώς τώρα ανισότητες επιδεινώνονται.

Η “γυναικοποίηση” της εργασίας σημαίνει ταυτόχρονα και ότι αυξάνει η αριθμητική συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας, αλλά και ότι, εξαιτίας των πληγμάτων από τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές, οι χαρακτηριστικές συνθήκες της κατάστασης των γυναικών στην εργασία -επισφάλεια, αστάθεια, ευάλωτη κατάσταση, υποαπασχόληση, απουσία δικαιωμάτων και κοινωνικής προστασίας, μικρή συνδικαλιστική ένταξη, ...- έχουν την τάση να επεκταθούν στο σύνολο του προλεταριάτου.

Η επισφάλεια στην απασχόληση αυξάνει συνεχώς και αφορά σχεδόν το ήμισυ της συνολικής απασχόλησης. Το ίδιο και η άτυπη οικονομία, που αφορά περισσότερους από έξι στους δέκα εργαζόμενους(-ες) στον κόσμο.

Τα όρια ανάμεσα στην αμειβόμενη εργασία και στην ξεκούραση τείνουν να απαλειφθούν -όπως και στην εργασία της αναπαραγωγής, πρέπει να είσαι στην υπηρεσία του εργοδότη 24 ώρες το 24-ωρο- και το ίδιο συμβαίνει και με τα όρια ανάμεσα την προσωπική και στην επαγγελματική ζωή. Και απαιτείται και η εφαρμογή ικανοτήτων και χαρακτηριστικών που αποδίδονται στις γυναίκες, όπως κομψή εμφάνιση, γοητεία, προσοχή στις σχέσεις, συμπόνοια, πολυεργασία, ..., στην υπηρεσία της επιχείρησης.

2.3 Αύξηση της σεξιστικής βίας

Η βία απέναντι στις γυναίκες, που κατασκευάζεται κοινωνικά και φυσικοποιείται από το κράτος, χαίρει ατιμωρησίας. Οι βίαιοι θάνατοι εντάσσονται σε ένα σύνθετο δίκτυο διακρίσεων και εκμετάλλευσης των γυναικών, με βάση το φύλο τους, αλλά και την κοινωνική τους τάξη, την εθνοτική τους συμμετοχή, σε καταστάσεις πολλαπλών κινδύνων -περιθωριοποίηση, ανασφάλεια, στρατιωτικοποίηση, μετανάστευση, κλπ.

Πάνω από το ένα τρίτο των γυναικών παγκοσμίως θα υποστούν σεξουαλική ή φυσική βία στη ζωή τους. Η πλειονότητα των γυναικών που σκοτώνονται σε πράξεις σεξουαλικής βίας αφορά εταίρο ή πρώην. Και βρισκόμαστε μπροστά σε κλιμάκωση των σεξιστικών εγκλημάτων, που επιδεινώθηκε από την κρίση του 2008, με τη διάλυση των δημοσίων υπηρεσιών και της κοινωνικής προστασίας, την αύξηση των ευθυνών και καθηκόντων φροντίδας, τη μείωση των δυνατοτήτων διαφυγής από τη βία, ενώ οι πολιτικές λιτότητας μειώνουν τη χρηματοδότηση των κέντρων και των καταφυγίων για τις γυναίκες θύματα βίας. Η αυξανόμενη οικονομική, ψυχολογική και σεξουαλική ανεξαρτησία των -νέων- γυναικών τις καθιστά στόχους για “αντίποινα” από την πλευρά των αρσενικών μελών της οικογένειας. Τα εγκλήματα μίσους για να “διορθωθούν” οι συμπεριφορές των γυναικών, των λεσβίων, των τρανς, που “προδίδουν” τους συντηρητικούς κώδικες, νομιμοποιούνται από τους προπαγανδιστές της πολιτικής και θρησκευτικής δεξιάς.

Η γυναικοκτονία, που σήμερα αναγνωρίζεται ως μία από τις ακραίες μορφές έμφυλης βίας, είναι η δολοφονία και η θανάτωση γυναικών ακριβώς επειδή είναι γυναίκες και πηγάζει από διάφορες μορφές βίας: φυσικής, σεξουαλικής, ψυχολογικής, οικογενειακής, εργασιακής, θεσμικής. Η μορφή αυτή βίας αρχίζει να διαπιστώνεται κατά τη δεκαετία του 1980 και τεκμηριώνεται στην Θιουδά Χουάρεθ του Μεξικού από το 1993. Κατόπιν ιχνηλατείται σε αυτή τη χώρα ολόκληρη και τώρα αναγνωρίζεται ως ηπειρωτικό φαινόμενο στη Λατινική Αμερική, αλλά και παγκοσμίως. Το σύνθημα «Ni Una Más!» («ούτε μία ακόμα»), που εφηύραν οι Μεξικάνες, μετατράπηκε, 22 χρόνια αργότερα στο «Ni Una Menos!» («ούτε μία λιγότερη»), των Αργεντίνων γυναικών -σύνθημα που υιοθετείται πλέον και σε ηπειρωτικό, αλλά και σε παγκόσμιο, επίπεδο-, πράγμα που αποτελεί απτή απόδειξη της επιμονής και της αύξησης αυτής της μορφής μισογυνικής και ματσιστικής βίας, καθώς και της ατιμωρησίας και της παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Σε πολλές χώρες, οι γυναίκες οργανώνονται για να αναζητήσουν τις εξαφανισμένες κόρες τους και να ζητήσουν δικαιοσύνη από το κράτος για τα ζητήματα γυναικοκτονίας. Υιοθετώντας τα ονόματα των θυμάτων, οι καμπάνιες αυτές γίνονται εμβληματικές.

Το κίνημα #MeToo, που αναδύθηκε στις ΗΠΑ, είχε παγκόσμιο αντίχτυπο. Οι γυναίκες πήραν το λόγο, για να καταγγείλουν τη σεξουαλική παρενόχληση σε διάφορες σφαίρες πολιτιστικές, επαγγελματικές, κοινωνικές και την παρενόχληση στην εργασία. Έσπασαν τη σιωπή, πράγμα που αποδεικνύει τα εμπόδια που συναντούν όταν θέλουν να το κάνουν θεσμικά και αυτό, έτσι, στήριξε και τη νομιμοποίηση της δημόσιας καταγγελίας.

Μια νέα γενιά νέων φεμινιστριών αντέδρασε στη σεξουαλική βία μέσα στα πανεπιστήμια, αντιμετωπίζοντας τις πανεπιστημιακές αρχές και απαιτώντας απαντήσεις και μέσα για να αντιμετωπίζονται οι σεξουαλικές αυτές επιθέσεις.

Σε πολλές χώρες, οι γυναίκες εξαφανίζονται, αφού έχουν χρησιμοποιηθεί ως σεξουαλικές σκλάβες και για εξαναγκαστική εργασία από διεθνή δίκτυα εμπορίας και οργανωμένου εγκλήματος. Σε πολλές συγκρούσεις, ο βιασμός χρησιμοποιείται ως πολεμικό όπλο. Ακολουθεί έτσι διάφορα μοτίβα, από την κοινοτική ταπείνωση ώς την εθνική κάθαρση, περνώντας από την τρομοκράτηση των άοπλων πληθυσμών.

Οι μεταναστευτικές συνθήκες των γυναικών τις καθιστούν πιο ευάλωτες στη σεξουαλική βία, στις εξαφανίσεις, στην πορνεία, στη σωματεμπορία, στην εκμετάλλευση, στην αποκοπή από τις οικογένειές τους (πολλές ταξιδεύουν μαζί με τα παιδιά τους), σε καταχρηστικές φυλακίσεις, σε αρρώστιες, σε ατυχήματα και σε γυναικοκτονία. Καθώς συχνά είναι υπεύθυνες και για τα παιδιά που ταξιδεύουν μαζί τους, γίνονται διπλά στόχος και οι δυσκολίες αυξάνουν επειδή η κατάσταση της εργαζόμενης χωρίς χαρτιά δυσκολεύει ακόμα περισσότερο την εύρεση εργασίας ή υπηρεσίας για τις ίδιες και τα παιδιά τους.

Κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες, με την πίεση του φεμινιστικού κινήματος για να αναλάβει το κράτος τις ευθύνες του και να δημιουργήσει νέα νομικά πλαίσια που να αντιμετωπίζουν τη βία, πολλές χώρες εισήγαγαν νομοθεσίες και δημόσιες πολιτικές για να αντιμετωπίσουν τις ανισότητες και τη βία κατά των γυναικών και τις γυναικοκτονίες. Ωστόσο, οι κυβερνητικές αυτές υποσχέσεις, σε αντίθεση με τα λόγια τους, στην πράξη, δεν μεταφράστηκαν σε πολιτικές που να χρηματοδοτηθούν ή να εφαρμοστούν και, ακόμα λιγότερο, που να είναι σε θέση να εξαφανίσουν τη βία. Αντίθετα, η βία αυξάνει παράλληλα με την ορατότητα που της αποδίδει η ενέργεια και η αποφασιστικότητα των γυναικών να την καταγγέλνουν.

Τα εμπόδια στα οποία προσκρούουν οι γυναίκες θύματα της βίας στο να έχουν πρόσβαση στη δικαιοσύνη συνδέονται με τις σεξουαλικές διακρίσεις, τις προκαταλήψεις για κατωτερότητα των γυναικών και τα στερεότυπα που στηρίζονται από τη συστημική κουλτούρα και ιδεολογία. Οι αγωνίστριες, όσες υπερασπίζονται τα ανθρώπινα δικαιώματα, οι φεμινίστριες που παλεύουν για την υποστήριξη των γυναικών θυμάτων βίας αντιμετωπίζουν την εχθρότητα και τις απειλές, την ποινικοποίησή τους και, σε ορισμένες περιπτώσεις, την εξαναγκαστική εξορία τους.

2.4 Αυξημένος ρόλος των γυναικών σε κοινωνία και κοινωνικά κινήματα

Οι γυναίκες πάντα συμμετείχαν ενεργά στα κινήματα διαμαρτυρίας απέναντι στην κατεστημένη τάξη πραγμάτων. Αλλά είναι ιδιαίτερα κατά τις τελευταίες δεκαετίες που οι γυναίκες αναδύθηκαν σαφώς ως πολιτικό υποκείμενο, στο πρώτο πλάνο των κινητοποιήσεων κάθε είδους.

Ας αναφέρουμε μόνο μερικές:

  • Τη Maxima Acuña και τον αγώνα της κατά των εξορυκτικιστικών δραστηριοτήτων στο Περού.

  • Την Berta Caceres, υπερασπίστρια του περιβάλλοντος και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Ονδούρα.

  • Την Alaa Salaah, ηγέτρια της δημοκρατικής εξέγερσης στο Σουδάν.

  • Τις Alicia Garza, Patrisse Culors, και Opal Tometi του κινήματος Black Lives Matter στις ΗΠΑ.

  • Την Greta Thunberg στο παγκόσμιο κίνημα νεολαίας ενάντια στην κλιματική καταστροφή.

  • Την Dayamani Barla από το Τζαρχάντ στην Ινδία, επικεφαλής μιας μαζικής κινητοποίησης κατά της μεγαλύτερης χαλυβουργίας στον κόσμο, της ArcelorMittal.

  • Το Ποιμενικό Συμβούλιο Γυναικών Μαασάι από το Λολιόντο (Τανζανία), που καθοδηγεί αγώνες για τη γη.

  • Τις Mujeres Unidas y Activas (MUA), μια οργάνωση λατινο-αμερικανίδων μεταναστριών στην περιοχή του Σαν Φρανσίσκο (ΗΠΑ), που έπαιξε ρόλο κλειδί για να υιοθετηθεί, το 2013, ο νόμος για τα δικαιώματα των οικιακών εργαζομένων...

Οι γυναίκες οργανώνουν αντιστάσεις των κοινοτήτων τους, όπως:

  • Η πορεία γυναικών που διεκδικεί την προστασία της γης, της υγείας και της εκπαίδευσης, για πάνω από 100 αυτόχθονες λαούς στη Βραζιλία.

  • Ο πρωταρχικός ρόλος των αυτοχθόνων γυναικών του Ισημερινού που έχουν εξεγερθεί ενάντια στα οικονομικά μέτρα που θέλουν να σταματήσουν τις επιδοτήσεις στα καύσιμα, το οποίο θα έχει επίπτωση στην καθημερινή τους ζωή.

  • Οι γυναίκες στα Πρώτα Έθνη του Καναδά και ο αμερικανο-ινδιάνες γυναίκες στις ΗΠΑ που κατάφεραν να σταματήσουν την εκμετάλλευση φυσικών πόρων στα εδάφη τους.

  • Οι νέες και οι φοιτήτριες στη Χιλή συμμετείχαν σε μια εντυπωσιακή εξέγερση, η οποία αποκάλυψε ότι η χώρα, που παρουσιάζεται ως το νεοφιλελεύθερο μοντέλο προς μίμηση στην περιοχή, αποτελεί πλήρες αντιπαράδειγμα, και ανέτρεψε το Σύνταγμα του Πινοτσέτ.

  • Η M Coordinadora Feminista, ιδιαίτερα μέσα από την οργάνωση συνελεύσεων και την επεξεργασία φεμινιστικού προγράμματος, έπαιξε ουσιαστικό ρόλο στη διαδικασία αυτή.

  • Στη Βόρειο Αφρική και στη Μέση Ανατολή, οι γυναίκες που ηγήθηκαν των κινημάτων κατά των τυραννιών και της κοινωνικής κατάρρευσης είναι αναγκασμένες να διεξάγουν και την ιδεολογική μάχη κατά του θρησκευτικού φονταμενταλισμού που διαπερνάει την κοινωνία και την κρατική μηχανή.

  • Στη Βραζιλία και στις ΗΠΑ, οι γυναίκες ήταν επικεφαλής των διαμαρτυριών ενάντια στην καταστροφική διαχείριση της πανδημίας εκ μέρους των κυβερνήσεών τους, και των αυταρχικών και ματσιστών Προέδρων τους, Μπολσονάρο και Τραμπ.

  • Σε δύο χώρες του τέως σοβιετικού μπλοκ, οι γυναίκες ηγούνται του λαϊκού μαζικού αγώνα κατά των αυταρχικών και διεφθαρμένων καθεστώτων. Στην Πολωνία, με αφορμή την αμφισβήτηση του -ήδη πολύ περιορισμένου- δικαιώματος στην άμβλωση, κινητοποίησαν εκατομμύρια ανθρώπους, δημιουργώντας το χώρο για μια γενική δημοκρατική επέκταση των διεκδικήσεων. Στη Λευκορωσία, αυτές βρέθηκαν στην πρώτη σειρά των λαϊκών αγώνων για το σεβασμό των εκλογικών αποτελεσμάτων και για να φύγει η κυβέρνηση των σφετεριστών.

Η νέα φεμινιστική άνοδος και ο αυξημένος ρόλος των γυναικών στα κοινωνικά κινήματα επέτρεψε την εμφάνιση νέων γυναικείων πολιτικών προσωπικοτήτων. Η εκλογή της Ada Colau ή και της συντρόφισσάς μας Teresa Rodrigues στο Ισπανικό Κράτος, νέων -μη λευκών- γυναικείων εκπροσώπων από την αριστερά των Δημοκρατικών στις ΗΠΑ, όπως της Alexandria Ocasio Cortez και της Rashida Tlahib, ή στη Βραζιλία της Marielle Franco και της συντρόφισσάς της Monica Benicio, το μαρτυρούν παραδειγματικά.

Βρισκόμαστε, έτσι, μπροστά σε μια αξιόλογη ανάπτυξη ενός ενεργού και ηγετικού ρόλου των γυναικών μέσα στο κοινωνικό και πολιτικό κίνημα, που εισβάλλουν πλήρως στις εθνικές πολιτικές διαδικασίες αντιστεκόμενες στη φτωχοποίηση πλατιών λαϊκών στρωμάτων από τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές.

Βλέπουμε ότι πρόκειται για αγώνες που συνδέονται με το ζήτημα της υπεράσπισης της ζωής, της κοινωνικής αναπαραγωγής με την οικολογική, οικονομική, κοινωνική, πολιτιστικής και ενίοτε και πνευματική έννοια. Αυτό συμβαδίζει και με μια συνειδητοποίηση από τις πρωταγωνίστριες αυτών των αγώνων για την έμφυλη ανισότητα και την πατριαρχική βία που επικρατεί στον ίδιο το δικό τους χώρο όπως και γενικότερα στην κοινωνία.

2.5 Τα προηγούμενα κύματα διεθνώς

Στη διάρκεια του προηγούμενου κύματος του γυναικείου κινήματος, είχαν γίνει προσπάθειες για διεθνή συντονισμό. Στα τέλη της δεκαετίας του 1970, ιδρύθηκε η Διεθνής Καμπάνια για το Δικαίωμα στην Έκτρωση και μετά εξελίχθηκε και μετατράπηκε σε Παγκόσμιο Δίκτυο Γυναικών για τα Αναπαραγωγικά Δικαιώματα, που είναι πάντα ενεργό. Οι πρώτες φεμινιστικές Συναντήσεις (Encuentros) στη Λατινική Αμερική και στην Καραϊβική οργανώθηκαν στην Κολομβία το 1981 και συνεχίζουν ενεργά ανά διετία. Η Συνδιάσκεψη αυτή αποφάσισε να χαρακτηρίσει τις 25 Νοεμβρίου ως ημέρα πάλης ενάντια στη βία κατά των γυναικών, ημερομηνία που υιοθετήθηκε και από τον ΟΗΕ ως διεθνής ημέρα για την εξάλειψη της βίας κατά των γυναικών.

Η Παγκόσμια Πορεία Γυναικών κατά της φτώχειας και της βίας γεννήθηκε το 1998, στη συνέχεια της Συνδιάσκεψης του ΟΗΕ για τις γυναίκες, στο Πεκίνο το 1995, εμπνεόμενη από την πορεία γυναικών στο Κεμπέκ την ίδια χρονιά, αλλά πιο προσανατολισμένη προς τις λαϊκές γυναίκες και προς τη δράση στο δρόμο, με 17 διεκδικήσεις και προτάσεις για την εξάλειψη της φτώχειας και της βίας κατά των γυναικών. Η Πορεία γνώρισε κάποια επιτυχία κατά την περίοδο των κοινωνικών Φόρουμ και υπάρχει ακόμα σε ορισμένες χώρες.

Οι διάφορες αυτές προσπάθειες για διεθνή συντονισμό συνέπεσαν με στιγμές ανόδου των κοινωνικών κινημάτων σε διεθνές επίπεδο και υπέστησαν την ίδια εξασθένιση με τα κινήματα αυτά. Ωστόσο, παρά τις αρνητικές πλευρές της ΜΚΟ-ποίησης, τέτοιες δομές επέτρεψαν τη συνέχιση ενός ορισμένου διεθνούς συντονισμού. Υπήρξαν διεθνείς συναντήσεις αγροτισσών για τα ζητήματα της διατροφικής επικυριαρχίας (Nyeleni – Μαλί 2007) και μια όλο και πιο φεμινιστική τοποθέτηση της Via Campesina, κύριου αγροτικού διεθνούς δικτύου που έχει αναπτυχθεί.

Ταυτόχρονα, όλες οι κοινωνικές εξεγέρσεις ή επαναστάσεις που ξέσπασαν τις τελευταίες δεκαετίες γνώρισαν ισχυρή συμμετοχή των γυναικών, που ανέπτυξαν τη δική τους ανάλυση και δράση μέσα στα κινήματα αυτά: από το νόμο των γυναικών στο ζαπατιστικό κίνημα ώς την παρουσία των γυναικών στα κινήματα Ταχρίρ, Occupy, 15M, στην “αραβική Άνοιξη”, καθώς και στο εξαιρετικό παράδειγμα των μαχητριών γυναικών στο Κουρδιστάν. Σε όλα αυτά τα κινήματα δεν υπήρχε πλέον ζήτημα να ιεραρχηθούν οι αγώνες, αντιαποικιακοί, αντικαπιταλιστικοί, δημοκρατικοί, αντιρατσιστικοί και αντιπατριαρχικοί, αλλά αντίθετα αρχίζει να αναδύεται με σαφήνεια ένας φεμινισμός που προσεγγίζει το σύνολο των διασταυρούμενων αυτών καταπιέσεων με συνδυασμένο τρόπο.

2.6 Άλλα ρεύματα του φεμινισμού

Σε πολλές χώρες από τις πιο εκβιομηχανισμένες, που είχαν γνωρίσει έναν ορισμένο βαθμό κράτους πρόνοιας στο μεταπολεμικό μπουμ, ένα από τα υποπροϊόντα του δεύτερου κύματος φεμινισμού ήταν ο ρεφορμιστικός και ο φιλελεύθερος φεμινισμός.

Ο ρεφορμιστικός φεμινισμός χαρακτηρίζεται από την ένταξη των φεμινιστικών και συχνά και αγωνιστικών διεκδικήσεων μέσα στα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα και σε άλλα ρεφορμιστικά κόμματα, ιδιαίτερα όταν βρίσκονται σε τοπική ή εθνική διακυβέρνηση, υιοθετώντας πολιτικές και χρηματοδοτώντας σχέδια που εμπνέονται από το γυναικείο κίνημα αλλά χωρίς ή με λίγη αυτο-οργάνωση. Τα προγράμματα λιτότητας αφήνουν ελάχιστο χώρο σε τέτοιου είδους φεμινισμό.

Ο φιλελεύθερος φεμινισμός επικεντρώνεται στα ποσοστά γυναικών στις επιχειρήσεις, στις διοικήσεις και στην κυρίαρχη κουλτούρα, χωρίς να θέτει σε αμφισβήτηση τον ταξικό χαρακτήρα ή και τον χαρακτήρα “φυλής” και, αντίθετα, χρησιμοποιείται και ως άλλοθι για την εκμετάλλευση άλλων κοινωνικών στρωμάτων: μεταναστών, διαφορετικών φυλών, φτωχών, ... Ο φιλελεύθερος αυτός αστικός φεμινισμός χρησιμοποιήθηκε ως φρένο, για μια ορισμένη περίοδο, ώστε νέες γενιές και άλλα στρώματα μη προνομιούχων γυναικών να μην μπορούν να ταυτιστούν με το φεμινισμό.

Στον παγκόσμιο Νότο αναπτύχθηκε και το φαινόμενο της ΜΚΟ-ποίησης, δηλαδή της εξάρτησης και της σταδιακής εξουδετέρωσης των κινημάτων των γυναικών μέσα από ΜΚΟ και στο πλαίσιο διάφορων ραντεβού του ΟΗΕ, που χρηματοδοτήθηκαν και επαγγελματιοποιήθηκαν από αυτές σε βάρος του ριζοσπαστισμού τους και της αυτοδιαχείρισης.

Δεδομένης της επιδείνωσης των συνθηκών ζωής και της αυξανόμενης επισφάλειας, μετά την κρίση του 2008, και αντίθετα προς τις αυταπάτες του σταδιασμού, τα κινήματα που δημιουργήθηκαν στη δεκαετία του 2010 αναπτύχθηκαν σε σαφή αντιπαράθεση με αυτές τις προσεγγίσεις.

Ένα άλλο προβληματικό εμπόδιο είναι και η αναγέννηση ενός ρεύματος φεμινισμού με βάση το βιολογικό ντετερμινισμό, το οποίο το βλέπουμε κυρίως στις αντιδραστικές καμπάνιες με στόχο να περιοριστούν τα δικαιώματα των γυναικών τρανς στους δημόσιους χώρους.

3. Ποιές είναι οι ιδιομορφίες του κινήματος αυτού;

Ο σημερινός κύκλος κινητοποιήσεων έχει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του, που προέρχονται από το πλαίσιο στο οποίο διεξάγονται. Από τη μια, βρίσκουμε ζητήματα που χαρακτηρίζουν την ιστορική περίοδο (κρίση της αριστεράς, των πολιτικών υποκειμένων, νεοφιλελεύθερος ατομικισμός που επεκτείνεται σε όλες τις σφαίρες, καχυποψία απέναντι στην πολιτική, απώλεια αλλά και ανανέωση του ενδιαφέροντος για στρατηγική, κλπ.) και, από την άλλη, βρισκόμαστε με τις ίδιες τις δικές μας μορφές αγώνα, με μια νέα γραμματική του φεμινιστικού κινήματος. Το φεμινιστικό κίνημα είναι ένα δημιουργικό κίνημα, που είναι σε θέση να βάλει στο τραπέζι νέες συζητήσεις και νέα εργαλεία για να αλλάξει ο κόσμος.

3.1 Γεωγραφική διεύρυνση και διευρυνόμενο περιεχόμενο

Οι κινητοποιήσεις έχουν αγκαλιάσει όλο τον πλανήτη, με μεγαλύτερη απήχηση στη Λατινική Αμερική και στην περιφέρεια της Ευρώπης. Η Αργεντινή, η Βραζιλία, η Ισπανία και πρόσφατα το Μεξικό βρίσκονται επικεφαλής στις κινητοποιήσεις αυτές που επεκτάθηκαν και σε άλλες χώρες. Οι τεράστιες διαμαρτυρίες για το δικαίωμα στην έκτρωση στην Πολωνία το 2020 -που ξαναάρχισαν και το 2021- ενάντια στη σχεδόν πλήρη ποινικοποίηση από την κυβέρνηση του δικαιώματος των γυναικών να αποφασίζουν ανήκουν επίσης στην ίδια εξέλιξη. Η ιστορική νίκη των Αργεντίνων γυναικών στη νομιμοποίηση της έκτρωσης, στα τέλη του 2020, αποτελεί δικαιολογημένο λόγο πανηγυρισμού για τον κόσμο όλο. Η πάλη για το δικαίωμα επί του σώματός σου, για το δικαίωμα να αποφασίζεις και για την αποποινικοποίηση της έκτρωσης, καθώς και η πάλη κατά της ματσιστικής βίας (ιδιαίτερα ενάντια στη γυναικοκτονία και στη σεξουαλική βία) ήταν οι κύριοι άξονες της κινητοποίησης.

Η φεμινιστική απεργία έγινε κεντρικός άξονας συνάρθρωσης του φεμινιστικού κινήματος σε διεθνές επίπεδο επεκτεινόμενη σε όλο τον πλανήτη. Αλλά το πιο σημαντικό είναι να καταλάβουμε πώς αυτή η φεμινιστική απεργία αναδύεται σε μια στιγμή που οι γυναίκες βρίσκονται στην πρώτη γραμμή, ως πρωτοπορία, των αντιστάσεων στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές. Και να καταλάβουμε επίσης ότι οι αντιστάσεις αυτές έχουν ιδιαίτερες μορφές σε κάθε περιοχή. Στις ΗΠΑ, συναρθρώθηκαν γύρω από την απόρριψη του Τραμπ. Στη Βόρειο Αφρική και στη Μέση Ανατολή, ο ρόλος που έπαιξαν οι γυναίκες στις κοινωνικές και πολιτικές κινητοποιήσεις είναι αναμφισβήτητος.

Η πάλη κατά της ματσιστικής βίας επέτρεψε επίσης να συναρθρωθεί το κίνημα και σε διεθνές επίπεδο, με αμοιβαία αναγνώριση από τη Λατινική Αμερική ώς την Ινδία, από την Αφρική ώς την Ευρώπη. Πρωτοβουλίες όπως το #Metoo διακρίνονται από τη μιντιατική τους απήχηση, αλλά η αμοιβαία αυτή αναγνώριση και η έμφαση που μπαίνει στη σεξουαλική βία πάνε πολύ πιο πέρα από τις πρωτοβουλίες αυτές, σε μια συνεχή δουλειά για να υπάρξει ορατότητα, καταγγελία και οργάνωση απέναντι σε τέτοια βία.

Είναι επίσης σημαντικό να γνωστοποιήσουμε καλύτερα, σε διεθνές επίπεδο, και τις άλλες μορφές αντίστασης που δεν χρησιμοποιούν την απεργία: εξεγέρσεις, ειρηνικές καταλήψεις και πολιτιστικοί αγώνες.

3.2 Νέες γενιές και νέοι φορείς

Η είσοδος των νέων γυναικών στις κινητοποιήσεις αυξάνει και οι νέες αυτές γενιές φέρνουν μαζί τους και έναν νέο τρόπο να κατανοηθεί ο φεμινισμός και η πολιτική δουλειά, ξεκινώντας από τη δική τους προσωπική εμπειρία της καθημερινής ματσιστικής βίας. Σε πολλές περιπτώσεις, η είσοδος αυτή συνοδεύεται από μια αμφισβήτηση της ηγεμονίας του θεσμικού φεμινισμού, καθώς οι κινητοποιήσεις γεννιούνται από μια κρίση στις απαντήσεις που δίνει ο φεμινισμός αυτός στα προβλήματα και τις ανάγκες των γυναικών.

Αυτό δεν είναι καινούργιο στο φεμινιστικό κίνημα, όπου το προσωπικό είναι πάντα πολιτικό, αλλά έχει να κάνει με τον τρόπο με τον οποίο οι νέες γενιές ταυτίζονται με την πολιτική και συγκροτούνται ως υποκείμενα, με το πώς επαναδιατυπώνουν την προσωπική και συλλογική τους ταυτότητα, με το τί περιμένουν από τους χώρους αυτοοργάνωσης του κινήματος, με το πώς οικοδομούν χώρους φεμινιστικής αμοιβαιότητας, κλπ. Όλα αυτά εκφράζουν την ανάγκη ενός φεμινιστικού υποκειμένου που να απαντάει στις σημερινές προκλήσεις, που να ιδιοποιείται τις απαιτήσεις αυτές, που να αυτο-αμφισβητείται και να ξανα-ανακαλύπτει τον εαυτό του, κλπ. Αυτό συνεπάγεται επίσης την ανάγκη να σφυρηλατηθεί μια συλλογική πολιτική έκφραση της νέας εξέγερσης των γυναικών, πράγμα που σημαίνει πως το κίνημα θα χρειαστεί δομές και χώρους για να μπορέσουν οι γυναίκες να συζητήσουν δημοκρατικά για τον τρόπο οικοδόμησης, για τον τρόπο αποτελεσματικής εφαρμογής της αλλαγής και για την προσέλκυση αυξανόμενου αριθμού γυναικών. Όταν οι χώροι αυτοί δεν υπάρχουν ή περιορίζονται π.χ. στον πανεπιστημιακό κόσμο, τότε οι δυνατότητες να δημιουργηθεί μια αληθινά στρατηγική σκέψη περιορίζονται.

3.3 Νέες ανησυχίες

Η προσοχή στο “προσωπικό” προέρχεται από ανησυχίες που επανέρχονται και ενισχύονται όπως για την ανάγκη χώρων αλληλοστήριξης μέσα στις φεμινιστικές οργανώσεις, για τους τρόπους λήψης των αποφάσεων και για τους τρόπους συζήτησης, για την οικοδόμηση χώρων ένταξης και συμμετοχής, ... καθώς και για αυτά που αφορούν την καθεμία μας: τη σημασία των συναισθηματικών και σεξουαλικών πλευρών, τις ταυτότητες φύλου, την έκφραση του τρόπου βίωσης της ταυτότητάς μας, την ανάγκη αξιοδότησης της καθημερινής μας ζωής, το να ξανασκεφτούμε τον τρόπο με τον οποίο συσχετιζόμαστε οι μεν με τους δε, και σε τελευταία ανάλυση το να βάλουμε τη ζωή μας στο κέντρο, με τη σημασία των συναισθημάτων, της φροντίδας. Συζητήσεις για τη μητρότητα, για ο,τιδήποτε αγγίζει το σώμα μας και τη σεξουαλικότητά μας, για τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιούμε το χρόνο, κλπ. Οι σκέψεις αυτές μπορεί να οδηγούν σε πόλωση επί της εμπειρίας και επί της ατομικής αντίδρασης και όχι τόσο για συλλογικό εντοπισμό και δράση, αλλά σε ορισμένες περιστάσεις συμβάλλουν και στο να αναδειχτούν σε πρώτο επίπεδο ζητήματα που ώς τώρα παρουσιάζονταν σα να μην είχαν τόσο θέση στο φεμινισμό, ενώ γενικά απουσιάζουν και από τα άλλα κοινωνικά και πολιτικά κινήματα.

Νέα υποκείμενα αναδύθηκαν στο κοινωνικό και πολιτικό προσκήνιο, προκαλώντας αποφασιστικότητα στο να συμπεριλάβουν και να προσφέρουν ορατότητα σε υποκείμενα που ώς τότε ήταν αόρατα, παίρνοντας υπόψη τα ζητήματα του ρατσισμού, της φυλετικής/εθνικής ταυτότητας, της σεξουαλικότητας και της έμφυλης ταυτότητας, καθώς και άλλων ζητημάτων όπως η αναπηρία, η νοητική αρρώστια, οι ηλικιωμένοι, η σχέση μεταξύ επαρχίας και πόλης, κλπ.

Ο ρόλος των γυναικών, ιδιαίτερα των νέων γυναικών, μέσα στο κίνημα Black Lives Matter ήταν ιδιαίτερα διακριτός και το ίδιο και οι ειδικές κινητοποιήσεις που διεκδίκησαν ότι οι Black Trans Lives Matter.

Το κίνημα αλληλοβοήθειας, κατά μεγάλη πλειονότητα καθοδηγούμενο από γυναίκες, λειτουργεί σε μεγάλο βαθμό με βάση τις αρχές της αυτο-φροντίδας για αμοιβαιότητα στις οποίες απέδωσαν ιδιαίτερη αξία από πριν οι φεμινίστριες, ιδιαίτερα οι νέες γενιές φεμινιστριών, οι αγρότισσες, οι αυτόχθονες και οι άλλοι άνθρωποι που οργανώνονται στις περιοχές τους. Οι γυναίκες επίσης προωθούν συνειδητές αρχές πάλης κατά των διακρίσεων και συλλογικής αντίστασης. Στο πλαίσιο της αμφισβήτησης της θεσμοποίησης ορισμένων τμημάτων του κινήματος, το σύνθημα “αλληλεγγύη, όχι φιλανθρωπία” είναι ουσιαστικό.

Ορισμένα συνδικάτα, πιο πρόσφατα ή πιο ριζοσπαστικά, έχουν εντείνει την οργάνωσή τους στους “ουσιαστικούς” τομείς, των οποίων η υποτίμηση υπογραμμίστηκε κατά την πανδημία, και προχώρησαν και σε μεγάλες στρατολογήσεις και δημιούργησαν και νέες δομές. Καταγράφηκαν και ορισμένες νίκες, μικρές αλλά συμβολικές, σε στιγμή που η άρχουσα τάξη έχει καταφέρει να περάσει το βάρος της πανδημίας στην εργατική τάξη και ιδιαίτερα στα μέλη της που είναι ιδιαίτερων φυλών και γυναίκες. Η οργάνωση αυτή θέτει επίσης σε αμφισβήτηση το γεγονός ότι τα παραδοσιακά κόμματα χαίρονται που μπορούν να κάνουν, προς τους εργαζόμενους αυτών των τομέων με πολλές γυναίκες και ιδιαίτερων φυλών, χειρονομίες υποστήριξης χωρίς περιεχόμενο και χωρίς να δώσουν την υλική στήριξη που αξίζει η συμβολή τους στη συλλογική ευημερία, τόσο σε όρους αμοιβής όσο και σε όρους συνθηκών εργασίας.

3.4 Νέες μέθοδοι πάλης: φεμινιστική απεργία και εμπειρίες γυναικείων χώρων

Η φεμινιστική απεργία αναδύεται ως η νέα μέθοδος πάλης του σημερινού κύκλου κινητοποιήσεων σε πολλές χώρες, όχι μόνο εξαιτίας της συναρθρωτικής της δύναμης αλλά και πιο θεμελιακά επειδή συνεπάγεται την επεξεργασία και την επέκταση της απεργίας ως εργαλείο αγώνα. Η φεμινιστική απεργία έρχεται να διαλύσει το διαχωρισμό ανάμεσα σε παραγωγικό και σε αναπαραγωγικό, υπογραμμίζοντας τις σχέσεις τους και, κυρίως, βάζοντας την έμφαση στο αναπαραγωγικό ως στρατηγική για να τεθεί η ζωή στο επίκεντρο.

Η κλασική απεργία δεν απέκλειε ποτέ την αναπαραγωγική πλευρά: για να κρατήσει μια απεργία, χρειάζονται προμήθειες, σε μια γενική εξεγερσιακή απεργία. Πρέπει να συναρθρωθούν μηχανισμοί τροφοδοσίας, αναπαραγωγής της ζωής, οργάνωσης της ζωής διαφορετικά. Μακρόχρονοι αγώνες, που βλέπουν την αυτο-οργάνωση των γυναικών στις κοινότητες να υποστηρίζουν την απεργία, όπως η απεργία των βρετανών ανθρακωρύχων το 1984-1985, αποκαλύπτουν εν μέρει πολλές από αυτές τις πλευρές. Στην πραγματικότητα, η δυναμική της απεργίας για την οικοδόμηση εναλλακτικής εξουσίας, για την οικοδόμηση παράλληλης κοινωνίας με μορφές οργάνωσης των εργαζομένων σε κάθε σφαίρα της ζωής, χρειάζεται την αναπαραγωγική διάσταση. Ωστόσο, ποτέ αυτή δεν είχε αναγνωριστεί.

Η φεμινιστική απεργία ήρθε να ξανασκεφτεί την απεργία σαν εργαλείο που ενσωματώνει όχι μόνο ό,τι ώς τότε έμενε αόρατο αλλά και προωθώντας αυτό που έχει επεξεργαστεί το φεμινιστικό κίνημα.

Η πρωτοβουλία της Διεθνούς Απεργίας Γυναικών το 2017 οδήγησε σε μια νέα πρόταση διεθνούς συνάρθρωσης, που συγκεκριμενοποιήθηκε στη μαζική απεργία 6 εκατομμυρίων ανθρώπων το 2018 στο Ισπανικό Κράτος, στις απεργίες στην Ιταλία, στο Βέλγιο και στην Ελβετία, που οργανώθηκαν από το κίνημα των γυναικών με τα συνδικάτα, μετά από τις απεργίες του 2016 στην Αργεντινή ενάντια στη σεξιστική βία και στην Πολωνία για το δικαίωμα στην έκτρωση. Οι γυναίκες δεν είναι παντού οργανωμένες γύρω από την πρόταση της απεργίας ως τέτοιας. Υπάρχουν πολύ διαφορετικές οργανωτικές εκφράσεις, που σε ορισμένες χώρες ριζώνουν γερά στις διεκδικήσεις και στους αγώνες των κοινοτήτων και των αυτοχθόνων εθνοτήτων.

Αυτό που ονομάζουμε “εμπειρίες εντοπιότητας” είναι μια μορφή να αναδειχθεί ο τρόπος με τον οποίο οι γυναίκες οργανώνονται στις αστικές και επαρχιακές τους περιοχές, συγκροτώντας σημαντικούς κοινούς αγώνες για να οικοδομήσουν την αντίσταση ενάντια σε πλήγματα στα δικαιώματα. Αυτό δημιουργεί και τις υλικές συνθήκες της επιβίωσης, επιβίωση στην πανδημία, αφού ορισμένες κυβερνήσεις δεν αναλαμβάνουν την ευθύνη τους για τον πιο φτωχό πληθυσμό. Υπάρχουν διαφορετικές εμπειρίες σε πολλά μέρη όπου οι γυναίκες καθοδηγήτριες και πρωταγωνίστριες, ιδιαίτερα στο Νότο του πλανήτη, αλλά και στις περιφέρειες των πόλεων των κεντρικών χωρών του καπιταλισμού. Εδώ είναι που η λαϊκή εξουσία αναδύεται μέσα από την κοινοτική εργασία, την αυτο-οργάνωση και την αλληλεγγύη, από συλλογικότητες επισφαλών και άνεργων εργαζομένων, γυναικών και νέων από περιφέρειες, από την αγροτική και οικολογική γεωργία, από δημόσια σχολεία, από αγωνιζόμενους εκπαιδευτικούς.

Τα βιώματα των εμπειριών, συνειδητοποιημένα, επεξεργασμένα και μετασχηματισμένα, υπάρχουν εδώ και από πάνω από 500 χρόνια αντίστασης στην αποικιακή επιδρομή, που βίασε τα εδάφη του πλανήτη και τα σώματα των κυριαρχούμενων, μέσα στην προγονική σύνεση και κουλτούρα, στις μνήμες των αγωνιζόμενων συλλογικών υποκειμένων. Αυτά έχουν μεγάλη σημασία για να ξεπεραστούν οι ακραίες καταστάσεις. Και είναι όλες σημαντικές για να μπορέσει να οικοδομηθεί μια άλλη κοινωνία: να οικοδομηθεί πάνω στη βάση της δικής μας ιστορίας, εντοπίζοντας τις εμπειρίες που μετρούν και αλλάζοντας τις ζωές των γυναικών που ριζώνουν στα μέρη όπου ζουν, οργανώνουν την αντίστασή τους. Η εμπειρία αυτή δείχνει τη σημασία της εντοπιότητας για το λαϊκό φεμινισμό που αναπτύσσεται στον κόσμο και το ρόλο του σήμερα.

3.5 Νέες θεωρητικές κατανοήσεις

Ο αντικαπιταλιστικός φεμινισμός και η φεμινιστική οικονομία επεξεργάστηκαν θεωρητικά το πώς το κεφάλαιο προσκρούει στη ζωή και πώς ο φεμινισμός, αναδιοργανώνοντας το χρόνο και την εργασία, είναι σε θέση να έρθει σε ρήξη με τη λογική αυτήν και να αμφισβητήσει το σύστημα (ή το σύνολο των συστημάτων καταπίεσης), προτείνοντας έναν άλλο τρόπο σύνδεσης με τη φύση και ικανοποίησης των ουσιαστικών μας αναγκών. Η θεώρηση αυτή απορρίπτει το αξίωμα του “ουσιοκρατικού” φεμινισμού σύμφωνα με το οποίο οι γυναίκες θα είχαν μια ειδική σχέση με τη φύση, επειδή γεννάνε. Ο τρόπος με τον οποίο ο καπιταλισμός απάντησε ιστορικά στην ανάγκη εξασφάλισης της αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης, που είναι με την απόδοση στις γυναίκες της αναπαραγωγικής εργασίας, διευκολύνει τις γυναίκες στη συνειδητοποίηση των αναγκών της ζωής και των ορίων και των υλικών βάσεων, όπου συμπεριλαμβάνεται και η εντοπιότητά τους.

Η θεωρία της κοινωνικής αναπαραγωγής αναφέρεται στην ανάγκη του καπιταλισμού για αναπαραγωγική εργασία. Η θεωρία αυτή αναπτύχθηκε από μαρξίστριες φεμινίστριες με βάση τη σχέση ανάμεσα στη μη αμειβόμενη οικιακή εργασία, που είναι απαραίτητη για την αναπαραγωγή του καπιταλιστικού συστήματος και της κοινωνίας και που διεξάγεται κατά πλειονότητα από τις γυναίκες, και στη θέση των γυναικών στην ίδια την αγορά εργασίας, που συγκεντρώνεται σε τομείς που αντικατοπτρίζουν το ρόλο των γυναικών στην οικογένεια.

Οι διασταυρούμενες καταπιέσεις [intersectionality] -ως κατανόηση του γεγονότος ότι η εμπειρία των πολλαπλών καταπιέσεων δεν είναι απλό άθροισμα- έχει επίσης ενισχύσει τη μαρξιστική μας ανάλυση.

Οι συζητήσεις για τα Green New Deals και για την ανάγκη να δημιουργηθούν πολλές και καλοπληρωμένες θέσεις εργασίας στο σύνολο του τομέα της φροντίδας πήραν μεγάλη έκταση σε χώρους των ακτιβιστών.

Η εργασία, ο χρόνος, το σώμα και η γη/φύση γίνονται, έτσι, κεντρικά στοιχεία των σημερινών θεωρητικών επεξεργασιών, που ξεκινούν από αυτό που μάθαμε όντας στην πρώτη γραμμή των νεοφιλελεύθερων επιθέσεων (ενίσχυση της επισφάλειας της ζωής, ιδιωτικοποιήσεις, υποβάθμιση του περιβάλλοντος,...) και από μια θεωρητική προσπάθεια να επεκταθεί η κριτική του καπιταλισμού από τη συσσώρευση του κεφαλαίου και προς την αναπαραγωγική διάσταση.

4. Ποιά είναι η στρατηγική του σημασία;

Τα τελευταία χρόνια, ο ρόλος του διεθνούς κινήματος των γυναικών έχει σημαντικά αλλάξει. Σήμερα, δεν μπορεί πλέον να κατανοηθεί απλώς ως κλαδικό ζήτημα (αιτήματα και προτάσεις που αγγίζουν ένα ειδικό τμήμα του πληθυσμού), αλλά γίνεται μια προσπάθεια να εκφραστεί μια ορισμένη ολότητα. Ως φεμινίστριες και μαρξίστριες, πρέπει να αναλύσουμε την αλλαγή αυτήν, να της αποδόσουμε τη σημασία που της αξίζει και να αναπροσαρμόσουμε τη στρατηγική μας κατανόηση για το φεμινιστικό κίνημα.

4.1 Οδηγώντας την αντίσταση των κυριαρχούμενων τάξεων συνολικά

Οι άμεσες επιπτώσεις της διαδικασίας καπιταλιστικής εξόδου από την κρίση του 2007-2008 είναι δύο: Είναι η γενίκευση και η επιδείνωση των συνθηκών επισφάλειας της ζωής, που αγγίζουν όλο και περισσότερους ανθρώπους, ενώ στις πιο σοβαρές περιπτώσεις μειώνεται και η διαφορά μεταξύ επισφάλειας και αποκλεισμού. Και είναι και η εμφάνιση μιας κρίσης της κοινωνικής αναπαραγωγής στις χώρες του παγκόσμιου Βορρά, αντίστοιχη με την κρίση που ήδη υπήρχε στις χώρες του Νότου και που συνδέεται με το φαινόμενο “περιφερειοποίηση του κέντρου”. Είναι οι γυναίκες που έχουν υποστεί την κρίση και που έχουν πλέξει δίκτυα ασφάλειας τελικής καταφυγής, συχνά με αντίτιμο τη δική τους τωρινή εξάντληση και την αφαίρεση της δυνατότητάς τους για το μέλλον να ολοκληρωθούν ως αυτόνομοι άνθρωποι. Είναι στα περιθώρια αυτά, στους χώρους που συνδέονται με την κοινωνική αναπαραγωγή και με την όλο και μεγαλύτερη επισφάλεια στη ζωή που διεξάγονται σήμερα οι κύριες μάχες και που οργανώνεται ένας νέος κύκλος αγώνων.

Μιλάμε όχι μόνο για άνοδο του φεμινιστικού κινήματος, αλλά και για ένα φαινόμενο “γυναικοποίησης της αμφισβήτησης”. Γενικά, και αυτό ισχύει ακόμα περισσότερο από την αρχή της πανδημίας, υπάρχουν πέντε τομείς στους οποίους οι γυναίκες οδηγούν αγώνες και αντιστάσεις:

  • τους αγώνες για τις κοινωνικές υπηρεσίες (και, στην Ευρώπη, ενάντια στην αποδιάρθρωση των κρατών πρόνοιας)

  • τους αγώνες για αξιοπρεπή στέγη

  • τους αγώνες για διατροφική επικυριαρχία και για το δικαίωμα στη γη και στο νερό (που συναντήθηκαν τους τελευταίους μήνες με τα νέα κινήματα για κλιματική δικαιοσύνη και ενάντια στον εξορυκτικισμό)

  • τους αγώνες για βελτίωση των συνθηκών εργασίας και για την κατάκτηση δικαιωμάτων σε αυτό που βρισκόταν ώς τώρα “στο περιθώριο της αγοράς εργασίας”, καθώς και στις αναπαραγωγικές θέσεις, αλλά που, στη σημερινή φάση της καπιταλιστικής κρίσης, επεκτείνεται και κανονικοποιείται μετατρεπόμενο όλο και περισσότερο σε “νόρμα” (επισφαλείς τομείς, ίσως και στη μαύρη εργασία, γεωγραφικές μετακινήσεις, κλπ.)

  • και τις αντιστάσεις απέναντι στους νέους νεοφιλελευθερισμούς.

Η πανδημία έχει ωστόσο θέσει ιδιαίτερα εμπόδια στη δυνατότητα των αγροτισσών του Νότου να οργανώνονται. Ο αγώνας κατά των αθέμιτων χρεών, ειδικά των καταχρηστικών μικροπιστώσεων, είναι που κινητοποιεί τις πιο φτωχές γυναίκες.

Οι επιπτώσεις της συγκυρίας που περιλαμβάνει αυτή τη “γυναικοποίηση της αμφισβήτησης” και τη σταθεροποίηση ενός φεμινιστικού κινήματος ως θεμελιακού φορέα κινητοποίησης σε πολλές χώρες, που είναι σε θέση να εκραγεί σε στιγμές έντονης υποχώρησης και διάλυσης των κοινωνικών σχέσεων, κουβαλώντας βαθιά αντικαπιταλιστικές ενοράσεις, είναι πολλαπλές. Το ένα από τα κύρια είναι πως η δυναμική διαρκούς κινητοποίησης και δικτύωσης έχει καταστήσει το φεμινισμό αγωνιστική σχολή εκπαίδευσης για πολλές γυναίκες, που πολιτικοποιούνται γρήγορα και μπορούν να παρέμβουν και σε άλλους τομείς, δημιουργώντας γυναικείες αναφορές και ισχυρές γυναίκες που ασκούν διαφόρων τύπων ηγεσίες. Από την άλλη, πρέπει να υπογραμμίσουμε τη συνάρθρωση των διεκδικήσεων και των συγκεκριμένων αγώνων που δεν είναι αυστηρά φεμινιστικοί αλλά πολύ πιο συνολικοί: ενάντια στα σύνορα ως χώρους συστηματικών σφαγών, ενάντια στην καταστροφή γαιών από τη βιομηχανική γεωργία, ιδιαίτερα την κτηνοτροφία, και τις εξορυκτικιστικές πολυεθνικές, για την υπεράσπιση των πολιτικών δικαιωμάτων ενάντια στις ακροδεξιές ή αυταρχικές κυβερνήσεις, για την απάντηση και την αντίσταση στις πολιτικές διαρθρωτικής προσαρμογής, κλπ. Το πρόγραμμα της διεθνούς απεργίας γυναικών στις διάφορες χώρες μας δίνει μια καλή άποψη.

4.2 Στρατηγική κατανόηση για το ρόλο του γυναικείου κινήματος

Συμφωνούμε με την ιδέα που διαδίδεται όλο και περισσότερο μέσα στο κίνημα των γυναικών ότι οι φεμινιστικές προοπτικές συγκροτούν μια προνομιούχα οπτική για να αναλύσουμε τις συνθήκες της σύγχρονης εκμετάλλευσης. Επίσης συγκροτούν προνομιούχα οπτική για να δοκιμάσουμε νέες μορφές οργάνωσης και αγώνα. Αυτό που είναι σίγουρο είναι ότι όλα όσα αναλύθηκαν ώς τώρα έχουν σημαντικές στρατηγικές επιπτώσεις. Έτσι, υποστηρίζουμε πως οι φεμινιστικές απεργίες και οι απεργίες γυναικών μπορούν να θεωρηθούν ως μια κεντρική εμπειρία για να σκεφτούμε την οργάνωση, όχι μόνο των γυναικών, αλλά και της πλειονότητας της εργατικής τάξης. Εξάλλου, και ο τρόπος με τον οποίο συναρθρώνονται οι φεμινιστικές κινητοποιήσεις για το δικαίωμα στην έκτρωση ή ενάντια στη γυναικοκτονία και τη ματσιστική βία ανοίγει έναν ολόκληρο χώρο άμεσης σύγκρουσης με το ταξικό κράτος και τους θεσμούς του: δικαιοσύνη, στρατό, θρησκευτικές αρχές, κλπ.

Η διαδικασία αυτή εκδημοκρατισμού του εργαλείου της απεργίας ενδέχεται να έχει και μακρόχρονες επιπτώσεις, καθώς διαλύει το μονοπώλιο των συνδικαλιστικών γραφειοκρατιών στη νομιμοποίηση του καλέσματος της απεργίας. Οι ημέρες 8 Μάρτη του 2018, 2019 και 2020 επέτρεψαν σε σημαντικό στρώμα εργαζομένων γυναικών να οργανώσουν μια απεργία, σε πολλές περιπτώσεις για πρώτη φορά στη ζωή τους. Η αυτοπεποίθηση, η αυτονόμηση, η συσσώρευση εμπειρίας και τα δίκτυα που στήνονται με χιλιάδες γυναίκες μπορούν να σημάνουν ποιοτικό άλμα για όλη την τάξη που δεν μπορεί να αποτιμηθεί παρά με το χρόνο. Το άλλο στοιχείο εκδημοκρατισμού είναι η οργάνωση της απεργίας σε τομείς πολύ συχνά ξεχασμένους από τον παραδοσιακό συνδικαλισμό, όπως στη φροντίδα ή στην κατανάλωση, οι οποίοι ωστόσο είχαν σημασία στο εργατικό κίνημα των αρχών του αιώνα: οι απεργίες κατά του υψηλού κόστους της ζωής ή για τα ενοίκια αποτελούν καλό παράδειγμα. Προς αυτή την κατεύθυνση, ο εκδημοκρατισμός της απεργίας μας επιτρέπει να δοκιμάσουμε το εργαλείο αυτό στο περιθώριο της αγοράς εργασίας που αναφέραμε προηγουμένως. Αυτό ενισχύει την ιδέα πως οι δραστηριότητες αυτές αποτελούν οι ίδιες και κατεξοχήν εργασία.

Η χρήση του απεργιακού εργαλείου, η κεντρικότητα των αγώνων για την κοινωνική αναπαραγωγή, η προσπάθεια να κατανοηθούν οι διαδικασίες παραγωγής και αναπαραγωγής ως ένα ολοκληρωμένο όλο και η λειτουργία τους ως φορέας πολιτικοποίησης και ριζοσπαστικοποίησης των μαζών καθιστούν αυτό το νέο φεμινιστικό κίνημα μια διαδικασία ανάπτυξης της ταξικής συνείδησης. Σε παγκόσμια κλίμακα, το φεμινιστικό κίνημα επανα-ορίζει τους ανταγωνισμούς και μετατρέπεται σε φεμινιστική ταξική πάλη. Η δυνατότητα των γυναικών να παίξουν το ρόλο αυτόν στη σημερινή ιστορική στιγμή δεν εξαρτάται από μια ουσιοκρατική ταυτότητα, αλλά από το ρόλο των γυναικών στη διαδικασία της κοινωνικής αναπαραγωγής, το οποίο και ωθεί τα συμφέροντα των γυναικών να ταυτιστούν με της ανθρωπότητας, στο μέτρο που εκφράζουν δικαιώματα για όλες τις γυναίκες και όχι μόνο για ένα προνομιούχο στρώμα.

Αυτό δε σημαίνει πως ώς τώρα ο φεμινισμός δεν συνδεόταν με την πάλη των τάξεων, ούτε και ότι ο μαρξισμός και ο φεμινισμός θα έχουν γίνει πλέον ένα, ακυρώνοντας την αυτονομία του τελευταίου. Αλλά, στο σημερινό πλαίσιο καπιταλιστικής κρίσης, οι συγκεκριμένες ιστορικές μορφές της αναπαραγωγής του κεφαλαίου καταστρέφουν την κοινωνική βιωσιμότητα της ζωής σε όλο και περισσότερες περιοχές του κόσμου και είναι ασύμβατες με τις θεμελιακές φεμινιστικές διεκδικήσεις, που σημαίνει ότι κάθε φεμινιστική συνείδηση καταλήγει να συγκρουστεί με τους πυλώνες της καπιταλιστικής συσσώρευσης.

Μία στρατηγική πρόκληση του παρόντος είναι να σκεφτούμε τον τρόπο με τον οποίο ο φεμινισμός μας επιτρέπει να ανακαλύψουμε και πάλι συνθήματα όπως να μοιράσουμε τις θέσεις εργασίας -αυτή τη φορά πληθυντικώς-, για δραστική μείωση του χρόνου εργασίας, που συνδέεται με την κοινωνικοποίηση της αναπαραγωγικής εργασίας, να ξανασκεφτούμε ποιές θέσεις απασχόλησης είναι κοινωνικά αναγκαίες, αλλά και ποιές οικονομικές δραστηριότητες θα έπρεπε να σταματήσουν καθώς είναι καταστροφικές για τους ανθρώπους ή τον πλανήτη. Απέναντι στον καπιταλιστικό ανορθολογισμό και στη σπατάλη των πόρων και της ανθρώπινης ενέργειας που προκαλούν πρέπει να στοιχηματίσουμε στην αναδιοργάνωση των εργασιών προς μια κατεύθυνση οικοσοσιαλιστική και φεμινιστική. Είναι θεμελιώδες καθήκον για τη φάση στην οποία βρισκόμαστε. Οι διαδικασίες συσσώρευσης και η κρίση της νεοφιλελεύθερης διακυβέρνησης έχουν ανοίξει ένα νέο ζωηρό και συχνά και βίαιο κύκλο που προσπαθεί να ξαναορίσει τους μηχανισμούς εκμετάλλευσης, κυριαρχίας και καταπίεσης. Το να αμφισβητήσουμε αυτό το νέο ορισμό αποτελεί στοιχείο κλειδί για το αποτέλεσμά του.

5. Προσανατολισμός και καθήκοντά μας στο κίνημα

Υπερασπιζόμαστε την οικοδόμηση ενός πλατιού μαζικού περιεκτικού κινήματος και παλεύουμε για να κρατηθεί η πιο πλατιά ενότητα, αλλά αυτό δεν σημαίνει αναγκαστικά ότι δεν παλεύουμε και για έναν πολιτικό προσανατολισμό του κινήματος.

5.1 Για τις μαζικές διεκδικήσεις

Αναφερόμαστε εδώ στις διεκδικήσεις που απαντούν στις ανάγκες των πιο καταπιεσμένων και εκμεταλλευόμενων ταυτόχρονα με την οικοδόμηση ενότητας ανάμεσα:

  • (α) στην πιο πλατιά αντίσταση των γυναικών ενάντια στη δεξιά,

  • (β) στο φεμινισμού του 99% (απεργία γυναικών, κλπ.) και

  • (γ) στους επαναστάτες.

Εάν οι θεμελιώδεις διεκδικήσεις για τα δικαιώματα των γυναικών είναι προς το συμφέρον όλων των γυναικών, η πραγματοποίησή τους προϋποθέτει τη φροντίδα να υπάρξουν και τα αναγκαία προς τούτο μέσα και χρηματοδοτήσεις για να γίνουν πραγματικότητα, ακόμα δηλαδή και για τις πιο περιθωριοποιημένες και λιγότερο ευνοημένες γυναίκες και ΛΟΑΤΚΙ. Έτσι, για παράδειγμα, ενώ παλεύουμε για να πετύχουμε νομικές κατοχυρώσεις για το δικαίωμα στην έκτρωση, ενάντια στην υποχρεωτική στείρωση, ιδιαίτερα των μαύρων, ιθαγενών και ανάπηρων γυναικών, ή για να υπάρξει δικαιοσύνη για τα θύματα της βίας, πρέπει επιπλέον να παλεύουμε και για να υπάρξουν τα μέσα για πρόσβαση στις υπηρεσίες περίθαλψης, συμβουλευτικής και νομικής στήριξης, για τις γυναίκες και τους ΛΟΑΤΚΙ. Αλλά επιπλέον θα πρέπει να παλεύουμε και για να εξασφαλίζεται το δικαίωμα πρόσβασης στις υπηρεσίες αυτές χωρίς διακρίσεις απέναντι στις γυναίκες για λόγους νομικών διαφοροποιήσεων, πόρων, εθνικής ή μεταναστευτικής προέλευσης, σεξουαλικότητας ή σεξουαλικής ταυτότητας. Πρέπει να παλεύουμε και μαζί με τις γυναίκες θύματα της κατάχρησης μικροπιστώσεων και όλων των μορφών τοκογλυφίας.

Επομένως, παλεύουμε για να στηρίξει το κίνημα στο σύνολό του τις διεκδικήσεις των πιο περιθωριοποιημένων ομάδων, όπως και για να καταπολεμήσει στο εσωτερικό του τις συμπεριφορές που ενέχουν διακρίσεις. Στηρίζουμε την αυτο-οργάνωση των γυναικείων πληθυσμών που υφίστανται διακρίσεις, ως προϋπόθεση ενός συγκεκριμένου ενωτικού και καθολικού κινήματος.

Ταυτόχρονα, αγωνιζόμαστε για να αποδεικνύεται στην πράξη ότι το σημερινό σύστημα είναι ανίκανο να ικανοποιήσει πραγματικά τα αιτήματα των γυναικών, έτσι ώστε η οργάνωση των γυναικών να είναι μια διαρκής διαδικασία πολιτικοποίησης και ριζοσπαστικοποίησης.

5.2 Η αυτο-οργανωμένη μαζική δράση

Η διαδικασία αυτή πολιτικοποίησης και ριζοσπαστικοποίησης ενισχύεται περαιτέρω από την ίδια την εμπειρία αυτο-οργάνωσης στη βάση, σε επίπεδο συνοικιών, επαρχιακών περιοχών, χώρων εργασίας ή σπουδών. Πρέπει, επομένως, να βάλουμε την έμφαση στη συλλογική δράση που οργανώνεται από τους ίδιους τους ενδιαφερόμενους και ενδιαφερόμενες.

Όταν ξεκινούν καμπάνιες από μικρές ομάδες ή συλλογικότητες φεμινιστριών, εμείς προσπαθούμε να τις προσανατολίσουμε προς τη μάζα των γυναικών στις συνοικίες, στους χώρους δουλειάς, κλπ., εκλαϊκεύοντας τις διεκδικήσεις με τα κατάλληλα μέσα (φυλλάδια, θέατρο δρόμου, ακτιβισμοί δρόμου [flas mobs], ανοιχτές συζητήσεις, κείμενα υπογραφών, κοινωνικά δίκτυα) που προσφέρονται σε όλες τις γυναίκες και ευνοούν τη συμμετοχή τους.

Δεν υποστηρίζουμε ούτε οργανώνουμε βίαιες δράσεις πρωτοπορίας που τείνουν να αποκλείουν και να απομακρύνουν τις περισσότερες γυναίκες και να τις εμποδίζουν από το να συμμετέχουν στο μαζικό κίνημα, παρόλο που δεν υποστηρίζουμε ούτε την καταστολή τους από το κράτος. Όταν καθίσταται αναγκαία μια επαφή με τους θεσμούς, τότε εμείς παλεύουμε για να εξασφαλιστεί πως αυτές που αναλαμβάνουν την εκπροσώπηση έχουν επιλεγεί δημοκρατικά και πως δεσμεύονται να αποδώσουν λογαριασμό στις γυναίκες που εκπροσωπούν μέσα από ένα πλαίσιο δημοκρατικού φόρουμ.

Η πρόταση για απεργία γυναικών ή για φεμινιστική απεργία επιτρέπει έναν τέτοιο προσανατολισμό προς τη μαζική δράση, για να απευθυνθούμε σε όλες τις γυναίκες, στους χώρους εργασίας, στον άτυπο τομέα, στο σπίτι, προσεγγίζοντας όλες τις πλευρές της ζωής των γυναικών στην εργασία, είτε παραγωγική είτε αναπαραγωγική. Καλούμε τους άνδρες να στηρίξουν την απεργία γυναικών, εξασφαλίζοντας -τουλάχιστον για τις 8 Μάρτη- την αόρατη εργασία φροντίδας, έτσι ώστε οι εταίρες τους, φίλες και συναδέλφισσες, να μην περιορίσουν τη συμμετοχή τους σε όλες τις δράσεις που προβλέπονται για την ημέρα αυτήν. Στους χώρους εργασίας, αυτό σημαίνει συμμετοχή στην απεργία, για να μπορέσει να γίνει. Και, ως επαναστάτριες μαρξίστριες, επίσης εξηγούμε, και ελπίζουμε να το αποδείξουμε στην πράξη, πόσο μετράει για τον αγώνα η συλλογική δράση στους χώρους εργασίας στο να οικοδομηθεί ένας ευνοϊκός συσχετισμός δύναμης.

5.3 Σημασία του διεθνούς συντονισμού

Σε έναν κόσμο όπου οι αντίπαλοί μας -το καπιταλιστικό σύστημα, οι αυταρχικές δυνάμεις, ανερχόμενες ακροδεξιές και φονταμενταλιστές, οι πολυεθνικοί καταστροφείς του κλίματος- είναι οργανωμένοι σε διεθνές επίπεδο, θα πρέπει το γυναικείο κίνημα να μπορέσει και αυτό να οικοδομήσει και να ενισχύσει τις διεθνείς του σχέσεις.

Η απουσία τυποποιημένων δομών, παρόλο που μπορεί να είναι στοιχείο δύναμης για ένα ριζοσπαστικό κίνημα, καθιστά ωστόσο δύσκολο το διεθνή συντονισμό -που απαιτεί χρήμα και πόρους- και, επομένως, η οικοδόμηση ενός αληθινού διεθνούς συντονισμού ανάμεσα στα ριζοσπαστικά και αυτο-οργανωμένα κινήματα που αναπτύσσονται σήμερα παραμένει ένα έργο για να γίνει. Ως διεθνές ρεύμα, εμείς θα έπρεπε να είμαστε στην πρωτοπορία της οικοδόμησης σχέσεων και της προώθησης όλων των δυνατοτήτων διεθνούς συντονισμού.

5.4 Συνάρθρωση με άλλα κοινωνικά κινήματα

Δεν πρέπει να πέσουμε στην παγίδα μιας καταλογοποίησης των κινημάτων σα να ήταν το γυναικείο κίνημα ξεχωριστό και αποσυνδεδεμένο από το εργατικό, από το κίνημα κατά της κλιματικής αλλαγής, από το κίνημα ειρήνης, από τις επαναστατικές διαδικασίες σήμερα στην Αλγερία και στο Σουδάν, από τα κινήματα κατά του ρατσισμού, κλπ. Οι γυναίκες βρίσκονται στην πρωτοπορία των κινημάτων αυτών και στο εσωτερικό τους θέτουν τα ζητήματα της θέσης των γυναικών -για παράδειγμα, ενάντια στη σεξουαλική βία της οποίας είναι τα θύματα.

Είναι αναγκαίο, τόσο για το κίνημα των γυναικών όσο και για όλα τα άλλα κινήματα, να δημιουργηθούν σχέσεις ανάμεσα σε όσες και σε όσους συμμερίζονται τους ίδιους στόχους: να αλλάξει η κοινωνία για να οργανωθεί προς το συμφέρον των πολλών και όχι μιας μειονότητας. Αυτό σημαίνει πως πρέπει να δειχτεί πόσο η κλιματική αλλαγή, οι ρατσιστικές και αντιμεταναστευτικές πολιτικές, οι ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι, οι πολιτικές λιτότητας, η άρνηση των δημοκρατικών δικαιωμάτων και των δικαιωμάτων των εργαζομένων, πόσο οι διακρίσεις και η βία κατά των ανθρώπων ΛΟΑΤΚΙ έχουν ιδιαίτερες επιπτώσεις στις γυναίκες και με ιδιαίτερα σοβαρό τρόπο, και να επιχειρηθεί να εμπλακεί το γυναικείο κίνημα, ή τμήματά του, στις δράσεις τους.

Επίσης πρέπει να αγωνιστούμε και μέσα σε άλλα κινήματα, ιδιαίτερα στο οργανωμένο εργατικό κίνημα, και με διαφορετικό τρόπο και μέσα στο κίνημα ΛΟΑΤΚΙ, για να δείξουμε πως οι ειδικές διεκδικήσεις των γυναικών είναι και αυτές τμήματα των διεκδικήσεων αυτών των κινημάτων. Στηρίζουμε την αυτόνομη οργάνωση των γυναικών (στις διάφορες μορφές της) στο εσωτερικό των κοινωνικών, συνδικαλιστικών και πολιτικών αγώνων και οργανώσεων, ως προϋπόθεση για εξισωτικούς μεικτούς αγώνες.

6. Τα εσωτερικά μας καθήκοντα

Η φεμινιστική δουλειά δεν είναι ένας απλώς ένας από τους τομείς δράσης, αλλά κάτι που πρέπει να επηρεάσει όλες τις άλλες πλευρές της δουλειάς μας και όλη μας την οργάνωση. Θα έπρεπε να υπάρχει ειδική στενή συνεργασία με την επιτροπή ΛΟΑΤΚΙ, καθώς και με τις επιτροπές αντιρατσισμού και οικολογίας/κλιματικής αλλαγής.

Παρόλο που θεμιτά μπορούμε να περηφανευόμαστε πως βρεθήκαμε στην πρωτοπορία των μαρξιστών επαναστατών που πήραμε στα σοβαρά τα γυναικεία ζητήματα -με την απόφαση του 1979 και τις αποφάσεις μας το 1991, ακόμα και για τις γυναίκες μέσα στο κόμμα, καθώς και με τις κατοπινές σχετικές συμβολές-, ωστόσο αυτό ήταν το αποτέλεσμα συχνά μιας βολονταρίστικης προσπάθειας ενός μικρού αριθμού συντρόφων.

Η φεμινιστική μας δουλειά πρέπει να συνεχίσει να οργανώνεται σε διεθνή βάση συνδυάζοντας τον περιφερειακό (ηπειρωτικό) με τον διεθνή συντονισμό και με ισχυρή σχέση με τα διεθνή καθοδηγητικά όργανα -από την επιτροπή γυναικών της Διεθνούς Επιτροπής, με την τακτική διοργάνωση σεμιναρίων γυναικών και άλλων κατάλληλων μορφών. Αυτό πρέπει να αντικατοπτρίζει τη δουλειά που οργανώνεται σε εθνικό επίπεδο.

Η δική μας ιστορία μας έχει δείξει ότι, απουσία ειδικών οργάνων που να οργανώνουν τη φεμινιστική δουλειά, αυτή τείνει να μειώνεται όταν το κίνημα εξασθενίζει. Η δέσμευσή μας για τη σημασία της χειραφέτησης των γυναικών στο πρόγραμμα για ένα σοσιαλιστικό μέλλον πρέπει να συμβαδίζει με τη δέσμευσή μας να συνεχίζουμε την πολιτική δραστηριότητα και μόρφωση στις γραμμές μας σε αυτό το ζήτημα.

 

Διεθνής Επιτροπή της 4ης Διεθνούς

24/2/2021

1Μεταφρασμένο από το Leon Trotsky, « Against Bureaucracy, Progressive and Unprogressive » (6 Αύγουστος 1923), in Problems of Everyday Life and Other Writings on Culture and Society, Monad Press, New York, 1973, σελ. 65.

Same author