Ανακοίνωση του Εκτελεστικού Γραφείου της 4ης Διεθνούς
1.
Παρά την καταστολή ακραίας βαναυσότητας (ήδη περισσότερες από 12.000 συλλήψεις, εκατοντάδες τραυματίες, τουλάχιστον 4 νεκροί), η μαζική εξέγερση του λευκορώσικου πληθυσμού μπαίνει στην ένατη εβδομάδα της, επεκτεινόμενη και κοινωνικά αλλά και πέρα από την πρωτεύουσα, Μινσκ, χωρίς να καταφέρει, για την ώρα, να μετατραπεί σε γενική απεργία. Από την παραποίηση των αποτελεσμάτων των προεδρικών εκλογών, στις 9 Αυγούστου, στη χώρα αυτή των 9,5 εκατομμυρίων κατοίκων, που βρίσκεται ανάμεσα στην ΕΕ και στη Ρωσία, κάθε εβδομάδα εκατοντάδες χιλιάδες ειρηνικοί διαδηλωτές, ιδιαίτερα γυναίκες, ζητούν:
-
να φύγει ο Λουκατσένκο (που οργάνωσε στις 23 Σεπτεμβρίου την ανάληψη των καθηκόντων του με τη μεγαλύτερη μυστικότητα, με την προστασία του στρατού και της αστυνομίας, που μπλόκαραν το κέντρο της πρωτεύουσας)
-
ελεύθερες και δίκαιες εκλογές
-
να σταματήσει η αστυνομική βία και να απελευθερωθούν οι πολιτικοί κρατούμενοι
Αυτή η εντυπωσιακή κινητοποίηση λαϊκής αντίστασης πήρε ιδιαίτερη ώθηση όταν οι πρώτες διαδηλώσεις, μετά από την αναγγελία των επίσημων αποτελεσμάτων των εκλογών, αντιμετώπισαν την κυβερνητική τρομοκρατία. Αλλά οι ρίζες της είναι πολύ βαθιές: εδώ και πάνω από πέντε χρόνια -στο πλαίσιο της ουκρανικής κρίσης και των κυρώσεων κατά της Ρωσίας-, είναι η οικονομική και κοινωνική επιδείνωση του αυταρχικού καθεστώτος του Λουκατσένκο, η νεοφιλελεύθερη πολιτική του στο χώρο του εργατικού δικαίου (ιδιαίτερα η αντικατάσταση των συλλογικών συμβάσεων από ατομικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου), η καταδίωξη των ανέργων, το πάγωμα των μισθών από το 2015, η αύξηση της ηλικίας συνταξιοδότησης, η άρνηση της αξιοπρέπειας των εργαζομένων απέναντι στην πανδημία, ... Είναι ενάντια σε ένα καθεστώς που μεταχειρίζεται τους ανθρώπους ως εμπορεύματα μιας χρήσης, τους χτυπάει, βασανίζει, τους λέει ψέματα για τον κορονοϊό, που ο λευκορώσικος πληθυσμός εξεγέρθηκε.
2.
Ο Λουκατσένκο ανήλθε στην εξουσία το 1994 με λαϊκιστικά λόγια, απέναντι σε έναν πληθυσμό που κινητοποιείτο κατά της πολιτικής ιδιωτικοποιήσεων, στήνοντας ένα αυταρχικό καθεστώς, για να συνεχίσει την καπιταλιστική παλινόρθωση. Πρόκειται για ένα ιδιαίτερο σύστημα περιφερειακού καπιταλισμού, στο οποίο η οικονομική και πολιτική εξουσία δε στηρίζεται, τελικά, στο μεγάλο ιδιωτικό κεφάλαιο, αλλά σε μια γραφειοκρατική - πατερναλιστική κρατική μηχανή της ο οποίας ο Λουκατσένκο είναι το σύμβολο (αλλά όχι και ο ιδιοκτήτης). Αφιερώνοντας ένα σημαντικό τμήμα των κρατικών πόρων στη διατήρηση της βιομηχανίας, του αγροτικού τομέα, των υποδομών και του πληθυσμού, το καθεστώς αυτό έχει υποτάξει στοιχεία του ιδιωτικού κεφαλαίου στους υπαλλήλους του, περιορίζοντας (αντίθετα από τη Ρωσία) την αύξηση των ανισοτήτων. Έτσι, είναι η νομενκλατούρα, αναμειγμένη με το ιδιωτικό κεφάλαιο, που υποτάσσει και εκμεταλλεύεται τους εργαζόμενους ταυτόχρονα και οικονομικά και διοικητικά και πολιτικά και πολιτιστικο - ιδεολογικά. Είναι αυτό το σύστημα που εισήλθε σε στασιμότητα από το 2013. Και σήμερα βυθίζεται σε μια πολυδιάστατη κρίση.
3.
Η ίδρυση, στα τέλη της δεκαετίας του 1990, της Ένωσης της Ρωσίας και της Λευκορωσίας, η οποία αντιπροσώπευε μια προσπάθεια επανενσωμάτωσης του μετασοβιετικού χώρου κατά την τελευταία δεκαετία, μετατράπηκε τελικά σε μια μορφή οικονομικής εξάρτησης της χώρας από τη Ρωσία, διατηρώντας ωστόσο την πολιτική αυτονομία του λευκορώσικου καθεστώτος. Έγινε σαφές πλέον ότι η Ρωσία του Πούτιν καταλαβαίνει την ενσωμάτωση των μετασοβιετικών χωρών μόνο ως μια ευκαιρία επέκτασης για το μεγάλο ρώσικο κεφάλαιο και ως έναν ρόλο κλειδί για την ιδιωτικοποίηση των τέως σοβιετικών επιχειρήσεων. Για τον Λουκατσένκο, μια τέτοια ενσωμάτωση θα σήμαινε όχι μόνο την απώλεια του ελέγχου στην ιδιοκτησία, αλλά και την απώλεια πολιτικής εξουσίας, η οποία θα περνούσε στα χέρια ρώσων γραφειοκρατών και ανώτερων στελεχών.
Το οικονομικό και πολιτικό μοντέλο του Λουκατσένκο στη Λευκορωσία χρειάστηκε συνεχώς να ελίσσεται ανάμεσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στη Ρωσία, για να επιβιώσει. Έτσι, η Δύση, παρά τη δυσαρέσκειά της απέναντι στον αυταρχισμό του Λουκατσένκο, τον εκτιμούσε ιδιαίτερα για τη θέλησή του να κρατήσει την ανεξαρτησία του απέναντι στη Ρωσία και για την αντίστασή του στην επέκταση των ρώσικων στρατιωτικών βάσεων στη Λευκορωσία. Η στάση αυτή ουδετερότητας της Λευκορωσίας επέτρεψε στο Μινσκ να γίνει η κύρια πλατφόρμα διαπραγματεύσεων ανάμεσα στη Ρωσία, την Ουκρανία και την ΕΕ το 2014. Για τον Πούτιν, αντίθετα, ο Λουκατσένκο παρέμενε ένας ηγέτης που δε θα άφηνε ποτέ τη χώρα του να προσεγγίσει το ΝΑΤΟ και που διατηρεί τον προσανατολισμό μεγάλου τμήματος της λευκορώσικης οικονομίας προς τη Ρωσία. Έτσι, ο Λουκατσένκο δε διέθετε την εμπιστοσύνη ούτε της Ρωσίας ούτε της Δύσης, αλλά ταυτόχρονα τις ικανοποιούσε και τις δύο, γιατί εγγυόταν τη σταθερότητα της σημερινής κατάστασης της Λευκορωσίας.
Οι μαζικές διαμαρτυρίες που άρχισαν στη Λευκορωσία μετά τις προεδρικές εκλογές στις 9 Αυγούστου είχαν, όπως το είπαμε ήδη, ουσιαστικά εσωτερικές αιτίες. Κατά τους τελευταίους μήνες είδαμε ότι ο Λουκατσένκο δεν μπόρεσε να λύσει την κρίση αυτή από μόνος του και στράφηκε ανοιχτά προς τη Ρωσία για βοήθεια. Ρώσοι πολιτικοί σύμβουλοι και εκπρόσωποι των ειδικών δυνάμεων ασφαλείας έφτασαν στη Λευκορωσία. Και ο Πούτιν εξέφρασε ανοιχτά τη βούλησή του να στείλει τη ρώσικη αντικατασταλτική ειδική αστυνομία για να βοηθήσει τον Λουκατσένκο. Τώρα, εάν ο Λουκατσένκο καταφέρει να παραμείνει στην εξουσία, η πολιτική του εξάρτηση από τη Ρωσία θα αυξηθεί σημαντικά και θα είναι εξαιρετικά αντι-δημοφιλής στο εσωτερικό της χώρας του.
Μετά από τις πρόσφατες συνομιλίες ανάμεσα στον Πούτιν και τον Λουκατσένκο, φάνηκε καθαρά ότι η Μόσχα θεωρεί ότι η σημερινή λευκορώσικη κρίση μπορεί να της επιτρέψει να προωθήσει από τα πάνω ένα βαθμιαίο μετασχηματισμό του αυταρχικού μοντέλου. Πρόκειται για αλλαγές πρόσοψης (μεταρρύθμιση του Συντάγματος) με στόχο να διευκολύνει την ιδιωτικοποίηση των μεγάλων λευκορώσικων κρατικών επιχειρήσεων από το μεγάλο ρώσικο κεφάλαιο. Η ΕΕ στο σύνολό της είναι έτοιμη να δεχτεί το μοντέλο αυτό, γιατί δεν έχει να προσφέρει στη Λευκορωσία καμία εναλλακτική και φοβάται να προκαλέσει τον Πούτιν δημιουργώντας άλλο ένα σημείο τριβής (πολιτικής, αλλά ενδεχομένως και στρατιωτικής) στην ανατολική Ευρώπη.
Τελικά, οι μόνοι που ενδιαφέρονται για έναν βαθύ μετασχηματισμό και εκδημοκρατισμό της Λευκορωσίας είναι οι πολίτες που εξεγέρθηκαν.
4.
Εάν μετά τις προεδρικές «εκλογές» του 2001, του 2006, του 2010 και του 2015 -τα αποτελέσματα των οποίων πάντα αμφισβητήθηκαν από τις αντιπολιτεύσεις (σύμφωνα με πρόσφατη δήλωση του προέδρου της περιφερειακής εκτελεστικής επιτροπής του Γκρόντνο, δεν υπάρχει «πρότυπο καταμέτρησης των ψήφων»)- υπήρχαν διαδηλώσεις διαμαρτυρίας που καταστάλθηκαν, ωστόσο το νέο κύμα κινητοποιήσεων ξεκίνησε το 2017, όταν το καθεστώς επιχείρησε να επιβάλει με διάταγμα έναν φόρο στους ανέργους που κατηγορήθηκαν για «παρασιτισμό». Όχι μόνο στο Μινσκ, αλλά και σε περιφερειακές πόλεις χιλιάδες διαδηλωτές φώναξαν «Όχι στο διάταγμα υπ.αρ.3! Λουκατσένκο, φύγε!», αναγκάζοντας το καθεστώς να αντικαταστήσει το φόρο αυτό από μια μείωση των δημόσιων βοηθημάτων που παίρνουν οι άνεργοι. Πράγμα που φάνηκε ως μια πρώτη υποχώρηση του καθεστώτος.
Όταν ξεκίνησε η πανδημία του Covid-19, παρόλο που η Λευκορωσία διαθέτει ένα δημόσιο σύστημα περίθαλψης ανώτερο από πολλές αναπτυγμένες χώρες (5,2 γιατροί ανά 1.000 κάτοικοι, έναντι 3,9 στην ευρωζώνη και 2,6 στη Βόρειο Αμερική), το γραφειοκρατικό σύστημα ήταν ανίκανο να προσαρμοστεί στην κρίση. Το καθεστώς χαρακτήρισε την πανδημία «ψύχωση», δεν εξασφάλισε εξοπλισμούς προφύλαξης ούτε ιατρικό υλικό για τους υγειονομικούς ούτε και αντιμετώπισε τις ελλείψεις στα ασθενοφόρα, ενώ ο Λουκατσένκο χαρακτήρισε κυνικά το πρώτο επίσημο θύμα (έναν γνωστό ηθοποιό) «φτωχο-μπάσταρδο» που «δεν μπόρεσε να αντέξει το πλήγμα». Οι υγειονομικοί που τόλμησαν να μιλήσουν για πανδημία καταστάλθηκαν. Τότε ήταν που ξεκίνησε μια αυτο-οργάνωση του πληθυσμού: η καμπάνια ByCovid19 μπόρεσε να αναπληρώσει την ανικανότητα του κράτους, προσφέροντας εξοπλισμό και εθελοντές εργαζόμενους και οργανώνοντας ένα δίκτυο συντονισμού σε κάθε περιφέρεια. Το καθεστώς ταλαντεύτηκε ανάμεσα σε καταστολή και σε συνεργασία με τους εθελοντές αυτούς, των οποίων η πρωτοβουλία «κατέστησε σαφή την ανάγκη αλλαγών», όπως το είπε ο συντονιστής της καμπάνιας ByCovid19.
Φοβούμενος μην «έρθουν να τον ψάξουν με τις σούβλες» (όπως το είπε ο ίδιος στις 26 Απριλίου 2020), ο Λουκατσένκο αποφάσισε να εμποδίσει τους κύριους φιλελεύθερους αντιπάλους του -τον Βίκτορ Μπαμπαρίκο (επικεφαλής της Belgazprombank), τον Βαλερί Τσεπκάλο (που είχε υπάρξει πρέσβης, αντιπρόεδρος και διοικητής του Πάρκου Υψηλής Τεχνολογίας της Λευκορωσίας) και τον Σεργκέι Τιχανόφσκι (επιχειρηματία, bloger και κύριο στέλεχος του πολύ δημοφιλούς καναλιού στο YouTube «Μια χώρα για να ζει κανείς»)- από το να κατέβουν υποψήφιοι στις προεδρικές εκλογές. Όντας ο ίδιος θεμελιακά ματσιστής, θεώρησε ότι μια γυναίκα υποψήφια θα ήταν «ανίκανη να φέρει όλο αυτό το βάρος και θα καταρρεύσει» και, έτσι, δέχτηκε τις εκατοντάδες χιλιάδες υπογραφές που επέτρεψαν στη σύζυγο του Σεργκέι, τη Σβετλάνα Τιχανόφσκαγια, να κατέβει υποψήφια. Αυτή η εκπαιδευτικός, μια «συνηθισμένη γυναίκα», που δεν είχε καμιά βλέψη για εξουσία, η εικόνα της οποίας ταυτίζεται με την πλειονότητα των εκλογέων, έλαβε και τη στήριξη τόσο της συζύγου του Τσεπκάλο όσο και της επικεφαλής της καμπάνιας του Μπαμπαρίκο, μπόρεσε να συσπειρώσει δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους στις προεκλογικές της συγκεντρώσεις σε όλη τη χώρα. Και το επίσημο σκορ της -10,9% των ψήφων- δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτό.
Η εξαιρετικά βίαιη καταστολή των πρώτων συγκεντρώσεων λαϊκής διαμαρτυρίας στις 9, 10 και 11 Αυγούστου, έκανε τα υπόλοιπα: όπως το είπε ο λευκορώσος κοινωνιολόγος Αντρέι Βαντομάτσκι, «Όταν πυροβολούν στα παράθυρα, όλο το κτίριο το βλέπει». Ενάντια στην αδικία και στην τρομοκρατία, η επέκταση του κινήματος διαμαρτυρίας ήταν άμεση: το καθεστώς Λουκατσένκο δε στέκεται πλέον παρά μόνο χάρη στις δυνάμεις καταστολής. Πόσον καιρό άραγε μπορεί κανείς να βασιλεύει «καθισμένος στην άκρη μιας μπαγιονέτας»;
5.
Απαντώντας με τρομοκρατία, το καθεστώς Λουκατσένκο ήλπιζε να εμποδίσει τις συγκεντρώσεις διαδηλωτών. Στην πραγματικότητα, όμως, ώθησε τους διαμαρτυρόμενους να διαδηλώνουν μπροστά από τα σπίτια τους, μέσα στις αυλές των συγκροτημάτων των πολυκατοικιών, και στις συνοικίες, πολλαπλασιάζοντας έτσι τις διαμαρτυρίες και σπρώχνοντας σε μορφές τοπικής αυτο-οργάνωσης γύρω από τις σχέσεις γειτονίας -που είναι πολύ ισχυρές, καθώς το γραφειοκρατικό σύστημα διαχείρισης των κτιρίων και οι κοινωνικές υπηρεσίες δυσλειτουργούν και αναγκάζουν τους γείτονες να ρυθμίζουν μεταξύ τους τα επείγοντα προβλήματα. Προσθέτοντας το ρόλο των κοινωνικών δικτύων και των διαδικτυακών αλυσίδων -δημοφιλή στους νέους και κύριες πηγές πληροφόρησης σε μία χώρα όπου το καθεστώς ελέγχει και λογοκρίνει τα μίντια- το αποτέλεσμα ήταν η ανάδυση ενός τεράστιου δικτύου τοπικών, αυθόρμητων, διαμαρτυριών, που δεν έχει κέντρο ούτε διαπιστωμένη ηγεσία, αλλά μια απλώς «ρευστή ηγεσία»: μόλις κάποιος(-α) φανεί ως «εκπρόσωπος» υφίσταται καταστολή και κάποιος άλλος παίρνει τη θέση του σε τοπικό επίπεδο. Αυτό που χαρακτηρίζει το κίνημα είναι η πολύ μεγάλη του δημιουργικότητα, οι διαμαρτυρόμενοι εφευρίσκουν διαρκώς νέες μορφές ελέγχου, ειρηνικού αγώνα, και όλα αυτά κυκλοφορούν, διαδίδονται και εμπλουτίζονται μέσα από τα κοινωνικά δίκτυα.
Από τις 10 Αυγούστου, οι μισθωτοί, ως τέτοιοι, εντάχθηκαν στις κινητοποιήσεις. Οι περιθάλποντες (κυρίως γυναίκες, γιατροί και νοσοκόμοι) των τραυματιών κατέβηκαν στους δρόμους διαμαρτυρόμενοι για τα βασανιστήρια. Στάσεις εργασίας έγιναν σε πολλές επιχειρήσεις (μερικές φορές με την υποστήριξη των ιδιοκτητών τους στον ιδιωτικό τομέα) και, κυρίως, σε τουλάχιστον καμιά ντουζίνα πολύ μεγάλων κρατικών επιχειρήσεων, πράγμα που οδήγησε σε συγκεντρώσεις εργατών μέσα στα εργοστάσια, ενίοτε με πολεμικές κατά των διοικήσεων και των τοπικών εκπροσώπων του καθεστώτος και ακόμα και με τον ίδιο τον Λουκατσένκο (που τον έδιωξαν οι εργάτες στο εργοστάσιο αυτοκινήτων στο Μινσκ με συνθήματα «φύγε!» στις 17 Αυγούστου). Εμφανίστηκαν και απεργιακές επιτροπές, αν και φαίνεται ότι πουθενά δεν υπήρξε προσπάθεια για απεργία με κατάληψη. Αντίθετα, οι εργάτες βγήκαν από τα εργοστάσια για να διαδηλώσουν. Και με την καταστολή (απολύσεις, ενίοτε μαζικές, όπως στην Κρατική Τηλεόραση ή στο Εθνικό Θέατρο του Μινσκ, ή απειλή απολύσεων, συλλήψεις συχνά με φυλάκιση των πραγματικών ή φανταστικών «καθοδηγητών»), την αδυναμία ή την απουσία αληθινών συνδικάτων, καθώς και με τις «συμβουλές» από διευθυντικά στελέχη για «ιταλική απεργία» (δηλαδή για απεργίες ζήλου, αθέατες, με ατομικοποιημένους τους μισθωτούς), το απεργιακό κίνημα υποχώρησε, οι προλετάριοι διαλύθηκαν μέσα στο κίνημα διαμαρτυρίας. Τα εργοστάσια δεν έγιναν επίκεντρο της εξέγερσης και το προλεταριάτο δεν έχει (ακόμα;) καταφέρει να διατυπώσει την ύπαρξή του ως τάξη, γύρω από δικά του αιτήματα, μέσα στο δημοκρατικό κίνημα που παλεύει κατά του καθεστώτος.
Απέναντι στη βίαιη καταστολή των διαδηλώσεων, οι γυναίκες ως τέτοιες οργάνωσαν πολλές «αλυσίδες αλληλεγγύης», προσφέροντας λουλούδια στις δυνάμεις καταστολής και ξεπερνώντας τες μέσα από τη μαζικότητά τους, πολύ ειρηνικά, πράγμα που για κάποιο διάστημα παρέλυσε τον πολύ ματσιστικό αυτόν κλάδο, πριν οι αρχές δώσουν διαταγή για να καταστείλουν και τις γυναίκες, ακόμα και τα παιδιά τους. Παρόλ’αυτά, διεκδικήσεις για δικαιώματα των γυναικών δεν έχουν (ακόμα;) αναδυθεί ως τέτοιες στις πρωτοβουλίες αυτές.
6.
Ενώ οι αντιπολιτευόμενοι υποψήφιοι στην προεδρία, αυτοί που αποκλείστηκαν από το καθεστώς (Β. Μπαμπαρίκο, Β. Τσεπκάλο και Σ. Τιχανόφσκι) αλλά και ο Αντρέι Ντμίτριεφ (υποψήφιος του «Να πούμε την αλήθεια», που επισήμως έλαβε 1,21%) προωθούσαν φιλελεύθερα οικονομικά προγράμματα, με στόχο ιδιαίτερα την «ελευθερία των επιχειρήσεων» του ιδιωτικού τομέα και την ανάγκη να «σταματήσει η χρηματοδότηση των μη-αποδοτικών επιχειρήσεων», η θεματική αυτή σχεδόν εξαφανίστηκε από την προεδρική καμπάνια της Σβετλάνα Τιχανόφσκαγια (χωρίς ωστόσο να απορριφθεί από την υποψήφια). Από τις 9 Αυγούστου του 2020, έχει εξαφανιστεί και από την ίδια την εξέγερση των μαζών κατά του καθεστώτος. Οι διαδηλωτές δεν προβάλουν πλέον παρά μόνο τις τρεις δημοκρατικές διεκδικήσεις.
Τα φιλελεύθερα κόμματα της αντιπολίτευσης, που έχουν αποκλειστεί ήδη από το 1994 και δε διαθέτουν καμία σημαντική αντιπροσώπευση στους θεσμούς του καθεστώτος, είναι στην πραγματικότητα πολύ αδύναμα. Το ίδιο συμβαίνει και με τα πολιτικά κόμματα που αναφέρονται στην αριστερά (πράγμα που συχνά ανακατεύεται και με κάποια δόση νοσταλγίας για το παλαιό καθεστώς του υποτιθέμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού»), τα οποία είναι απλώς συζητητικές λέσχες.
Τέλος, εάν η ένταξη σε ένα συνδικάτο είναι υποχρεωτική, το επίσημο συνδικαλιστικό κίνημα δεν έχει τίποτα το κοινό με το συνδικαλισμό, ακόμα και τον πλέον γραφειοκρατικοποιημένο, αλλά παίζει απλώς ένα ρόλο ιμάντα μεταβίβασης για τους γραφειοκράτες. Πρέπει να υπογραμμιστεί η ρήξη που αποτέλεσε, από αυτή την άποψη, η ίδια η καταστολή του Λουκατσένκο της πολύ μεγάλης εργατικής και συνδικαλιστικής κινητοποίησης στις αρχές της δεκαετίας του 1990, τότε που έθεσε ένα τέλος στη φιλελεύθερη θεραπεία σοκ. Οι «κοινωνικές προστασίες» του κρατικού του καπιταλισμού συνδέθηκαν οργανικά με την ατομικοποίηση και τη γραφειοκρατική πλαισίωση των εργαζομένων. Τα ανεξάρτητα συνδικάτα -όπως το Συνέδριο των Δημοκρατικών Συνδικάτων της Λευκορωσίας (BKDP), μέλος της Διεθνούς Συνδικαλιστικής Συνομοσπονδίας- που παραμένουν ανεκτά, έστω και με καταστολή, είναι εξαιρετικά αδύναμα με ελάχιστη παρουσία στις μεγάλες επιχειρήσεις.
Η κοινωνία, έτσι όπως έχει διαμορφωθεί από τον Λουκατσένκο, ήταν έτσι μια ατομικοποιημένη κοινωνία. Αυτό είναι που άλλαξε κατά τους τελευταίους μήνες, ιδιαίτερα από την αρχή της λαϊκής εξέγερσης. Οι εκκλήσεις για αλληλεγγύη με τους εργαζομένους και τον πληθυσμό της Λευκορωσίας από τα δίκτυα της Ευρωπαϊκής Συνδικαλιστικής Συνομοσπονδίας (ΕΣΣ) -ιδιαίτερα από τη γαλλική CGT, που πρόσφατα εντάχθηκε στην ΕΣΣ- σηματοδοτούν μια ενδεχομένως κρίσιμη καμπή.
Όποια και να είναι τα όρια αυτού του μαζικού δημοκρατικού κινήματος, στο εσωτερικό του βλέπουμε μια έντονη πολιτικοποίηση, την εκμάθηση μιας πολιτικής αυτο-οργάνωσης που θέτει στην ημερήσια διάταξη την ανάδυση μιας τελείως νέας πολιτικής διάρθρωσης. Το κίνημα αυτό υπέρ της δημοκρατίας θα αναγκαστεί, αργά ή γρήγορα, να συγκροτήσει ένα σχέδιο για την κοινωνία. Εάν καταφέρει να «διώξει» τον Λουκατσένκο και το αυταρχικό του καθεστώς, θα υποστεί διαφοροποιήσεις και θα μπορέσουν να αναδυθούν οι προϋποθέσεις για να ανθίσουν τα ζητήματα τάξης και φύλου, καθώς και οι συζητήσεις για το τί πρέπει να το αντικαταστήσει. Τότε ο ρόλος της εργατικής τάξης (της οποίας οι απεργίες που είχαν ξεκινήσει ανάγκασαν, για ένα διάστημα, τον Λουκατσένκο να περιορίσει την καταστολή, δείχνοντας έτσι τη δύναμή της), ο ρόλος των γυναικών (των οποίων οι σαββατιάτικες διαδηλώσεις άνοιξαν το δρόμο για τη συνέχιση με τις μαζικές διαδηλώσεις τις Κυριακές), τα οικολογικά ζητήματα (η Λευκορωσία έχει ήδη γνωρίσει μια σοβαρή αρχή κλιματικής αλλαγής, καθώς το νότιο τμήμα της χώρας μετατρέπεται σε στέπες, ενώ πριν από 50 χρόνια ήταν κυρίως ελώδη δάση) θα βρεθούν στο κέντρο των συζητήσεων.
7.
Για να μπορέσουν όλα αυτά τα διακυβεύματα, δημοκρατικά, υγειονομικά, φεμινιστικά, ταξικά και περιβαλλοντικά, που τροφοδοτούν τη σημερινή πολιτικοποίηση της λευκορώσικης κοινωνίας, να επιτρέψουν την ανάδυση ενός οικοσοσιαλιστικού μετώπου, θα πρέπει η διεθνιστική αριστερά (συνδικαλιστική, πολιτική, συλλογικοτήτων) να είναι σε θέση να αναπτύξει συγκεκριμένες και αλληλέγγυες σχέσεις, από τα κάτω, με το λευκορώσικο δημοκρατικό κίνημα στο σύνολό του.
Αλληλεγγύη δε σημαίνει ευθυγράμμιση με τη μια ή την άλλη απόφαση όσων σήμερα διατείνονται ότι συμβολίζουν το κίνημα: η συντονιστική επιτροπή γύρω από τη Σβετλάνα Τιχανόφσκαγια (που η καταστολή την έχει εξασθενίσει αρκετά) ή τα παλιά πολιτικά κόμματα που έχουν ενταχθεί στο κίνημα, αποκρύπτοντας τα προγράμματά τους και τους πραγματικούς τους στόχους -υπέρ ή κατά των φιλορώσικων ιδιωτικοποιήσεων, αντικοινωνικά και αντιδημοκρατικά. Το διακύβευμα αυτό βγαίνει όλο και σαφέστερα στην επιφάνεια, την ίδια στιγμή που η οικονομική κατάσταση επιδεινώνεται: θα χρειαστεί αντιπαράθεση τόσο με τα ψευτο-προστατευτικά λόγια του Λουκατσένκο όσο και με τους ψευτο-δημοκράτες αντιπάλους του.
Αλληλεγγύη σημαίνει δημοκρατική υποστήριξη κατά της καταστολής, υπεράσπιση του πλουραλιστικού δικαιώματος έκφρασης, υποστήριξη στις διαδηλώσεις και στις απεργίες που γίνονται. Αλληλεγγύη σημαίνει επίσης ανεξαρτησία απέναντι στις μανούβρες των κυβερνήσεων των άλλων χωρών και του διεθνούς χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, που προσπαθούν να επωφεληθούν από τις μαζικές κινητοποιήσεις στη Λευκορωσία.
-
Διεθνής αλληλεγγύη των εργαζομένων με το δημοκρατικό κίνημα στη Λευκορωσία!
-
Να φύγει ο Λουκατσένκο και το καθεστώς του!
-
Ελεύθερες και δίκαιες εκλογές στη Λευκορωσία!
-
Ελεύθερη αυτο-οργάνωση της συζήτησης για το μέλλον της Λευκορωσίας!
-
Προς μία οικοσοσιαλιστική Λευκορωσία: διεθνικές συνδέσεις συνδικάτων, φεμινιστικών κινημάτων, νέων, εργαζομένων!
Εκτελεστικό Γραφείο της 4ης Διεθνούς
26 Σεπτεμβρίου 2020