1. Εισαγωγή
Το 2020, εν μέσω της πανδημίας COVID-19, διεξήχθησαν εκλογές στη Βενεζουέλα για την ανανέωση των εδρών στην Εθνοσυνέλευση. Οι εκλογές αυτές πραγματοποιήθηκαν εν μέσω ιδιαίτερα δύσκολων υλικών συνθηκών. Από τη μία πλευρά, τα εγκληματικά περιοριστικά μέτρα στο διεθνές εμπόριο της Βενεζουέλας επηρέασαν όλους τους τομείς της εθνικής ζωής, δημιουργώντας μια άνευ προηγουμένου επιδείνωση των συνθηκών διαβίωσης της εργατικής τάξης. Από την άλλη πλευρά, η απώλεια επαναστατικής ποιότητας στις δημόσιες πολιτικές ήρθε σε ανοιχτή αντίθεση με τα λαϊκά αιτήματα- μισθοί κάτω από πέντε δολάρια το μήνα, αναστολή των συλλογικών διαπραγματεύσεων, υπερπληθωρισμός πάνω από τέσσερα ψηφία, τεράστια υποτίμηση του εθνικού νομίσματος, έκρηξη της μεταναστευτικής διαδικασίας για οικονομικούς λόγους, σημαντική υποβάθμιση των δημόσιων υπηρεσιών, ήταν μερικά μόνο από τα στοιχεία που καθόρισαν τη ζωή των εργατών, των δημόσιων υπαλλήλων και των άτυπων εργαζομένων.
Παραδόξως, οι λαϊκές διαμαρτυρίες μειώθηκαν εν μέσω μιας αυξανόμενης αυταρχικής διολίσθησης της κυβέρνησης, η οποία υποστηρίχθηκε από ένα αφήγημα εθνικής ενότητας για την αντιμετώπιση της ιμπεριαλιστικής επιθετικότητας. Είναι ένα σκοτεινό κεφάλαιο της μπολιβαριανής διαδικασίας, με συλλήψεις και διώξεις εργατικών ηγετών, πολλοί από αυτούς με μακρά ταξική παράδοση. Η ποινικοποίηση της διαφωνίας στέρησε το ελευθεριακό άρωμα από τη συντακτική διαδικασία του 1999, κάτι που το είχαμε ξαναδεί στη διάρκεια αυτών των είκοσι ετών, αλλά ποτέ σε αυτή την κλίμακα.
Αυτό είχε αντιστοιχία και στις σχέσεις μεταξύ των κομμάτων του λεγόμενου Μεγάλου Πατριωτικού Πόλου (GPP). Το Ενωμένο Σοσιαλιστικό Κόμμα της Βενεζουέλας (PSUV), μια οργάνωση που δημιουργήθηκε από τον Ούγκο Τσάβες, είχε πάντοτε τεταμένες σχέσεις με τα άλλα πολιτικά κόμματα του GPP, οι οποίες σχεδόν πάντα επιλύονταν με γραφειοκρατικές συμφωνίες για τη διατήρηση της ενότητας. Ωστόσο, από το 2018, οι σχέσεις στο πλαίσιο του GPP έγιναν ιδιαίτερα τεταμένες, λόγω των αυξανόμενων απαιτήσεων της βάσης των πολιτικών κομμάτων αυτής της (εναλλακτικής) συμμαχίας για επιστροφή σε μια σοσιαλιστική, επαναστατική και λαϊκή πορεία της μπολιβαριανής διαδικασίας και εγκατάλειψη της στροφής προς ταξική συμφιλίωση, καθώς και διακοπή της αυξανόμενης εξάρτησης από τις ρωσικές και κινεζικές ιμπεριαλιστικές πολιτικές. Η έλλειψη εποικοδομητικού διαλόγου επιτάχυνε την απομάκρυνση και δημιούργησε τις συνθήκες για την ανάδυση δύο μπλοκ στο πλαίσιο της μπολιβαριανής διαδικασίας.
Αυτό δεν ακυρώνει ούτε την ύπαρξη κοινωνικού κινήματος κατά της πόλωσης, ούτε την εφήμερη ύπαρξη πολιτικών επιλογών για έναν τρίτο πόλο. Σίγουρα, πάντως, διαμορφώνεται μια νέα πολιτική κατάσταση στο στρατόπεδο των τσαβίστας μετά το 2020.
Η νέα πολιτική κατάσταση της Βενεζουέλας απαιτεί μια βαθιά συζήτηση από τη λατινοαμερικανική και από την παγκόσμια αριστερά, που θα της επιτρέψει να λειτουργήσει ως παράγοντας επαναστατικής ενοποίησης για την επιστροφή στο δρόμο της συνταγματοποίησης, στην αντικαπιταλιστική πορεία και στην αποστασιοποιοποίηση από το νεοφιλελευθερισμό, με έναν προοδευτικό λόγο. Δεν είναι ώρα για ωραιοποιήσεις ούτε της ταξικής υποταγής συμβιβασμού ούτε και αριστερίστικων τυχοδιωκτισμών.
2. Ο πολιτικός χάρτης
Συχνά η πολιτική διεξάγεται με βάση υποδεέστερα συμφέροντα, ενστικτωδώς ή και με τέλειες ιδέες αποσυνδεδεμένες από την πραγματικότητα. Για το λόγο αυτό, μας φαίνεται σημαντικό να κάνουμε μια καταγραφή των εντάσεων της μπολιβαριανής διαδικασίας, προκειμένου να κατανοήσουμε πώς προέκυψε η Λαϊκή Επαναστατική Εναλλακτική (APR) και γιατί θεωρείται σήμερα ως ο προοδευτικός πόλος. Οι συσχετισμοί δυνάμεων και οι ανακατατάξεις έχουν αλλάξει σημαντικά τα τελευταία δύο χρόνια. Ως εκ τούτου, απαιτείται επειγόντως μια επικαιροποιημένη ανασκόπηση και αξιολόγηση των πολιτικών παραγόντων, για να δούμε τις πραγματικές δυνατότητες επανακαθορισμού της μπολιβαριανής διαδικασίας, αλλά και μια τρομαχτική επανατοποθέτηση καινούργιων νεοφιλελεύθερων παραλλαγών.
- Η δεξιά πτέρυγα
Στη Βενεζουέλα, τα δεξιά κόμματα έχουν μετατραπεί από πραγματικά πολιτικά σχέδια που συνδέονται με τη νεοφιλελεύθερη ατζέντα είτε σε απλούς μεταφορείς των διαταγών της αμερικανικής αυτοκρατορίας και των ευρωπαϊκών ιμπεριαλιστικών εθνών, είτε σε πραγματιστικούς φορείς που επιβιώνουν με τις ελεημοσύνες από την κυβέρνηση της Βενεζουέλας, περιμένοντας να προκύψει μια "νέα πολιτική κατάσταση".
Τα δεξιά πολιτικά κόμματα έχουν χάσει κάθε σχέση με το μαζικό κίνημα και η ικανότητα κινητοποίησής τους περιορίζεται σε μερικές εκατοντάδες μέλη, άκρως ιδεολογικοποιημένους, σεχταριστές και συγκρουσιακούς.
Η δεξιά αποτελείται από τέσσερα μπλοκ, των οποίων ηγούνται αντίστοιχα οι Χουάν Γκουαϊδό, Καπρίλες Ραντόνσκι, Χένρι Ράμος Αλούπ και Μαρία Κορίνα Ματσάδο, αλλά διχάζονται μεταξύ τους δομικά εξαιτίας των σκοτεινών χρηματοδοτήσεων της Ομάδας της Λίμα και εξαιτίας της επίθεσης στην πετρελαϊκή περιουσία της Βενεζουέλας στο εξωτερικό.
Η “δικαστικοποίηση”1 και η υιοθέτηση ad hoc προαπαιτούμενων από το Ανώτατο Δικαστήριο έβαλε τα πολιτικά κόμματα Acción Democrática, Primero Justicia και Voluntad Popular2 σε μια κατάσταση παρανομίας που τους δημιουργεί ακόμα μεγαλύτερη διασπορά και αδυναμία πολιτικής δράσης.
Μια νέα δεξιά πτέρυγα αναδύεται, εξαρτώμενη από την εθνική εκτελεστική εξουσία και με εκπροσώπηση στο κοινοβούλιο, γεγονός που συμβάλλει στη σύγχυση και στην αποθάρρυνση της βάσης της δεξιάς. Η κυβέρνηση Μαδούρο κατάφερε να περιορίσει την πολιτική δεξιά στην ελάχιστη έκφρασή της, η οποία, ασφυκτιώντας, μπορεί να επικαλεστεί μόνο μια επίλυση της κατάστασης στη Βενεζουέλα μέσω μιας ξένης ιμπεριαλιστικής εισβολής ή και μιας αστραπιαίας στρατιωτικής επιχείρησης. Από αυτή την άποψη, τα απομεινάρια της βενεζουελάνικης δεξιάς γίνονται ένας χώρος αρκετά επιρρεπής σε επιλογές στρατιωτικών τυχοδιωκτισμών.
Προφανώς, δεν αποκλείεται και κάποιο άλλο μοντέλο πολιτικής ανασύνθεσης, που να επανασυνδέσει τη δεξιά με μια ικανότητα πραγματικής κινητοποίησης, αλλά δεν διαφαίνεται κάτι τέτοιο προς το παρόν.
- Το PSUV και ο GPP
Το PSUV δεν υπήρξε ποτέ πολιτικό κόμμα με κλασικούς όρους. Ήταν περισσότερο ένα πολιτικό εργαλείο της κυβέρνησης, τόσο υπό τον Τσάβες όσο και υπό τον Μαδούρο. Αν και οργανώνει συνέδρια και εκλέγει τις ηγεσίες του με ειδικές διαδικασίες, στην πραγματικότητα, όμως, το PSUV είναι μια εκλογική μηχανή, για να οργανώνει την κοινωνική ατζέντα της κυβέρνησης και να ελέγχει το κοινωνικό κίνημα.
Ωστόσο, το PSUV είναι το μεγαλύτερο κόμμα στη Βενεζουέλα με μια πολύ σημαντική λαϊκή κοινωνική βάση, κάτι που λείπει από άλλες οργανώσεις. Έχει καταφέρει να οικοδομήσει έναν ολόκληρο κοινωνικό ιστό γύρω από τις αρχικές προϋποθέσεις της μπολιβαριανής κοινωνικής ατζέντας και της ενότητας ενάντια στην αμερικανική επέμβαση. Ωστόσο, η αγωνιστικότητά του έχει αναπτύξει μια κουλτούρα αναβολής οποιασδήποτε κριτικής της γραφειοκρατικοποίησης και της νεοφιλελεύθερης διολίσθησης όσο παραμένει η απειλή των ΗΠΑ. Αυτό το έχει οδηγήσει στο να αναπτύξει τα θεμέλια μιας πολυταξικότητας που δεν την είχε στις απαρχές του.
Το PSUV εξέφραζε πάντα τις εσωτερικές ισορροπίες της κυβέρνησης, τόσο στο παρελθόν όσο και στο παρόν. Το όραμα του Τσάβες για τα χαρακτηριστικά μιας πολιτικο-στρατιωτικής συμμαχίας καθόριζε τη σύνθεσή του για χρόνια και, στη νέα περίοδο της στρατιωτικο-πολιτικής συμμαχίας του Μαδούρο, δημιουργήθηκαν νέες ισορροπίες που άφησαν εκτός όλους όσους που δεν είχαν πραγματική επιρροή πάνω του ή όσους δεν συμμερίζονται τη στροφή προς ταξική συμφιλίωση. Το PSUV πέρασε από μια λογική δόμησης γύρω από τον Τσάβες, σε ένα μοντέλο τυχαίων συσχετισμών στο στυλ του λατινοαμερικάνικου γραφειοκρατικού συνδικαλισμού.
Πολλά από τα πολιτικά κόμματα στο εσωτερικό του πόλου GPP έχουν τις ρίζες τους στην μπολιβαριανή διαδικασία, είτε μέσω προηγούμενων ρήξεων είτε επειδή δημιουργήθηκαν κατά την περίοδο Τσάβες. Ωστόσο, μερικά, όπως το Κομμουνιστικό Κόμμα της Βενεζουέλας (PCV), έχουν μακρά παράδοση, που χρονολογείται από τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, όπως και η εμπειρία του MRT (Tupamaros) που χρονολογείται από τη δεκαετία του 1980. Το κόμμα Patria para Todos (PPT) προέρχεται από μια ρήξη3 με την οργάνωση Causa R ακριβώς λόγω της υποστήριξής του στον Τσάβες, ενώ κόμματα όπως αυτό της Lina Ron4 ή το Nuevo Camino Revolucionario (NCR) δημιουργήθηκαν εν μέσω της ίδιας της μπολιβαριανής διαδικασίας. Η λογική με την οποία λειτουργούν τα κόμματα αυτά είναι πολύ πιο οργανική, αν και όχι πάντα πιο δημοκρατική, απέχοντας πολύ από τη λειτουργία του PSUV. Το αποτέλεσμα είναι πως η λειτουργία του ίδιου του GPP και οι μηχανισμοί λήψης αποφάσεων στο εσωτερικό του δεν εναρμονίστηκαν ποτέ, έστω και αν η ενότητα διατηρήθηκε πάντοτε για λόγους ιδεολογίας και γραφειοκρατικού πραγματισμού.
Καθώς το PSUV καθοδηγείται κυρίως από δημόσιους υπαλλήλους και στελέχη που συνδέονται με την κυβερνητική δυναμική, η λαϊκή πίεση από τη βάση για διόρθωση της κυβερνητικής πορείας των τελευταίων έξι ετών δεν περνάει τόσο από αυτό όσο από το PPT, το PCV ή τους Tupamaros. Ορισμένοι εκτιμούν ότι αποσιωπάται και από την ανάπτυξη αντιδημοκρατικών μεθόδων συζήτησης. Σε κάθε περίπτωση, η ένταση τής από τα κάτω αντίθεσης προς την πολιτική στροφή που επιβάλλει η σημερινή πολιτική ηγεσία της μπολιβαριανής διαδικασίας ασκεί άνιση πίεση στα διάφορα κόμματα του GPP.
Η δραματική κατάσταση του κόσμου της εργασίας είναι το αποτέλεσμα του μεγαλύτερου υπερπληθωρισμού στην ήπειρο, ο οποίος οδήγησε σε έκδοση χαρτονομισμάτων του μισού και του ενός εκατομμυρίου μπολιβάρ, καθώς και σε πρωτοφανή υποτίμηση του εθνικού νομίσματος σε σχέση με οποιαδήποτε άλλη ιστορική στιγμή της Δημοκρατίας, που εκφράζεται από το ότι σήμερα ένα δολάριο κοστίζει περισσότερο από δύο εκατομμύρια μπολιβάρ. Την ίδια στιγμή, ο μηνιαίος μισθός ενός εργαζόμενου δεν φτάνει ούτε τα δέκα δολάρια, ρίχνοντας εκατομμύρια ανθρώπους σε ακραία φτώχεια μέσα σε μόλις λίγα χρόνια. Όλα αυτά δημιουργούν μια άνευ προηγουμένου δυναμική αμφισβήτησης και αποστασιοποίησης των λαϊκών τομέων από τη σημερινή κυβέρνηση. Αυτή η πίεση από τα κάτω κατάφερε να περιοριστεί από τις πολιτικές ηγεσίες των PPT, PCV, Tupamaros, μεταξύ άλλων, κατά την περίοδο 2014-2018, αλλά έγινε μη βιώσιμη μετά το 2018 και 2020. Η συμφωνία που υπεγράφη μεταξύ του PCV και του PSUV το 2018, με την οποία η κυβέρνηση δεσμεύτηκε να σταματήσει και να ανατρέψει τα μέτρα παλινόρθωσης που είχε εφαρμόσει, αποδείχθηκε αδύνατο να υλοποιηθεί λόγω της ατζέντας παλινόρθωσης που προωθεί η εκτελεστική εξουσία.
Ως εκ τούτου, οι συμφωνίες για την κατανομή των εδρών στην Εθνοσυνέλευση του 2020 ήταν ανεπαρκείς για να αποφευχθεί η μετατόπιση των κομμάτων αυτών. Το PCV, το PPT, οι Tupamaros και άλλες οργανώσεις εντός και εκτός του Πατριωτικού Πόλου συνέκλιναν στο να σχηματίσουν μια κοινωνική εκλογική συμμαχία για τις βουλευτικές εκλογές του 2020 που να εκφράζει τις προσδοκίες της βάσης τους. Αυτό προκάλεσε τη “δικαστικοποίηση” και την παρέμβαση της ηγεσίας στην εκπροσώπηση κομμάτων όπως το PPT, οι Tupamaros και άλλα, κάτι που δεν μπορούσε να γίνει με το PCV.
Στην πράξη, το GPP έχει εξαφανιστεί ως όργανο ενότητας και συντονισμού. Η ύπαρξή του περιορίζεται στις τυπικότητες μιας ηγεσίας του PSUV που διαβουλεύεται με κενές (ad hoc διορισμένες) εκπροσωπήσεις.
- Η APR
Η απόφαση για τη συγκρότηση της Λαϊκής Επαναστατικής Εναλλακτικής (APR) ως ενιαίας εκλογικής προσπάθειας χωρίς το PSUV, που να πάει και πέραν από την κοινοβουλευτική αναμέτρηση, επιτάχυνε την κρίση του πόλου GPP. Παρά τη “δικαστικοποίηση” πολλών κομμάτων, η Λαϊκή Επαναστατική Εναλλακτική συνεχίζει με υποψηφίους από διάφορες οργανώσεις, έστω και αν εκφράζονται μόνο μέσω των ψηφοδελτίων του PCV, αλλά με τη μαχητική υποστήριξη της βάσης των κομμάτων που “δικαστικοποιήθηκαν”.
Σε μια τόσο ιδιαίτερη εκλογική αναμέτρηση όπως οι εκλογές του 2020, που διεξάγονται εν μέσω πανδημίας, αύξησης των διεθνών οικονομικών κυρώσεων, διφορούμενης στάσης της κυβέρνησης και τρομερής υλικής κρίσης της εργατικής τάξης, το κίνητρο για συμμετοχή ήταν πολύ χαμηλό, αν και ο αριθμός των ψηφοφόρων που προσήλθαν τελικά ήταν εντυπωσιακός, σύμφωνα με τις τελικές ανακοινώσεις του Εθνικού Εκλογικού Συμβουλίου. Τα αποτελέσματα έδειξαν πώς κέρδισε η συμμαχία PSUV, με ποσοστό άνω του 70%, ενώ η αίσθηση παραμένει στην πιάτσα ότι η APR πήρε περισσότερες ψήφους από όσες ανακοινώθηκαν στην τελική καταμέτρηση.
Το επίσημο μπλοκ αποτελούμενο από τα PSUV, Tupamaro (“δικαστικοποιημένο”), PPT (“δικαστικοποιημένο”), Somos Venezuela, Podemos, MEP (ηγεσία που προέκυψε από δικαστική διαμάχη), Alianza para el Cambio και ORA έλαβε το 68% των ψήφων, ενώ τα παλιά αστικά κόμματα της AD-COPEI, τώρα προσαρμοσμένα στις κυβερνητικές οδηγίες, έλαβαν περίπου το 20% των ψήφων. Η APR, με έγκυρα ψηφοδέλτια μόνο του PCV, απέσπασε μόνο μία έδρα, με περίπου το 3% των ψήφων, ωστόσο κατάφερε να κινητοποιήσει τον λεγόμενο αντιφρονούντα επαναστατικό τσαβισμό, σημαντικό μέρος του οποίου ψήφισε την APR.
Τα επισφαλή εκλογικά αποτελέσματα της APR επιβράδυναν την ενοποιητική διαδικασία και επισκίασαν εν μέρει την από τα κάτω δυναμική που είχε αρχικά δημιουργηθεί. Από τον Δεκέμβριο του 2020 και μέχρι την ημερομηνία συγγραφής του παρόντος άρθρου, η APR δεν ανέκτησε την πρωτοβουλία, ενώ είναι εμφανής μια επανεκκίνηση του PCV, όχι πάντα προς ενωτική κατεύθυνση, αλλά κυρίως με τη θεμελιακή του αυτοαντίληψη ως το κόμμα της εργατικής τάξης.
Ωστόσο, εκπρόσωποι του PCV και του PPT, όπως ο Oscar Figueras και ο Negro Rafael Uzcategui αντίστοιχα, ανέφεραν αυτή την εβδομάδα ότι τον Απρίλιο θα ξεκινήσει η πρόσκληση για το ιδρυτικό συνέδριο της APR, το οποίο έχει προγραμματιστεί για τον Ιούλιο του 2021, σε μια ημερομηνία που θα ξεκινήσουν οι προετοιμασίες για τις τοπικές και περιφερειακές εκλογές.
Το κάλεσμα για το ιδρυτικό συνέδριο της APR θα έχει να αποφασίσει αν θα περιοριστεί σε μια απλή συμμαχία κομμάτων για εκλογικούς σκοπούς ή αν θα μετατραπεί σε ευρύτερη πλατφόρμα του κοινωνικού κινήματος, ατόμων, πολιτικών κομμάτων και πολιτικών ομάδων, με δραστηριότητα πέρα από τα όρια της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Μόνο στην τελευταία περίπτωση θα μπορούσε να γίνει καταλυτικός παράγοντας για το επαναστατικό πνεύμα της μπολιβαριανής διαδικασίας και για τους διάφορους τομείς του τσαβισμού βάσης.
Η APR είναι το πιο προοδευτικό στοιχείο στις σημερινές συνθήκες της χώρας, για αυτό και είναι απαραίτητο να συμμετέχουμε ευρέως στις συζητήσεις του ιδρυτικού του συνεδρίου, στις επεξεργασίες τακτικής του και στρατηγικής με άξονα τα συμφέροντα του κόσμου της εργασίας ενάντια στο κεφάλαιο. Αυτό προϋποθέτει ρήξη με τους πομπώδεις βερμπαλισμούς, που όχι μόνο δεν προσθέτουν, αλλά και αποξενώνουν τα πιο προοδευτικά τμήματα.
Κατά τη γνώμη μου, η APR θα πρέπει να ανοίξει μια συζήτηση για την παρακμή του παγκόσμιου πετρελαϊκού μοντέλου και τις επιπτώσεις αυτού για μια εναλλακτική εθνική οικονομία, για την οικολογική κρίση και την έκφρασή της σε εθνικό επίπεδο, για τη νεοφιλελεύθερη επίθεση στην εκπαίδευση με πολύ συγκεκριμένες εκφράσεις της νεο-ιδιωτικοποίησης και της κοινωνικής διαστρωμάτωσης που βιώνουμε παγκοσμίως το 2020, για τη φεμινιστική και αντιπατριαρχική στρατηγική, για το μεταναστευτικό ζήτημα και την αναγκαία επιστροφή εκατομμυρίων μεταναστών, η οποία απαιτεί την ανάκαμψη της εθνικής οικονομίας, μεταξύ άλλων θεμάτων. Η APR πρέπει να ξεπεράσει την ιδεολογική προπαγάνδα και να εισέλθει σε δομικούς αντικαπιταλιστικούς ορισμούς που να εντάσσονται στην πραγματικότητα της τρίτης δεκαετίας του 21ου αιώνα.
Η αριστερά της Βενεζουέλας γερνάει, με μια κρίση επαναστατικής ταυτότητας και με βαθμούς νόσου Αλτσχάιμερ. Το κάλεσμα για αυτό το ιδρυτικό συνέδριο της APR θα πρέπει να χρησιμεύσει για την επανεκκίνηση της ελπίδας και της σοσιαλιστικής ουτοπίας, καθώς και για την επάνοδο πλατιών τμημάτων του κοινωνικού κινήματος στην αντικαπιταλιστική πορεία. Η μπολιβαριανή επανάσταση δεν έχει πεθάνει και η APR συγκεντρώνει τα καλύτερα από τα ανυπότακτα όνειρα της 27ης Φεβρουαρίου 1989.
- Το κοινωνικό κίνημα
Η παράδοση ενός σημαντικού μέρους της αριστεράς θεωρεί το κόμμα (το δικό της κόμμα) ως τη σύνθεση της επαναστατικής αλήθειας και βλέπει το κοινωνικό κίνημα απλώς ως μαζικό μέτωπο. Αυτό μεταφράζεται σε πρακτικές διορισμών και απώλειας της αυτονομίας του εργατικού και γενικότερα κοινωνικού κινήματος.
Στην περίπτωση της Βενεζουέλας, η παράδοση αυτή εμπόδισε, μεταξύ άλλων παραγόντων, την οικοδόμηση ενός ισχυρού και επαναστατικού συντονισμού των κοινωνικών κινημάτων ή μιας συνομοσπονδίας αγροτών ή και μιας εργατικής συνομοσπονδίας με ταξική συνείδηση. Η εμπειρία αποζητάει την οικοδόμηση ενός ισχυρού αυτόνομου κοινωνικού κινήματος, σε διαρκή διάλογο με τις πολιτικές εκπροσωπήσεις, αλλά όχι υποταγμένο στη λογική των διαπραγματεύσεων και των συμψηφισμών τους.
Η Central Socialista Bolivariana de Trabajadores5 (CSBT) έχει γίνει ένας τεράστιος γραφειοκρατικός μηχανισμός περιορισμού και ελέγχου των αγώνων, στους αντίποδες αυτού που θα έπρεπε να είναι το επίκεντρο του αγώνα και της δράσης ενάντια στη λογική του κεφαλαίου από τον κόσμο της εργασίας.
Ωστόσο, τίποτα δεν είναι μαύρο και άσπρο. Ακριβώς όπως μέσα στην CSBT παραμένουν μειοψηφικά ορισμένα ταξικά ρεύματα, έστω και στριμωγμένα, έτσι και στο δρόμο αναδύονται ένα σημαντικά αντάρτικα δίκτυα. Το κίνημα των κοινοτήτων, ιδίως στη Λάρα, είναι ένα παράδειγμα, όπως και το ανερχόμενο κίνημα των εκπαιδευτικών από τη βάση. Οι αριστερές φεμινίστριες αρχίζουν να δείχνουν μια αυτονόμηση σε σχέση με το αντιπατριαρχικό κίνημα, και το ίδιο γίνεται και με την κοινοτική δουλειά στις μεγάλες πόλεις.
Σήμερα υπάρχει ένα ολόκληρο κίνημα που ετοιμάζεται να αναδυθεί, το οποίο διαφεύγει από τους μηχανισμούς ελέγχου της κυβέρνησης, αναπτύσσοντας δυναμική αλληλεγγύης και αντίστασης που υποδηλώνει την ανάδυση ενός ισχυρού κοινωνικού κινήματος μεσοπρόθεσμα.
Μόνο ένα μέρος αυτού του αναδυόμενου κοινωνικού κινήματος συνδέεται επί του παρόντος με την APR, οπότε μια πραγματική συνάρθρωσή του με αυτή τη νέα δομή είναι αβέβαιη. Αυτό θα εξαρτηθεί ασφαλώς από την έκταση και τις μορφές των εργασιών στις οποίες χτίζονται γέφυρες μεταξύ των δύο.
Η συντριπτική πλειοψηφία του σημερινού κοινωνικού κινήματος είναι αριστερή, καθώς το δεξιό φοιτητικό κίνημα έχει πληγεί σκληρά από τη μεταναστευτική δυναμική των τελευταίων ετών.
- Οι FANB (ένοπλες δυνάμεις)
Οι Μπολιβαριανές Εθνικές Ένοπλες Δυνάμεις (FANB) αποτελούν σήμερα τον ηγεμονικό οργανωμένο τομέα της μπολιβαριανής διαδικασίας. Δεν υπάρχει κυβερνητικό ζήτημα στο οποίο η στρατιωτική παρουσία να μην αποτελεί καθοριστικό παράγοντα. Αναμφίβολα συγκροτεί μια δύναμη για τον περιορισμό και την αποτροπή των προσπαθειών ιμπεριαλιστικής στρατιωτικής επίθεσης, παρά το γεγονός ότι η μπολιβαριανή στρατιωτική στρατηγική αντίστασης δεν έχει καταφέρει να ξεφύγει από τη λογική των στρατώνων ή να τείνει προς μια συστατική διαδικασία λήψης αποφάσεων. Η διατήρηση της κλασικής ιεραρχικής δομής τροφοδοτεί την αυταρχική αντίληψη απέναντι στις διαφωνίες και στις κριτικές.
Από την άλλη πλευρά, ο στρατιωτικός λόγος, που δικαιολογεί τη συμμαχία με την Κίνα και τη Ρωσία, ως μέρος της διαδικασίας ανάσχεσης του ιμπεριαλισμού, μεταφράζεται σε μείωση της επικυριαρχίας και σταματάει και τη ριζοσπαστικοποίηση της διαδικασίας, καθώς οι Ένοπλες Δυνάμεις δεν αναπτύσσουν μια στρατηγική αντίστασης βασισμένη στο λαϊκό εξοπλισμό και στη διάλυση των στρατώνων στις γειτονιές και τις κοινότητες.
Την ώρα που τα μεσαία στελέχη και η βάση του στρατού υφίστανται τα πλήγματα της τρέχουσας υλικής κατάστασης, η ιεραρχική και πειθαρχική δομή, που συνδέεται στενότερα με τα οφέλη της γραφειοκρατίας, γίνεται με τη σειρά της στοιχείο που ενισχύει την ενότητα της διοίκησης.
Ο αυξανόμενος ρόλος των στρατιωτικών και η στροφή προς μια στρατιωτικο-πολιτική συμμαχία τροφοδοτεί την κορπορατίστικη αντίληψη της πολιτικής και γίνεται ένα στοιχείο που φαίνεται καθοριστικό για τους επόμενους μήνες και χρόνια. Η θεμελιώδης αντίφαση σε αυτό πηγάζει από τη λαϊκή καταγωγή των στρατιωτικών στελεχών και από τη δυνατότητα ταχείας κοινωνικής ανόδου που απορρέει από την άσκηση της εξουσίας, σε ένα κράτος όπως της Βενεζουέλας, που εξακολουθεί να είναι αστικό.
Ωστόσο, η πολιτικοποίηση των ενόπλων δυνάμεων αποτελεί ιστορικά ένα ποιοτικό άλμα, το οποίο υποχρεώνει κάθε πολιτική πρωτοβουλία να έχει μια γραμμή διαλόγου και συνεργασίας με τον στρατιωτικό τομέα.
- Οι κρίσιμοι πρώην αξιωματούχοι
Ο αστικός τύπος και τμήματα της διεθνούς αριστεράς έχουν δώσει υπερβολική προβολή στις διαφωνίες πρώην υψηλόβαθμων αξιωματούχων της μπολιβαριανής κυβέρνησης, δεδομένης της σχεδόν μηδενικής εμφάνισής τους στον κοινωνικό τομέα και στις υπερδομές. Όπως είναι γνωστό, με την ανάληψη της εξουσίας από τον Νικολάς Μαδούρο, μετά τον θάνατο του Ούγκο Τσάβες, ένα τμήμα υψηλόβαθμων αξιωματούχων, που είχαν γίνει οικεία λόγω των εναλλαγών σε πολλές υψηλόβαθμες θέσεις, αποσύρθηκε.
Ορισμένοι από αυτούς αντιπροσώπευαν το αρχικό ενωτικό πνεύμα της επαναστατικής διαδικασίας, ενώ άλλοι ήταν μέρος αυτών που έπαιξαν συντηρητικό ρόλο σε διαφορετικές χρονικές στιγμές. Ορισμένοι είχαν συμμετάσχει στις φωνές αμφισβήτησης και δαιμονοποίησης της συζήτησης που έγινε το 2009 στο Διεθνές Κέντρο Μιράντα για τα φώτα και τις σκιές της μπολιβαριανής διαδικασίας και κατά της υπερ-ηγεσίας, και τώρα παρουσιάζονται ως υπέρμαχοι της κριτικής σκέψης. Άλλοι, από την άλλη πλευρά, οι οποίοι συμμετείχαν σε αυτές τις ημέρες της κριτικής της γραφειοκρατικοποίησης της μπολιβαριανής διαδικασίας, αποτελούν μέρος της διαφωνίας από πρώην κυβερνητικά στελέχη που είναι σαφώς προσηλωμένοι στο αρχικό μπολιβαριανό σχέδιο. Η συντριπτική πλειονότητα είναι έντιμη και ηθικά αδιαμφισβήτητη, και διαφοροποιείται ανοιχτά από εκείνους που έγιναν επικριτές επειδή έχασαν την πρόσδεσή τους σε κρατικές επιχειρήσεις, ιδίως του πετρελαϊκού τομέα.
Ωστόσο, η αλήθεια είναι ότι αυτοί οι πρώην αξιωματούχοι έχουν ελάχιστη ή καθόλου ικανότητα να συνδεθούν με το πραγματικό κοινωνικό κίνημα. Ως εκ τούτου, οι ενέργειές τους έχουν περιορισμένο αντίκτυπο στην οικοδόμηση εναλλακτικών συσχετισμών δύναμης, εκτός εάν υπάρξει προσέγγιση με τη διαδικασία της APR. Υπάρχουν, μάλιστα, ορισμένοι από αυτούς, που κάλεσαν να ψηφιστεί η APR τον Δεκέμβριο του 2020.
- Μετανάστες
Ίσως ο πιο υποτιμημένος τομέας σε ό,τι αφορά την ανάλυση, ο οποίος θα μπορούσε να είναι καθοριστικός για την εξέλιξη των γεγονότων, είναι αυτός των μεταναστών, δηλαδή των εκατοντάδων χιλιάδων πολιτών που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη χώρα λόγω της οικονομικής κατάστασης και της επιδείνωσης των υλικών συνθηκών διαβίωσης. Ενώ η αντιπολίτευση μιλάει για έξι εκατομμύρια και η κυβέρνηση για δύο εκατομμύρια, η αλήθεια είναι ότι δεν υπάρχει σχεδόν κανένα νοικοκυριό στη χώρα που να μην μετράει μεταξύ των μελών του αρκετούς που έχουν φύγει, ιδίως νέους ανθρώπους.
Η Βενεζουέλα δεν έχει την κουλτούρα να βλέπει τα παιδιά της να φεύγουν σε αναζήτηση επιβίωσης, κάτι άλλωστε που σπάνια επιτυγχάνεται, προκαλώντας αγωνία και θυμό κατά των αιτιών που προκαλούν αυτή την κατάσταση. Κάποιοι επιστρέφουν ηττημένοι, για να σχεδιάσουν μια νέα αναχώρηση, ενώ η συντριπτική πλειοψηφία επιβιώνει στο εξωτερικό σε συνθήκες χειρότερες και από αυτές της εργατικής τάξης στις χώρες αυτές.
Η λατινοαμερικανική αριστερά δεν έχει αναπτύξει μια ευρεία εκστρατεία αλληλεγγύης και υποστήριξης των μεταναστών της Βενεζουέλας, πράγμα που ενισχύει μια κίνησή τους προς τα δεξιά. Οι καταγγελίες περί προδοτών για όσους φεύγουν αναζητώντας μισθούς που να τους επιτρέπουν να καλύψουν τις βασικές τους ανάγκες έχει αγγίξει σε διάφορους βαθμούς την αριστερά της ηπείρου, που δεν κατανοεί πλήρως τι συμβαίνει στη Βενεζουέλα.
Σε μια χώρα περίπου 32 εκατομμυρίων κατοίκων και έξι εκατομμυρίων νοικοκυριών, το να μιλάμε για τέσσερα εκατομμύρια μετανάστες κατά μέσον όρο σημαίνει ότι είναι άμεσος ο αντίκτυπος στη φαντασιακή και πολιτική συνείδηση περισσότερων από τις μισές οικογένειες της χώρας.
Η μπολιβαριανή διαδικασία δεν έχει οικοδομήσει μια κατανόηση, από επαναστατική σκοπιά, του φαινομένου. Η μετανάστευση θα μπορούσε να αποτελέσει πρόσφορο έδαφος για την οικοδόμηση ενός δεξιού λόγου και μιας κοινωνικής βάσης για αυταρχικά σχέδια βραχυπρόθεσμα. Επομένως, είναι επείγον όχι μόνο να ανοίξει μια συζήτηση για το θέμα, αλλά και να αναπτυχθεί μια μόνιμη εκστρατεία από την αριστερά της Λατινικής Αμερικής για την υποστήριξη του σεβασμού των δικαιωμάτων και της εργασιακής ένταξης των βενεζουελάνων μεταναστών στις διάφορες χώρες. Αυτοί οι νέοι πρέπει να αποκτήσουν ταξική συνείδηση μέσα από τους αγώνες τους και όχι μόνο μέσα από λόγια.
- Μείωση της πόλωσης και αποπολιτικοποίηση
Αυτό που αναπτύχθηκε μετά την κρίση που ξεκίνησε το 2014, με την πτώση των τιμών του πετρελαίου, την παράλυση της επαναστατικής προοπτικής της διαδικασίας και τον κύκλο της παλινόρθωσης, είναι η αποπολιτικοποίηση. Εκατομμύρια πολίτες αρχίζουν να βλέπουν την πολιτική ως πρόβλημα και όχι ως λύση, όπως συνέβαινε και κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1980 και της δεκαετίας του 1990. Η υπόγεια επιστροφή προς την αντιπολιτική στάση μεταφράζεται σε σιωπηλή αποπολιτικοποίηση, κάτι που μπορεί να ξεσπάσει ανά πάσα στιγμή, προσανατολίζοντας την αλλαγή προς οποιαδήποτε κατεύθυνση.
Η αντιπολιτική έχει διάφορα πρόσωπα, από μια επίσημη υιοθέτηση κάποιας αφήγησης για επιβίωση, μέχρι την κούραση και την προσφυγή σε νέες μορφές ανταγωνισμού από τα κάτω. Αποπολιτικοποίηση που λειτουργεί ως ένα "ο καθένας για τον εαυτό του" και που απειλεί να επισκιάσει την πρόοδο που είχε σημειωθεί τις τελευταίες δύο δεκαετίες όσον αφορά την κοινωνική αλληλεγγύη.
Σε μια χώρα όπου το κοινωνικό κίνημα είναι πολύ αδύναμο και κατακερματισμένο, όπου η αριστερά βρίσκεται κυρίως στο εποικοδόμημα και δεν έχει καταφέρει να συγχωνευτεί με το μαζικό κίνημα, η αποπολιτικοποίηση γίνεται το προοίμιο μιας συλλογική αναζήτησης νέων καουντίγιων [ηγετών], ακόμη και στους αντίποδες της σημερινής ηγεσίας.
Η ρήξη με αυτή τη νέα αποπολιτικοποίηση σημαίνει για την αριστερά ότι πρέπει να ανασυγκροτηθούμε ως οργανώσεις, όχι μόνο με βάση μια οργανωτική λογική, αλλά θεμελιωδώς μέσα από το κοινωνικό κίνημα. Δεν πρόκειται για μια επανέκδοση του κινηματισμού, αλλά για την ανάπτυξη της πρότασης σύμφωνα με την οποία κάθε αγωνιστής πρέπει να εντάσσεται σε κάποια υπαρκτή κοινωνική πρακτική, όχι ως θύλακας αλλά ως ενεργό μέρος της. Αυτό συνεπάγεται να ξεπεραστούν τα παλιά κομματικά αρχέτυπα και η λογική των μαζικών μετώπων τους, κάτι που είναι πιο δύσκολο να ειπωθεί παρά να γίνει.
- Η άκρα αριστερά
Η άκρα αριστερά είναι τρομερά μειοψηφική, εστιασμένη στο υπεροικοδόμημα, και με περιορισμένη ικανότητα αυτοδιαχείρισης. Η ριζοσπαστική αριστερά, που προήλθε από μια ισχυρή σπορά των δεκαετιών του ‘80 και ‘90 του 20ού αιώνα, δεν μπόρεσε να εκμεταλλευτεί την επαναστατική κατάσταση που άνοιξε το 1998 για να οικοδομήσει οργάνωση, κοινωνικό ιστό, τύπο και εναλλακτικά μέσα ενημέρωσης.
Η επιρροή της άκρας αριστεράς στα συνδικάτα και τα εργατικά σωματεία είναι πολύ αδύναμη, πρακτικά ανύπαρκτη στο κίνημα των ιθαγενών και στους αγρότες και μόλις που μαθαίνει για το οικολογικό και το φεμινιστικό κίνημα.
Με την εξαίρεση των aporrea.org (2002-2021), otrasvoceseneducacion.org (2016-2021) και insisto-resisto.org (2021), δεν υπάρχουν ιστότοποι με δυνατότητα να παράγουν δικό τους περιεχόμενο και να ενσαρκώνουν συγκεκριμένο κίνημα. Ακόμη και αυτές οι εμπειρίες έχουν πολύ περιορισμένη ακτίνα επιρροής.
Η Marea Socialista, το PSL και το LUCHAS, μεταξύ άλλων οργανώσεων της άκρας αριστεράς, είναι πολύ αδύναμες και κατακερματισμένες. Στην ίδια κατάσταση βρίσκονται και άλλες αριστερές οργανώσεις, γκεβαρικής ή εθνικής-λαϊκής παράδοσης.
Η θέση της άκρας αριστεράς για την APR θα είναι κρίσιμη για να μπορέσει να βγει από την απομόνωση και τoν κατακερματισμό της, αλλά δεν είναι ακόμη σαφές ποια θα είναι η θέση των περισσότερων από αυτές τις οργανώσεις. Μόνο η LUCHAS έχει εκφράσει δημοσίως την πρόθεσή της να συμμετάσχει στην APR.
- Η εργατική τάξη
Η κατάσταση της εργατικής τάξης είναι δραματική επειδή δεν έχει καταφέρει να οικοδομήσει έναν αυτόνομο πόλο αναφοράς. Η εργατική τάξη βρίσκεται σήμερα στη χειρότερη κατάσταση από τους αγώνες της δεκαετίας του 1930, χωρίς να διαθέτει ταξικές οργανώσεις και με ένα όλο και πιο περιοριστικό θεσμικό πλαίσιο. Οι αυταρχικές πρακτικές, οι διώξεις και η καταστολή του ταξικού συνδικαλισμού που εφαρμόζει το Υπουργείο Εργασίας εμποδίζουν τις προσπάθειες αυτόνομης οργάνωσης. Παρά την εξαΰλωση των πραγματικών μισθών και τις χειρότερες δυνατόν εργασιακές συνθήκες που αντιμετωπίζει, το εργατικό κίνημα δεν έχει ακόμη αναδυθεί στην πολιτική σκηνή.
Ωστόσο, ορισμένες αντιδράσεις, μεμονωμένες προσπάθειες (εργαζόμενοι σε πετρέλαιο, υγεία, εκπαίδευση, μεταλλουργεία), ένα εν εξελίξει υπόγειο κίνημα οργάνωσης, θα μπορούσαν να αντιστρέψουν αυτή την κατάσταση. Ο αγώνας για έναν κατώτατο μισθό 300 δολαρίων το μήνα, για το δικαίωμα σε αυτόνομη συνδικαλιστική οργάνωση και για συλλογικές διαπραγματεύσεις, για την ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι και το δικαίωμα στην οργάνωση, μπορεί να συμβάλει στην ενεργοποίηση του εργατικού κινήματος. Βέβαια, ο συνδυασμός φόβου και παραίτησης απέναντι στην κατάσταση επιβίωσης καθιστά το έργο αυτό δύσκολο.
3. Ο πολιτικός αυτισμός σημαντικού μέρους της λατινοαμερικανικής αριστεράς
Την ώρα που αυτά συμβαίνουν, υπάρχει μια μετατόπιση της υποστήριξης της μπολιβαριανής κυβέρνησης. Η αντικαπιταλιστική αριστερά, που μέχρι πρόσφατα υποστήριζε την μπολιβαριανή επανάσταση, αρχίζει να αποστασιοποιείται και να συνδέεται με τις νέες μορφές αντίστασης. Αυτό που είναι σημαντικό είναι ότι πολλές από αυτές τις συμπάθειες βρίσκουν στην APR μια πολιτική σχέση εργασίας, μέσα από την οποία διατηρείται η υποστήριξη της μπολιβαριανής επαναστατικής διαδικασίας.
Ωστόσο, εξακολουθεί να υπάρχει και μια άλλη, άκριτη, αριστερά που έχει αποφασίσει να συμφωνεί με ό,τι κάνει η κυβέρνηση, χωρίς να λαμβάνει υπόψη τις επιπτώσεις της στον κόσμο της εργασίας. Αυτή η αριστερά, που δεν έχει σχέση με όσα συμβαίνουν στην ίδια τη Βενεζουέλα, θα μπορούσε να συμβάλει πολύ περισσότερο αν διατηρούσε μια στήριξη προς ό,τι φωτεινό αλλά και προς την κριτική απέναντι στις αυξανόμενες σκιές της κυβερνητικής δράσης. Με αυτό τον τρόπο, θα μπορούσε να συμβάλει στην οικοδόμηση ενός λατινοαμερικάνικου επαναστατικού μετώπου για την αμφισβήτηση των περιοριστικών μέτρων του αμερικανικού ιμπεριαλισμού, του ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού και της ομάδας της Λίμα, ακολουθώντας έτσι έναν δρόμο συνοδείας της αντικαπιταλιστικής εμβάθυνσης της επαναστατικής διαδικασίας στη Βενεζουέλα.
Το έργο της APR σε διεθνές επίπεδο καθίσταται κρίσιμο υπό αυτή την έννοια και απαιτεί μια διεθνή πολιτική από την ίδια, που να παίρνει υπόψη της την πολυφωνία της αριστεράς που συνοδεύει αυτή την πρωτοβουλία. Η πιο ευρεία ενότητα δράσης θα επέτρεπε στην APR να ενισχυθεί, σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, ως δυναμικός παράγοντας της μπολιβαριανής επαναστατικής διαδικασίας. Εδώ η μεγαλύτερη πρόκληση τίθεται για το PCV, το οποίο πρέπει να οικοδομήσει μια ευρεία λογική σύγκλισης και να υπερπηδήσει τα φαντάσματα του σεχταρισμού.
4. Η APR μετά τις εκλογές και το κάλεσμα για ιδρυτικό συνέδριο
Η APR έχει μεγάλη ευθύνη και δυνατότητα να γίνει μια πλουραλιστική, αντικαπιταλιστική και επαναστατική επιλογή νέου τύπου. Όμως, με δεδομένο το συσχετισμό δυνάμεων που εκφράσαμε στην ανάλυση των δρώντων, δεν μπορεί να πρόκειται για μια οργάνωση κατά του μαδουρισμού και των συμβιβασμών του, αλλά για την προώθηση του τσαβισμού στο σύνολό του προς την επαναστατική ριζοσπαστικοποίηση. Με αυτή την έννοια, πρέπει να έχει την ικανότητα να ξεπεράσει τον πειρασμό της ενστικτώδους πολιτικής και να ανακτήσει έναν στρατηγικό ορίζοντα. Η APR μπορεί να συμβάλει σε επαναστατική μείωση της πόλωσης της πολιτικής κατάστασης στη Βενεζουέλα.
Ωστόσο, στο PSUV δεν αρέσει μια τέτοια μείωση της πόλωσης και θα προσπαθήσει να βάλει όλα τα εμπόδια στο δρόμο της. Αυτή η εκ των προτέρων γνωστή πραγματικότητα δεν πρέπει να κάνει την APR να επικεντρωθεί σε απλή αντιπαράθεση με το μαδουρισμό, ξεχνώντας την επί τόπου ενωτική οικοδόμηση. Το κεντρικό καθήκον της APR είναι να εργαστεί για την ενότητα του μπολιβαριανού στρατοπέδου. Ενότητα όχι με ρομαντικό τρόπο, αλλά με την έννοια ενός πραγματικού αντικαπιταλιστικού προγράμματος.
Για το λόγο αυτόν, ο αγώνας ενάντια στις ιμπεριαλιστικές κυρώσεις και τον οικονομικό αποκλεισμό πρέπει να έχει κεντρικό ρόλο στην ανασύνθεση της ενότητας. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να εγκαταλείψουμε ούτε εκατοστό στην κριτική της γραφειοκρατικοποίησης, της ταξικής συμφιλίωσης και του αυταρχισμού ενάντια στους λαϊκούς και επαναστατικούς τομείς που εφαρμόζει σήμερα η κυβέρνηση. Σημαίνει όμως την οικοδόμηση οργανώσεων, μηχανισμών και λογικών ταξικής ανεξαρτησίας. Αυτό δεν είναι καθόλου εύκολο έργο, στην παρούσα συγκυρία της ταξικής πάλης.
5. Επιστροφή στην αυτόνομη οργάνωση του κοινωνικού κινήματος και της αντικαπιταλιστικής αριστεράς
Το κεντρικό καθήκον της APR είναι η συσσώρευση δυνάμεων, σε έναν συσχετισμό τόσο πολύπλοκο όσο αυτός που περιγράψαμε. Δεν κερδίζουμε δυνάμεις με συμβιβασμούς, αλλά ούτε και με στείρες αντιπαραθέσεις. Κάθε αγώνας, κάθε σενάριο, πρέπει να οικοδομείται με σαφείς προτάσεις, αλλά και με σταθερότητα στο χρονικό ορίζοντα.
Εν κατακλείδι, είναι απαραίτητο να επιμείνουμε στο καθήκον να μετατρέψουμε κάθε αντικαπιταλιστή αγωνιστή σε δημιουργό νέων εμπειριών λαϊκής, κοινοτικής, εργατικής, φεμινιστικής και οικολογικής οργάνωσης. Αυτό προϋποθέτει μια ανοικοδόμηση της πολιτικής κουλτούρας της βενεζουελάνικης αριστεράς.
Η APR δεν μπορεί να είναι ένα άθροισμα κειμένων, συνθημάτων ή προσωπικοτήτων, αλλά η οργανωτική σύγκλιση των αντικαπιταλιστικών αντιστάσεων στην τρέχουσα κατάσταση. Αν πετύχει, τότε το μέλλον της μπολιβαριανής επανάστασης θα έχει διασωθεί.
Είναι μια πρόκληση που μπορεί να κατανοηθεί και να αναληφθεί μόνο ως αντικαπιταλιστικό κλειδί του 21ου αιώνα.
7 Απριλίου 2021
1Αφήνουμε μια κατά λέξη μετάφραση της judicialización, “δικαστικοποίηση”, για τις διαδικασίες ελέγχου των πολιτικών κομμάτων, με τις οποίες παρενέβη το Ανώτατο Δικαστήριο, διορίζοντας ακόμα και ad hoc ηγεσίες σε αυτά [όλες οι σημειώσεις είναι του μεταφραστή].
2Με προβεβλημένα στελέχη αντίστοιχα της Acción Democrática τον Henry Ramos Allup, της Primero Justicia τον Henrique Capriles Radonski και της Voluntad Popular τον Juan Guaidó.
3Η διάσπαση του PPT από την Causa R έγινε το 1997.
4Πρόκειται για το Unidad Popular Venezolana.
5Η CSBT είναι η εργατική συνομοσπονδία (κάτι σαν μια βενεζουελάνικη ΓΣΕΕ).