Οι ΗΠΑ μπροστά σε μείγμα κρίσεων

Ο Τράμπ ηττήθηκε αλλά η ήττα του ήταν πολύ πιο περιορισμένη απ’ό,τι ήλπιζαν οι Δημοκρατικοί. Η πολιτική που θα ακολουθήσει ο Μπάιντεν δεν θα επιτρέψει να ξεπεραστούν οι αμερικάνικες κρίσεις.

Αρχές Δεκέμβρη, ο Covid-19 σκοτώνει 3.000 ημερησίως. Ήδη κάπου 280.000 άνθρωποι έχουν πεθάνει. Οι προβλέψεις δείχνουν πως οι επόμενοι τρεις μήνες θα είναι χειρότεροι, με έως και 450.000 θανάτους. Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση, με Προεδρεία τον Τραμπ, απέτυχε στο να παράγει γρήγορα τα τεστ Covid, δεν κατάφερε να παράσχει ατομικά μέσα προστασίας (ΑΜΠ) και έσπειρε αντιφατικές πληροφορίες. Οι υπηρεσίες των Πολιτειών και των νοσοκομείων μπήκαν μεταξύ τους σε ανελέητο ανταγωνισμό στην προσπάθειά τους να εφοδιαστούν τα απαραίτητα. Έτσι, το ιατρικό προσωπικό είχε για οδηγία να επαναχρησιμοποιεί τα ΑΜΠ, που έχουν φτιαχτεί για μία χρήση. Πολλοί αναγκάστηκαν να φορούν σακούλες σκουπιδιών, αντί για προστατευτική ένδυση. Οι νοσοκόμοι και οι υποστηρικτές τους οργάνωσαν απεργιακές επιτροπές για να απαιτήσουν προστασία και μια λογική αναλογία ασθενών / νοσοκόμων. Την πρώτη εβδομάδα του Οκτώβρη, η οργάνωση των νοσοκόμων National Nurses United (NNU) εκτιμούσε ότι πάνω από 1.700 υγειονομικοί είχαν πεθάνει από κορονοϊό.

Η πανδημία περιέπλεξε τις αμερικανικές ομοσπονδιακές εκλογές του 2020. Παρά τις δυσκολίες της διοργάνωσης μιας τόσο μαζικής επιχείρησης σε τέτοιες συνθήκες, ένα εποπτικό ομοσπονδιακό όργανο χαρακτήρισε τις εκλογές αυτές ως «τις πιο σίγουρες σε όλη την αμερικανική ιστορία». Αμέσως μετά από την αναγγελία αυτήν, που δεν ταίριαζε με τα λεγόμενα του Τραμπ, ο υπεύθυνος, που τον είχε ο ίδιος διορίσει επικεφαλής της εκλογικής κυβερνο-ασφάλειας, ο Κρίστοφερ Κρεμπς, καρατομήθηκε.

Σε όλη την καμπάνια του, ο Τραμπ οργάνωσε συγκεντρώσεις «υπερ-μόλυνσης» όπου ελάχιστες προστασίες πάρθηκαν. Ο Τραμπ χαρακτήρισε την επιστολική ψήφο ως ιδεώδες μέσον για να «κλαπούν» οι εκλογές και επέμενε ότι, για να υπάρχει διαφάνεια, τα αποτελέσματα θα έπρεπε να ανακοινωθούν το ίδιο το βράδυ των εκλογών. Κινητοποίησε τη βάση του για να επηρεάσει τους εκλογείς στα εκλογικά κέντρα, πράγμα που είναι παράνομο, και επίσης ενθάρρυνε τους οπαδούς του να αμφισβητήσουν με επιθετικό τρόπο τα ψηφοδέλτια την ώρα της καταμέτρησης.

Ο Τραμπ έσπευσε να κάνει και τρίτο διορισμό στο Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ, της Άμυ Κόνεϋ Μπάρετ, ακριβώς πριν από τις εκλογές. Και το δικαιολόγησε ως αναγκαίο, καθώς το Δικαστήριο θα μπορούσε να χρειαστεί να αποφανθεί για μια αμφισβητούμενη εκλογή.

Συνταγματική κρίση;

Πολλοί είχαν προβλέψει ότι οι απειλές για κινητοποίηση της ομοσπονδιακής αστυνομίας, η πίεση προς τους δημόσιους υπαλλήλους και ένα κύμα από δικαστικές μηνύσεις, θα οδηγούσαν σε συνταγματική κρίση. Το σενάριο αυτό στηριζόταν στην υπόθεση μιας σχετικά πολύ μικρής εκλογικής διαφοράς, όπως είχε γίνει με τις εκλογές του 2000 στη Φλόριντα. Τότε, το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ είχε παρέμβει για να βάλει τέλος στην επανακαταμέτρηση και ο Δημοκρατικός υποψήφιος, Αλ Γκόρ, είχε παραδεχτεί τη νίκη του Τζορτζ Μπους. Αλλά φέτος, ένα ανάλογο σενάριο για τον Τραμπ, με βάση μικρές εκλογικές διαφορές, θα έπρεπε να επαναληφθεί, όχι μόνο σε μια Πολιτεία, αλλά σε καμιά δωδεκαριά.

Οι αντι-τραμπικές δυνάμεις φοβόνταν ότι ο Τραμπ θα κήρυσσε τη νίκη του την ίδια βραδιά των εκλογών και θα εμπόδιζε την επανακαταμέτρηση των ψηφοδελτίων. Κάλεσαν λοιπόν σε συγκεντρώσεις με σύνθημα «Η κάθε ψήφος μετράει» από την επομένη των εκλογών και συγκεντρώσεις οργανώθηκαν σε καμιά εκατοστή πόλεις. Οι πιο προοδευτικοί από τους συνδικαλιστές συζητούσαν το τί θα μπορούσαν να κάνουν σε περίπτωση συνταγματικής κρίσης και εξέταζαν το ενδεχόμενο να προβούν σε σειρά δράσεων, που θα μπορούσαν να καταλήξουν σε γενική απεργία. Σχεδόν δύο δωδεκάδες από Διοικητικά Συμβούλια Εργασίας (συνδικαλιστικές οργανώσεις) σε όλη τη χώρα υιοθέτησαν αποφάσεις, με τις οποίες δεσμεύονταν να προχωρήσουν σε τέτοια κατεύθυνση.

Αλλά στην ψηφοφορία οι διαφορές δεν ήταν μικρές. Ακόμα και στα swing-states (Πολιτείες που ταλαντεύονται ανάμεσα στους Ρεπουμπλικάνους και τους Δημοκρατικούς), ο Μπάιντεν κέρδισε με πολλές χιλιάδες ψήφους διαφορά. Ωστόσο, ο Τραμπ δήλωσε ότι στην πραγματικότητα είχε κερδίσει, έως ότου νοθευτικά ψηφοδέλτια μπήκαν στις κάλπες. Οι ρεπουμπλικάνοι οπαδοί του που παρατηρούσαν την καταμέτρηση στη Φιλαδέλφεια και στο Ντιτρόιτ είπαν πως χιλιάδες ψηφοδέλτια εμφανίστηκαν μυστηριωδώς τη νύχτα και ότι το λογισμικό των εκλογών είχε μετατρέψει ψήφους του Τραμπ σε ψήφους του Μπάιντεν. Έτσι, οι Ρεπουμπλικάνοι ξεκίνησαν δικαστικές αμφισβητήσεις, αλλά καθώς δεν υπήρχαν πραγματικές αποδείξεις, γρήγορα απορρίφθηκαν.

Ο Τραμπ και οι Ρεπουμπλικάνοι μάλιστα έκαναν τα πάντα για να μπλοκάρουν τη δημοσίευση των αποτελεσμάτων του Μίσιγκαν. Αυτό που έπαιζε ήταν η δυνατότητα να εξαναγκαστεί το εκλογικό συμβούλιο του Μίσιγκαν να διαπιστώσει αδιέξοδο, έτσι ώστε να παραπεμφθεί η εκλογή στην τοπική βουλή που ελέγχεται από τους Ρεπουμπλικάνους και, έτσι, να διορίσει εκείνη εκλογείς του Τραμπ στο εκλεκτορικό σώμα. Ακόμα και στην απίθανη και παράνομη περίπτωση που θα το είχαν καταφέρει, θα χρειαζόταν επιπλέον να πειστούν και τουλάχιστον άλλες δύο Πολιτείες να κάνουν το ίδιο, για να μπορέσει να νικήσει ο Τραμπ.

Τελικά, και μετά από πολλά επεισόδια, το εκλογικό συμβούλιο του Μίσιγκαν ψήφισε τρία προς μηδέν (με μια ρεπουμπλικανική αποχή) για να εγκρίνει το αποτέλεσμα και να στείλει τους εκλογείς του Μπάιντεν στο Εκλεκτορικό Κολέγιο που θα ψηφίσει στις 14 Δεκεμβρίου. Χωρίς να παραδεχτεί την ήττα του ο Τραμπ τότε δέχτηκε να αρχίσει η επίσημη μετάβαση. Στη συνέχεια, δημοσίευσε έναν ολόκληρο λόγο 46 λεπτών όπου περιγράφει το πώς κλάπηκε η εκλογή, αλλά η συνταγματική κρίση έσβησε.

Πώς ο Τραμπ και οι ρεπουμπλικάνοι πήραν τόσους ψήφους;

Σε εθνικό επίπεδο, ο Τραμπ πήρε κάπου 74 εκατομμύρια ψήφους – 10 εκατομμύρια περισσότερους από το 2016. Οι Ρεπουμπλικάνοι κράτησαν την πλειοψηφία τους στη Γερουσία (με την επιφύλαξη δύο γύρων που μένουν να γίνουν στη Γεωργία) και κέρδισαν επιπλέον έδρες στη Βουλή των Αντιπροσώπων. Και σε καμία Πολιτεία δεν υπήρξε αλλαγή από ρεπουμπλικανική σε δημοκρατική πλειοψηφία.

Τα δύο τρίτα όσων ψήφισαν για τον Μπάιντεν το έκαναν για να εμποδίσουν την επανεκλογή του Τραμπ. Η πλειοψηφία των συνδικαλισμένων ψήφισε για τον Μπάιντεν, όπως επίσης και η πλειοψηφία όσων παίρνουν κάτω από 100.000 δολάρια ετησίως. Οι Αφροαμερικανοί, οι Λατίνος, οι Ασιάτες αμερικανοί και οι Αυτόχθονες (35% των ψηφοφόρων) ψήφισαν κατά πολύ υπέρ του Μπάιντεν, ενώ οι μαύρες γυναίκες ήταν οι πιο στρατευμένες σε αυτό, με το 91% υπέρ του. Αλλά, δεδομένου του απολογισμού του Τραμπ, με τις φορολογικές ελαφρύνσεις για τους πλούσιους, με την προσπάθεια να μειωθούν οι παροχές περίθαλψης των φτωχών και των εργαζομένων, με τους διορισμούς υπαλλήλων που ευνοούσαν τις επιχειρήσεις στο Εθνικό Συμβούλιο Εργασιακών Σχέσεων, με την κατάργηση πολλών εκατοντάδων ρυθμίσεων στο χώρο της υγείας και της ασφάλισης και με την αποτυχία απέναντι στην πανδημία, πώς γίνεται τόσοι πολλοί εργαζόμενοι να ψήφισαν υπέρ του;

Υπάρχουν πολλοί λόγοι για αυτό. Πρώτα-πρώτα, δεδομένου του ότι όλοι οι πολιτικοί και οι περισσότεροι συνδικαλιστές λένε «αγοράζετε αμερικανικά», το «η Αμερική πρώτα» του Τραμπ δεν μοιάζει και τόσο εξωγήινο. Επίσης, όταν μιλούσε για Αφρο-Αμερικάνους ή για μετανάστες, ο Τραμπ μπορούσε να λέει στους λευκούς εργαζόμενους ότι οι άλλοι δεν είναι σαν και αυτούς που να εργάζονται σκληρά, ότι είναι κάτι τεμπέληδες τύποι που το μόνο που θέλουν είναι κάρτα παραμονής -πράγμα που και άλλοι πρόεδροι το υπονοούσαν. Ο Τραμπ είναι ρατσιστής και αναίσθητος -και ακόμα και οπαδοί του βρίσκουν ότι καμιά φορά το παρακάνει-, αλλά θεωρήθηκε ως ο ηγέτης μιας οικονομίας με χαμηλό ποσοστό ανεργίας, έτσι που μερικοί το αφήνουν στην άκρη αυτό, ενώ άλλοι ενθουσιάζονται που λέει επί τέλους ανοιχτά αυτό που οι ίδιοι πιστεύουν. Από το 65% των αμερικάνων εκλογέων που θεωρούνται λευκοί, η πλειονότητά τους (το 57%) ψήφισε υπέρ του Τραμπ.

Ο Τραμπ διεκδίκησε μια ανθηρή οικονομία, αλλά, παρά τη μείωση της ανεργίας πριν από την κρίση, ο μέσος εργαζόμενος παίρνει σε αγοραστική δύναμη ό,τι έπαιρνε ένας εργαζόμενος πριν από σαράντα χρόνια. Ο Τραμπ περηφανεύτηκε για το ότι ο Dow Jones έφτασε τις 30.000 μονάδες, υπογραμμίζοντας ότι είναι μια πρωτόγνωρη επίδοση. Αλλά άλλοι αριθμοί -οι στατιστικές της πανδημίας, οι πραγματικοί μισθοί, η παιδική θνησιμότητα, η φτώχεια, η κατανάλωση ναρκωτικών και η έλλειψη πρόσβασης σε στέγη- αποκαλύπτουν αυξανόμενη ανισότητα και απελπισία. Ο ιός πλήττει το πιο ευάλωτο τμήμα της εργατικής τάξης: τους ηλικιωμένους και το υποπληρωνόμενο προσωπικό που ασχολείται με αυτούς, τους άστεγους, τους φυλακισμένους, τους εργαζόμενους(-ες) στα σφαγεία, τους εργάτες γης, τους εργαζόμενους στις συγκοινωνίες. Οι Μαύροι, οι Λατίνος και οι Αυτόχθονες έχουν τέσσερεις φορές μεγαλύτερη πιθανότητα να νοσηλευτούν απ’ό,τι ο λευκός πληθυσμός, και οι Μαύροι έχουν διπλάσια πιθανότητα να πεθάνουν.

Εργαζόμενοι και έγχρωμοι ψήφισαν υπέρ του Τραμπ, επειδή δεν πιστεύουν ότι ο Μπάιντεν αποτελεί συγκεκριμένη εναλλακτική. Παρόλο που ο Μπάιντεν υποστήριξε τον ελάχιστο ωριαίο μισθό των 15 δολαρίων, η καρδιά της καμπάνιας του περιστράφηκε γύρω από την ανικανότητα του Τραμπ να δράσει απέναντι στον Covid-19. Μπορεί ο Τραμπ να κέρδισε τη Φλόριντα με διαφορά 370.000 ψήφους, όμως ένα δημοψήφισμα για το διπλασιασμό του ελάχιστου μισθού υιοθετήθηκε στην Πολιτεία αυτή με πολύ μεγαλύτερη διαφορά. Ο Μπάιντεν δε θα μπορούσε άραγε να κερδίσει τη Φλόριντα εάν είχε κάνει καμπάνια για την αύξηση του ελάχιστου μισθού;

Μερικοί δημοσιογράφοι αναρωτήθηκαν γιατί ο Τραμπ πήρε ψήφους από έγχρωμους. Όταν ένας ρεπόρτερ ρώτησε έναν Αφρο-Αμερικανό γιατί είχε ψηφίσει για τον Τραμπ με δεδομένη την ρατσιστική ρητορική του Τραμπ, αυτός του απάντησε: «Ως μαύρος, δε μου αρέσει, αλλά αυτό που μετράει για μένα είναι το αποτέλεσμα. Εάν προσφέρει ευκαιρίες στους ανθρώπους, εγώ συμφωνώ με αυτό και μπορώ να ζήσω με τέτοιες δηλώσεις. Αυτό που χρειάζομαι είναι πράξη».

Περιμένοντας τον Μπάιντεν να αναλάβει (στις 20 του Γενάρη), ο Τραμπ παραμένει πρόεδρος και επικεφαλής για τους δύο επόμενους μήνες. Δεδομένης της αναγγελίας του Μπάιντεν ότι επιθυμεί οι ΗΠΑ να επανέλθουν στη Συμφωνία του Παρισιού, στον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας και στο πυρηνικό σύμφωνο με το Ιράν, υπάρχει η υποψία πως η δολοφονία του ιρανού πυρηνικού επιστήμονα Μοχέν Φαχριζντέχ -την οποία χαρακτήρισε «εγκληματική ενέργεια» η Ευρωπαϊκή Ένωση- είναι μία από τις πρώτες κινήσεις για να οδηγηθούν σε αποτυχία οι μελλοντικές πρωτοβουλίες του Μπάιντεν. Τί θα ακολουθήσει;

Καθώς η πώληση δικαιωμάτων εξαγωγής πετρελαίου στην Αλάσκα από τον Τραμπ προσέκρουσε σε νομικά κωλύματα, καρατόμησε τον υπουργό του της Άμυνας και έβαλε αχυράνθρωπους στη θέση του. Συνεχίζει τις ομοσπονδιακές εκτελέσεις για τους καταδικασμένους σε θάνατο, ενώ συζητάει να δώσει ενδεχομένως χάρη στον προσωπικό του δικηγόρο, Ρούντολφ Τζουλιάνι, και στα παιδιά του. Ένα από τα πιο σημαντικά σημεία της λίστας των πραγμάτων που έχει να κάνει είναι να βγάλει τους μη υπηκόους από την απογραφή του πληθυσμού.

Τώρα είναι που ο Μπάιντεν θα διευθύνει την ορχήστρα

Ήδη ξεκινώντας, ο Μπάιντεν αντιμετωπίζει μια κρίση στη δημόσια υγεία που συνδυάζεται με μια οικονομική κρίση σε μια χώρα όπου πολλοί αρνιούνται να φορέσουν μάσκα ή να κρατήσουν φυσικές αποστάσεις. Δύο μήνες πριν από την έναρξη της θητείας του, τα νοσοκομεία είναι σχεδόν κορεσμένα, οι υγειονομικοί εξαντλημένοι και τα περισσότερα δημόσια σχολεία και πανεπιστήμια λειτουργούν ιντερνετικά. Απέναντι στην ανεργία, το Κογκρέσο δεν υιοθέτησε κανένα πρόσθετο βοήθημα στους ανθρώπους, στις μικρές επιχειρήσεις ή στις Πολιτείες, μετά από την Άνοιξη. Όταν λήξει η ανακωχή του Center for Disease Control στις κατασχέσεις ακινήτων, στα τέλη της χρονιάς, εν μέσω χειμώνα, 28 με 30 εκατομμύρια ενοικιαστές κινδυνεύουν με έξωση.

Τα σαράντα χρόνια πολιτικής ζωής του Μπάιντεν περιλαμβάνουν και την αντίθεση στη μεταφορά των μαθητών με λεωφορεία, για να μειωθούν οι διακρίσεις στα σχολεία, η υποστήριξη των μειώσεων στα κοινωνικά επιδόματα και η στήριξη του νομοσχεδίου μαζικών φυλακίσεων του Μπιλ Κλίντον, η υποστήριξη του ισραηλινού καθεστώτος και η στήριξη του πολέμου στο Ιράκ. Το 1991, ως πρόεδρος της Νομικής Επιτροπής της Γερουσίας, κράτησε σκανδαλώδη στάση απέναντι στην Ανίτα Χιλ, όταν αυτή κατέθετε για το διορισμό του Κλάρενς Τόμας στο Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ καταγγέλλοντας τη σεξουαλική παρενόχληση από τον Τόμας. Παρόλο που μετά εξέφρασε τη λύπη του για αυτή την ιστορία, επιχείρησε να το κάνει με τρόπο που να αποποιείται την ευθύνη λέγοντας: «Θα ήθελα να είχαμε βρει καλύτερο τρόπο να το προωθούσαμε τα πράγματα».

Το επίπεδο της κρίσης θα απαιτούσε μια τόλμη που δεν είναι το χαρακτηριστικό του Μπάιντεν ή της ομάδας που ετοιμάζεται να αναλάβει. Ασφαλώς, αντίθετα από τη διοίκηση Τραμπ, οι αναγγελίες της μεταβατικής ομάδας σε σχέση με τους ενδεχόμενους διορισμούς δείχνουν μια διοικητική ομάδα πολύ πιο πολυφυλετική και έμπειρη. Πολλοί είναι ανακυκλώσεις από τις διοικήσεις Ομπάμα και Κλίντον. Ώς τώρα, η πιο «ριζοσπαστική» είναι η Τζάνετ Γιέλεν, που οι New York Times την χαρακτήρισαν ως «προοδευτική πραγματίστρια». Πράγμα που σημαίνει ότι έχει τη ροπή να προτείνει πολιτικές με βάση όσα ξέρει πως θα μπορούσαν να περάσουν από ένα μοιρασμένο Κογκρέσο.

Ο Μπάιντεν και η αντιπρόεδρός του, Κάμαλα Χάρις, είναι «κεντρώοι» πολιτικοί που, στην ίδια την καμπάνια τους, αποποιήθηκαν τις τολμηρές πρωτοβουλίες. Ο Μπάιντεν έδειξε με σαφήνεια ότι αυτός είναι το Δημοκρατικό Κόμμα και ότι νίκησε τον Μπέρνι Σάντερς. Από τη μεριά της η Κ.Χάρις είπε μια μέρα ότι θέλει να σταματήσει η υδραυλική ρωγμάτωση, αλλά άλλαξε γνώμη όταν συνάντησε τον Μπάιντεν, που υποστηρίζει τη ρωγμάτωση και πάντα στήριζε τα πετρελαϊκά και τραπεζικά συμφέροντα.

Μια διαμάχη έχει ήδη ξεσπάσει μέσα στο Δημοκρατικό Κόμμα, καθώς η δεξιά κατηγορεί τους διακηρυγμένους υποστηριχτές της κοινωνικής δικαιοσύνης, όπως οι βουλευτές Αλεξάντρια Οκάζιο-Κορτές (Νέα Υόρκη), Ίλαν Ομάρ (Μινεζότα) και Ρασίντα Τλάιμπ (Μίσιγκαν), ότι είναι υπεύθυνοι για την υποχώρηση του δημοκρατικού εκλογικού κύματος εξαιτίας της αριστερής τους ρητορικής. Η πραγματικότητα είναι ότι οι Δημοκρατικοί στη Βουλή με πολιτική ανεξαρτησία -παρόλο που σε αυτούς εντάσσονται και οι Κόρι Μπους (Μισούρι) και Τζάμααλ Μπάουμαν (Νέα Υόρκη), που μόλις εκλέχθηκαν- βρίσκονται στο περιθώριο του κόμματος (ο Μπέρνι Σάντερς δουλεύει μαζί με τους Δημοκρατικούς αλλά παραμένει ανεξάρτητος).

Ο Σάντερς έχει τονίσει πως μόνο εφαρμόζοντας πολιτικές που θα βελτίωναν αμέσως τη ζωή των εργαζομένων θα μπορέσουν οι κρίσεις αυτές να ξεπεραστούν και πρώτα-πρώτα η περιβαλλοντική κρίση που οδήγησε στην πανδημία. Χωρίς ένα πολύμορφο πρόγραμμα που να δίνει προτεραιότητα στις ανάγκες της πλειονότητας, οι σημερινές κρίσεις πραγματικά θα επιδεινωθούν. Πράγμα που, με τη σειρά του, θα μπορούσε να επιτρέψει την ανάδυση μιας άλλης αυταρχικής προσωπικότητας, ίσως πιο ικανής από τον Τραμπ, που θα υποσχεθεί να αποκαταστήσει το «μεγαλείο» της Αμερικής.

Το βάθος των κρίσεων θα οδηγήσει άραγε τη διοίκηση Μπάιντεν-Χάρις πιο πέρα από το πρόγραμμά της, από το κεντρώο ένστικτό της, και της ομάδας που τώρα ετοιμάζεται; Είναι δύσκολο να το φανταστεί κανείς αυτό. Η μόνη ελπίδα είναι η πολυφυλετική πάλη που ξεκίνησε από τη μαύρη νεολαία μετά τη δολοφονία του Τζορτζ Φλόυντ, να συνεχίσει να ανθεί. Το κάλεσμα των «Black Lives Matter» και του «Defunding the police» (να σταματήσει η χρηματοδότηση της αστυνομίας) αγγίζει στην καρδιά του ένα βίαιο κρατικό μηχανισμό ασφάλειας και απαιτεί τη χρήση πόρων για τις ανθρώπινες ανάγκες.

3 Δεκεμβρίου 2020

Πηγή l'Anticapitaliste.

 

Το σύστημα « δημοκρατίας » των ΗΠΑ

Οι ΗΠΑ έχουν ένα πολύ περίεργο, και αρκετά αντιδημοκρατικό, σύστημα εκλογής του Προέδρου και των μελών του Κογκρέσου. Το εκλογικό αυτό σύστημα, που καθιερώθηκε πριν από 200 χρόνια, είχε σχεδιαστεί για τους ιδιοκτήτες περιουσιών και δούλων, καθώς κάθε δούλος προσέφερε στον ιδιοκτήτη του τρία τέταρτα μίας ψήφου. Με τα κοινωνικά κινήματα αργότερα, μαζί και με τον Εμφύλιο Πόλεμο, επεκτάθηκε το ποιός έχει δικαίωμα ψήφου, με συνταγματικές αναθεωρήσεις και τροποποιήσεις, στους απελευθερωμένους δούλους, στους μετανάστες από τις ασιατικές χώρες, στις γυναίκες και στους αυτόχθονες λαούς, και μειώθηκε και η ηλικία του εκλογικού δικαιώματος στα 18 έτη. Παρά την επέκταση αυτή, το εκλογικό σύστημα παραμένει αντιδημοκρατικό, τόσο στο ποιός έχει δικαίωμα να εγγραφεί για να ψηφίσει όσο και στο πώς γίνεται η καταμέτρηση.

- Μερικοί ψηφοφόροι μετράνε περισσότερο από άλλους: Στις περισσότερες πολιτείες, το πλειοψηφικό κόμμα στη Βουλή της Πολιτείας έχει το δικαίωμα να σχεδιάζει τις εκλογικές περιφέρειες προς το συμφέρον του, με βάση την απογραφή του πληθυσμού που γίνεται κάθε δέκα χρόνια («gerrymandering»). Κατά δεύτερον, όσος και να είναι ο πληθυσμός της, κάθε Πολιτεία διαθέτει δύο Γερουσιαστές. Με τον τρόπο αυτόν, ο κάτοικος του Ουαϊόμινγκ έχει μια εκπροσώπηση σαράντα φορές μεγαλύτερη απ’ό,τι ο κάτοικος της Πολιτείας της Νέας Υόρκης. Τρίτον, ο Πρόεδρος επιλέγεται, όχι από τη λαϊκή ψήφο, αλλά από το Εκλεκτορικό Κολέγιο. Η κάθε Πολιτεία στέλνει εκλέκτορες ισάριθμους με τον αριθμό των εδρών της στο Κογκρέσο. Τα τελευταία είκοσι χρόνια, δύο από τους υποψήφιους προέδρους που κέρδισαν τη λαϊκή ψήφο (η Χίλαρυ Κλίντον το 2016 και ο Αλ Γκορ το 2000) δεν πήραν την ψήφο του Εκλεκτορικού Κολεγίου.

- Οι πολίτες δεν εγγράφονται αυτόματα σε εκλογικούς κατάλογους για να ψηφίσουν: Πρέπει να εγγραφούν στην Πολιτεία όπου ζουν και πρέπει να εγγράφονται κάθε φορά που μετακινούνται. Εάν κάποιος δεν ψηφίσει για κάποια περίοδο, τότε διαγράφεται από τους κατάλογους. Τα χρονικά περιθώρια για να επανεγγραφεί κανείς ποικίλουν ανάλογα με την Πολιτεία. Εάν κάποιος καταδικαστεί ποινικά, τότε χάνει το δικαίωμα ψήφου κατά τη διάρκεια της ποινής του. Σε πολλές νότιες Πολιτείες, η απώλεια του εκλογικού δικαιώματος μπορεί να είναι εφόρου ζωής, σε άλλες πρέπει το ενδιαφερόμενο άτομο να κάνει ειδική αίτηση. (Το 2019 οι ψηφοφόροι στη Φλόριντα πέρασαν μια τροποποίηση για να αποκαθίσταται αυτόματα το εκλογικό δικαίωμα σε όσους ολοκληρώνουν την ποινή τους. Αυτό θα αφορούσε 1,2 εκατομμύρια ανθρώπους, αλλά η Πολιτειακή Βουλή πέρασε μετά ένα νόμο που λέει πως μόνο αυτοί που θα έχουν ξεπληρώσει πλήρως τα πρόστιμα θα ξαναπαίρνουν το εκλογικό τους δικαίωμα). Κατά την τελευταία δεκαετία, πολλοί Ρεπουμπλικάνοι αξιωματούχοι προσπάθησαν να διαγράψουν ψηφοφόρους από τους κατάλογους, με πρόφαση να σταματήσουν τη νοθεία. Αυτό οδήγησε σε πολλές εκατοντάδες χιλιάδες ψηφοφόρους να διαγραφούν. Πολλές φορές άνθρωποι με ίδια ή παρόμοια ονόματα επίσης διαγράφτηκαν.

- Περιορίζονται οι υποψήφιοι, περιορίζονται και τα προγράμματά τους: Από το 1920, όταν το Σοσιαλιστικό Κόμμα είχε εκλέξει τόσο σε ομοσπονδιακό όσο και σε πολιτειακό αλλά και σε τοπικό επίπεδο, οι νομοθέτες ψήφισαν διάφορους νόμους για να περιορίσουν τα «τρίτα κόμματα». Οι νομοθεσίες αυτές απαιτούν τόσο εξαιρετικά μεγάλα ποσά για την υποψηφιότητα όσο και τη συλλογή αριθμού υπογραφών από ψηφοφόρους σε περιορισμένο χρονικό διάστημα. Όταν εγκριθούν, τα κόμματα αυτά αντιμετωπίζουν σκληρό δικαστικό πόλεμο από το Δημοκρατικό και το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα. Αλλά και όταν όλα αυτά τα εμπόδια ξεπεραστούν, τα ποσά που χρειάζονται για τη χρηματοδότηση είναι τέτοια που επηρεάζουν και το τί μπορούν να πετύχουν τα κόμματα αυτά. Στο τελευταίο τέταρτο του αιώνα, μόνο η καμπάνια του Ραλφ Νέιντερ το 2000 για την Προεδρεία, του Πράσινου Κόμματος, κατάφερε να πετύχει ένα 3% των ψήφων.

Same author