Η αναβίωση της ισλαμοφοβίας στη Γαλλία μπορεί να κατανοηθεί τόσο σε σχέση με το σημερινό κοινωνικο-οικονομικό και πολιτικό πλαίσιο όσο και σε σχέση με την αποικιακή και ιμπεριαλιστική κληρονομιά της. Από τη μια, η γαλλική κυβέρνηση επιχειρεί να ξεχαστούν οι κοινωνικο-οικονομικές δυσκολίες μέσα από πολιτικές στιγματισμού και αποκλεισμού των μουσουλμανικών πληθυσμών. Από την άλλη, η “υποστήριξη της θρησκείας και της αυθεντικής ισλαμικής ταυτότητας” χρησιμεύει ως κάλυμμα της πολιτικής και οικονομικής ατζέντας των ισλαμικών φονταμενταλισμών.
Τις τελευταίες εβδομάδες είδαμε στη Γαλλία ένα πρωτόγνωρο βάθεμα της ισλαμόφοβης και αυταρχικής πολιτικής των αρχουσών τάξεων, μέσω της κυβέρνησης του προέδρου Μακρόν. Η κατεύθυνση αυτή υιοθετείται εν μέσω πλήρους κοινωνικο-οικονομικής κρίσης, με αφορμή τη δολοφονία του εκπαιδευτικού Σαμουέλ Πατύ και της απόπειρας στη Νίκαια από άτομα που αναφέρονται στην τζιχαντιστική ιδεολογία, η οποία ενέχει το πρόγραμμα μιας θεμελιακά αντιδραστικής κοινωνίας.
Ισλαμοφοβία και κρατικός ρατσισμός
Οι επιθέσεις και η βία κατά των μουσουλμανικών πληθυσμών και των χώρων προσευχής τους έχουν πληθύνει. Παράλληλα, η κυβέρνηση Μακρόν απειλεί να απαγορεύσει και να διαλύσει πάνω από 50 μουσουλμανικές οργανώσεις, όπως το Σύνδεσμο κατά της ισλαμοφοβίας στη Γαλλία (CCIF: Collectif contre l’islamophobie en France), του οποίου το έργο είναι να βοηθάει τα θύματα της ισλαμοφοβίας. Ο υπουργός εσωτερικών, Ζεράλντ Νταρμανέν, ανήγγειλε ήδη τη διάλυση της ανθρωπιστικής οργάνωσης BarakaCity, ενώ έκλεισαν και το τζαμί στο Παντέν. Και μην ξεχνάμε την επέκταση της ποινικοποίησης σε ανήλικους για “απολογία τρομοκρατίας, συνενοχή και απειλές δολοφονιών”.
Σε μικρότερο βαθμό, επίσης στοχοποιήθηκαν οργανώσεις και αγωνιστές της αριστεράς: Τα γραφεία του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος ταγκαρίστηκαν με το “δωσίλογοι”, βίαιες καμπάνιες στον τύπο υπήρξαν κατά των βουλευτών της Ανυπότακτης Γαλλίας καθώς και κατά στρατευμένων δημοσιογράφων, απειλές για δολοφονίες εκτοξεύθηκαν κατά πολιτικών αγωνιστών και συνδικαλιστών, κλπ.
Η ευθύνη της γαλλικής κυβέρνησης για αυτή την έκρηξη ρατσιστικής βίας και μίσους είναι αναμφισβήτητη. Ο Ζεράλντ Νταρμανέν, για παράδειγμα, δεν δίστασε να εξισώσει τη “διατροφή χαλάλ” με τον “διαχωριτισμό”, ενώ ο υπουργός εθνικής παιδείας, Ζαν-Μισέλ Μπλανκέ, δήλωσε πως ο “ισλαμοαριστερισμός” είναι η γάγγραινα του πανεπιστημίου, όπως είναι και η Ανυπότακτη Γαλλία, και ότι αυτό “κάνει θραύση”. Ο Μπλανκέ τελικά το έφτασε στην εξής ερμηνεία: “οι άνθρωποι αυτοί ευνοούν μια ιδεολογία που, στη συνέχεια, μετά από αρκετά στάδια, οδηγεί στο χειρότερο”. Το μήνυμα είναι σαφές: οι οργανώσεις και οι προσωπικότητες αυτές κατηγορούνται για συνενοχή στις επιθέσεις που έγιναν τις τελευταίες εβδομάδες.
Οι πολιτικές της γαλλικής κυβέρνησης νομιμοποιούν και φυσιολογικοποιούν τα λόγια και τις θέσεις των οργανώσεων της άκρας δεξιάς. Επίσης ενθαρρύνουν και τη βία κατά των μουσουλμανικών πληθυσμών και συμβόλων.
Η ισλαμοφοβία δεν είναι καθόλου νέο φαινόμενο στη Γαλλία, καθώς πηγάζει από τις ιστορικές αποικιοκρατικές και ιμπεριαλιστικές της πολιτικές. Όμως, η ισλαμοφοβία ενισχύθηκε στις δυτικές χώρες μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου από την Αλ-Κάιντα.
Η τελευταία επίθεση ισλαμοφοβίας γίνεται τη στιγμή που η κυβέρνηση Μακρόν αντιμετωπίζει μια σειρά από πολιτικές δυσκολίες και προκλήσεις, σε ένα φόντο υγειονομικής κρίσης και συνεχούς δυσαρέσκειας από το κίνημα των κίτρινων γιλέκων και μετά. Είναι ενδιαφέρον να σημειώσουμε ότι, αρχικά, ο Μακρόν δεν είχε θέσει την ισλαμοφοβία στο κέντρο του προεδρικού του προγράμματος. Ως υποψήφιος κατέβηκε στην καμπάνια του εμφανιζόμενος ως νέος κοσμοπολίτης αντίπαλος της άκρας δεξιάς της Μαρίν Λε Πεν, είχε επικρίνει τη μανία του τότε πρωθυπουργού, Μανουέλ Βαλς, με το ισλάμ και είχε χαρακτηρίσει την αποικιοκρατία ως “έγκλημα κατά της ανθρωπότητας”.
Η ισλαμοφοβία, πράγματι, χρησιμεύει διπλά στη γαλλική άρχουσα τάξη, γιατί της επιτρέπει και να διασπάει τους εργαζόμενους, δυσκολεύοντας έτσι τους αγώνες τους για κοινωνικά δικαιώματα, αλλά και να ευνοεί τη συσπείρωση μιας λευκής πλειοψηφίας γύρω από μια υποτιθέμενα αταξική “Γαλλική Δημοκρατία”. Η μυθοποιημένη αυτή “Δημοκρατία” σερβίρεται ως η καλύτερη προστασία και υπεράσπιση του δικαιώματος έκφρασης, των δικαιωμάτων των γυναικών, της δημόσιας τάξης, της “κοσμικότητας”, κλπ.
Στο πλαίσιο αυτό, είναι απαραίτητο για τη γαλλική κυβέρνηση να διαλύσει όλες τις λαϊκές και αντιρατσιστικές πρωτοβουλίες, για να βαθύνει τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές της λιτότητας. Ένα παράδειγμα είναι όλη η προσπάθεια να διαβληθεί η μεγάλη διαδήλωση της 10 Νοεμβρίου 2019 κατά της ισλαμοφοβίας και του ρατσισμού.
Θρησκευτικοί φονταμενταλισμοί και τζιχαντισμός
Καταγγέλλοντας την αυταρχική και ρατσιστική επίθεση της γαλλικής κυβέρνησης, πρέπει πάντως επίσης να αντιταχθούμε και στα ισλαμικά φονταμενταλιστικά και τζιχαντιστικά κινήματα. Από την άποψη αυτή, πρέπει να θυμίσουμε πως ο θρησκευτικός φονταμενταλισμός είναι διεθνές φαινόμενο, που δεν είναι ίδιο της Μέσης Ανατολής ή των κοινωνιών όπου επικρατούν μουσουλμάνοι. Και πρέπει επίσης να κάνουμε και σαφή διάκριση ανάμεσα στην ισλαμική θρησκεία και στις φονταμενταλιστικές ομάδες. Ο ισλαμικός φονταμενταλισμός είναι το προϊόν των πολιτικών και οικονομικών συνθηκών και εξελίξεων που χαρακτήρισαν τη Μέση Ανατολή, όπου οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις είχαν ουσιαστική και συνεχή επίδραση στα κράτη και στην πολιτική τους οικονομία.
Οι ΗΠΑ χρησιμοποίησαν τις στρατηγικές τους συνεργασίες με το Ιράν (έως την ανατροπή του Σάχη το 1979), το Ισραήλ και τη Σαουδική Αραβία, για να κυριαρχήσουν στην περιοχή. Και τα στήριξαν αυτά, για να αντιμετωπίσουν τα αραβικά εθνικιστικά καθεστώτα όπως του Νασέρ στην Αίγυπτο, τα κομμουνιστικά και αριστερά κινήματα όπως και τους διάφορους λαϊκούς αγώνες που επίσης διεκδίκησαν μεγαλύτερη κυριαρχία, περισσότερη κοινωνική δικαιοσύνη και ανεξαρτησία απέναντι στην αυτοκρατορική κυριαρχία. Στο πλαίσιο αυτό, η Σαουδική Αραβία προώθησε και χρηματοδότησε πολλά ισλαμικά φονταμενταλιστικά κινήματα, ιδιαίτερα τους Αδελφούς Μουσουλμάνους, για να αντικρούσουν τους εθνικιστές και την αριστερά.
Η κρίση των αραβικών εθνικιστικών καθεστώτων άνοιξε τον πολιτικό δρόμο για την ανάπτυξη των φονταμενταλιστικών κινημάτων. Τα καθεστώτα αυτά εγκατέλειψαν τις προηγούμενες ριζοσπαστικές και αντι-ιμπεριαλιστικές τους κοινωνικές πολιτικές για δύο λόγους. Καταρχήν, ηττήθηκαν από το Ισραήλ το 1967. Έπειτα, οι μέθοδοι ανάπτυξης ενός κρατικού καπιταλισμού άρχισαν να βαλτώνουν. Κατά συνέπεια, προτίμησαν να προσεγγίσουν τις δυτικές χώρες και τους συμμάχους τους στις χώρες του Κόλπου και υιοθέτησαν το νεοφιλελευθερισμό, εγκαταλείποντας τις πολλές κοινωνικές μεταρρυθμίσεις οι οποίες τους είχαν χαρίσει δημοφιλία στα στρώματα των εργαζομένων και των αγροτών. Τα καθεστώτα επίσης στράφηκαν κατά του εθνικού παλαιστινιακού κινήματος αναζητώντας ένα συμβιβασμό με το Ισραήλ. Παράλληλα, όλα τα αραβικά και άλλα εθνικιστικά καθεστώτα, όπως στην Τυνησία, επίσης κάποια στιγμή στήριξαν τα ισλαμικά φονταμενταλιστικά κινήματα ή επέτρεψαν την ανάπτυξή τους κατά των ομάδων της αριστεράς και των εθνικιστών.
Η ανατροπή του Σάχη, κατά την ιρανική επανάσταση και τη δημιουργία της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν το 1979, ενθάρρυνε τα σιιτικά ισλαμικά φονταμενταλιστικά κινήματα στην περιοχή.
Ήδη από το 1979, για να αντικρούσουν την εισβολή της Σοβιετικής Ένωσης στο Αφγανιστάν, οι ΗΠΑ, με τη βοήθεια των συμμάχων της στην περιοχή, έριξαν δισεκατομμύρια δολάρια στην κατάρτιση και τον εξοπλισμό των φονταμενταλιστικών ομάδων. Ο ιμπεριαλισμός των ΗΠΑ συνέβαλε, έτσι, κατά πολύ στη συγκρότηση του κινήματος Αλ-Κάιντα, της πιο ακραίας πτέρυγας του ισλαμικού φονταμενταλισμού, η οποία θα στραφεί αργότερα εναντίον της Ουάσιγκτον.
Δια-φονταμενταλιστικός ανταγωνισμός
Η τελευταία σημαντική εξέλιξη που τροφοδότησε την άνοδο του φονταμενταλισμού ήταν ο αυξανόμενος πολιτικός ανταγωνισμός ανάμεσα στη Σαουδική Αραβία και στο Ιράν. Το κάθε κράτος εργαλειοποίησε τη δική του φονταμενταλιστική θρησκευτική εκδοχή, για να πετύχει τους αντεπαναστατικούς του στόχους.
Οργανώσεις όπως το Ισλαμικό Κράτος, η Αλ-Κάιντα, τα διάφορα παρακλάδια των Αδελφών Μουσουλμάνων και της Χεζμπολάχ, διαφέρουν ανάλογα με τη συγκρότησή τους, την ανάπτυξή τους, τη σύνθεσή τους ή τις στρατηγικές τους. Οι σταδιαστές, όπως οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι και η Χεζμπολάχ στο Λίβανο, συμμετέχουν στις εκλογές και στους σημερινούς κρατικούς θεσμούς. Αντίθετα, οι ντζιχαντιστές, όπως η Αλ-Κάιντα και το Ισλαμικό Κράτος, θεωρούν αυτούς τους θεσμούς ως μη ισλαμικούς και στρέφονται περισσότερο προς τακτικές αντάρτικου ή τρομοκρατίας, με την ελπίδα μήπως καταφέρουν να κατακτήσουν το κράτος. Αλλά και στο εσωτερικό των ντζιχαντιστών υπάρχουν επίσης συζητήσεις και διαιρέσεις για τις τακτικές και τις στρατηγικές για το πώς να πετύχουν το στόχο τους για ένα ισλαμικό κράτος. Σε μερικά πλαίσια και ιστορικές περιόδους, τα διάφορα αυτά φονταμενταλιστικά ρεύματα βρέθηκαν να συνεργάζονται, ενώ σε άλλες περιόδους βρέθηκαν να ανταγωνίζονται και ενίοτε και να συγκρούονται μεταξύ τους.
Ωστόσο, όλα υπερασπίζονται ένα κοινό πολιτικό σχέδιο, παρά τις σημαντικές αποκλίσεις τους. Όλες οι ποικιλομορφίες του ισλαμικού φονταμενταλισμού συμμερίζονται το στόχο να ιδρύσουν “ένα ισλαμικό κράτος με βάση τη σαρία”, που να διατηρεί τη σημερινή καπιταλιστική τάξη πραγμάτων. Τα ισλαμικά φονταμενταλιστικά κινήματα, όπως η Χεζμπολάχ και οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι στην Αίγυπτο, προώθησαν νεοφιλελεύθερες πολιτικές στηρίζοντας μέτρα όπως οι ιδιωτικοποιήσεις, η απελευθέρωση της αγοράς και το άνοιγμα στα ξένα κεφάλαια, καταγγέλλοντας και επιτιθέμενα ενάντια στα κοινωνικά κινήματα από τα κάτω, ιδιαίτερα στα συνδικαλιστικά κινήματα.
Συχνά επίσης τα φονταμενταλιστικά ισλαμικά κινήματα δημιούργησαν φιλανθρωπικούς οργανισμούς για να γεμίσουν τα κενά που αφήνει η διάλυση των κοινωνικών προγραμμάτων και υπηρεσιών του κράτους πρόνοιας. Και χρησιμοποιούν τους οργανισμούς αυτούς για να κερδίσουν την εύνοια τμημάτων των λαϊκών τάξεων στα αντιδραστικά τους σχέδια.
Οι επιθέσεις τους κατά των δημοκρατικών και προοδευτικών δυνάμεων, κατά τη διάρκεια των επαναστατικών διαδικασιών στη Μέση Ανατολή και στη Βόρειο Αφρική μετά το 2011, μαρτυρούν αυτή την πραγματικότητα. Οι οργανώσεις αυτές βρίσκονται σε μια οπτική πολέμου πολιτισμών και αυταρχικής επιβολής της πολιτιστικής και θρησκευτικής τους ηγεμονίας. Οι διάφορες ισλαμικές φονταμενταλιστικές δυνάμεις συγκροτούν, έτσι, τη δεύτερη πτέρυγα της αντεπανάστασης, με πρώτη να είναι τα υπαρκτά δεσποτικά καθεστώτα.
Επομένως, το καθήκον της αριστεράς είναι να καταπολεμάει αταλάντευτα το καπιταλιστικό σύστημα και τις καταπιέσεις που το συγκροτούν. Έτσι μόνο θα είναι δυνατόν να καταπολεμηθούν πολιτικά, κόβοντάς τους το χορτάρι κάτω από τα πόδια τους, και οι υπεραντιδραστικές δυνάμεις και να οδηγηθούν σε εξαφάνιση, για να μπορέσουν να ενοποιηθούν οι λαϊκές τάξεις σε όλες τους τις ποικιλομορφίες.
Joseph Daher
12/11/2020
Από το: solidaritéS
Μετάφραση στα ελληνικά: Περιοδικό "4"